Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο εκφραστής του αστικού ρομαντισμού

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 9/9/2005

«Ένας ρομαντικός χωρίς καθαρεύουσα και χωρίς πατριωτισμό»

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, εκδ. Πατάκης, 2005, σελ. 730, 33.30 €.

Σαράντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη συγκέντρωση της ποίησης και της πεζογραφίας του Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943) από τον Γ. Βαλέτα (1964), ο Γιάννης Παπακώστας επιχειρεί μία καινοτόμο προσέγγιση και αναψηλάφηση των σημαντικότερων περιόδων της ζωής και του έργου τού Μεσολογγίτη ποιητή, με την πρόθεση να συμβάλει στην επανεκτίμηση της προσφοράς του, βασισμένος στα έως τώρα γνωστά βιβλιογραφικά δεδομένα, αλλά και σε ένα πλήθος νέων στοιχείων που βρέθηκαν στο αρχείο του (αλληλογραφία, αποκόμματα εφημερίδων, περιοδικών, προσωπικές σημειώσεις κ.λπ.). Στοιχείων, αν όχι ικανών να αλλοιώσουν τη στέρεη και, ώς ένα σημείο, παγιωμένη εικόνα του ποιητή και του πεζογράφου Μαλακάση, αρκετών, ωστόσο, για την αναθέρμανση του φιλολογικού ενδιαφέροντος γύρω από το έργο του· για μιαν επανατοποθέτηση και επανασυσχέτισή του με πρόσωπα και κείμενα.

Εκπρόσωπος της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς ο Μαλακάσης (μαζί με τους Λάμπρο Πορφύρα, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Γιάννη Καμπύση, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Σπήλιο Πασαγιάννη κ.ά.), συνέβαλε, ίσως περισσότερο από τους συνοδοιπόρους του ποιητές, στη μορφολογική και θεματική ανανέωση της ποίησης· στην απομάκρυνσή της από τα ώς τότε κυρίαρχα εθνικοϊστορικά και άλλα μεγαλεπήβολα θέματα και στη στροφή της στον ιδιωτικό βίο του ατόμου, καθώς και στον καθημερινό του αστικό περίγυρο.

Συνέβαλλε, ακόμα, ως ένας «ρομαντικός χωρίς καθαρεύουσα και χωρίς πατριωτισμό» (Τέλλος Αγρας), ως «ρομαντικός ακμής με επίφαση παρακμής» (Κώστας Στεργιόπουλος), στην ανανέωση του παρακμασμένου ρομαντισμού της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής, μπολιάζοντάς τον με συμβολιστικές αποχρώσεις και προσαρμόζοντάς τον στο ποιητικό κλίμα της εποχής, διατηρώντας, κάτω από το αριστοκρατικό του ύφος, πάντα ζωντανές τις μεσολογγίτικες μνήμες του.

Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού της δημοτικής, ο Μαλακάσης, επηρεασμένος από την περιρρέουσα αθηναϊκή ατμόσφαιρα, φύσει μελαγχολικός, απαισιόδοξος, πεσιμιστής φυσιολάτρης και με διάθεση σχεδόν μονίμως ερωτική, εκφράζει, μαζί με τον Δροσίνη και τον Πολέμη, τον αστικό ρομαντισμό. Ο Τέλλος Αγρας τον αποκαλεί, αν και Μεσολογγίτη, «ποιητή Αθηναίο», ποιητή του «αστικού χώρου», «είτε στο σπίτι βρίσκεται είτε στο ύπαιθρο: γιατί και στην εξοχή, βλέπει όπως και μέσ' από το σπίτι», ακόμα και στα ποιήματα του εκείνα που νοσταλγικά επιστρέφει στις μεσολογγίτικες ρίζες του. Γήινος, με όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, συγκατανευτικός στα απλά και καθημερινά, ευάλωτος στα καλέσματα της φύσης και της πόλης, στα ερεθίσματα της μνήμης, στα ασαφή και δυσδιάκριτα μηνύματα του εκκολαπτόμενου νέου, στρέφει το βλέμμα του εκεί που φαναριώτικος ρομαντισμός «ατενίζοντας πολύ ψηλά δεν καταδέχτηκε να ιδεί». Και γίνεται έτσι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους προγενέστερους και τους μεταγενέστερους ποιητές· κυρίως σε όσους από τους δεύτερους κινήθηκαν στο χώρο του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού (Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Καρυωτάκης, Τέλλος Αγρας κ.ά.).

Επαφή με το συμβολισμό

Η επτάχρονη παραμονή του στο Παρίσι (1909-1915), η επαφή του με το συμβολισμό, καθώς και η στενή σχέση που ανέπτυξε εκεί με τον εξ αγχιστείας συγγενή του Μορεάς, έχοντας ήδη θητεύσει στον ρομαντισμό, το νατουραλισμό και τον παρνασσισμό, προσέδωσαν στην ποίησή του κάποιες συμβολιστικές αποχρώσεις, ίσως «όχι και τόσο ευδιάκριτες πάντοτε -κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο- κάτω απ' τη φανταχτερή ηχητική και τα εθνικά χρώματα μιας άκρατης δημοτικής», ωστόσο αναγνωρίσιμες και λειτουργικές. Οσο κι αν παραμένει δέσμιος της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, την οποία ανανεώνει χωρίς διευκρινισμένες προθέσεις, στο βαθμό που αισθάνεται να του το επιτρέπουν οι συνθήκες της ζωής του, η πνευματική του σκευή και η ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα, ο Μαλακάσης αφήνεται ασμένως να δεχτεί τις ανανεωτικές για την ποίησή του -και για την ποίηση κάποιων μεταγενέστερων ποιητών- επιδράσεις του συμβολισμού. Και αναζητά τρόπους που θα δώσουν στη λέξη «έκταση πέρα από τα λογικά της όρια» κι ένα άλλο, καινούριο κάθε φορά περιεχόμενο, πέρα από το συνηθισμένο, αυτό που τη χαρακτηρίζει στην καθημερινή της χρήση, ώστε «η υποβολή να είναι μία συνέχεια του ποιήματος στην ψυχή του "αποδέκτου"».

Αυτήν ακριβώς τη σχέση του Μαλακάση με το συμβολισμό προσπαθεί να αναψηλαφήσει και να εξιχνιάσει ο φιλολογικός επιμελητής του βιβλίου Γιάννης Παπακώστας, βασισμένος σε νέα κατάλοιπα στοιχεία του ποιητή και σε σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους, συμπληρώνοντας έτσι τα όσα είχε επισημάνει ο Τέλλος Αγρας σχετικά με αυτό το ζήτημα, εδώ και εξήντα χρόνια. Ο οποίος παρατηρούσε ότι ο Μαλακάσης «εκόμισε εις την Τέχνη» των Αθηνών από το συμβολισμό «μερικά μυστικά στον ποιητικό λόγο, κάποια τρικυμίσματα στο νόημα, κάποια ποιητικά ασύνδετα στη στίξη και τη σύνταξη, την παράλειψη των πολύ διανοητικών μορίων του λόγου -όλα κείνα που, όταν λείπουν, κάνουν, από την πανάρχαια, την απλή κι οκνή παρατακτική σύνταξη του ποιητικού λόγου, κάνουν μια βραδύγλωσση μέθη, μια πυθιακή χρησμοδοσία», θεωρώντας κάποια ποιήματα του Μεσολογγίτη ποιητή κλασικές περιπτώσεις συμβολισμού, αφού «αντί γι' ανάλυση ψυχικής καταστάσεως» προέκυπτε «η αντίστοιχή της εικόνα».

Μουσική με τις λέξεις

Ο Γιάννης Παπακώστας, στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του, διατυπώνει, εμμέσως πλην σαφώς, την άποψη ότι το ψυχικό υπέδαφος του Μαλακάση ήταν ώριμο να δεχτεί το σπόρο του συμβολισμού· ότι από τη δεύτερη κιόλας ποιητική συλλογή του Ωρες (1903) φανερώνει την τάση του να έρθει σε άμεση σχέση με τον κόσμο των πραγμάτων και το συμβολιστικό τους αντίκτυπο. Οτι η αναίτια μελαγχολία, η μόνιμη αίσθηση του ανικανοποίητου, της ματαιότητας, της φθοράς, σε συνδυασμό με την υπερτροφική ευαισθησία του, την ερωτική του περιπάθεια, την απαισιοδοξία και την πεσιμιστική φυσιολατρία του, προοιωνίζονται τη στροφή του προς το συμβολισμό, η οποία αποδεικνύεται τόσο από την ποίησή του όσο και από τις ασυστηματοποίητα διατυπώμενες θεωρητικές του απόψεις: «Ποίηση είναι η μουσική που παίζεται πάνω στο όργανο της γλώσσης με τη σύνθεση των λέξεων», είχε πει ανάμεσα στ' άλλα σε μια συνέντευξή του. Μακριά από κάθε κοινωνική και ιδεολογική σκοπιμότητα, χωρίς καμία τάση προς την περιγραφική ρητορεία, το διδακτισμό και το διανοητισμό, ήταν πολύ φυσικό να γοητευθεί από μια ποίηση που αναζητά την κρυμμένη αλήθεια στα σύμβολα, «στο αόριστο, στη σκοτεινότητα, και καλλιεργεί ως βασικά θέματα τη νοσταλγία του παρελθόντος, τη μελαγχολία, την παρακμή, το λυκόφως, τους λαϊκούς και θρησκευτικούς θρύλους, την ηχοποιία, ακόμα και το μυστικισμό». Να θελήσει να συμπλεύσει με μία τάση που βάζει προτεραιότητα «στη μετάδοση μιας αίσθησης ή μιας ιδέας αφηρημένης, παρά ενός εξακριβώσιμου νοήματος». Καταφέρνοντας έτσι να γίνει «προάγγελος του μεσοπολεμικού συμβολισμού» και να επιβιώσει όχι μόνο με το σημαντικό προσωπικό του έργο, αλλά και μέσα από τις επιδράσεις που άσκησε στους μεταγενέστερούς του ποιητές, τους χαρακτηριζόμενους νεορομαντικούς και νεοσυμβολιστές.