Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Μαρία Πολυδούρη: Αγαπημένη και παραγνωρισμένη

Κουζέλη Λαμπρινή, εφ. Το Βήμα, 1/3/2014

Μια νέα, συγκεντρωτική έκδοση του έργου της επιδιώκει να επιβάλει τη λογοτεχνική αξία μιας ελάσσονος, αλλά διάσημης φωνής της ελληνικής ποίησης

Μαρία Πολυδούρη: Αγαπημένη και παραγνωρισμένη

Μια νέα έκδοση του ποιητικού έργου της Μαρίας Πολυδούρη προτείνει την αναβάθμιση της θέσης της στα νεοελληνικά γράμματα

Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, Φιλολογική επιμέλεια, επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, εκδ. Εστία, 2014, σελ. 398, τιμή 19 ευρώ

«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική». Αυτή αναγνωρίζει ως απόλυτη χαρά της ζωής της η Μαρία Πολυδούρη σε επιστολή της προς τον αφοσιωμένο φίλο της Βασίλη Γεντέκο τον Οκτώβριο του 1927 από το Παρίσι. Είναι 25 ετών και γράφει από παιδί. Αγωνιά για την τύχη του μυθιστορήματος που έχει παραδώσει στον εκδότη Γανιάρη προς έκδοση, αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης και μαθαίνει ραπτική στη σχολή Pigier, αναζητώντας εφόδια για να εργαστεί στη γαλλική λογοτεχνική μητρόπολη. Ζώντας απερίσκεπτα, με πενιχρά μέσα, στον άγριο χειμώνα του Παρισιού, προσβάλλεται από φυματίωση. Θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 28 ετών, έχοντας εκδώσει στο αναμεταξύ τις ποιητικές συλλογές Τρίλλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929). Ηταν ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, ακριβώς όπως προφήτευε στο ποίημά της, «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη», στο περιοδικό Εσπερος της Σύρου, τον Νοέμβριο του 1922, μόλις λίγους μήνες μετά τη λήξη του σύντομου μα έντονου ερωτικού δεσμού της με τον συφιλιδικό Κώστα Καρυωτάκη.

Ο βιογραφικός μύθος της Μαρίας Πολυδούρη είναι πολύ ελκυστικός, πολύ ισχυρός και πολύ γνωστός για να τον προσπεράσουμε. Μια νέα γυναίκα εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς, μποέμ και καλλιεργημένη, με σπάνια ευαισθησία και ποιητική ιδιοσυγκρασία, ζει στα νεορομαντικά χρόνια του Μεσοπολέμου όπως γράφει, παραδομένη στον έρωτα και στον θάνατο, εκστατικά, μοιραία, τραγικά. Αυτή η ζωή έχει περιβάλει ασφυκτικά με τη δραματική γοητεία της το ποιητικό έργο, το οποίο αξίζει να εκτιμήσουμε εκ νέου, προτείνει η Χριστίνα Ντουνιά, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αφορμή την πρόσφατη νέα έκδοση των Ποιημάτων της Πολυδούρη (Εστία, 2014), την οποία επιμελήθηκε.

Στην έκδοση συγκεντρώνονται για πρώτη φορά τα εκδομένα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη, ποιήματα ανέκδοτα, ημιτελή και ποιητικές μεταφράσεις της από το Αρχείο της, που απόκειται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), και από το Αρχείο των ανιψιών της Νόρας και Ευγένιου Πολυδούρη, και αθησαύριστα ποιήματά της δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. Υλικό από ανολοκλήρωτο αυτοβιογραφικό κείμενό της και δύο ανέκδοτες βιογραφίες της συνταγμένες από την αδελφή της Βιργινία αξιοποιείται στις Σημειώσεις που ακολουθούν σε Επίμετρο και συνοδεύονται από μελετήματα για την κριτική πρόσληψη του έργου της Πολυδούρη και τη σημασία της για τον σημερινό αναγνώστη. «Οπως ο Καρυωτάκης, έτσι και η Πολυδούρη διαθέτει ένα αναμφισβήτητα προσωπικό ύφος, μια εξεγερμένη συνείδηση, το ποιητικό χάρισμα της εξομολόγησης, μια ισχυρή αυτοσυνειδησία και μια αυθεντική θέαση του κόσμου» σημειώνει η επιμελήτρια του τόμου, η οποία, έχοντας μελετήσει συστηματικά τον λογοτεχνικό Τύπο του Μεσοπολέμου, την ποίηση της εποχής και το έργο του Καρυωτάκη, καταλήγει ότι τα στοιχεία αυτά καθιστούν την Πολυδούρη «την πιο συναρπαστική ποιήτρια του Μεσοπολέμου και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα».

Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας στάθηκαν πάντως τσιγκούνηδες μαζί της. Ελάχιστες γραμμές τής παραχωρούν στις γραμματολογίες τους, συγκαταβατικά και «μάλλον από ανάγκη στοιχειώδους εκπροσώπησης των γυναικών», παρατηρεί η Ντουνιά. Ο αστός Κ. Θ. Δημαράς κάνει λόγο για ποίηση «ωχρή» και ο αριστερός Γιάννης Κορδάτος για ποίηση που συγκινεί «μονάχα τους λίγους που έχουν ξεμακρύνει από τη δράση και τα ενδιαφέροντα της κοινωνικής ζωής». Αλλοι επισημαίνουν τη συγκινητική περίπτωσή της και τη γυναικεία ευαισθησία της αξιολογώντας την ως μια ελάσσονα φωνή που εκφράζει το λογοτεχνικό πνεύμα της «παρακμιακής» ποίησης του Μεσοπολέμου. Είναι η «καταραμένη» ποιήτρια που διαθέτει τις προϋποθέσεις του βιώματος αλλά όχι την εκφραστική δεξιοτεχνία ανδρών ομοτέχνων της, του Τέλλου Αγρα ή του Κώστα Ουράνη.

Την αξία της Πολυδούρη θα πρέπει να αναζητήσουμε στην τομή αρκετών κύκλων. Εναν πρώτο κύκλο ορίζει η πάνδημη δημοφιλία της στην Αθήνα των τελών της δεκαετίας του 1920. Οι νεαροί ποιητές της εποχής την ερωτεύονται ο ένας μετά τον άλλον και της συμπαραστέκονται με αφοσίωση. Ακόμη κι όσοι δεν την αγαπούν μαγεύονται από την προσωπικότητά της, ο άσημος τότε Γιάννης Ρίτσος, που τη γνωρίζει στο φθισιατρείο «Σωτηρία» όπου νοσηλεύονται και οι δύο, και ο πολύς Αγγελος Σικελιανός, ο οποίος συγκινείται από την περήφανη μορφή της που αναπαύεται σε ένα δωματιάκι τρίτης κατηγορίας του θεραπευτηρίου. Ο Κώστας Ουράνης από τις σελίδες του Ελεύθερου Βήματος απευθύνει - με δική του πρωτοβουλία - έκκληση για έρανο προκειμένου η άπορη ποιήτρια να μεταφερθεί σε ιδιωτική κλινική και σύντομα όλος ο πνευματικός κόσμος και η αριστοκρατία της Αθήνας, ειδικά μετά την κυκλοφορία των ποιητικών συλλογών της, ανηφορίζει στο «Σωτηρία» σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα προς τη μελλοθάνατη ποιήτρια.

Έναν άλλον κύκλο συνιστά η σχέση της με τον Καρυωτάκη, τον οποίο γνώρισε όταν υπηρετούσαν και οι δύο ως υπάλληλοι στη Νομαρχία Αττικής το 1922, μια σχέση ερωτική και λογοτεχνική. Τον δεσμό τους διακόπτει πρόωρα ο Καρυωτάκης με το επιχείρημα της αρρώστιας του. Η Πολυδούρη δεν πείθεται, του ζητεί να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά εκείνος αρνείται μια τέτοια θυσία. Διατηρούν μια εύθραυστη φιλία ως το 1924, αλλά εκείνη δεν παύει να είναι ερωτευμένη μαζί του ούτε μετά τον θάνατό του το 1928. Η ιστορία τους αποτυπώνεται σε μια σειρά έξι σονέτων στις Τρίλλιες που σβήνουν. Το ερωτικό της πάθος για εκείνον διατρέχει όλο το έργο της και ο αυτόχειρ ποιητής γίνεται πηγή έμπνευσης και ερέθισμα ποιητικής δημιουργίας. Η σχέση τους αυτή ορίζει και τον ιδιαίτερο διάλογο της Πολυδούρη με το ποιητικό έργο του Καρυωτάκη, του οποίου ακολουθεί το πνεύμα και τους τρόπους χωρίς να το μιμείται, διεκδικώντας έτσι για τον εαυτό της μια ιδιαίτερη θέση στο σύμπαν των ποιητών του λεγόμενου καρυωτακισμού.

Οι κοινωνικές αναζητήσεις της ανήσυχης νεολαίας του Μεσοπολέμου και πιο ειδικά οι διεκδικήσεις των γυναικών συγκροτούν έναν τρίτο ερμηνευτικό κύκλο. Κόρη μιας καλλιεργημένης γυναίκας με προοδευτικές ιδέες, η Πολυδούρη ενδιαφέρεται για τα ζητήματα ισότητας των φύλων και σε ηλικία 17 ετών, όπως παραδίδει η αδελφή της Βιργινία στη βιογραφία της, στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον βενιζελικό βουλευτή Α. Τυπάλδο Μπασιά, ο οποίος προωθεί με πρόταση νόμου την ισοπολιτεία των γυναικών. Φίλη της Μυρτιώτισσας - στην οποία κληροδότησε το αρχείο της -, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της διευθύντριας του περιοδικού Ελληνίς Αθηνάς Γαϊτάνου-Γιαννιού, συνεργάζεται με γυναικεία περιοδικά και γνωρίζεται με τις φεμινίστριες λογίες της εποχής που δίνουν έμφαση στο στοχαστικό πνεύμα της. Καθώς η νεότερη έρευνα επανεκτιμά τον γυναικείο λογοτεχνικό λόγο των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, η επίδραση της Πολυδούρη στις λογοτέχνιδες της εποχής πρέπει και αυτή να επαναπροσδιοριστεί.

«Έξω από γεωμετρίες» ή τραγούδι μύησης

Ένας τελευταίος κύκλος είναι εκείνος που ορίζει την ποιητική εξέλιξη της Πολυδούρη: από τα σωζόμενα ποιήματα της χαμένης εφηβικής συλλογής «Μαργαρίτες» ως τα ώριμα πολύστιχα ποιήματα από την Ηχώ στο χάος όπου ξαναπιάνει το νήμα της σύνδεσης με το πνεύμα της σολωμικής παράδοσης σε ιδιότυπους δεκαπεντασύλλαβους. Είναι η ποίησή της μια εξομολογητική ποίηση αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και υψηλής λυρικής θερμοκρασίας που παρέμεινε όμως «έξω από γεωμετρίες» κατά τον Τέλλο Αγρα, είναι μια ποίηση «λίγων τέλειων ποιημάτων» και εκθαμβωτικών στίχων που δεν πρόλαβε να ανθήσει, κατά τον Ανδρέα Καραντώνη ή ένα τραγούδι μύησης που δίνει νόημα στη ζωή και την οδηγεί στην «απόκοσμη κορφή» κατά τον Κοσμά Πολίτη;

Στα ερωτήματα, με αφορμή την παρούσα έκδοση και εν αναμονή του τόμου στον οποίο θα συγκεντρωθούν και τα πεζά της Πολυδούρη - όπου και η τολμηρή και αφηγηματικά πρωτοποριακή, κατά την Ντουνιά, νουβέλα της - καλείται να απαντήσει η κριτική. Το αναγνωστικό κοινό έχει ήδη τοποθετηθεί, όπως προκύπτει από το αδιάλειπτο ενδιαφέρον για την ποίηση της Πολυδούρη που κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις, από τις μελοποιήσεις ποιημάτων της και από τις λογοτεχνικές αξιοποιήσεις του βιογραφικού μύθου της. Μας λείπει όμως ακόμη μια βιβλιογραφία που θα αποτυπώσει με ενάργεια τις κατευθύνσεις της κριτικής και την εκδοτική απήχηση της Πολυδούρη. Στο μεταξύ, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια επαναξιολόγηση του έργου της, ο παρών τόμος ισορροπεί ανάμεσα στη φιλολογική στόχευση και στο χρηστικό αποτέλεσμα, ανοίγοντας τη γνωστή και την άγνωστη ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη στο ευρύ κοινό, σε αντιδιαστολή με πολλές πρόσφατες και παλαιότερες εκδόσεις λογοτεχνικών ευρισκομένων όπου ο ερευνητικός μόχθος απαξιώνεται σε εσωστρεφείς και ομφαλοσκοπικές φιλολογικές εκδόσεις.