Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Του κύκλου τα γυρίσματα

Στέφανος Κακλαμάνης, εφ. Το Βήμα, 20/12/1998

Ο «Ερωτόκριτος» από το χειρόγραφο του τέλους του 18ου αιώνα της Βιβλιοθήκης της Ρουμανικής Ακαδημίας, με υπέροχες χρωματιστές μινιατούρες. Κριτικά και εκδοτικά προβλήματα.

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφόρησαν πολλές και σημαντικές εκδόσεις που παλαιότερα ανήκαν στον κόσμο της φαντασίας. Μια τέτοια λαμπρή έκδοση είναι, λ.χ., η πιστή αναπαραγωγή του εικονογραφημένου χειρογράφου αρ. 5 του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας με το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» από τις εκδόσεις Εξάντας (βλ. σχετικά «Το Βήμα της Κυριακής», 3.1.1998). Η πρόσφατη, το ίδιο πολυτελής, έκδοση του εικονογραφημένου χειρογράφου αρ. 3514 της Ρουμανικής Ακαδημίας με τον «Ερωτόκριτο» δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή.

Το χειρόγραφο αρ. 3514 περιέχει μία από τις πολλές μεταφράσεις-διασκευές του «Ερωτοκρίτου» στη ρουμανική· για την ταυτότητα του μεταφραστή δεν υπάρχουν πληροφορίες· γνωστοί είναι μόνο ο γραφέας του χειρογράφου, ο λογοθέτης Ιονίτσος (Γιαννάκης) και ο ζωγράφος του λογοθέτης Πετράκης. Η πλούσια εικονογράφηση, τα λαμπερά χρώματα και το ιδιαίτερο ύφος της τέχνης του Πετράκη κατέστησαν το χειρόγραφο περιζήτητο ήδη από την εποχή της «παραγωγής» του. Ως απτό τεκμήριο της μεγάλης διάδοσης της κρητικής ερωτικής μυθιστορίας, αλλά και ως ιστορικό τεκμήριο των διαπολιτισμικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν στον ευαίσθητο χώρο της Β. Βαλκανικής κάτω από τη βαριά σκιά του Ελληνισμού, το χειρόγραφο αυτό δίκαια συγκέντρωσε την ιδιαίτερη προσοχή και των μελετητών (V. Grecu, Ν. Cartojan, Λ. Βρανούσης, κ.ά.). Αν με τη μετάφραση αυτή επιχειρήθηκε να ενταχθεί στο σώμα της ρουμανικής σκέψης και της αναδυόμενης λογοτεχνίας της ένα έργο που είχε κερδίσει την εκτίμηση των ελληνόφωνων αναγνωστών του, με την εικονογράφηση της μετάφρασης επιχειρήθηκε η ρομαντική αυτή ερωτική μυθιστορία να προσαρμοστεί στα τοπικά αισθητικά και καλλιτεχνικά δεδομένα.

Για την ολοκλήρωση του κρινόμενου εδώ βιβλίου απαιτήθηκε από τον εκδότη του χρόνος πολύς και κόπος, που αναλώθηκαν όχι τόσο για να επιτευχθεί μια εντυπωσιακής πιστότητας αναπαραγωγή του χειρογράφου όσο κυρίως για να αφαιρεθεί το με κυριλλικούς χαρακτήρες γραμμένο κείμενο της μετάφρασης και να αντικατασταθεί από το κρητικό κείμενο, χωρίς να θιγεί ή άλλως πώς να αλλοιωθεί η εικονογράφηση του Πετράκη. Αν από τεχνικής πλευράς το εγχείρημα αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχές εις δόξαν της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, από επιστημονικής πλευράς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερο σκεπτικισμό και μεγάλη επιφυλακτικότητα. Η ιδέα να αντικατασταθεί η ρουμανική μετάφραση του «Ερωτοκρίτου» με το κρητικό πρότυπο, η συνύπαρξη δηλαδή του κρητικού κειμένου με τις φαναριώτικης σύλληψης και εκτέλεσης μικρογραφίες, καμωμένες για να εξυπηρετήσουν ένα άλλο αναγνωστικό κοινό και να συμπληρώσουν μια ρουμανική μετάφραση του έργου, αντιβαίνει σε κάθε λογική τάξη των πραγμάτων και υπονομεύει το τελικό αποτέλεσμα.

Η σύντομη Εισαγωγή (σ. 9-49) στο κρητικό έργο, τις ρουμανικές μεταφράσεις και διασκευές του, τον ζωγράφο λογοθέτη Πετράκη και το περιβάλλον όπου αυτός έζησε και έδρασε, και ο περιγραφικός κατάλογος των 154 εικόνων (σ. 24-48) παρουσιάζουν σοβαρές αδυναμίες στην πληρότητα και την οργάνωση της ύλης· η πραγμάτευση των κυριότερων θεμάτων της Εισαγωγής είναι κατά κανόνα σπασμωδική, ο σχολιασμός των εικόνων υποτυπώδης (και από τον αρ. 22 περιορίζεται σε λεζάντα), και δημιουργούν στον αναγνώστη εύλογες απορίες, ενστάσεις και, όχι σπάνια, απογοήτευση. Η απουσία κεφαλαίων απαραίτητων για την ολοκληρωμένη παρουσίαση του θέματος (π.χ., η παλαιογραφική περιγραφή του χειρογράφου), και τεκμηρίωσης με την ειδική για το χειρόγραφο και τη γενική για το έργο βιβλιογραφία επιτείνουν την αρνητική αυτή εντύπωση.

Δεν λείπουν και τα σφάλματα. Έτσι, λ.χ., μαθαίνουμε ότι ο «Ερωτόκριτος» είναι κρητικό έπος (σ. 9), ότι εγράφη στα 1645 (σ. 10), ότι της πρώτης έκδοσης σώζεται ένα μοναδικό αντίτυπο (αυτό της Γενναδείου), κ.ά.π. Ο επιμελητής φαίνεται να εξαρτά την εντυπωσιακή διάδοση του «Ερωτοκρίτου» στη Βαλκανική και τις ιδιαίτερες μεταφραστικές «τύχες» του από τον γεωγραφικό «κόσμο» του έργου, έτσι όπως αυτός χαρτογραφείται στο Β' Μέρος: στην ταξινόμηση των γεωγραφικών περιοχών ο επιμελητής προχωρεί σε βιαστικές απλοποιήσεις και πέφτει σε λάθη: η Γορτύνη, η αρχαία πρωτεύουσα της Κρήτης Γόρτυς, γίνεται... Γορτυνία, με συνέπεια ο αφέντης της Χαρίδημος να μεταναστεύσει από την Κρήτη στην αρκαδική ενδοχώρα. Περιέργως ο βασιλιάς της Βλαχίας Βλαντίστρατος και ο ανεψιός του Αριστος αναφέρονται ανάμεσα στα παλικάρια που αγωνίστηκαν στο κονταροχτύπημα (Β' Μέρος), ενώ αυτοί, ως γνωστόν, πρωτοεμφανίζονται και πρωταγωνιστούν στο Δ' Μέρος του «Ερωτοκρίτου». Ο πόλεμος Αθηναίων και Βλάχων ξεσπά τρία (!) χρόνια μετά την εξορία του Ερωτοκρίτου (βλ. Δ845, Ε303, 1004, 1341, 1477), κ.ά. Απνοη και με πολλά και σοβαρά κενά είναι και η έκθεση της υπόθεσης του κρητικού έργου· παραβλέπεται η δραματική δομή-εξέλιξη της ιστορίας, έτσι που η παρουσίαση του αφηγηματικού υλικού να είναι στεγνή και με ασάφειες. Η σύγκριση («αντιπαράθεση», σ. 18) Πετράκη και Θεόφιλου ξενίζει. Δυσεξήγητη είναι επίσης και η «έμμεση αφιέρωση» (σ. 19) του εικονογραφημένου χειρογράφου στον οσποδάρο της Βλαχίας Νικόλαο Μαυρογένη, βάσει μιας απλής χρονικής αναφοράς του σε βιβλιογραφικό σημείωμα του χειρογράφου («Γράφτηκε αυτό το βιβλίο, που ονομάζεται Ερωτόκριτος, στην πόλη του Βουκουρεστίου, στις μέρες του μεγαλειοτάτου Νικολάου Πέτρου Μαυρογένη βοεβόδα, έτος 1787, Ιούλιος»). Η προσπάθεια του επιμελητή να ταυτίσει (σ. 49) τον ζωγράφο Πετράκη με τον Πετράκη εκείνον που αναφέρεται στον «Θούριο» του Ρήγα («Ο Σούτζος, ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, / Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης είν' να ιδής») μεταξύ των θυμάτων του οθωμανικού αυταρχισμού είναι, το λιγότερο, ατυχής: ο Πετράκης του «Θουρίου» ταυτίζεται με τον πλούσιο κωνσταντινοπολίτη τραπεζίτη ταραμπχανατζή Πετράκη, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Τούρκους στις 4 Απριλίου 1786, την ίδια ακριβώς ημέρα που ο σφοδρότερος πολέμιός του Νικόλαος Μαυρογένης ανέβηκε στον ηγεμονικό θρόνο της Βλαχίας και ένα χρόνο πριν από την «παραγωγή» του χειρογράφου αυτού. Η περιγραφή της ζωγραφικής τέχνης και τεχνικής του Πετράκη είναι σύντομη και άχρωμη και σε καμία περίπτωση δεν καταφέρνει να πλησιάσει την επίσης σύντομη αλλά διεισδυτική περιγραφή, ή και να συγκριθεί με την αισθαντική ματιά και τη γλωσσοπλαστική δύναμη του μακαρίτη Λέανδρου Βρανούση, του πρώτου, όσο γνωρίζω, Ελληνα που μελέτησε συστηματικά το χειρόγραφο.

Όχι ήσσονος σημασίας απορίες προκύπτουν και από την ταυτότητα του κειμένου του «Ερωτοκρίτου» που συνοδεύει (αλλά και συνοδεύεται από) τις μικρογραφίες, για την οποία περιέργως δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά. Πρόκειται για νέα κριτική έκδοση; Αν όχι, από ποια έκδοση έχει παραληφθεί το κείμενο; Μια ένδειξη που τυπώνεται κάτω από τον κατάλογο των προσώπων «οπού μιλούσιν εις τούτο το ποίημα» μας πληροφορεί (σ. 23) ότι ο κατάλογος αυτός προέρχεται «από την έκδοση Στεφάνου Α. Ξανθουδίδου». Ενδέχεται λοιπόν το κείμενο να αντλείται όχι από τη μεγάλη (1915) αλλά από τη μικρή (1928) έκδοση του «Ερωτοκρίτου» από τον Ξανθουδίδη. Ωστόσο, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι έχει χρησιμοποιηθεί το αναθεωρημένο από τον Λίνο Πολίτη κείμενο της έκδοσης του 1928, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1952 (β' έκδ.: 1968) και με εμπλουτισμένη την Εισαγωγή το 1976. Η συντηρητικότερη ορθογραφία του κειμένου αποκλείει επίσης το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκε η ανατύπωση του «Γαλαξία», με τη «δοκιμή» του Σεφέρη ως Εισαγωγή. Οσο για τη νεότερη (το 1980 και συνεχείς ανατυπώσεις ως σήμερα) και καλύτερη κριτική έκδοση του «Ερωτοκρίτου» από τον Στυλιανό Αλεξίου, αυτή αγνοείται εντελώς, όπως εύκολα συνάγεται από τη σύγκριση τυχαία επιλεγμένων αποσπασμάτων και από τη μη ενημερωμένη ως προς τα ερωτοκρίτεια ζητήματα Εισαγωγή. Τέλος, η απουσία γλωσσαρίου αφήνει άοπλο τον αναγνώστη εκείνον που θα επιχειρήσει να διαβάσει το κρητικό έργο από την προσφερόμενη εδώ έκδοση. Είναι, ειλικρινά, κρίμα γιατί από μια τόσο μεγάλη επένδυση κόπου, χρόνου και χρήματος προέκυψε ένα τόσο φτωχό αποτέλεσμα.

*Ο κ. Στέφανος Κακλαμάνης είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.