Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Άγνωστο πεζό του Νίκου Καββαδία: "Αγαπώ τους τρελούς Μπιτσκόμπερ"

Γ.Ζ. & Ν. Καββαδίας, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 26/8/2005

Η «αποστολή γραμμάτων» που άρχισε στο «Μαραμπού» συνεχίστηκε με το πεζό που έστειλε από τη Μαύρη Θάλασσα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδος», στις 6 Ιουνίου 1935. Η επιλογή του εντύπου δικαιολογείται: Στην «Η.τ.Ε» ήταν ιδιοκτήτης και διευθυντής ο Κωστής Μπαστιάς, παλαιός γνώριμος του Καββαδία από τότε που εκείνος έβγαζε τα «Ελληνικά Γράμματα», 1928-1929. Στο περιοδικό εκείνο έστελνε τακτικά ποιήματά του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Ορισμένα δημοσιεύτηκαν, όπως το μοναδικό εκτός συλλογών ανθολογούμενο «Ηθελα», ενώ άλλα απορρίφθηκαν, για λόγους οι οποίοι εξηγήθηκαν στις στήλες της αλληλογραφίας. Επιπλέον ο Κωστής Μπαστιάς, στην εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυξ», 7 Ιαν. 1934, είχε χαιρετίσει τον ποιητή του «Μαραμπού»: «Περίφημο στέκεται το διψασμένο πέταγμά του πάνω από την πείρα άλλων ανθρώπων που τη θέλει δική του. Πάνω από άνομους και αφύσικους έρωτες, πάνω από ατιμίες, από αμαρτίες πολύ οικείες σ' αυτούς που τρέφονται δίπλα στο προλεταριάτο της ηδονής». Εκτός από τους δεσμούς και τη χειρονομία του εκδότη της εφημερίδας, υπάρχει από πριν και η σχέση με τον αρχισυντάκτη της, τον Ηρακλή Αποστολίδη. Οταν διηύθυνε το περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας», 1928 - 1929, είχε εγκρίνει προς δημοσίευση πολλά ποιήματά του με το παραπάνω ψευδώνυμο «Π.Β.».

Επειδή ο Καββαδίας θεώρησε ότι η «ανταπόκρισή» του απευθυνόταν σ' ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, δεν το έστειλε σε περιοδικό αλλά στην πιο φιλική του εφημερίδα, η οποία αμέσως την πρόβαλε στην πρώτη της σελίδα.

Η αφήγηση αρχίζει σε πρώτο πρόσωπο ιστορώντας τη μαγγανεία των άστρων, τη συνυφασμένη με τη μαγγανεία των θαλασσών. Οι ναυτικοί πάνω στα «πλεούμενα σίδερα» αντιμετωπίζουν κάθε στιγμή τον θάνατο. Το λατινικό μότο με κεφαλαία κάτω από τον τίτλο: «είναι αναγκαίο να ταξιδεύεις στη θάλασσα, να ζεις δεν είναι», έρχεται ως συνέχεια εκείνου που έχει μπει στο «Μαραμπού»: «τίποτα δεν είναι ωραίο σαν κι αυτό -ναύτης- για έναν άντρα».

Οταν γράφεται το κείμενο, ο Καββαδίας βρίσκεται στη φάση των εκφραστικών του αναζητήσεων. Εχει διαβάσει τις κριτικές της πρώτης του συλλογής και αναρωτιέται προς τα πού θα βαδίσει, προς την ποίηση ή την πεζογραφία. Ο κορυφαίος κριτικός Φώτος Πολίτης στην «Πρωία», 15.12.1933, υπαινίσσεται: «μπορεί να εξελιχθεί ποιητικά, μπορεί να δώσει κι άλλη τροπή στο πνεύμα του». Ο ιστορικός της λογοτεχνίας και κριτικός Αριστος Καμπάνης στην «Εργασία» 191/1933 τον αποκαλεί «...καταλυτή των φραγμών που χωρίζουν συμβατικώς την ποίηση από την πεζογραφία».

Εκείνο τον καιρό, πάνω στο ίδιο καράβι, δοκιμάζει ποιητικούς τρόπους. Το ποίημα «ο λοστρόμος από τα Φαρόερ», που έχει χρονολογία 3.9.1935 και ένδειξη «Cardiff, SS Antsouletta», παρέμενε ανέκδοτο και δημοσιεύτηκε στο μικρό αφιέρωμα της «Λέξης», Αρ. 27/1983. Τα «Νεοελληνικά Γράμματα», Αρ. 8 (2 Ιουνίου 1935), φιλοξενούν το «Coaliers» που αντιπροσωπεύει τις πιο δραματικές στιγμές της ποίησής του και θα περιληφθεί με πολλές αλλαγές στη β' έκδοση των «Μαραμπού» του 1947.

Η βαθύτερη λυρική φύση και η αργοστάλακτη έμπνευση οδήγησαν οριστικά τον Καββαδία στο δρόμο της ποίησης, στους παλιούς μελαγχολικούς ρυθμούς. Αργότερα, το 1954, παρενέβαλε τη «Βάρδια» για να τον γνωρίσουν, όπως έλεγε, και οι αναγνώστες της πεζογραφίας.

Γράμματα εν πλω

Ναυτικοί...

«Navigare necesse est

vivere non est necesse»

Μαύρη Θάλασσα - Α) π. «Αντζουλέττα» - Κυττάζω ταστέρια με το γυαλί. Ποτέ μου δεν είδα καθαρώτερον ουρανό. Ποτέ μου δεν ένοιωσα όσο απόψε τη μαγγανεία των άστρων. Το άλφα του Μεγάλου Ταύρου, ο θαυμάσιος Αλτεμπαράν εκπέμπει σ' όλο μου το κορμί το δηλητήριο της γοητείας του. Ο Αλτάιρ το Αλφα του Αετού, ο Αλφεράτ το Αλφα της Ανδρομέδας.

Ο Ακενάρ του Ιριδανού, ο Μπελατρίξ, ο Αλφάρ και ο Ρασταμπάν κι άλλες χιλιάδες αμέτρητα φωτεινά στίγματα που οι Αραβες πρώτοι τα εβάφτισαν με τα γοητευτικώτερα ονόματα που θα μπορούσε κανένας να φανταστή. Οι κύκλοι που διαγράφουνε στο στερέωμα ορίζουν τη μοίρα μας, δυναστεύουνε τη ζωή μας, οδηγούνε τα βήματά μας. Οι αστρονόμοι του Μεσαίωνα υπήρξαν μεγάλοι ποιηταί.

Συνεδύασαν την τροχιά της γης των ανθρώπων με την τροχιά των αστέρων.

Οι άνθρωποι που κατοικούνε στις πολιτείες τα βλέπουν τις νύχτες από τους εξώστες των μεγάλων θερινών κέντρων, ή στις εκδρομές που κάνουν μέσα σε βάρκες έχοντας δίπλα τους τ' αγαπημένα τους πρόσωπα. Οι ναυτικοί μ' αυτά πορεύονται και μ' αυτά ζουν. Η επίδρασι που έχουν απάνω στη ζωή τους, είνε απείρως μεγαλύτερη και τρομερώτερη.

Είμαστε σ' αυτό το καράβι εικοσιπέντε νοματαίοι. Από τον πρώτο καπετάνιο ώς τον καρβουνιάρη όλοι βασανισμένα πρόσωπα, βασανισμένα κορμιά. Εδώ στα καράβια, σ' αυτά τα πλεούμενα σίδερα, ο θάνατος δεν ενεδρεύει, όπως στις πολιτείες. Τον έχουμε παντού αντιμέτωπο. Καθώς θα φτιαρίση ο θερμαστής το κάρβουνο για να το ρίξη στους φούρνους, καθώς κυβερνάει ο τιμονιέρης απάνω στην όστρια, ή στο σιρόκο, την ώρα που παίρνει ύψος με τον εξάντα ο καπετάνιος. Ενα λάθος στο λογαριασμό, ενός μπακάλη, ενός εμπόρου, ενός λογιστή είνε ζημία δραχμών, ένα λάθος στο λογαριασμό ενός καπετάνιου είνε θάνατος.

Αυτό το τεράστιο στοιχείο που κόβει σα μαχαίρι τα σίδερα, που σχίζει και λαμαρίνες, θανατώνει μ' έναν ύπουλο τρόπο το κορμί, το κοιμίζει και το θανατώνει. Η μαγγανεία των θαλασσών είνε συνυφασμένη με τη μαγγανεία των άστρων. Οταν ο ήλιος με το φεγγάρι βρίσκωνται, καθώς λένε οι αστρονόμοι, σε συζυγία, τότε δουλεύουνε και τα δύο μ' αόρατες δυνάμεις τη θάλασσα και τους ανθρώπους της. Οι περισσότεροι ναυτικοί βρίζουν τη θάλασσα με το χειρότερο τρόπο, όμως δε θα μπορούσαν ποτέ να δουλέψουνε στη στεριά. Υπάρχουν δύο κατηγορίες θαλασσινών. Οι άνθρωποι της πρώτης κατηγορίας παίρνουν τη θάλασσα σαν επάγγελμα, οι περισσότεροι. Τη συνηθάνε κι όσο και να τους έχει σακατέψη η δουλειά τους, η ασχολία τους εξουδετερώνει τη μαγγανεία της καθώς ο μπακιρένιος χαλκάς που δένουνε στο λαιμό της γάτας, την αρρώστεια της λαμαρίνας.

Το δράμα το παίζουν οι λίγοι. Αυτοί που δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τη μαγεία της και τους έχει αθεράπευτα δηλητηριάσει.

Τη θαλάσσα μπορεί να την συνηθίση κανείς σ' ένα μήνα μέσα. Ομως μπορεί και να μη την συνηθίση ποτέ. Το παπόρι στην τρικυμία κινείται με πολλούς τρόπους.

Αναλόγως με τους καιρούς. Συνηθάς το πότζι και δε συνηθάς το σκαμπανέβασμα. Οι παληοί ναυτικοί μέσα στις νάβες, όταν τα τζόβενα ζαλίζωνται, τάπαιρναν μίαν ώρα πριν φέξη, κι αφού τα πρόσταζαν να γεμίσουν ένα μπουγιέλο με νερό της θάλασσας, τους βουτούσαν μέσα τρεις φορές το κεφάλι, λέγοντάς τους να επαναλάβουν μίαν αισχρή βρισιά για τη θάλασσα! Κατόπιν, ενώ το κεφάλι τους έσταζε νερά και τα μάτια τους δάκρυζαν απ' την άλμη, τους έδειχναν λέγοντάς τους να κυττάξουν το μικρό Αστέρι Μιζάρ, που βρίσκεται κάτω απ' τα δύο τελευταία άστρα της Μεγάλης Αρκτου, αυτό που οι Αραβες ναυτικοί χρησιμοποιούσαν για να δοκιμάζουν την όρασί τους. Δεν ξέρω αν αυτό τους θεράπευε, όμως θέλω να το πιστεύω!

Αυτοί που αγαπούν με πάθος τη θάλασσα, δεν μπορούνε ποτέ -είνε αποδεδειγμένο- να γίνουν επαγγελματίες θαλασσινοί. Κι αν ποτέ κατορθώσουν να γίνουν, θα πάψουν να την αγαπούν. Θάχετε ακούσει γι' αυτούς τους ναυτικούς που περισσότερο ζουν στα ντοκ των λιμένων κυττάζοντας τα πλοία που φεύγουν και κάνουνε τους διερμηνείς στους ξένους ναύτες. Αυτοί είνε οι ανίατοι! Εχουν δουλέψει θερμαστές, ναύτες, καμαρώτοι, καρβουνιάρηδες, αλλά δεν ειδικεύτηκαν και δεν δούλεψαν περισσότερο από ένα μήνα την ίδια δουλειά και στο ίδιο πλοίο. Ποτέ δεν μπόρεσαν να συνηθίσουν την θάλασσα.

Τους ζαλίζει. Σκοντάφτουν εκεί που άλλοι περπατούν ίσια, κλείνουν τα δάκτυλά τους μέσα στις πόρτες, δεν μπορούν να κυβερνήσουν τιμόνι ενώ ξέρουν το μπούσουλα όσο κ' οι καλοί ναύτες. Αρρωσταίνουν και ξεμπαρκάρουνε κλαίγοντας. Βλέπεις μέσα στα μάτια τους κάτι το παράξενο. Και στα σκεβρωμένα τους πρόσωπα κάτι το αλλοπαρμένο.

Αυτούς τους περιφρονούν και τους λένε Μπιτσκόμπερ.

Οι καλύτεροι ναυτικοί όλου του κόσμου είνε οι Ανναμίτες. Κλείνουνε μέσα τους όλη τη Μαγγανεία των θαλασσών και των Αστρων, χωρίς να τους βλάψη.

Είδα κάποτε στο Χάι Φογκ Ανναμίτες καπετανέους. Φορούσαν ρόμπες μεταξωτές, μεγάλες ψάθες κ' ήσαν ξυπόλητοι. Κάπνιζαν τεράστια τσιμπούκια γιομάτα όπιο και περίμεναν στην παραλία να φορτώσουν για τα νησιά του Ειρηνικού, τα καΐκια τους, τα πιο παράξενα πλεούμενα που έχω δη στη ζωή μου· είχαν πανιά ψάθινα γιομάτα παράξενα σχήματα.

Ταξιδεύουνε πάντα χωρίς μπούσουλα. Παίρνουν ύψος με δύο γυαλιά που κρατάνε στα δάχτυλα. Χτυπάνε τους σύφωνες1 με κάτι μαχαίρια τετράγωνα και ξορκίζουνε τους ανέμους. Πολλές φορές οι πορείες τούς βγάζουν σε παράξενα νησιά από κοράλλι. Αυτοί δεν είναι ναυτικοί, είναι Μάγοι!

*

Αγαπώ περισσότερο απ' όλους τους τρελλούς από την αγάπη της θάλασσας, τους Μπιτσκόμπερ. Ισως γιατί είμαι συναδέλφός τους!

1. σύφωνες: παλιά όργανα ενδοεπικοινωνίας ναυτικών, θυμίζουν το χωνί.

Υποσημείωση: Μπιτσκόμπερ ονόμαζαν τους χτενιστές της ακτής. Ο φίλος, κοσμογυρισμένος ναυτικός, Μπάμπης Κωνσταντουλάκης άκουγε έτσι να αποκαλούν κάτι εξαθλιωμένους ναυτικούς που ψυχολογικά, ενώ ήθελαν, δεν μπορούσαν να μπαρκάρουν. Ισως από αυτούς να προέρχεται η λεγόμενη φράση μεταξύ ναυτικών: κοίτα μην καταντήσεις μπιτσικόμης.