Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Λυρικός και στοχαστικός, προηγήθηκε της εποχής του

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα, 22/11/1999

Η διασημότερη εικόνα του Κ.Π. Καβάφη είναι εκείνη που μας παρέδωσε στα 1919 ο Ε.Μ. Φόρστερ. Περιγράφει τον ποιητή ως «έναν Έλληνα κύριο με ψαθάκι, που στέκει απολύτως ακίνητος σε ελαφρήν απόκλιση προς το σύμπαν». Ο Καβάφης ήταν τη χρονιά εκείνη 57 ετών. Εξακολουθούσε να εργάζεται στην ελεγχόμενη από τους Άγγλους Υπηρεσία Αρδεύσεων του αιγυπτιακού κράτους, και ζούσε συντηρητικό και μονήρη βίο στο διαμέρισμά του της οδού Λέψιους 10, στο κέντρο της Αλεξάνδρειας. Πολύ κοντά βρισκόταν το Ελληνικό Νοσοκομείο και η oρθόδοξη εκκλησία του Αγίου Σάββα. Εξίσου κοντά και τα πορνεία της περιοχής. «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα;», συνήθιζε να λέει. «Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο, όπου πεθαίνουμε». Εκεί, πράγματι, πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, ημέρα των γενεθλίων του. Ήταν ακριβώς εβδομήντα χρόνων.

Προερχόταν από άλλοτε εύπορη και πολυμελή οικογένεια, που αποδεκατίστηκε σύντομα. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 17/29 Απριλίου του 1863. Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου - Ιωάννη Καβάφη και της Χαρίκλειας, το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη από την Πόλη. Η γέννηση του ποιητή βρήκε την οικογένεια σε περίοδο οικονομικής και κοινωνικής ακμής. Ο πατέρας του διατηρούσε την επιχείρηση «Καβάφης και Σία», εμπορευόταν μπαμπάκι (οι συνεκφερόμενες από τους Αιγυπτιώτες λέξεις «βάμβαξ-άναξ» μαρτυρούσαν την προτίμηση των Ελλήνων παροίκων για το κερδοφόρο αυτό εμπόριο) αλλά, όταν πέθανε το 1870, φαίνεται ότι δεν άφησε επαρκή περιουσία για να συντηρηθεί αξιοπρεπώς η Χαρίκλεια και τα παιδιά της, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ανήλικα. Η Χαρίκλεια διέλυσε το σπιτικό της στην Αλεξάνδρεια και κατέφυγε στην Αγγλία, όπου θα είχε την υποστήριξη των συγγενών του άντρα της και όπου θα μπορούσαν ευκολότερα να βρουν εργασία οι μεγαλύτεροι γιοι της. Εγκαταστάθηκαν στο Λίβερπουλ και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Για τα συνολικώς πέντε χρόνια της παραμονής του νεαρού ποιητή στην Αγγλία, δεν διαθέτουμε εξακριβωμένες πληροφορίες. Θα πρέπει να παρακολούθησε σχολικά μαθήματα και να καλλιέργησε την αγγλική γλώσσα, στην οποία θα γράψει αργότερα διάφορα άρθρα και ημερολογιακές σημειώσεις. Στα 1877 η Χαρίκλεια επιστρέφει με τα παιδιά της στην Αλεξάνδρεια, αλλά θα εγκαταλείψουν εκ νέου την πόλη, λόγω πολιτικών γεγονότων. Στα χρόνια αυτά ο Καβάφης εγγράφεται στο Λύκειο «Ερμής» του Κωνσταντίνου Παπαζή και θα συναντήσει εκεί τους μετέπειτα στενούς φίλους του: τον άτυχο Μικέ Ράλλη (πέθανε το 1889 και ο ποιητής έχει κρατήσει ημερολόγιο για την αρρώστια και τον θάνατό του) και τον Στέφανο Σκυλίτση. Όταν στα 1882 ξεσπάει η εξέγερση του Άραμπι, ο αγγλικός στόλος πολιορκεί και βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια. Η Χαρίκλεια και τα παιδιά, όπως και όλοι οι ξένοι που ζουν στην πόλη, θα πάρουν και πάλι τον δρόμο της φυγής. Θα καταφύγουν στον Γεωργάκη Φωτιάδη στην Κωνσταντινούπολη όπου, κατά μεταγενέστερη μαρτυρία της Ρίκας Σεγκοπούλου, εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά οι ομοφυλοφιλικές τάσεις του ποιητή, με τον εξάδερφό του Γ. Ψύλλιαρη. Το χρονολογικώς πρώτο κείμενο που σώζεται στο Αρχείο του ποιητή, γραμμένο αγγλικά υπό τον βαρύγδουπο τίτλο «Κωνσταντινουπολιάς. Ένα έπος», είναι ακριβώς το ημερολόγιο του ταξιδιού προς την Πόλη.

Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια το 1885, ο Καβάφης θα προσπαθήσει να απασχοληθεί, ανεπιτυχώς, σε διάφορες εργασίες. Μεταξύ άλλων, την εποχή εκείνη διαθέτει κάρτα εισόδου στο Χρηματιστήριο ως δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τηλέγραφος». Προσλαμβάνεται τελικώς το 1892 στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και θα εργαστεί εκεί για 30 συναπτά χρόνια. «Τι τον έκανε να μείνει σ' αυτή την υπηρεσία, δεν το γνωρίζουμε», γράφει ο Τσίρκας. «Ίσως να ήθελε ένα μικρό και σταθερό μισθό από μια δουλειά χωρίς απαιτήσεις, ώστε να του αφήνει χρόνο για την ποίηση». Στο μεταξύ έχει αρχίσει στο οικογενειακό του περιβάλλον σειρά θανάτων, που θα συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια. «Πένθη της οικογένειας, χωρισμοί, / αισθήματα δικών μου, αισθήματα / των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα», θα γράψει αργότερα στο ποίημα «Απ' τες εννιά-». Σε διάστημα περίπου είκοσι ετών, πεθαίνουν: ο αδερφός του Πέτρος-Ιωάννης, ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης και ο εξάδερφός του Γ. Ψύλλιαρης στην Πόλη, η πολυαγαπημένη μητέρα του Χαρίκλεια (για την αρρώστια και τον θάνατό της υπάρχει άλλο ημερολόγιο του ποιητή), τα αδέρφια του Γεώργιος, Αριστείδης, Αλέξανδρος, Παύλος και, τέλος, ο Τζων, που πρώτος μετέφρασε σε ανύποπτο χρόνο ποιήματα του Καβάφη σε αγγλική γλώσσα. Προς το τέλος του 1907 ο ποιητής εγκαθίσταται στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οδού Λέψιους 10. Η ζωή του πια δένεται, και σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται, με την ιστορία και την καθημερινότητα της Αλεξάνδρειας. Οι δημόσιες εμφανίσεις του είναι λιγοστές και οι μετακινήσεις του από την πόλη ελάχιστες, για την ακρίβεια τα σύντομα ταξίδια του στην Αθήνα.

Μια οικογενειακή φωτογραφία στη Γενεύη το 1865. Πάνω, η Χαρίκλεια Καβάφη στα πρώτα χρόνια του γάμου της, στην Αγγλία. Η φωτογραφία αυτή βρισκόταν κορνιζαρισμένη στο σαλόνι του ποιητή. Και δεξιά ο ίδιος, το 1891, μια από τις κρίσιμες χρονιές στη ζωή του, οπότε και φαίνεται πως θέλησε να δοκιμάσει ν' αφήσει γένι

Έρχεται για πρώτη φορά στην ελληνική πρωτεύουσα το 1901. Έχει ήδη μια δεκαπενταετή παρουσία στην ποίηση, με δημοσιεύσεις σε περιοδικά του περιφερειακού ελληνισμού (το πρώτο του ποίημα «Βακχικόν» εμφανίζεται στο περιοδικό «Έσπερος» της Λειψίας το 1886), σε ετήσιες εκδόσεις ημερολογίων και σε αθηναϊκά έντυπα. Στην παραγωγή του αυτής της περιόδου ανιχνεύονται ορισμένες ιδιαιτερότητες, αλλά τίποτε δεν προοιωνίζεται τη μετέπειτα εξέλιξή του. Στο ημερολόγιο αυτού του πρώτου αθηναϊκού ταξιδιού του καταγράφονται χαρακτηριστικές λεπτομέρειες από την πρωτεύουσα της εποχής εκείνης και είναι άκρως ενδιαφέρουσα η οπτική μέσα από την οποία βλέπει τα δημόσια κτίρια, τους δρόμους, τους ανθρώπους και τις συνήθειες της καθημερινής ζωής. Η θετικότερη γνωριμία που κάνει στην Αθήνα είναι με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος θα γράψει, δυο χρόνια αργότερα, το περιβόητο άρθρο του για τον ποιητή στα «Παναθήναια», άρθρο που δεν καθιέρωσε τον Καβάφη, όπως συχνά λέγεται, αλλά απέκτησε εκ των υστέρων ιστορική σημασία. Εν τω μεταξύ στην Αλεξάνδρεια κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αναπτύσσεται έντονη πνευματική κίνηση. Αρχίζουν να κυκλοφορούν λογοτεχνικά περιοδικά, εκδίδονται ελληνικά βιβλία, πολλά από τα οποία είναι πρώτες εκδόσεις έργων Αθηναίων συγγραφέων, δημιουργείται αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αθήνας. Τα ποιήματα του Καβάφη γίνονται δεκτά άλλοτε με ενθουσιασμό, κυρίως από τους νέους, και άλλοτε με δυσμενή σχόλια και διαμαρτυρίες. Τα στοιχεία που ξενίζουν και ενοχλούν είναι πολλά: η μεικτή γλώσσα του, που δε συμμορφώνεται με τις προσταγές του άκρατου δημοτικισμού («καραγκιόζη της δημοτικής», τον απεκάλεσε ο Ψυχάρης), η καινοφανής θεματολογία του, ο έντονος και απροκάλυπτος ηδονισμός, που γρήγορα θα τον μιμηθούν ελάσσονες ποιητές του μεσοπολέμου, και ακόμη η εντελώς ιδιότυπη εκδοτική συμπεριφορά του. Ανατυπώνει από τα περιοδικά ή τυπώνει αυτοτελώς μεμονωμένα ποιήματα και τα μοιράζει σε φίλους και θαυμαστές, εντός και εκτός Αλεξάνδρειας, κρατώντας με λογιστική σχολαστικότητα καταλόγους διανομής. Με τον καιρό, τα μονόφυλλα αυτά αποτελούν «συλλογές», κάποτε με ελαφρώς παραλλαγμένο περιεχόμενο και με ιδιόχειρες προσθήκες και διορθώσεις του σε στίχους.

1873. Τρία παιδιά στο Λίβερπουλ, 3 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Όρθιος πρέπει να είναι ο δεκάχρονος Κωνσταντίνος, καθιστός και σοβαρός, με ύφος ανθρώπου του κόσμου ο Παύλος, δεκατριών ετών, και, καθισμένος χάμω, φανερά βαριεστημένος, ο Τζων, δώδεκα ετών

Η φήμη του συνεχώς ανεβαίνει. Ο θρύλος ενός περίεργου ποιητή, ο οποίος ζει ανάμεσα σε παλαιικά έπιπλα υπό το φως των κεριών, εξαπλώνεται διαρκώς. Ο ίδιος ο Καβάφης, μα και το διαμέρισμα όπου ζει, αρχίζουν να αποτελούν αξιοθέατα της Αλεξάνδρειας. Οι επισκέπτες στην οδό Λέψιους πληθαίνουν. Εκτός από τους Αλεξανδρινούς νέους που τον επισκέπτονται τακτικά, ανακυκλώνοντας φιλολογικά κουτσομπολιά και τροφοδοτώντας ανούσιες αντιπαραθέσεις, θα περάσουν κατά διαστήματα από το διαμέρισμά του ο Ε.Μ. Φόρστερ, ο φουτουριστής Φιλίππο Τομμάζο Μαρινέττι, ο Αντρέ Μωρουά, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γ.Δ. Κορομηλάς, ο Κώστας Ουράνης, η Μυρτιώτισσα. Στα χρόνια αυτά, η ειρωνεία που κυριαρχεί σε πολλά ποιήματά του επαληθεύεται από την πραγματικότητα: Με μεσολάβηση του τότε υπουργού Γ. Χαριτάκη, ο οποίος παλαιότερα είχε γράψει στην Αλεξάνδρεια μιαν αξιόλογη μελέτη για τον ποιητή, του απονέμεται από τον δικτάτορα Πάγκαλο το παράσημο του Φοίνικος. Βραβεύεται ένας ποιητής που υμνούσε τα γυμνά σώματα, από έναν δικτάτορα που μέτραγε το μήκος της φούστας στις γυναίκες! Φίλοι της καβαφικής ποίησης (κάποτε και άκριτοι θαυμαστές) μιμούνται τους ποιητικούς του τρόπους, ενώ οι αντίπαλοι του παρωδούν κάθε του ποίημα, συχνά με άπρεπα υπονοούμενα. Για να υποστηρίξει αποτελεσματικότερα το έργο του, όταν κλείνουν τα αλεξανδρινά περιοδικά «Νέα Ζωή» και «Γράμματα», ο Καβάφης αισθάνεται την ανάγκη ενός προσωπικού εντύπου. Τον Δεκέμβριο του 1926 κυκλοφορεί το περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη». Ο ποιητής δεν αναφέρεται στις σελίδες του ως εκδότης ή διευθυντής, αλλά κατά τον Τσίρκα το περιοδικό «ουσιαστικά όχι μόνο διευθύνεται, αλλά και στηρίζεται οικονομικά» από τον Καβάφη. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα από τα ανυπόγραφα σχόλια επικαιρότητας που υπάρχουν σε κάθε τεύχος της «Αλεξανδρινής Τέχνης» είναι γραμμένα διά χειρός Καβάφη.

Από το 1930 ο ποιητής αρχίζει να έχει ενοχλήσεις στον λάρυγγα. Τελική διάγνωση: καρκίνος. Την άνοιξη του 1932, έπειτα από σύσταση των γιατρών του, έρχεται για τελευταία φορά στην Αθήνα. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν φίλοι και θαυμαστές ήταν εντυπωσιακή και επιστεγάστηκε με το αφιέρωμα του περιοδικού «Ο Κύκλος» του Απόστολου Μελαχρινού, το πρώτο ουσιαστικό αφιέρωμα στο έργο του. Ποιητές και συγγραφείς της πρωτεύουσας τον γνωρίζουν για πρώτη φορά από κοντά. Οι εντυπώσεις που αποκομίζουν είναι αντιφατικές. Νοσηλεύεται στον Ερυθρό Σταυρό και υφίσταται τραχειοτομία. Χωρίς φωνή πια, γράφει λέξεις σε μικρά χαρτιά για να επικοινωνεί με τους επισκέπτες του. Καταβεβλημένος, αποσύρεται για ανάρρωση σε ξενοδοχείο της Κηφισιάς. Ύστερα από μέρες, με προστατευτικό κασκόλ γύρω από τον λαιμό του, θα επισκεφτεί το εργαστήρι του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου, όπου θα φωτογραφηθεί για μια προτομή, που δεν έγινε ποτέ. Είναι οι τελευταίες φωτογραφίες της ζωής του. Ο Γ.Κ. Κατσίμπαλης, που τον συνάντησε εκείνες τις ημέρες, τον περιγράφει στον Σεφέρη ως «ένα παραδοξότατο γερόντιο» που κάθε τόσο έβηχε «και ξεφύσαγε σα φυσητήρι μέσα από τη μετάλλινη σωλήνα του». Η τελική εντύπωση του παλαμολάτρη Κατσίμπαλη είναι χαρακτηριστική: «Δυο παμπόνηρα και σπάνιας διεισδυτικότητας μάτια, με μια γλυκύτητα στο κάτω μέρος του προσώπου, ολόγυρα στο στόμα και στο πηγούνι. Δε μοιάζει καθόλου με ό,τι σκίτσο, φωτογραφία κ.λπ. έχεις δει ώς σήμερα. Φυσιογνωμία από τις πιο ενδιαφέρουσες κι εντυπωσιακές». Οι αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εδώ κινήσεις του και γράφουν άρθρα για τον άνθρωπο και το έργο του. Όταν αναχωρεί για την Αλεξάνδρεια, τον κατευοδώνουν στον Πειραιά πολλά γνωστά ονόματα της λογοτεχνίας. Παρά ταύτα, η πρόσληψη της ποίησής του από τη γενιά του '30 παραμένει εντυπωσιακά αντιφατική και εκτείνεται από την πλήρη άρνηση έως την επιφυλακτική αποδοχή και την ανεπιφύλακτη παραδοχή. Θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια για να μεταστραφούν οι αρνητές του. Η υγεία του επιδεινώνεται συνεχώς και στις αρχές Απριλίου 1933 μεταφέρεται από τον Αλέκο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου (ο Σεγκόπουλος είχε οριστεί γενικός κληρονόμος του, βάσει διαθήκης τού 1923) στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, όπου και θα πεθάνει στις 29 Απριλίου. Σύσσωμος ο αθηναϊκός Τύπος αναγγέλλει τον θάνατό του με συγκίνηση, δίνοντας όμως μεγαλύτερη δημοσιότητα και περισσότερο χώρο στην ειδησεογραφία για τον θάνατο της ελληνικής καταγωγής Γαλλίδας ποιήτριας κόμισσας ντε Νοάιγ, που πέθανε την ίδιαν ημέρα. Όπως έγραψε ο Γ.Π. Σαββίδης, «στις 29 Απριλίου 1933 (ημέρα των γενεθλίων του) ο κύριος Κωστής Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης, χάρη σε μια εκπληκτική συνέπεια της Μοίρας απέναντι στον ακριβέστερο εξόριστο άρχοντα του ελληνικού λόγου, έκλεισε στην γενέτειρά του τον εβδομηντάχρονο κύκλο της επίγειας ζωής του, και πέρασε στον κύκλο της αιωνιότητας: έγινε, οριστικά, ο Καβάφης».

Καθώς ο θρύλος ενός περίεργου ποιητή ο οποίος ζει ανάμεσα σε παλαιά έπιπλα υπό το φως των κεριών εξαπλωνόταν διαρκώς μαζί με τη φήμη του που συνεχώς ανέβαινε, ο ίδιος ο Καβάφης μα και το διαμέρισμά του άρχισαν να αποτελούν αξιοθέατα της Αλεξάνδρειας

Η περίπτωσή του είναι μοναδική στα νεοελληνικά γράμματα. Ξεκίνησε ως μέτριος Φαναριώτης, πέρασε από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, για να καταλήξει σ' έναν εκπληκτικής ευστοχίας και ήθους ρεαλισμό. Τα ποιήματά του, λυρικά και δραματικά κατά βάση, έχουν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Στους στίχους του κυκλοφορεί ένας ολόκληρος λαός επώνυμων και ανώνυμων προσώπων, φυσιογνωμίες ιστορικές και ψευδοϊστορικές, μορφές της μυθολογίας, μα και της σύγχρονής του Αλεξάνδρειας. Τα περιστατικά που μας αφηγείται βρίσκονται στο περιθώριο της επίσημης Ιστορίας. Προτιμά να κινείται περισσότερο στις περιοχές του ελληνιστικού κόσμου και στις πολιτικές και θρησκευτικές ίντριγκες του Βυζαντίου, παρά στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Το σύνολο του έργου του (τα 154 ποιήματα του «κανόνα», τα «Κρυμμένα», τα «Αποκηρυγμένα», και τα πεζά του κείμενα) υποβάλλουν τη φυλετική συνοχή και συνείδηση ολόκληρου του ελληνικού κόσμου. Ο Γ.Π. Σαββίδης, στον οποίον οφείλει πολλά η καβαφική φιλολογία, δήλωνε το 1963 ότι μπορούμε ανεπιφύλακτα να ονομάσουμε τον Καβάφη εθνικό ποιητή. Στην ποίησή του συγκλίνουν και συγχωνεύονται με μοναδικό τρόπο ποικίλα ρεύματα, ενώ ταυτόχρονα διαγράφεται καθαρά το πρόσωπο του ελληνικού μοντερνισμού. Όπως συμβαίνει με όλους τους μείζονες ποιητές, ο Καβάφης προηγήθηκε της εποχής του και, όπως έχει παρατηρηθεί, «μίλησε για τον έρωτα και τον θάνατο, για τη βία και τη μέθη της εξουσίας, για τον πολιτικό οπορτουνισμό και τη διάψευση των μεγάλων ιδανικών». Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με τόση μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες. Είναι, επιπλέον, ο μοναδικός μέχρι στιγμής σύγχρονος Έλληνας ποιητής, που έχει επηρεάσει σε τέτοια έκταση και με τόση διάρκεια νεώτερους ξένους ποιητές σε πολλές χώρες. Η φωνή του ακούγεται καθαρά και σε ολόκληρη τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση, η οποία, μετά τον Καβάφη, γράφεται διαφορετικά στην Ελλάδα.