Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ας διαβάσουμε ποίηση

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία, 30/7/2004

Δεκάδες τίτλους βιβλίων πρότειναν τον τελευταίο καιρό στις ειδικές τους εκδόσεις οι μεγάλες εφημερίδες. Βιβλία για το καλοκαίρι και για τις διακοπές, που υποτίθεται ότι μας εφοδιάζουν με περισσότερο χρόνο, μας επιτρέπουν να διαβάσουμε πιο προσεκτικά και μας βοηθούν να αφομοιώσουμε πιο συστηματικά και πιο άνετα. Ας υποθέσουμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα: ότι όντως διαβάζουμε στο σπάνιο ελεύθερο χρόνο μας, ότι χρησιμοποιούμε τις διακοπές μας για να ενημερωθούμε καλύτερα και, ακόμη, ότι θα έχουμε όλοι διακοπές στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Κι ας υποθέσουμε επίσης ότι όλες οι κατηγορίες των βιβλίων που παρουσιάζονται στις εφημερίδες και τα περιοδικά, στις ειδικές και στις κανονικές τους εκδόσεις, έχουν πράγματι το κοινό τους και τους ανθρώπους οι οποίοι τις παρακολουθούν και τις στηρίζουν. Αν, όμως, κάνουμε κατά τέτοιο τρόπο τις υποθέσεις μας, τότε ποιο ακριβώς είναι το κοινό που παρακολουθεί την ποίηση, ελληνική και ξένη; Και ποιους συγκεκριμένους ποιητές διαβάζει αυτό το κοινό, ποια είναι τα θέματα που το συγκινούν και ποιες οι τεχνοτροπίες που μπορεί να το ενδιαφέρουν; Κανείς δεν ξέρει το παραμικρό για ένα κοινό μετά βίας χιλίων αναγνωστών, το οποίο ουδείς επίσης ενδιαφέρεται να διερευνήσει στατιστικά. Ποιοι, αναρωτιέμαι ξανά, είναι αυτοί που ξεφυλλίζουν τις καινούργιες ποιητικές συλλογές όταν εμφανίζονται στα βιβλιοπωλεία; Από ποιες μορφωτικές και κοινωνικές τάξεις προέρχονται; Τι επαγγέλλονται; Ποιες οι ηλικίες τους; Τι άλλο διαβάζουν; Δεν θα το μάθουμε ποτέ ή τουλάχιστον δεν θα το μάθουμε τώρα.

Ας διαβάσουμε ποίηση αυτό το καλοκαίρι, ανεξαρτήτως τού ποια είναι η σύνθεση του μόνιμου κοινού της, αλλά και μακριά από σχεδόν τρομοκρατικά ερωτήματα του τύπου ποιες γενιές τη γράφουν, πώς έχει σχηματιστεί η μακραίωνη ιστορία της ή ποια είναι τα ιδιαίτερα, τεχνικά ή άλλα, χαρακτηριστικά ενός εκάστου των ποιητών. Όλα αυτά είναι πράγματα που νοιάζουν πολύ την κριτική και τη συντεχνία, αλλά δεν ερεθίζουν κατά το παραμικρό (και δικαίως) κανέναν άλλο. Ας διαβάσουμε, λοιπόν, ποίηση πέρα από αυτά. Ας διαβάσουμε ποίηση όχι γιατί έχει πάρει το πάνω χέρι το μυθιστόρημα, και οι ποιητές νιώθουν ότι έχουν περιπέσει στη μοναξιά και στην αφάνεια, αλλά γιατί η ποίηση εξακολουθεί να παραμένει μια μαγική τέχνη, που μπορεί να κερδίσει σε μια μόνο στιγμή ολόκληρη την ύπαρξή μας. Ας διαβάσουμε ποίηση όχι επειδή έχει μετατραπεί από την άποψη των πωλήσεων και της δημοσιότητας σε φτωχό συγγενή της λογοτεχνίας και κάποιος οφείλει να αποκαταστήσει τα καταπατημένα δικαιώματά της, αλλά γιατί η ποίηση δεν έχει πάψει να είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, που μπορεί εντελώς απρόσμενα να προσφέρει ωραίες και μεγάλες συγκινήσεις. Κι ας διαβάσουμε ποίηση όχι επειδή η ποίηση αποτελεί μιαν ιερή παρακαταθήκη την οποία δεν πρέπει ποτέ να αγνοούμε, αλλά γιατί η ποίηση είναι ρίγος, και τρέμουλο, και ανάταση. Ας διαβάσουμε ποίηση, έτσι - τυχαία. Οχι γιατί θέλουμε υψηλότερη καλλιέργεια, περισσότερη μόρφωση και πιο σπουδαίες ιδέες, αλλά επειδή έχουμε την ανάγκη να περάσουμε καλύτερα μερικές ώρες από τη ζωή μας.

Τα υλικά είναι μπροστά μας: μεμονωμένες ποιητικές συλλογές σύγχρονων και παλαιών δημιουργών, θεματικές, γενεαλογικές ή ιστορικές ανθολογίες, μεταφράσεις τις οποίες ζηλεύει κάποτε το πρωτότυπο, λογοτεχνικά περιοδικά με ό,τι πιο φρέσκο υπάρχει στην παραγωγή. Αρκεί να απλώσουμε το βλέμμα και να διαλέξουμε - χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ερμηνευτικά σχήματα, χωρίς παιδαγωγικές διαθέσεις: σαν να ταξιδεύουμε στο άπειρο, σαν να μελετάμε μια λεπτομέρεια του ουρανού που έχει χαθεί για πάντα από το κάδρο του. Όλα τα άλλα θα έρθουν μετά. 'Η όχι;