Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Άρωμα Μεσοπολέμου

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 8/2/2008

Διάχυτη αίσθηση μελαγχολίας και χαμηλόφωνοι, υποβλητικοί τόνοι

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΣΠΥΡΕΛΗ, Τα ποιήματα του Αθανασίου Κυριαζή (1887-1950), ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ, «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ», ΣΕΛ. 549

Ο Αθανάσιος Κυριαζής αποτελεί μια ξεχωριστή, όσο και ενδιαφέρουσα, περίπτωση ανάμεσα στους ποιητές της μεσοπολεμικής γενιάς. Εμφανίζεται τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, μαζί με τους Πάνο Ταγκόπουλο, Μυρτιώτισσα, Κ. Καρθαίο, Όμηρο Μπεκέ, Ρήγα Γκόλφη και άλλους· εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή, Εκατόμβη, το 1920 (σημειωτέον ότι τη δεκαετία του '20 εκδίδει τις οχτώ από τις δώδεκα συνολικά συλλογές που εξέδωσε όσο ζούσε) και το 1924 εκδίδει και διευθύνει το περιοδικό Νέα Γράμματα, το οποίο αποτελεί πυρήνα έλξης για μερικούς από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής γενιάς του '20, όπως ο Τέλλος Αγρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κλέων Παράσχος, ο Λέων Κουκούλας κ.ά. Παράλληλα, συμμετέχει σε ομάδες ιδρυτικές καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών σωματείων και αναπτύσσει αξιόλογη πολιτιστική και κοινωνική δραστηριότητα. Ο συγχρωτισμός του, ωστόσο, με ποιητές που βίωσαν, κατά τρόπο δραματικό, τα προσωπικά τους αδιέξοδα, που «άκουσαν» τα μηνύματα του ευρωπαϊκού νεωτερισμού και που ένιωσαν να τους διαπερνά οδυνηρά ο ήχος και ο απόηχος των γεγονότων της ταραγμένης εποχής τους, αλλοιώνοντας την οπτική τους προς τα μέσα και προς τα έξω, δημιουργώντας ρωγμές στα μέχρι πρότινος αρραγή πιστεύω τους, δεν φαίνεται να τον επηρέασε σε βάθος.

Ο Αθανάσιος Κυριαζής παρέμεινε ώς το τέλος της ζωής του πιστός στα κελεύσματα των βαθύτερων αισθημάτων του, τα οποία φρόντισε να διοχετεύσει, με άκρα εντιμότητα, σε ασφαλείς δρόμους, ανοιγμένους από άλλους, πολύ πριν απ' αυτόν, πάνω απ' όλα μεριμνώντας για τη μορφική αρτιμέλεια του, ούτως ή άλλως, τρυφερού και βαθύτατα ανθρώπινου λόγου του. Δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να έρθει σε ρήξη ή, απλώς, να αντιπαρατεθεί προς την παράδοση· δεν προσπάθησε να την ανασυνθέσει, όπως έκαναν οι συνοδοιπόροι του ποιητές του Μεσοπολέμου, θέλοντας να μείνει συνεπής στις πνευματικές του καταβολές, τις εκλεκτικές του συγγένειες και υπάκουος στις επιταγές τις απορρέουσες από την ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα. Αλλά και το περιεχόμενο της ποίησής του, στενότατα συναρτημένο με μιαν ενδιάθετη, ατομική θλίψη και μια διάχυτη αίσθηση μελαγχολίας για όσα υποπίπτουν στην αντίληψη του πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου ή για όσα ανασυνθέτονται μέσω της διεργασίας της μνήμης, δεν απαιτεί εκφραστικούς - μορφικούς νεωτεριστικούς πειραματισμούς, επιτρέποντάς του να κινηθεί στα ασφαλή ύδατα της παράδοσης. Εξάλλου δεν δείχνει να διακατέχεται από το ρίγος και την αγωνία του καινούριου· η ποίησή του παραμένει κλειστή και αδιαπέραστη από τις, προσώρας, «αδέσποτες» ριπές του νεωτερισμού. Τα «σώματα» των ποιημάτων του παραμένουν αρραγή· πουθενά δεν παρουσιάζουν, αθέλητες έστω, ρωγμές, ενδεικτικές μιας εκφραστικής αμφιβολίας ή ανησυχίας.

Ακόμα και όταν εμφανίζεται στο ποιητικό προσκήνιο η γενιά του '30 και η περιρρέουσα ποιητική ατμόσφαιρα δονείται από τα κελεύσματα του μοντερνισμού, αυτός κωφεύει πεισματικά, αρνούμενος να εμπλακεί σε μια υπόθεση που θα προϋπέθετε μιαν απροκατάληπτη ετοιμότητα μπροστά στο «νέο». Σαν τελεσίδικα διαμορφωμένος από την ιστορική και αισθητική πραγματικότητα της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, αρνείται ή δυσκολεύεται να ακολουθήσει άλλους από τους γνωστούς και ασφαλείς παραδοσιακούς - παλαμικούς δρόμους. Θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο, ανάμεσα στους πρώτους μεταπαλαμικούς ποιητές και στους ποιητές της ανερχόμενης νεορομαντικής σχολής. Διαφοροποιείται, κάπως, θεματικά, από τους πρώτους, καθώς δεν δείχνει να εμφορείται, στον βαθμό που εμφορούνται και αυτοί, από συλλογικές αξίες και οράματα (στην πρώιμη μόνο ποίησή του εντοπίζεται ένας διακριτικός κοινωνικός προσανατολισμός, τον οποίο όμως υπερβαίνει ο ισχυρός υποκειμενισμός του) και, μολονότι αισθάνεται οικειότητα με τους χαμηλόφωνους, όσο και υποβλητικούς, τόνους των ομηλίκων του νεοσυμβολιστών - νεορομαντικών ποιητών, απομακρύνεται απ' αυτούς, ίσως εξαιτίας της εξάρτησής του από παλαμικό πνεύμα. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η θεωρούμενη καλύτερη συλλογή του, τα Ρουμελιώτικα (1928) -με εμφανείς απηχήσεις από τα Μεσολογγίτικα ποιήματα του Μαλακάση- προσέχτηκε ιδιαίτερα από την κριτική της εποχής, με τον Παλαμά να διατυπώνει την άποψη ότι είναι εμπνευσμένη από τον τοπικισμό και έχει ως αφετηρία την οπτική της ελληνικότητας, ενώ ο Τέλλος Αγρας χαρακτήρισε τον Κυριαζή μία από τις εξαιρέσεις της διετίας 1927-1929.

Πιστός στις τοπικές, πνευματικές και αισθητικές του καταβολές, ο Αθ. Κυριαζής παρέμεινε σε όλη τη δημιουργική του πορεία ο «λυγερόφωνος Ρουμελιώτης τραγουδιστής». Η φωνή του, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, άλλοτε συγκινημένη, άλλοτε συγκινητική, άλλοτε και τα δυο μαζί, υπήρξε πάντα η φωνή ενός ανθρώπου που αρνήθηκε να υπερβεί τα επιβεβλημένα από τα βιώματά του και την ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα νοερά περιοριστικά όρια· ακούστηκε όσο της το επέτρεψαν οι συνθήκες που την προκάλεσαν και ανταποκρίθηκε σ' αυτές με συνέπεια και εντιμότητα. Η Χρυσούλα Σπυρέλη χειρίστηκε το υλικό της με γνώση και φιλολογική επάρκεια και ευαισθησία, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο και ερεθιστικό του ενδιαφέροντος του σημερινού αναγνώστη πορτρέτο μιας μάλλον λησμονημένης πνευματικής φυσιογνωμίας, όπως αυτή του Κυριαζή. Μάλιστα, το εγχείρημά της, ενταγμένο στο πλαίσιο της παρατηρούμενης, κατά τα τελευταία χρόνια, «στροφής της φιλολογικής έρευνας σε έργα και συγγραφείς του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα ώς τη δεκαετία του '20», σε συνδυασμό -κατά τον προλογίζοντα την παρούσα έκδοση Ερατοσθένη Καψωμένο- με το εσχάτως εκδηλωνόμενο ανανεωμένο «ενδιαφέρον για τη λογοτεχνική ζωή και τις λογοτεχνικές εκφράσεις της περιφέρειας», μπορεί να συμβάλει, στο μέτρο του δυνατού, στην «επαναξιολόγηση των μεθόδων και των κριτηρίων της παραδοσιακής κριτικής, η οποία πριμοδοτεί τους λίγους μείζονες και αποσιωπά τους πολλούς ελάσσονες».