Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ποιος φιμώνει τους ποιητές;

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 19/5/2007

Ο Κωστής Παλαμάς στα «Σατιρικά Γυμνάσματα» δείχνει τα ανεπούλωτα έλκη, την ηθική σαπίλα, τις χρόνιες αγκυλώσεις, τις ιδεολογικές στρεβλώσεις, την ηθική αποτιτάνωση της ελληνικής κοινωνίας

ΤΟ 1912 Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ «ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ». ΜΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ  ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΑ «ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ». ΤΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ ΣΕ ΤΟΛΜΗ ΑΥΤΑ ΩΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΕΣ ΑΞΙΕΣ ΑΝΑΡΧΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πόση σατιρική λάμψη κατά καιρούς πιστώθηκε στον Γεώργιο Σουρή για τα αφελή και «οικογενειακά» του στιχουργικά αστειάκια, είναι πράγματι αξιοσημείωτο γιατί τα «Σατιρικά» του Παλαμά έμειναν στο ράφι των βιβλιοθηκών και στη συνείδηση κάποιων υποψιασμένων φιλολόγων ή κοινωνιολογούντων. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν σε μια ειδική έκδοση που επιμελήθηκε ο καθηγητής Ξενοφών Κοκκόλης, αλλά δεν είδα να απασχολούνται ούτε η ευρείας αναγνωστικής εμβέλειας δημοσιογραφία ούτε τα τακτικά ένθετα των σαββατιάτικων και κυριακάτικων εφημερίδων. Δεν αναφέρομαι σε κάποιες μεμονωμένες κριτικές παρουσιάσεις θεσμικών βιβλιοκριτικών, αλλά κανείς δεν αποφάσισε να μελετήσει ένα φαινόμενο βίαιης κοινωνικής πολιτικής και ηθικής κριτικής που μετράει ζωή ήδη κοντά στον αιώνα και φαίνεται να ισχύει χωρίς πολλά-πολλά έως τις μέρες μας.

Ο Παλαμάς γράφει τα αναρχικά αυτά του κείμενα όταν είναι ήδη 53 ετών, καταξιωμένος Δάσκαλος και στη συνείδηση πολλών Ποιητής του Γένους (για να μην αναφερθώ στον τετριμμένο όρο «Εθνικός Ποιητής»). Σ΄ αυτή την ηλικία έχει γράψει τα μείζονα ποιήματά του και τα λυρικά και τα επικολυρικά και τα επικά του συνθέματα. Έχει αναπτύξει όλο το εύρος της «πρωτεϊκής» του προσωπικότητας. Από τα ελεγεία του «Τάφου» στην ανοιχτωσιά της συλλογής «Τα μάτια της ψυχής μου» και από το αναρχικό «Γιούχα και πάλι γιούχα των Πατρίδων» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» στην παπαρρηγοπούλειας έμπνευσης «Φλογέρα του Βασιλιά», όπου κόντρα στη διεθνή απαξίωση του Βυζαντίου από λόγιους και ιστορικούς αποπειράται την ιστορική ενότητα του Ελληνισμού από τον Όμηρο ώς τον Βουλγαροκτόνο!

Βέβαια, στον διαβόητο πρόλογο της «Φλογέρας» ακούγεται ο θρήνος και η προσδοκία Ανάστασης του Γένους ύστερα από την ταπεινωτική ήττα και τον εξευτελισμό του ελληνικού κράτους το 1897. Ο πρώτος στίχος αυτού του Προλόγου («Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα») απηχεί όλη τη χαμένη και προδομένη γενιά του ποιητή. Αν θέλετε εγκαινιάζοντας το σχήμα που τον στοιχειώνει σ΄ αυτόν τον πρόλογο θεμελιώνει τη θεωρία ότι η απόλυτη ήττα, η απόλυτη αποτυχία, ο βυθός, ο πάτος για έναν λαό αποτελεί το έσχατο όριο, βέβαια, της καταφρόνιας του, αλλά και την αρχή, αφού παρακάτω δεν υπάρχει να κατεβεί κανείς του «Κακού τη σκάλα», μιας ανακαίνισης, ανάστασης, επιστροφής. Το σχήμα αυτό επανέρχεται κυρίαρχο στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Υποθέτω ότι ο Παλαμάς αντλεί αυτή τη «θεωρία» από το ποιητικό σπάραγμα του Διονυσίου Σολωμού: «Από βυθό σ΄ άλλο βυθό ώσπου δεν ήταν άλλος και κείθε βγήκε ανίκητος».

Τα «Σατιρικά Γυμνάσματα» θα πρέπει να υποθέσει κανείς πως γράφονταν μετά την πανωλεθρία του 1897, όταν το κράτος χρεοκόπησε οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, έτσι ώστε στη συνείδηση του ποιητή γεννήθηκε η προφητική ιδέα της Ανάστασης που δικαιώθηκε και πληρώθηκε με την Επανάσταση στο Γουδί (1909) και ήδη το 1912 που δημοσιεύονται τα κριτικά ωμά του ποιήματα έχει αρχίσει η υλοποίηση, η πραγμάτωση με την εποποιία των πολέμων του ΄12- 13.

Παρ΄ όλα αυτά, παρ΄όλο που το 1909 με την εμφάνιση του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο και το 1911 με το Σύνταγμα ο νηφάλιος εκείνος ηγέτης ισορρόπησε τις αντιθέσεις και αποπειράθηκε μια πρώτη άρθρωση αστικής οργάνωσης της κοινωνίας μας, ο Παλαμάς επιμένει να δείχνει τα ανεπούλωτα έλκη, την ηθική σαπίλα, τις χρόνιες αγκυλώσεις, τις ιδεολογικές στρεβλώσεις, την ηθική αποτιτάνωση. Έκτοτε κοντά στον αιώνα ώς τις μέρες μας κι ενώ αυτός ο λαός και οι συντεταγμένες θεσμικές του εξουσίες πέρασαν διά πυρός και σιδήρου, πολέμους, καταστροφές εθνικές, κατοχές, εμφύλιους, εποποιίες, δικτατορίες, εκπτώσεις και ανατάσεις. Τίποτα δεν άλλαξε. Ό,τι καταγγέλλει ο Παλαμάς φαίνεται να έχει ταριχευτεί ως πτώμα που διαπλέει ασαβάνωτο τον ποταμό του χρόνου. Δεν σκοπεύω να εξαντλήσω την αναφορά μου σ΄ όλο το εύρος της συμπτωματολογίας που αναπτύσσεται στα «Σατιρικά Γυμνάσματα». Θα μείνω μόνο σ΄ ένα δείγμα από τα πλέον σκληρά και, νομίζω, καίρια στην παθολογία του. Δεν θα κρατήσω τη στιχηρή μορφή (θα φανεί εξάλλου από τις ρίμες) για να διαβαστεί ως καταγγελία και μόνο και ως διαπίστωση. Για άλλη ώρα οι παρατηρήσεις για την ποιητική γλώσσα, την ευστοχία, την λιτότητα και την ειλικρίνεια της γραφής.

«Ιδεολόγοι και νιτερεσσολόγοι, κι όσους μεθάνε της ζωής οι χάρες και σεις με του ασκητή το κομπολόγι, και σεις τραγουδιστές με τις κιθάρες και σεις που τη ζωή κατάρα κλαίτε και σεις με των παθών τις λιγωμάρες και σεις που σε νερά γαλήνης πλέτε, των «όλα αλλάζουν» οι διαλαλητάδες κι όσοι στο γυρισμό των ίδιων καίτε λιβάνι, και σεις οι άθεοι και όσοι θρήσκοι και σεις των προλετάριων οι λαμπάδες κι όλοι υπεράνθρωποι, άνθρωποι, ανθρωπίσκοι». Θα μπορούσα δασκαλίστικα να πάρω ένα- ένα από τα σατιριζόμενα κοινωνικά φαινόμενα της ελληνικής τυπολογίας. Δεν θα το κάνω.

Θα μείνω στο εύρος της συμπτωματολογίας. Και ο Παλαμάς δεν κάνει ούτε εκπτώσεις ούτε εσωτερικές αξιολογήσεις. Οι ιδεολόγοι και οι συμφεροντολόγοι, οι ασκητικοί και οι χαροκόποι, οι αισιόδοξοι ρομαντικοί και οι πεισιθάνατοι ρομαντικοί, οι ακόλαστοι, τα έρμαια των παθών και οι νοικοκυραίοι και βολεμένοι στη φωλίτσα τού έχει τους, οι αριστοκράτες που χλευάζουν την πλεμπάγια, οι άθεοι και οι θρησκόληπτοι σ΄ ένα τσουβάλι, βράζουν στο ίδιο τσουκάλι και στο ίδιο ζουμί. Οι υμνητές λαμπαδηφόροι των προλεταριακών συμφερόντων ή αλλιώς η φωτισμένη πρωτοπορία, το υλιστικό αντίστοιχο της φωτισμένης δεσποτείας και όσοι με ντουντούκες, πανό, μπαλκόνια, καμπάνιες και ζεστό χρήμα διαλαλούν και υπόσχονται ριζική αλλαγή και από την άλλη οι αγκυλωμένοι στη συνήθεια, στην παράδοση, στα κεκτημένα και στις ιδεολογικές παρωπίδες και στη συντηρητική τυφλόμυγα, όσοι λιβανίζουν τον ύπνο των μαζών και όσοι βαρούν τις σάλπιγγες της επανάστασης προετοιμάζοντας τις λεγεώνες της νομενκλατούρας. Οι νιτσεϊκοί υπεράνθρωποι που όταν συναντήσουν έναν απελπισμένο έτοιμο στην άκρη του γκρεμού να φουντάρει, τον σπρώχνουν και οι ανθρωπίσκοι, οι προσκυνημένοι, οι γλείφτες των ισχυρών και οι στιλβωτές των σκαρπινιών των αφεντάδων.

«Και για μούντζα και για λιβάνι»

Ο Παλαμάς δεν χαρίζεται και δεν χαϊδεύει. Όταν ακόμη και σήμερα η καραμέλα «λαός» πιπιλίζεται και απολυτοποιείται και αγιοποιείται, ο Παλαμάς άκρως διαλεκτικός φωνάζει: «Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι, ο λαός είναι τίποτε και είν΄ όλα. Είναι του εκδικητή το γιαταγάνι κι είν΄ η μαϊμού η ξεδιάντροπη, η μαργιόλα».

Όταν η αρετή γίνεται φόρεμα που ο καθένας βάζει κλήρο και την παίζει στα ζάρια, «ακέρια δικαιοσύνη» δεν φτουράει «γιατί σέρνουν οργωτές και μίση πάντα εσάς δεξιά κι εσάς ζερβά». Θα μου πείτε, για ποιητές θα μιλάμε τώρα. Πότε οι εποχές και οι άνθρωποι και κυρίως οι ηγέτες άκουσαν τους ποιητές.

Άκουσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι τον Αισχύλο και τον Αριστοφάνη, άκουσαν οι Βρετανοί τον Σαίξπηρ του «Ιούλιου Καίσαρα» και του «Κοριολανού»; Άκουσαν οι Γάλλοι τον Μολιέρο του «Ταρτούφου», άκουσαν οι Ευρωπαίοι την αιχμηρή σάτιρα των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ»;

Άκουσαν τον Γκόγκολ, τον Μαρκ Τουαίην, τον Ντάριο Φο, τον Τσάπλιν, τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Σεφέρη του «Τελευταίου Σταθμού», τον Καβάφη της «Σατραπείας»;

Οι προφητικές φωνές των ποιητών συνθλίβονται ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες: τους ιδεολόγους και τους νιτερεσσολόγους ή στους «όλα αλλάζουν» και στους «γυρισμό στα ίδια».