Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο Σολωμός στο δικαστήριο

Μικέλα Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, 27/8/2005

«Δεν μπορεί ο καθένας που ισχυρίζεται ότι είναι πτωχός, με το πρόσχημα της ένδειας να ταλανίζει οικογένειες, πολύ περισσότερο δε με τις πλάτες των επισήμων αρχών της κυβέρνησης...». Υπογραφή: Dionisio del fù conte Niccol`o Solom`os. Πρόκειται για τον εθνικό μας ποιητή, τον θερμό ποπολάρο, που ωστόσο επιστρατεύει, όταν χρειάζεται, την αρχοντική του γενιά... Το απόσπασμα αυτό ανήκει σε Υπόμνημα προς την Ιόνιο Γερουσία που συνέταξε (με τη βοήθεια νομομαθούς) ο Σολωμός, λίγο προτού αρχίσει η πολύκροτη δίκη που έφερε τα αδέλφια Διονύσιο και Δημήτριο αντιμέτωπα με τον ετεροθαλή αδελφό τους Ιωάννη Λεονταράκη. Είναι Δεκέμβριος του 1833 και ο Λεονταράκης διεκδικεί μερίδιο από τη μεγάλη περιουσία του Κόντε Σολωμού με τον ισχυρισμό ότι είναι κι αυτός γιος του, εγκαταλελειμμένος απ' όλους τώρα, και φτωχός. Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά, αλλά τα σχετικά τεκμήρια ελάχιστα. Κατά έναν ανεξιχνίαστο τρόπο, το αρχειακό υλικό της δίκης χάθηκε. Ώσπου πριν από λίγο καιρό, η 42χρονη φιλόλογος και αρχειονόμος Νέλλα Πανταζή, δουλεύοντας στην αναταξινόμηση των Αρχείων της Κέρκυρας, ανακάλυψε έξι έγγραφα-θησαυρούς που φωτίζουν μια άγνωστη πτυχή αυτής της μεγάλης δίκης, η οποία κλόνισε ψυχολογικά τον ποιητή για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Διονύσιος Σολωμός

H ιστορία ξεκινά στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός, ο οποίος διατηρούσε το μονοπώλιο του καπνού στη Ζάκυνθο, παντρεμένος εδώ και μία 25ετία και πατέρας του Ροβέρτου και της Έλενας, ερωτεύεται τη νεαρότατη και όμορφη υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη, η οποία του κάνει δυό γιους: τον Διονύσιο (1798) και τον Δημήτριο (1801). Στο μεταξύ η γυναίκα του κόντε πεθαίνει, η υπηρετριούλα αναβαθμίζεται και μια μέρα προτού αυτός αποδημήσει, το 1807, την παντρεύεται και νομιμοποιεί τα εξώγαμα αγόρια του. Έξι μήνες αργότερα, η χήρα παντρεύεται τον σφριγηλό μισθωτή του πεθαμένου άνδρα της Μανώλη Λεονταράκη και πολύ σύντομα (οι ημερομηνίες αμφισβητούνται) γεννά τον Ιωάννη. Τότε είναι που οι δύο μικροί κόμητες πηγαίνουν να μορφωθούν στην Ιταλία. Ο Διονύσιος θα επιστρέψει στα 20 του βαπτισμένος στις φιλελεύθερες ιδέες και θα ζήσει στη Ζάκυνθο ως εύπορος αριστοκράτης θέτοντας τη μούσα του στην υπηρεσία του Αγώνα. Το 1823 θα γράψει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», έπειτα τον «Διάλογο» για την ελληνική γλώσσα, τον ανολοκλήρωτο «Λάμπρο», τη «Γυναίκα της Ζάκυθος», μερικά ακόμη προ-ρομαντικά έργα, αλλά στα 31 του, το 1829, θα εγκατασταθεί στην Κέρκυρα, όπου θα ζήσει πιο αυστηρά, αφοσιωμένος στην ποίηση και στη μελέτη της γερμανικής φιλοσοφίας. Εκεί θα βρίσκεται, όταν στα 35 του το τοπίο θα σκοτεινιάσει. Διότι ο Ιωάννης, τον οποίο ο Διονύσιος αποκαλεί ειρωνικά «πρίγκιπα», θα εμφανιστεί μια ωραία πρωία με το όνομα Σολωμός και (αυτά είναι τα έγγραφα που έρχονται σήμερα στο φως, δημοσιευμένα στο περιοδικό «Νέα Εστία»), θα ζητήσει τη συνδρομή του έπαρχου Ζακύνθου Γεωργίου Δε Ρώσση, για να «επιτεθεί», 25άρης πια, στα αδέλφια του. Στενός φίλος της οικογένειας εκείνος, θα τον υποστηρίξει για να αποτραπεί λέει, η ανισότητα, απέναντι στους πλούσιους - ισχυρούς - δικτυωμένους Σολωμούς, και θα του διορίσει ως δικηγόρο τον εισαγγελέα Ζακύνθου και έγκριτο νομομαθή A. Τυπάλδο-Ξυδιά. H αντεπίθεση των αδελφών Σολωμού θα είναι σφοδρότατη. Με την υπογραφή του Διονυσίου, θα απευθυνθούν δύο φορές στην Ιόνιο Γερουσία, ύπατο όργανο της Ιονίου Πολιτείας κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας (1814 - 1864), και με το πρόσχημα του ασυμβίβαστου και του μεροληπτικού θα ζητήσουν να αποσυρθεί ο επικίνδυνος για τα συμφέροντά τους δικηγόρος. Ο σημερινός αναγνώστης θα εντυπωσιαστεί από τη θερμοκρασία των υπομνημάτων τους. H Γερουσία όμως δεν θα δεχθεί ότι πρόκειται για παρανομία, ωστόσο θα απομακρύνει τους δύο ισχυρούς υποστηρικτές τού Λεονταράκη, ο οποίος θα επιμείνει πάντως στην αγωγή του. H δίκη θα αρχίσει στη Ζάκυνθο, αλλά θα τραβήξει ώς το 1838, ώσπου να την κερδίσουν τα αδέλφια Σολωμού στην Κέρκυρα.

Πόσο επηρεάζει η ιδιωτική ζωή το πνευματικό έργο ενός δημιουργού; Το ερώτημα μένει ανοιχτό. Στην περίπτωση πάντως του Σολωμού, η οικογενειακή θύελλα που ξέσπασε το 1833 είχε αντίκτυπο στη συγγραφική πορεία του. Πολλοί μελετητές μάλιστα τη συνδέουν με την αποσπασματικότητα των κατοπινών γραπτών του. H τιμή και τα συναισθήματα του ποιητή τραυματίστηκαν. H μάνα του κλήθηκε να καταθέσει και πήρε το μέρος του Ιωάννη, τα άπλυτα της οικογένειας βγήκαν στη φόρα, τα κουτσομπολιά οργίασαν. Άλλαξε τότε τη διαθήκη του αποστερώντας την από κάθε κληρονομικό δικαίωμα και αποξενώθηκε. Στράφηκε στο αλκοόλ και έφθασε να πίνει την κολόνια του, ενώ ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του έγινε περισσότερο ιδιότροπος. Σατιρίζει τον Δε Ρώσση στα κείμενά του (η σχετική υπόθεση της Ελένης Τσαντσάνογλου επιβεβαιώνεται με τα νέα ευρήματα), γράφει τα κορυφαία B' και Γ' σχεδιάσματα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», επεξεργάζεται τον «Κρητικό», τον «Πόρφυρα» και, τελικά, επιστρέφει... στα ιταλικά. Το τελευταίο ελληνικό ποίημα που εκδίδει πριν από τον θάνατό του (1857) είναι το επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» του 1849, το οποίο κλείνει με τον περίφημο αμφίσημο στίχο «όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος!». Πράγματι!