Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Νύξεις για μιαν ερμηνεία των στίχων του

Τζένια Καββαδία, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 26/8/2005

Υπό τον τύπο σημειώσεων στο περιθώριο ποιημάτων του αδελφού της, η Τζένια Καββαδία δίνει το δικό της ερμηνευτικό κλειδί για ορισμένους στίχους του. Εκείνη, άλλωστε, ήταν και η πρώτη αναγνώστρια των έργων του, εκείνη γνώριζε τα κεφαλαιώδη δραματικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή, τα μικρά καθημερινά στιγμιότυπα, τα διαβάσματά του, πολλά από τα οποία πέρασαν και στους στίχους του. Η Τζένια Καββαδία (1909-2003) υπήρξε πρώιμο λογοτεχνικό ταλέντο.

Διακρίθηκε στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος της «Νέας Εστίας» (1927) και το πεζό της εκείνο δημοσιεύτηκε στον τόμο «Οι θεότητες του Κοτύλου» μαζί με τα άλλα βραβευμένα κείμενα που υπογράφονται από τους, νέους τότε, Μ. Καραγάτση, Ηλία Βενέζη, Γ. Θέμελη, Γ. Βαφόπουλο και άλλους. Ανήκε μαζί με τον αδελφό της στη λογοτεχνική ομάδα του Πειραιά, η οποία εξέδιδε τον «Ρυθμό». Στο περιοδικό αυτό δημοσίευσε διηγήματα, κριτικές και μεταφράσεις ποιημάτων.

Μια βιωματική εικόνα που σχετίζεται με τον αδελφό της, από το διήγημά της «Η δεσποσύνη Ελβίρα»: «...κρατούσαμε κείνο τον καιρό, στον ίδιο δρόμο και σχεδόν απέναντι, ένα μεγάλο σπίτι με άδεια δωμάτια του κάτω πατώματος. Χρησίμευαν, θυμάμαι, στον αδελφό μου για πέλαγος όταν ταξίδευε με το καράβι που ναυπηγούσε από παλιά κιβώτια και σπασμένες καρέκλες». Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε πριν από περίπου 20 χρόνια και δόθηκε στον Αλέξανδρο Αργυρίου, ο οποίος μας το παραχώρησε. Τον ευχαριστούμε για την ευγενική του χειρονομία. Ευχαριστούμε επίσης την ανιψιά τού ποιητή και κόρη τής Τζένιας, Ελγκα Καββαδία, που μας επέτρεψε να το δημοσιεύσουμε.

Α. Ως προς την αφαίρεση

- Cambay's water («Πούσι», σελ. 15). Τελευταίο τετράστιχο. Μια προηγούμενη γραφή ήταν:

Σαλπάρουμε, δεν κλαίνε, φίλε, οι καπετάνοι,

το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.

Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι

μα ούτε μαντήλι στη στεριά κι ούτε φουστάνι.

Οταν το άλλαξε, του είπα: Τώρα όμως στο στίχο «το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι» πολύ λίγοι θα καταλάβουν αυτό που θέλεις να πεις -πως δηλαδή και οι δυνατοί μπορεί να κλαίνε. «Ας καταλάβουν ό,τι θέλουν», είπε, αυτό είναι δική τους δουλειά.

- Λύχνος του Αλαδίνου («Πούσι, σελ. 35)

Προτελευταίο τετράστιχο:

Και πήδηξε ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,

στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δύο μίλια έξω απ' τη Σκύρο.

Ο Καββαδίας είχε μια μικρή συλλογή από μικρά πήλινα «σπαράγματα», όπως τα λένε οι αρχαιολόγοι (τμήματα από αγαλματάκια), πρωτόγονης τέχνης των Αζτέκων. Ηταν ο θησαυρός του. Τρία από αυτά είχε χαρίσει στον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, που τα είχε βρει πολύ ενδιαφέροντα.

Κάποτε, είχε έρθει στο σπίτι ένας φίλος μας, συγγραφέας, με μια νεαρή φίλη του -αίσθημα που το έκρυβε με διάφορα τεχνάσματα, γιατί ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα που του στάθηκε βαθιά αφοσιωμένη ώς το θάνατό της. Ο Καββαδίας σε μια στιγμή ενθουσιασμού, και για να κάμει χαρά στο φίλο του, έφερε ένα μικρό κεφαλάκι από τα κομματιασμένα αγαλματάκια και το χάρισε στην κοπέλα. Το ζευγάρι πολύ συγκινήθηκε.

Επειτα από λίγο καιρό, ξαναήρθαν και η κοπέλα έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό πράγμα τυλιγμένο σε χαρτί, και είπε στον Καββαδία: Ξέρετε αυτό το αγαλματάκι που μου χαρίσατε μου έφερε γρουσουζιά -έπαθα ιλαρά και πέρασα και πολλές άλλες στενοχώριες. Σας το επιστρέφω -και το ακούμπησε σ' ένα μικρό τραπέζι.

Κοιταχτήκαμε με τον αδερφό μου και κάπως μας πάγωσε αυτή η χειρονομία, τόσο απροσδόκητη και κυνική. Το ίδιο μου φάνηκε πως ένιωσε και ο φίλος μας ο συγγραφέας. Οταν έφυγαν και μείναμε οι δυο μας, ο αδερφός μου ήταν νευριασμένος. «Το παλιοκόριτσο», είπε, «ήταν ανάγκη να κάμει αυτή την απρέπεια, δεν το πέταγε στο δρόμο;»

- Θα 'ναι προληπτική, είπα εγώ - και ίσως πιστεύει πως η γρουσουζιά θα φύγει απ' αυτήν, αν το μεταφέρει σε κάποιον άλλο -και πήρα το τυλιγμένο κεφαλάκι στα χέρια μου.

-Α, έτσι, φέρ' το εδώ, είπε ο αδερφός μου και μου το πήρε.

- Τι θα το κάμεις; ρώτησα

- Θα το πετάξω στη θάλασσα. Αυτή ξεπλένει όλες τις γρουσουζιές.

Σε λίγες μέρες, γυρνώντας από τη Βηρυττό, μου είπε γελώντας.

- Ο Αίγυπτας έκαμε βουτιά στο Αιγαίον Πέλαγος.

(Η κόρη μου, που ήταν τότε πέντε ή έξι χρόνων, τα έλεγε αυτά τα αγαλματάκια: οι Αίγυπτες, ένας Αίγυπτας.)

Αυτά γίνονταν μετά τον πόλεμο, δηλαδή 1945 ή 1946.

Στο ίδιο ποίημα, Λύχνος του Αλαδίνου, τελευταίο τετράστιχο:

μα πρύμα πλώρα, μόνο συ πατάς στοχαστικά,

κρατώντας στα χεράκια σου, το λύχνο του Αλαδίνου.

Την ώρα που έγραφε αυτό το ποίημα μέσα στο γραφείο, με αναφορές σε διαχρονικά γεγονότα (δουλεμπόριο στον προτελευταίο στίχο, λαθρεμπόριο ή πειρατεία στον τελευταίο), μπήκε μέσα σιγά σιγά το παιδί -η κόρη μου- έκαμε λίγα βήματα χωρίς να του μιλήσει και ξαναβγήκε. Και τότε, συμπλήρωσε τους δύο στίχους του τελευταίου τετράστιχου μ' αυτή την εικόνα:

... μόνο εσύ πατάς στοχαστικά

κρατώντας στα χεράκια σου, το λύχνο του Αλαδίνου.

-Fresco («Τραβέρσο», σελ. 13)

Ολο το ποίημα ιστορεί τρεις αδικαίωτους έρωτες.

Ο πρώτος (5 τετράστιχα) είναι μεταφορά σε στίχους του θέματος μιας τοιχογραφίας σε κάποιο μουσείο -αν δεν κάνω λάθος, στην Ακαντέμια της Βενετίας: Ο πολεμιστής γυρίζει στη γυναίκα που λατρεύει και από την πόρτα αντικρίζει τη σκηνή που εικονίζει η ζωγραφιά και περιγράφει το ποίημα. Ο δεύτερος, είναι ένας έρωτας του Καββαδία για μια μελαχρινή καλλονή -ενός άλλου κόσμου. Τη γνώρισε στην Αθήνα το 1945, όταν ήταν νέο κορίτσι, 18 χρόνων, και κείνος 35. Είχε διαβάσει το Μαραμπού και ζήτησε να τον γνωρίσει. Τη λέγανε Ariane (Αριάδνη). Στην αρχή της γνωριμιάς τους, ταξίδεψε μια δύο φορές με το βαπόρι του.

Με το καράβι του Θησέα, σ' αφήσαμε στη Νάξο.

Ηταν Ελληνογαλλίδα, πολύ πλούσια. Ζούσε στο Παρίσι. Μπλεγμένη στην elite της παρισινής διανόησης (Francoise Sagan, Buffet, Michel Deon, Juliette Greco ήταν στενοί της φίλοι). Εκαμε τρεις γάμους, όχι ευτυχισμένους.

Του έγραφε πού και πού (του Καββαδία). Τον αναζητούσε πάντα. Πήγε και κείνος δύο ή τρεις φορές και τη βρήκε, στο Παρίσι και στο Saint Tropez, όταν βρισκόταν στη Γαλλία. Δεν δέχτηκε ποτέ να έχει μαζί της παραπάνω από φιλία.

Κοστάρω, κι όλο με τραβάει μακριά, το καραντί.

Της έχει αφιερώσει στη Βάρδια το κεφάλαιο: Βάρδια έκτη.

Και ο τρίτος έρωτας -τελευταίο τετράστιχο- τέλειωσε όπως το λέει το ποίημα:

Ενας πλούσιος Κεφαλονίτης καπετάνιος, στα παλιά χρόνια, αγάπησε μια πολύ όμορφη, φτωχή κοπέλα από το Θιάκι. Αρραβωνιάστηκαν και ξανάφυγε στα ταξίδια του. Οταν γύριζε για να την παντρευτεί, γεμάτος δώρα και πλούτη, πνίγηκε έξω από τις ιταλικές ακτές με το καΐκι του.

Και ξέστρωσες το νυφικό κρεβάτι σου, Θιακιά.

-Yara Yara (ποταμός της Αυστραλίας) («Τραβέρσο», σελ. 17)

Αυτά τα ταξίδια της Αυστραλίας που μετάφερναν μετανάστες -κυρίως γυναίκες, Εβραίες, Ελληνίδες, Ιταλίδες, που πήγαιναν στο άγνωστο, πικρές από το κατακάθι μιας τυραννισμένης ζωής, ήταν για τον Καββαδία «Ο Πύργος της Βαβέλ».

Στεκόταν με το ένα πόδι μέσα σ' αυτό το παράξενο «σήμερα», και με το άλλο μέσα στο πάντα ζωντανό «χτες».

Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντήλι

εγώ -και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισσιανό.

Κάποια μετανάστρια πήγε και κοιμήθηκε μαζί του, στην καμπίνα του «μπροστά στο γέρο Τισσιανό». (Είχε πάντα γεμάτους τους τοίχους της καμπίνας του από reproductions και posters από έργα που αγαπούσε.)

Και διαρκώς η σκέψη του γυρίζει στο σπιτικό μας:

Βίρα Κεφαλλονίτισσα και μάινα το καντήλι

(η μάνα μας)

Σε λόφο γιαπωνέζικο, κοιμάται το στερνό

(ο μικρότερος αδελφός μας, πρώτος καπετάνιος, που βρέθηκε σκοτωμένος στην καμπίνα του, 40 χρόνων, και είναι θαμμένος στο Νεκροταφείο των ξένων, σ' ένα λόφο στο Kobe.)

Ο στίχος αυτός ήταν διαφορετικός στην πρώτη γραφή, του 1951. (Τότε δεν είχε πεθάνει ο αδελφός μας.) Τον άλλαξε το 1957 -και είναι τα μόνα λόγια που μπόρεσε να γράψει γι' αυτή την τραγική ιστορία που κλόνισε τη ζωή μας.

- Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia («Τραβέρσο», σελ. 19)

Από τον καιρό που ήταν πολύ μικρή η Ελγκα, του ζητούσε να της γράψει ένα τραγούδι για τους νάνους της. Ηταν μυθικά πρόσωπα στη ζωή της. Ζωγραφιές, κούκλες, βιβλία, μια μπάντα κεντητή με τους εφτά στον τοίχο του κρεβατιού της. «Φτιάξε μου ένα τραγούδι για τα νανάκια μου». Τέλος της το 'φτιαξε, όταν είχε πια μεγαλώσει.

Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;

κόρη ξανθή και γαλανή

........

Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις

........

Μ' ένα ξυστρί, καθάρισέ με απ' τη μοράβια

.......

Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...

Οι στίχοι αυτοί είναι παρεμβολές στο παραμύθι, και αναφέρονται στη μικρή του ανιψιά.

Οι δύο άλλοι:

Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς, περνώντας μέθη;

Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεγκλίζουμε οι διακόσιοι;

αναφέρονται σε δύο μετανάστριες -πραγματικά πρόσωπα αυτές- που ταξιδεύουνε στο ίδιο βαπόρι με τους εφτά φανταστικούς νάνους, τους διακόσιους του πληρώματος και τους χίλιους μετανάστες.

- Marco Polo («Τραβέρσο», σελ. 45)

Στα δύο πρώτα τετράστιχα μιλεί στον Φίλιππο, γιο της ανιψιάς του, πέντε χρόνων.

Σε ντύνουν και σε γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια.

Οταν ο Φίλιππος ήταν ενός έτους πήραμε κοντά του μια νέα Γαλλίδα, που τον φρόντιζε και τον έβγαζε περίπατο. Ετσι έμαθε να μιλά ελληνικά και γαλλικά συγχρόνως.

Αυτές αλλάζανε κατά καιρούς. Εμενε η κάθε μια τους μια saison ή δύο και ύστερα φεύγανε στην πατρίδα τους.

Τελευταίο τετράστιχο:

Φίλιππε, αποκοιμήθηκες, κρατώντας κανοκιάλι.

Το παιδί είχε τη συνήθεια να αποκοιμιέται, καθώς του λέγαμε ένα παραμύθι -και βάζοντας το δάχτυλο του στο στόμα (πιπίλα) με έναν περίεργο τρόπο- ανοιχτό το χεράκι και κάθετο ανάμεσα στα μάτια, σαν να κρατούσε κιάλια.

Β. Ως προς τη διαχρονικότητα

Διαχρονικές συνδέσεις και αναφορές συχνά συναντούμε στην ποίηση του Καββαδία.

- Federico Garcia Lorca («Πούσι», σελ. 27)

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό,

και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.

Στα δύο πρώτα τετράστιχα μιλεί στην Ισπανία του Μεσαίωνα, που τη βλέπει σαν μία και μόνη γυναίκα. Αμέσως έπειτα αλλάζει το σκηνικό, για να βρεθούμε μπροστά στο καινούριο ξεσήκωμα και τον Lorca:

Τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς, και μη σε μέλει.

Στο ίδιο ποίημα θα συνδέσει και τις παράλληλες θυσίες, στην ισπανική και στην ελληνική Αντίσταση:

Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω

.......

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι

- Γυναίκα («Τραβέρσο», σελ. 15)

Τι με κοιτάς, θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.

Στην άμμο σ' είχα ανάστροφα λαβώσει

τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το ίδιο, στα δύο επόμενα τετράστιχα: Τη γυναίκα του σημερινού έρωτά του τη μετατοπίζει σε άλλες εποχές και τόπους, τη βλέπει σαν να υπήρχε από πάντα -κι αυτή, κι αυτός, κι ο έρωτάς τους- σε όλους τους αιώνες.

- Guevara

7ο, 8ο, 9ο τετράστιχα:

Άλλοι επαναστάτες -Χοσέ Μαρτί (1853-1895), Μπολιβάρ (1783-1830) και Λόρκα, φτάνουν κοντά στο σκοτωμένο.

Σημείωση: Δεύτερο τετράστιχο

«λάκισε ο φίλος, ο αδελφός - Πού μ' είδες και πού σ' είδα».

(Ο Guevara αγωνίστηκε, στην αρχή, στο πλευρό του Fidel Castro. Αργότερα, διαφωνήσανε και οι δρόμοι τους χωρίσαν οριστικά -σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστεί.)