Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Η ποίηση στην εποχή των ακραίων κλιματικών συνθηκών

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 11/8/2007

Βλαβιανός Χάρης, Ποιον αφορά η ποίηση;, εκδ. Πόλις, 2007

Ο αφορισμός απαιτεί εξαιρετική πυκνότητα, αμεσότητα και οξύτητα της έκφρασης, κάτι που ο Βλαβιανός πετυχαίνει όντως σε πολλές περιπτώσεις. Δεν ανέχεται όμως ο αφορισμός την πολυλογία και τις φιλολογικές αναφορές, γι΄ αυτό αρκετοί άλλοι αφορισμοί του βιβλίου μοιάζουν να γράφτηκαν προπαντός για να επιδείξει ο συγγραφέας την πολυμάθειά του

Ο αφορισμός απαιτεί εξαιρετική πυκνότητα, αμεσότητα και οξύτητα της έκφρασης, κάτι που ο Βλαβιανός πετυχαίνει όντως σε πολλές περιπτώσεις. Δεν ανέχεται όμως ο αφορισμός την πολυλογία και τις φιλολογικές αναφορές, γι΄ αυτό αρκετοί άλλοι αφορισμοί του βιβλίου μοιάζουν να γράφτηκαν προπαντός για να επιδείξει ο συγγραφέας την πολυμάθειά του

Όταν θέτεις το ερώτημα «ποιον αφορά η ποίηση;» σημαίνει ότι τη στοχάζεσαι απ΄ έξω, τοποθετώντας τη σε πλαίσιο διαλόγου με άλλα φαινόμενα της ζωής. Αυτό είναι που μου αρέσει πάνω απ΄ όλα στον Βλαβιανό - όχι μόνο στον δοκιμιογράφο, αλλά και στον ποιητή Βλαβιανό. Στα γραφτά του πνέει ένας αέρας που μεταφέρει στην ποίηση γονιμοποιά εξωποιητικά σπέρματα. Μόνον έτσι ανανεώνεται μια τέχνη.

Αν ο τίτλος αυτού του βιβλίου είναι ερεθιστικός, ο υπότιτλος «Σκέψεις για μια τέχνη περιττή» είναι προκλητικός. Πολύ περισσότερο αφού δεν είναι καθόλου ειρωνικός, όπως θα νόμιζε κανείς. Σ΄ έναν από τους πιο πετυχημένους αφορισμούς του δεύτερου μέρους, ο συγγραφέας περιγράφει κάποιον που «μιλούσε επί μία ώρα για τον ρόλο της ποίησης, βάζοντας κάθε επίμαχη λέξη σε εισαγωγικά» και συμπεραίνει:

«Δεν εννοούσε τίποτε απ΄ όσα έλεγε». Χρησιμοποιώντας τη λέξη «περιττή» χωρίς εισαγωγικά, ο Βλαβιανός επιλέγει τον επιθετικότερο δυνατό τρόπο υπεράσπισης της ποίησης: ναι, η ποίηση είναι περιττή σήμερα, ο ποιητής μιλάει κυρίως στον εαυτό του και στη «μικρή αδελφότητα» των ομοτέχνων του, όχι επειδή αυτά που λέει δεν αφορούν κανέναν άλλον, αλλά επειδή έχει εκλείψει ο αναγνώστης· και ο αναγνώστης δεν έχει εκλείψει επειδή τάχα είναι δύσκολη η ποίηση, αλλά επειδή ο πνευματικός κατακερματισμός και ο ανερμάτιστος χαρακτήρας των σύγχρονων κοινωνιών κάνουν δύσκολη οποιαδήποτε προσπάθεια του νου να υπερβεί τους αυτοματισμούς (απόρροια κυρίως της κατανα λωτικής κουλτούρας) στους οποίους έχει συρρικνωθεί η ύπαρξή μας.

Μπορεί κανείς να πει ότι ο Βλαβιανός αθωώνει έτσι την τέχνη του. Αλλά δεν αθωώνει εκείνους που τη διακονούν. Απεναντίας. Στα δοκίμια και τους αφορισμούς του επιφυλάσσει σκληρή, συχνά ειρωνική κριτική στους μετανεωτερικούς ποιητές (όπως είναι π.χ. οι εκπρόσωποι του γλωσσοκεντρισμού) για την παιδαριώδη προκλητικότητα με την οποία επιχειρούν να υπογραμμίσουν το αδιέξοδο της ποίησης στην εποχή μας. «Όταν στο τέλος της διαδρομής συναντήσεις έναν αδιαπέραστο τοίχο, το μόνο που μπορείς να κάνεις, αν ισχυρίζεσαι ότι θέλεις να συνεχίσεις να περπατάς, είναι ή να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής (κάθε επιστροφή συνιστά, ως γνωστόν, μια νέα εκκίνηση) ή να κάνεις επί τόπου σημειωτόν (απαγγέλλοντας δυνατά το Finnegans Wake ). Όχι όμως να κατασκηνώσεις μπροστά στον τοίχο και να διαμαρτύρεσαι διαρκώς για τις συνέπειες της ακινησίας σου». Και η κριτική δεν περιορίζεται σε τέτοιους μεμψίμοιρους σκηνίτες. Επεκτείνεται σε όλους εκείνους, ποιητές, κριτικούς και θεωρητικούς, που θέλουν το ποίημα ένα αυτοσύστατο τεχνούργημα, «αποκομμένο από καθετί μη λογοτεχνικό ή κειμενικό». Εδώ μάλιστα το πράγμα γίνεται πιο ενδιαφέρον. Γιατί η εξαγγελλόμενη αντίδραση στη μοιραία μοναξιά της σύγχρονης ποίησης δεν είναι, όπως σε τόσους και τόσους ποιητές, η αυτοαναφορική περιχαράκωση, αλλά η σθεναρή επαναβεβαίωση της ζωτικής σχέσης της με τον κόσμο, ως αναπόσπαστου τμήματος «ενός περίπλοκου αλλά θαυμαστού στην αντοχή του ιστού, που συνδέει και νοηματοδοτεί τα πάντα».

Ολόκληρη η προβληματική του Βλαβιανού κινείται, πράγματι, ανάμεσα σ΄ αυτούς τους δύο πόλους και τροφοδοτείται από την αντίθεσή τους. Από τη μια η απομόνωση της σύγχρονης ποίησης, κοινωνικά αναπόφευκτη και υπαρξιακά επιβεβλημένη, αν πρόκειται να διασωθεί η ουσία της· από την άλλη η πίστη ότι «η ποίηση- ή μάλλον η ποίηση που υπερασπίζομαι- αρδεύεται από τη ζωή, από αυτήν ξεκινά και σ΄ αυτήν καταλήγει». Από τη μια η βαθιά επίγνωση ότι το ποίημα τείνει προς τη σιωπή, αυτή την «καρδιά του φωτός», όπως έλεγε ο ΄Ελιοτ, προς την αναγνώριση της έσχατης απουσίας που κρύβεται πάντοτε κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια των λέξεων· από την άλλη το σταθερά επαναλαμβανόμενο αίτημα για διαποτισμό της ποίησης από το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι, για αναζωογονητική στροφή της προς μια ανεπιτήδευτη γλώσσα, τη φυσική γλώσσα των ανθρώπων.

Δεν πρόκειται για λογικές αντιφάσεις της σκέψης, αλλά για αντιφάσεις της ίδιας της πραγματικότητας ή της ανθρώπινης φύσης. Και κάτι που επίσης μου αρέσει στον Βλαβιανό είναι ότι όχι μόνον αποδέχεται την αντιφατικότητα του κόσμου, αλλά και η ποιητική έμπνευσή του γνωρίζει μερικές από τις καλύτερες στιγμές της όταν ενεργοποιείται από την παρατήρησή της- κάτι μάλλον σπάνιο στην ποίηση, η οποία εκχωρεί με αρκετή περιφρόνηση τη μελέτη των αντιφάσεων της ζωής στο μυθιστόρημα, απορροφημένη καθώς είναι από την ενατένιση αυτού που θεωρεί πως είναι η βαθύτερη, ενιαία ουσία των πραγμάτων.

Και είναι, νομίζω, αυτή ακριβώς η στάση που κάνει τον Βλαβιανό να συνειδητοποιεί ευκολότερα κάτι που πολλοί ομότεχνοί του, ίσως οι περισσότεροι, δεν θέλουν να καταλάβουν: ότι η ποίηση, και γενικά η λογοτεχνία, ανανεώνεται και προχωρεί μέσα από κρίσεις και αμφισβητήσεις του ίδιου του λόγου ύπαρξής της, μέσα από τους «θανάτους» της που αναγγέλλονται, με κουραστική επαναληπτικότητα, ιδιαίτερα στην εποχή μας: «Αυτό είναι το καθήκον του συγγραφέα: να απαντά στο ερώτημα περί του μέλλοντος της λογοτεχνίας μέσω ενός έργου που λογοδοτεί μόνο στην ουσία του και επομένως υπερασπίζεται την τιμή της λογοτεχνίας θέτοντάς τη διαρκώς υπό αίρεση».

Αν έχω μια ένσταση, δεν έχει να κάνει με τις απόψεις του Βλαβιανού ούτε με τον τρόπο ανάπτυξής τους, που είναι σαφής και πλαστικός. Αφορά την αδυναμία του να τιθασεύσει κάπως τη λογιότητά του. Αυτή η αδυναμία τον παρασύρει μερικές φορές σ΄ έναν κάποιο βερμπαλισμό και, πολύ συχνότερα, στην όχι απαραίτητη επίκληση άλλων, διεθνώς αναγνωρισμένων συγγραφέων. Οι συνέπειες είναι ιδιαίτερα βλαπτικές στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, αυτό με τους αφορισμούς. Ο αφορισμός απαιτεί εξαιρετική πυκνότητα, αμεσότητα και οξύτητα της έκφρασης, κάτι που ο Βλαβιανός πετυχαίνει όντως σε πολλές περιπτώσεις. Δεν ανέχεται όμως ο αφορισμός την πολυλογία και τις φιλολογικές αναφορές, γι΄ αυτό αρκετοί άλλοι αφορισμοί του βιβλίου μοιάζουν να γράφτηκαν προπαντός για να επιδείξει ο συγγραφέας την πολυμάθειά του. Η εντύπωση αυτή είναι πολύ ενοχλητική, έστω και αν είναι απατηλή. Δεν πιστεύω πως ο Βλαβιανός πάσχει πραγματικά από λόγια επιδειξιμανία. Μάλλον η διαρκής συνομιλία του με την παγκόσμια γραμματεία τον κάνει να χάνεται μέσα στις σκέψεις και τις διατυπώσεις άλλων.

Τουλάχιστον όμως- κάτι που δεν συμβαίνει συχνά με όσους έχουν τέτοια «βίτσια»- τις καταλαβαίνει.