Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Περί ποίησης και τεµπελιάς

Χάρη Ποντίδα, εφ. Τα Νέα, 2/2/2011

Κατάµεστο το θεατράκι  του «Gazarte» για τη βραδιά  ποίησης «Ενας Λόγος  παραπάνω»

Βραδιά ποίησης, Δευτέρα βράδυ, σε µια Αθήνα χωρίς µεταφορικά µέσα; Δύσκολο… Αυτό σκεπτόµουν καθώς κατηφόριζα στον έρηµο δρόµο κοντά στην κεντρική πλατεία του Μετρό στο Γκάζι.

Στο θεατράκι του «Gazarte» (δίπλα ακριβώς στην αίθουσα συναυλιών) έλαβε χώρα βραδιά ποίησης µε καλεσµένο τον Ντίνο Χριστιανόπ ουλο καιοικοδεσπότες τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον δηµοσιογράφο Αρη Σκιαδόπουλο, που είναι οι µόνιµοι οικοδεσπότες της σειράς «Ένας λόγος παραπάνω».

Πέρυσι το δοκίµασε για πρώτη φορά στο «Zoom» η Λίνα Νικολακοπούλου µε µάλλον αµφίβολα αποτελέσµατα (αν και δεν περίµενε κανείς το ευρύ κοινό) και φέτος το τόλµησε ξανά σε νέα στέγη, ζεστή. Τελικά όποιος επιµένει µπορεί και ναπετύχει. Ανκαι ήταν η πρώτη φορά (µας το είπαν οι ίδιοι) που η σειρά τιµήθηκε από τόσο µεγάλο ακροατήριο.

Ωρα 8.45 µ.µ. και το θέατρο µοιάζει µε φορτωµένο λεωφορείο σε ώρα αιχµής. Απίστευτο;Mέσα στον κόσµο διακρίνω τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Νόνικα Γαληνέα, τον Γρηγόρη Ψαριανό, τον Γιώργο Χρονά, ανθρώπους του ραδιοφώνου, την τραγουδίστρια Ελεονώρα Ζουγανέλη. Το κοινό «µεικτό», απόπολύ νεαρά άτοµα µέχρι και «ώριµα» ζευγάρια από 40 και άνω.

Επρεπε να το περιµένω (σκέφτοµαι).Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν µιλάει εύκολα, ούτε κατεβαίνει τακτικά στην Αθήνα. Απότην άλλη, είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τσιγκλάει τοκοινό και κυρίως να επιτίθεται ανοικτά – αυτό που θα λέγαµε χύµα και τσεκουράτα –στις «αδιαπραγµάτευτες αλήθειες» του χώρου του. Εκεί είναι που δεν πιάνεται µε τίποτα.

∆εν αργήσαµε να το διαπιστώσουµε κι εµείς. «Α, δεν θέλω χειροκροτήµατα», είπε στον ενθουσιώδη φαν πουτόλµησε να κάνει την κίνηση όταν διάβασε µε τον χαρακτηριστικό κοφτό του τόνο ένα από πιο δηµοφιλή του ποιήµατα, το «Ενός λεπτού σιγή».

«Τα χειροκροτήµατα εµποδίζουν στο να νιώσουµετο ποίηµα. Βούβα λοιπόν για να το χαρείτε».

Στην εισαγωγή που έκανε για εκείνον ο Αρης Σκιαδόπουλος – «πολύ περήφανος άνθρωπος, από τους λίγους που αρνήθηκαν τη σύνταξη για ποιητές, όπως και ο άλλος κορυφαίος µας ποιητής, ο Καρούζος» – ο Χριστιανόπουλος ένιωσε κατευθείαν την ανάγκη να βάλει τα πράγµατα στη θέση τους. «Ηθελα να πω ότι η περίπτωση Καρούζου ήταν προβληµατική. Κατ’ αρχήν δεν ήταν κορυφαίος ποιητής. Καλός ναι, κορυφαίος όχι. Και τη σύνταξη την αρνήθηκε λόγω επάρσεως, γιατί δεντου έδωσαν την ανώτατη που είχαν ηδη δώσει στη Ζωή Καρέλλη. Αν ήταναντράκι,ας την αρνιόταν από την αρχή».

Τα ποιήµατά του τα διάβασε ο ίδιος κάνοντας µια ανθολόγηση απότα πιο δηµοφιλή αλλάκαι τα λιγότερο γνωστά. «Από κορµί σε κορµί», «∆ιάλειµµα χαράς», «Ερωτας», «Η κακιά στιγµή», «Μπαξέ τσιφλίκι» κ.ά. όπως και ελληνικά επιγράµµατα που µετέφρασε ο ίδιος από τους ελληνιστικούς χρόνους, ποιήµατά του από το βιβλίο του «Εντευκτήριο», µεταφράσεις του από τη Σαπφώ, από τον ποιητή των αλεξανδρινών χρόνωνΚριναγόρα, από τη σειρά «Ανακρεόντεια».

Η αίθουσα ήτανεντελώςσιωπηλή και προσηλωµένη. Οσοι τον άκουγαν πρώτη φορά σίγουρα θαύµασαν την οικονοµία του λόγου του, τη σαφήνεια αλλά και το «βάρος» που έχουν καµιά φοράοι καθηµερινές, απλές λέξεις. Απλές σε πρώτοεπίπεδο...

Αλλά όσο λακωνικός και βαθύς είναι ο ποιητής Χριστιανόπουλος όταν γράφει τόσο… εξωστρεφής και καυστικός γίνεται όταν είναι να υπερασπίσει τις απόψεις του. Η ερώτηση (που του έθεσε ο Γρηγόρης Ψαριανός) αφορούσε την επικριτική άποψη που είχε καταθέσει σε συνέντευξή του, πριν από >µια δεκαετία περίπου, για τον Σεφέρη. Είχε αναθεωρήσει άραγε;

«Καθόλου», απάντησε. «Η αντίρρησή µου πηγάζει απόκάποιες µικρές λεπτοµέρειες. Ο Σεφέρης αποδέχτηκε να αλλάξειτον τίτλοτου ποιήµατος “Κύπρον ου µ’ εθέσπισεν” και νατο κάνει “Ηµερολόγιο Καταστρώµατος Γ’” κι έτσι πήρε το Νοµπέλ. Ε, να χέσω τέτοιο Νοµπέλ». Και για τον Ελύτη είχε εκφράσει πολλές φορές τις αντιρρήσεις του. Συγκεκριµένες αντιρρήσεις που αφορούσαν τον τρόπο ζωής του. «Τον επέκρινα– και τουτο είχα πει στα ίσια και µετά δεν µου µίλαγε. Ηταν τεµπέλης. Ηταν από πλούσια οικογένεια και ζούσε µια ζωή µε το χαρτζιλίκι της µαµάς του και των αδελφών του για να είναι απερίσπαστος και να γράφει ποίηση. Μα είναι δυνατόν, επειδή είσαι ποιητής, να τεµπελιάζεις και να τρέχεις µε τις πιτσιρίκες;».

Nαι, αλλά και ο Σαχτούρης δεν δούλεψε ποτέ (παρατήρηση από το κοινό). «Μα είναι ολόκληρη συνοµοταξία τεµπελχανάδων. Παράδειγµαείναι ο Ελύτης».

«Ανεξέλεγκτος ο βαθύτερος εαυτός µας»

Με τον ∆ιονύσιο Σολωµόασχολήθηκε χρόνια, έγραψε γι’ αυτόν επτά βιβλία, τον θεωρεί µέγιστο ποιητή, αυτό όµως δεν αναιρεί το γεγονός ότι ήταν µπάσταρδος.

«Αφού ήταν; Είναι αµάρτηµα να το πω; Πολλοί µε έβρισαν, άκουσα τα πάντα, αλλά έχω δίκιο. Οι µελετητές το έχουν πει κι εγώ απλά το υπογράµµισα. Αλλά είναι επιπόλαιοι οι Ελληνες, δεν εννοούν να διαβάσουν – αν διάβαζαν αυτά που έχω γράψει θα καταλάβαιναν. Αλλά θέλουν ταινδάλµατά τους καθαρά».

«Τα πολλά λόγια όµως είναι και κουραστικά, (το είχε επισηµάνει άλλωστε δυοτρεις φορές) καλύτερα δεν είναι περάσουµε στον πάνω όροφο απ’ όπου φαίνεται φωτισµένη και η Ακρόπολη και να ακούσουµε τον∆ηµήτρη Νικολούδη να παίζει τα τραγούδια του; Τριάντα τρία ποιήµατά του µελοποίησα ο ίδιος και µετάτέρµα. Του τελείωσε. Πώς ξεκίνησε αυτό και πώς σταµάτησε ούτε που ξέρω. Αυτόαποδεικνύει ότι ο βαθύτερος εαυτός µας είναι ανεξέλεγκτος».

Η βραδιά συνεχίστηκε µε τραγούδι, ποτό, συνωστισµό στο µπαρ και κουβέντες, όπως οφείλει να τελειώνει κάθε ποιητική βραδιά.