Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο τελευταίος εκφραστής του αστικού ρομαντισμού

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 31/3/2006

Ένας δημιουργός περιχαρακωμένος στον ύμνο του εφήμερου

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ Επιλογή ποιημάτων ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΡΗ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΚΔΟΣΗ «ΚΑΪΡΕΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ», ΑΝΔΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΓΡΑ», ΣΕΛ. 253

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «κάθε ερμηνεία ενός έργου του παρελθόντος συνίσταται από έναν διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος»· ότι «μπορούμε να κατανοήσουμε το παρόν μόνο μέσω του παρελθόντος, με το οποίο απαρτίζει μια ζωντανή ενότητα» και ότι «το παρελθόν γίνεται πάντα αντιληπτό από τη δική μας μεροληπτική σκοπιά στο παρόν» (Gadamer). Αλλά το ερώτημα που προκύπτει επί του προκειμένου είναι αν αξίζει τον κόπο ή, εν πάση περιπτώσει, αν μπορεί ένα οποιοδήποτε έργο -θέλω να πω ένα έργο «εγνωσμένης μετριότητας», όπως αυτό του Πολέμη, που, και από τους συγκαιρινούς του ακόμα κριτικούς, αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη ή με συγκατάβαση, παρά το γεγονός ότι οι συλλογές του πραγματοποίησαν, όσο ζούσε, αλλεπάλληλες εκδόσεις- να αποτελέσει το έναυσμα για τέτοιου είδους πολύπλοκες διαδικασίες.

Και η Ερη Σταυροπούλου ξεκινά με τη διαπίστωση ότι ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) δεν ανήκει στις σημαντικές περιπτώσεις της ποίησής μας· συναριθμείται αλλά, στην ουσία, δεν συγκαταλέγεται στους ποιητές της γενιάς τού 1880 (υπήρξε σύγχρονος του Παλαμά, του Δροσίνη, του Καμπά κ.ά.), αφού δεν δείχνει να ενστερνίζεται τις ανανεωτικές τάσεις των συγχρόνων του νεωτεριστών δημιουργών, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με τη ρομαντική ποίηση, ενώ αυτός παραμένει στην οπισθοφυλακή του ρομαντισμού. Δεν τολμά ή δεν έχει τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια, ούτε φαίνεται να διακατέχεται από μιαν εσωτερική αγωνία, για να συμπλεύσει μ' αυτούς στον πολύπλευρο πνευματικό τους αγώνα· μολονότι δημοτικιστής, σε μία περίοδο γλωσσικού φανατισμού, αποφεύγει συστηματικά κάθε γλωσσική ακρότητα και γράφει στη γλώσσα των μορφωμένων αστών και των μη απαιτητικών αναγνωστών της εποχής του.

Τεράστια στιχουργική ευχέρεια

Με τη στιχουργική ευχέρεια που τον διακρίνει («καθώς μάλιστα δεν φανερώνεται ποτέ αυστηρός στα μετρικά ζητήματα: στίχος πλαδαρός με χασμωδίες και παραγεμίσματα, που εξυπηρετείται κι από την ανυπακοή του προς το αυστηρό τυπικό της δημοτικής», Κ. Θ. Δημαράς), ο Πολέμης βρίσκει απήχηση σε ένα κοινό χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, θρεμμένο καθώς είναι από ρομαντικές, συναισθηματικά φορτισμένες, πομφόλυγες, «φτωχό από ιδέες και φτωχό από λέξεις». Και βρίσκει απήχηση, επειδή με τρόπο απλό, συχνά απλοϊκό, «κολακεύει την τρέχουσα αισθηματολογία», με «μία στιχουργία προσαρμοσμένη στο λαϊκό και ρυθμικό αίσθημα, με τον κανονικό δεκαπεντασύλλαβο, αλλά και με άλλα ποικίλα μέτρα, διαρθρωμένα σε ομαλή κίνηση. Ούτε διασκελισμοί ούτε παρατονισμοί χαλούν τη μαλακότητα του μέτρου». Γεγονός που, σε συνδυασμό με την κοινοτοπία των θεμάτων, δημιουργεί μία ποίηση προσιτή και ανταποκρινόμενη στις «αισθηματικές ανάγκες των πολλών. Και υπάρχει πάντα μια τέτοια ανάγκη να βρεθεί τρόπος να διοχετευθούν οι συναισθηματικοί φόρτοι του κοινού. Η εύκολη ποίηση ή το ελαφρό τραγούδι και θέαμα εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κοινωνική αυτή σκοπιμότητα» (Γ. Θέμελης).

Ο Πολέμης υπήρξε, κατά βάθος, ένας ρομαντικός ποιητής· ίσως ο τελευταίος εκφραστής του αστικού ρομαντισμού, παρόλο που δεν διακρίνεται στην ποίησή του η πεισιθάνατη ή θρηνητική διάθεση, ούτε η συναισθηματική υπερβολή. Είναι μονίμως νηφάλιος· σχεδόν ποτέ δεν δείχνει να διακατέχεται από τα ενίοτε αυτοκαταστροφικά πάθη ενός γνήσιου ρομαντικού, γι' αυτό δικαίως η Ερη Σταυροπούλου καταλήγει στην άποψη ότι «ο ρομαντισμός που του αποδίδουν συνίσταται περισσότερο στα ελαττώματα της ποίησής του, στη ρηχή αισθηματολογία του και στη συχνά απλοϊκή έκφραση ιδεών», με τρόπο ενδεικτικό της παντελούς απουσίας ενός κάποιου φιλοσοφικού βάθους· κυρίως, ενδεικτικό της έλλειψης ενός επώδυνου προσωπικού στοχασμού και μιας απολύτως προσωπικής και υπεύθυνης στάσης απέναντι στα προβλήματα του καιρού του. Προστατευμένος, θα έλεγε κανείς, μέσα στα όρια της συμβατικότητας, αρκείται στο να κολακεύει την τρέχουσα αισθηματολογία, αναθερμαίνοντας διακριτικά εφήμερα ή επίκαιρα θέματα ή προβάλλοντας διάφορες ιδέες με τρόπο ηθικοδιδακτικό.

Ερωτας χωρίς εξατομίκευση

Κυρίαρχο στοιχείο στην ποίησή του υπήρξε ο έρωτας· πιο συγκεκριμένα το ερωτικό συναίσθημα, το οποίο όμως εκτίθεται χωρίς να εξατομικεύεται· αντιθέτως προσεγγίζεται και περιγράφεται γενικά και απρόσωπα, με συστολή και με σεμνότητα, όπως το επιβάλλουν οι κοινές αντιλήψεις και προκαταλήψεις της εποχής του. Μιας εποχής θρεμμένης με τα ρομαντικά υπολείμματα, γαλουχημένης με ανούσια «λευκώματα» και ημερολόγια. Αλλά και τα άλλα θεματικά μοτίβα της ποίησής του (απλές καθημερινές σκηνές, βυζαντινοί θρύλοι, διάφορα ιστορικά επεισόδια, θρησκευτικές παραδόσεις, ανώτερα ιδανικά όπως η πατρίδα, η θρησκεία κ.ά.) προσεγγίζονται και αναπτύσσονται εκ του ασφαλούς, με φανερή ή τεκμαιρόμενη την πρόθεση του ποιητή να είναι απλός, εύληπτος, καθησυχαστικός, αμέσως ή εμμέσως διδακτικός σε ένα κοινό περιορισμένης προσληπτικότητας και χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις («Τίποτε, ούτε εικόνες ούτε στοχασμοί ούτε γλώσσα ούτε έμπνευση, δεν ξεπερνάει τη νοητικότητα του μέσου αναγνώστη». Κ. Θ. Δημάρας).

Υστερα απ' όλ' αυτά, εύκολα κατανοεί κανείς τους λόγους για τους οποίους ο Πολέμης «άρεσε» σε ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, πολύ μεγαλύτερο απ' αυτό που ενδιαφερόταν για την ποίηση σημαντικότερων απ' αυτόν ποιητών· γεγονός που σχολιάστηκε, συχνά με μια δόση ειρωνείας, από την κριτική της εποχής («Το κοινόν του κ. Πολέμη είναι ωρισμένως μεγαλείτερον, πλατύτερον, αφθονότερον από το κοινόν του Παλαμά, του Πορφύρα, του Γρυπάρη», παραδέχεται το 1905 ο Παύλος Νιρβάνας, ενώ ο Ρήγας Γκόλφης, το 1918, αναρωτιέται: «Μήπως γράφει για να χτυπήση την πόρτα της καρδιάς του καλού κόσμου, της τάξης εκείνης που σιμά με τον ξένο ποιητή της μόδας, κολακεύεται νάχη δίπλα της και τον τρυφερό, τον ερωτικό ποιητή του τόπου της; Μήπως ο κ. Πολέμης για την ώρα έγινε η πνευματική ανάγκη της κοινωνίας μας;»). Επίσης εύκολα κανείς κατανοεί -και δικαιολογεί- το «βόλεμα» του ποιητή, ο οποίος αρκούμενος στην «εφήμερη φήμη» του, διόλου δεν φρόντισε για τη βελτίωση της τέχνης του· πράγμα που επισημαίνει η Ερη Σταυροπούλου στη φιλολογικά άρτια και ιδιαιτέρως κατατοπιστική, για το δημιουργό και την εποχή του, εισαγωγή της, όπου προσπαθεί, εκτός των άλλων, να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει κοινωνιολογικά το «φαινόμενο Ιωάννης Πολέμης»· παράλληλα, δεν παραλείπει να του αποδώσει την οφειλόμενη δικαιοσύνη, αναγνωρίζοντας ότι αρκετά ποιήματά του «διαβάζονται ακόμα ευχάριστα, φέρνοντάς μας το άρωμα ενός πλούσιου και ευγενικού συναισθηματικού κόσμου και μαζί τις αξίες και τις σκέψεις μιας παλαιότερης στάσης ζωής».