Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Κώστας Βάρναλης: Φωτιά της κόλασης που ασάλευτον κρατεί με

Θεανώ Μιχαηλίδου, εφ. Τα Νέα, 8/11/1999

Στο ερώτημα «τι εκόμισεν ο Βάρναλης στον απερχόμενο αιώνα» θα μπορούσε να παραθέσει κανείς άλλα ερωτήματα, φαινομενικά εκτός θέματος, στην πραγματικότητα όμως απολύτως συναφή: Γιατί ο Βάρναλης δεν διαβάζεται τόσο όσο διαβαζόταν ως τη δεκαετία του '70; Γιατί, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η πανεπιστημιακή κριτική είτε τον «υποβίβασε» στην κατηγορία των ελασσόνων, βάζοντας δήθεν τα πράγματα στη θέση τους με τη μεζούρα της «αυθεντίας» της, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, τον μνημείωσε ως γραμματολογικό έκθεμα ιστορικής αξίας; Γιατί αφήνουμε αψήφιστα να διαρρέει ένα, ενεργό συγκινησιακά, μέρος της γραμματειακής μας περιουσίας; Τι φταίει; Φταίει η διαβόητη κατάρρευση του οράματος ή μήπως ο επίσης διαβόητος μετασχηματισμός της ευαισθησίας (ποιητικής και γλωσσικής) σε συνδυασμό με τη σταδιακή επικράτηση των αισθητικών ιδεολογιών του μοντερνισμού;

Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!..Φταίει το κεφάλι το κακό μας! αντηχούν εντός μας ­ κοροϊδευτική ρυθμική υπόκρουση ­ οι βαρναλικοί στίχοι, που ανακαλούνται σχεδόν μοιραία, χαραγμένοι, θαρρείς, στο σώμα και τη μνήμη του ρήματος «φταίει». Το βέβαιον είναι ότι δεν φταίει το έργο του Βάρναλη, όπως, επίσης, είναι βέβαιον ότι η αναγνωσιμότητα και η κριτική ως όχημα της ετυμηγορίας του χρόνου δεν αποτελούν ασφαλή μέτρα της στοχαστικής και συγκινησιακής εμβέλειας του καλλιτεχνικού προϊόντος. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, η ποίηση του Βάρναλη δεν διαβάζεται λιγότερο από την ποίηση του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά ή του Σικελιανού. Όσο για τον χρόνο, δεν φαίνεται να είναι ο αθώος, αμερόληπτος κριτής που νομίζαμε, αντιθέτως, μοιάζει να λειτουργεί συχνά ως άλλοθι θεσμικών κριτικών λόγων προσδίδοντάς τους ψευδή αντικειμενικότητα και καθολικότητα. «Ο χρόνος θα κρίνει» λέγαμε όλοι παλαιότερα, εναποθέτοντας στη «φυσική» αυτή διαδικασία τις ελπίδες μας για απόδοση δικαιοσύνης. Σήμερα, μερικοί καχύποπτοι αρχίσαμε ν' αναρωτιόμαστε πώς θα κρίνει, μόνος του ή καθ' υπαγόρευσιν...

Το έργο του Βάρναλη ­ περισσότερο ίσως από το έργο των συγχρόνων του Σικελιανού και Καζαντζάκη ­ προσφέρεται σε μια προσέγγιση με τους όρους της αμφιλεγόμενης «αγωνίας της επίδρασης». Πράγματι, Το Φως που καίει, οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη θα μπορούσαν να θεωρηθούν προκλητική παρανάγνωση ισχυρών προγόνων όπως ο Αισχύλος, ο Γκαίτε, ο Φλωμπέρ, ο Σολωμός, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοφάνης, ο Ραμπελαί, εν ονόματι μιας αλήθειας που εκείνοι δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν. Θα μπορούσε ακόμη να αναγνωρίσει κανείς στο προσωπείο του τυφλού Οιδίποδα του Προσκυνητή την εμβληματική μορφή της αγωνίας της επίδρασης. Ωστόσο, και ως δημιουργικές παρερμηνείες τα κείμενα του Βάρναλη αντιμετωπίστηκαν συχνά με επιφύλαξη στο πλαίσιο των ιστορικών και ιδεολογικών συνθηκών που επικράτησαν στις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα. Επειδή όμως τα κριτήρια του εκάστοτε παρόντος δεν είναι εξ ορισμού ασφαλέστερα από τα κριτήρια του παρελθόντος, ας στρέψουμε λίγο το βλέμμα προς τα πίσω.

1917. Δημιουργός και δάσκαλος πάντα, στην αυλή του ελληνικού σχολείου στην Κερατέα

Σύμφωνα με δύο διαδεδομένους υποθετικούς λόγους της μεσοπολεμικής κριτικής, ο μεν Καρυωτάκης θα γινόταν μεγάλος ποιητής αν δεν αυτοκτονούσε, ο δε Βάρναλης θα ήταν μεγάλος ποιητής αν, κατά τη διατύπωση του Λ. Αλεξίου, «δεν είχε βαλθεί να λύσει τα προβλήματα του αιώνα» κηρύττοντας τις ιδέες του διαλεκτικού υλισμού. «Κυριολεκτική η αυτοχειρία του ενός, μεταφορική του άλλου...», θα σχολιάσουν μερικοί, εξισώνοντας χαιρέκακα την αριστερή κοσμοαντίληψη του Βάρναλη με θάνατο πνευματικό, συναισθηματικό, καλλιτεχνικό κ.τ.λ. Η εξίσωση όμως αυτή ελέγχεται τουλάχιστον υπεραπλουστευτική, αφού παραβλέπει ότι η ιδεολογική ένταξη του ποιητή ήταν ταυτοχρόνως η άλλη όψη της ένταξής του στο «νόημα της τέχνης», έκφανση, διάσταση, συνέπεια της αφοσίωσής του στο ποιείν, άρα και στο ζην. Και εδώ μπορεί να ανιχνευτεί η αβόλετη μοίρα του βαρναλικού έργου από τον Μεσοπόλεμο ως τις μέρες μας: είτε «μείζον» είτε «έλασσον», αντιμετωπίστηκε, ως επί το πλείστον, απλουστευτικά, προβλήθηκε ή παραμερίστηκε για «λάθος» λόγους. Ο έπαινος ή η επίκρισή του οφείλονταν συχνά σε απλοϊκή ή προκατειλημμένη χρήση ιδεολογικών και μορφολογικών κριτηρίων. Έτσι, αισθητικές ιδεολογίες που απέρριψαν την κανονική έμμετρη ποίηση ως πληκτικό αναχρονισμό, την αναγκαιότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης ως αφόρητη κοινοτοπία και το αίτημα της αντίστασης στο «του κρείττονος συμφέρον» ως προϊόν μανιχαϊκής σκέψης, έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με τον «υπερτιμημένο» Βάρναλη κατατάσσοντάς τον επιεικώς στους ανανεωτές της παράδοσης. Από την άλλη, για αίτια αντιστρόφως ανάλογα, ο Βάρναλης χαιρετίστηκε ως ο επαναστάτης ποιητής, ο πρωτοπόρος πρόμαχος των λαϊκών διεκδικήσεων, ο τελευταίος μάστορας του έλλογου περιεχομένου και της έμμετρης φόρμας, μετά τον οποίον η ποίηση εξέπεσε στην αρρυθμία και τον ερμητισμό του νεωτερικού στίχου. Και στις δύο περιπτώσεις η κύρια πολιτισμική συμβολή του στον απερχόμενο αιώνα απλουστεύεται. Το Φως που καίει (1922), οι Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931), καμιά εικοσαριά σκόρπια ποιήματα και η μελέτη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), εν ολίγοις οι σημαντικότερες στιγμές της βαρναλικής παραγωγής, εξεικονίζουν την επώδυνη μετατροπή της ηθικής και του ήθους σε έργο / πράξη: νοερά ερωτηματικά και αποσιωπητικά, αμφιθυμίες και αμφισημίες παρεισδύουν ανάμεσα στις γραμμές διαμορφώνοντας μια ιδιότυπη εσωτερική διαλεκτική που συνιστά και τη δύναμη αυτών των κειμένων.

1911. Δάσκαλος της Γ' Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα

Ο πιο ακραίος, επαναστατικός οραματισμός του ανθρώπου, η κατάργηση των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, τροφοδοτείται εδώ, τόσο από την «κοροϊδία» των ιδεαλιστικών θεωρήσεων του κόσμου όσο και από έναν υπαρξιακής υφής διαβρωτικό σκεπτικισμό. Και αυτή ακριβώς η αντιπαλότητα ανάμεσα στη διαλεκτική υλιστική ανάγνωση της ανθρώπινης ιστορίας και στο υπαρξιακό σαράκι χαράζει την εσωτερική διαδρομή του βαρναλικού έργου «από το δράμα της συλλογής και της απελπισίας... στο γέλιο, ­ στο πικρόγελο» και οροθετεί την επικράτειά του στην πολιτισμική μνήμη του 20ού αιώνα.

Το έργο του Βάρναλη χωρίζεται σχηματικά σε δύο περιόδους: η πρώτη (1902-19) περιλαμβάνει όλα τα ποιήματα που έγραψε πριν από τη μύησή του στον διαλεκτικό υλισμό, και η δεύτερη (1922-74) τα λυρικά και σατιρικά κείμενα που συνέθεσε μετά την ιδεολογική του μεταστροφή. Ο πολύστιχος Προσκυνητής (1919) δεν ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίοδο, λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα του.

1923. Στο Παρίσι με τους Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα (στη μέση) και Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ)

Μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, η σχετική ομοιομορφία της δημοτικιστικής στάσης έναντι της αρχαιότητας παρουσίασε τις πρώτες βαθιές ρωγμές. Οι παλαιότεροι, με επικεφαλής τον Παλαμά, συνέχισαν να θεωρούν το αρχαίο παρελθόν ως ζωοποιό σύμβολο στην υπηρεσία του παρόντος. Για τους νεώτερους δημοτικιστές όμως, μεταξύ των οποίων και ο Βάρναλης, η αρχαία παράδοση έμελλε να λειτουργήσει, στην αρχή τουλάχιστον, ως ανεξάρτητο, αυτόνομο σύμβολο του ωραίου και της ζωικής ενέργειας, φαινομενικά αποδεσμευμένο από οιονδήποτε κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό.

Η έμφαση στην έννοια του ωραίου, η αντίληψη της τέχνης ως υπέρτατης αξίας, η δοξαστική προβολή των ενστίκτων, η τολμηρή χρήση των αρχαίων πηγών, η έλλειψη εθνικιστικού μυστικισμού, όλα συνιστούν κύρια συστατικά της βαρναλικής ποίησης ως το 1919. Εξαιτίας της πεζής, αντιποιητικής γλώσσας και της τραχιάς, ρεαλιστικής εικονοποιίας σε ορισμένα από τα ποιήματα της πρώτης περιόδου, ο Βάρναλης αναγνωρίστηκε από πολλούς κριτικούς της εποχής ως ο εισηγητής της λεγόμενης «ποιητικής επανάστασης του 1910».

1935. Οκτώβριος. Στο καράβι της εξορίας

Η περίοδος των άψογα τεχνουργημένων, σύντομων λυρικών ποιημάτων έκλεισε όταν ο Βάρναλης πήγε στο Παρίσι το 1919. Εκεί, μέσα σε μία πυρετώδη ατμόσφαιρα ιδεολογικών και καλλιτεχνικών ζυμώσεων, η ανάγκη για ανανέωση της ποιητικής του πρακτικής έγινε επιτακτική. Το ενδιαφέρον για την εθνική «συλλογική ψυχή» εισβάλλει για πρώτη φορά στην ποίησή του. Κεντρικός άξονας του Προσκυνητή, που δημοσιεύτηκε τρεις μήνες μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, είναι η ιδεολογική αναπαράσταση του Ελληνισμού ως φορέα της ανθρώπινης ουσίας. Εν τούτοις, η εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους και του λαού υπονομεύεται στον επίλογο, όπου το πραγματικό και το ιδανικό παραμένουν ασυμφιλίωτα.

Ο ιδεαλισμός του Βάρναλη, έχοντας φθάσει στο απόγειό του, ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό, κυοφορούσε ήδη την αντίθεσή του, η οποία αισθητοποιείται «με φαντασία και πάθος» στα σημαντικότερα έργα της δεύτερης περιόδου: στις ποιητικές συνθέσεις Το φως που καίει, Σκλάβοι πολιορκημένοι και στο πεζογράφημα Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. Και τα τρία ταλαντεύονται ανάμεσα στον πικρό σκεπτικισμό για την ανθρώπινη κατάσταση και στην ιστορική αναγκαιότητα της αταξικής κοινωνίας. Διαποτισμένα από βαθύτατα αντιεξουσιαστικό ήθος, αντιπαραθέτουν την πάσχουσα συνείδηση του διαφορετικού ατόμου στην εξανδραποδισμένη συνείδηση του «καλού» λαού. Η σύγκρουση της εξαιρετικής προσωπικότητας με την κοινωνία, ρομαντικός κοινός τόπος αποτυπωμένος ήδη σε έργα όπως η Τρισεύγενη (1902) του Παλαμά ή ο Πρωτομάστορας (1910) του Καζαντζάκη, οδηγεί εδώ στο επείγον αίτημα της ένωσης του συλλογικού με το ατομικό, έτσι ώστε η ακύρωση του μοναχικού πρωτοπόρου να συνεπάγεται το τέλος της αλλοτρίωσης του πλήθους και αντιστρόφως.

1958. Σε έξοδο στην Αθήνα με τους Μ.Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά) και Στρατή Τσίρκα

Στο Φως που καίει, δραματική συμβολική σύνθεση κατά το πρότυπο του Φάουστ του Γκαίτε και του Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ, η κριτική της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής θεώρησης του κόσμου πραγματώνεται κυρίως με την αμφίσημη λειτουργία των συμβόλων του Προμηθέα Και του Χριστού, τα οποία, παρά τη σατιρική ανατροπή τους, διατηρούν τον αρχετυπικό θετικό χαρακτήρα τους και την ανθρώπινη διάστασή τους.

Στους Σκλάβους πολιορκημένους ο αντίλογος με το σολωμικό έργο, η απομύθευση του πολέμου και της ιδεαλιστικής θεώρησης της ελευθερίας, γίνεται μέσω της ανατρεπτικής οικειοποίησης του χριστιανικού μύθου και της δημοτικής παράδοσης. Η ιδεολογική, θεματική και μορφική οργάνωση των Σκλάβων Πολιορκημένων φωτίζεται πληρέστερα αν το έργο διαβαστεί παράλληλα με τον Σολωμό χωρίς μεταφυσική. Η μελέτη αυτή του Βάρναλη, μαζί με τα μελετήματα των Αισθητικών - Κριτικών, είναι από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής κριτικής. Παρά τις αδυναμίες τους, που οφείλονται κυρίως στον προδρομικό τους χαρακτήρα, επισημαίνουν με οξύτητα και ευστοχία την ανεπάρκεια της ιμπρεσιονιστικής και διαισθητικής κριτικής, όσο και των ιδεαλιστικών αρχών που αποτελούν το θεωρητικό τους υπόβαθρο.

1959. Στη Μόσχα μετά την απονομή του βραβείου Λένιν

Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη συμπληρώνει την κορυφαία σατιρική τριλογία της νεοελληνικής γραμματείας που περιλαμβάνει τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού και την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη. Ο διάλογος και ο αντίλογος ανάμεσα στο αρχαίο και το σύγχρονο, το ρεαλιστικό και το συμβολικό, τη σάτιρα και τον λυρισμό αποτελούν την καταστατική αρχή του έργου. Ο βαρναλικός Σωκράτης, λειτουργώντας εξίσου ως απόστολος του ιδεαλισμού και μοναχικός κοινωνικός επαναστάτης, απολογητής των κοινωνικών διακρίσεων και προφήτης του αταξικού μέλλοντος, λάτρης και αρνητής της ύλης, ευαίσθητος εραστής της φύσης και ανελέητος σαρκαστής των ανθρωπίνων πραγμάτων, «κακός» πολίτης της κλασικής Αθήνας αλλά και της μεσοπολεμικής Ελλάδας, αναβιώνει και ταυτοχρόνως αμφισβητεί τον Σωκράτη του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα και του Αριστοφάνη.

Αυτός ο διαλεκτικός συνδυασμός των αντιθέσεων που βασίζεται στην αμφισημία απουσιάζει από τα μεταπολεμικά έργα του Βάρναλη. Άλλωστε, μετά την απελευθέρωση, η ακραιφνώς λογοτεχνική του παραγωγή είναι μικρή. Γράφει όλο και λιγότερο, όλο και πιο δύσκολα. Πάνω από είκοσι χρόνια δουλεύει το μοναδικό θεατρικό του έργο Άτταλος ο Τρίτος (1972), στο οποίο πραγματεύεται το θέμα του αμοραλισμού της εξουσίας και της χαμένης επανάστασης. Η δικτατορία του '67 πυροδοτεί τη σαρκαστική του διάθεση. Καταφεύγει και πάλι στην ποίηση. Πικρόχολος σκεπτικισμός, ειρωνεία, αυτοσαρκασμός διαποτίζουν τα ποιήματα της τελευταίας συλλογής Οργή λαού (1975).

Όπως κι αν αναμετρήθηκε με τον αιώνα του ο Βάρναλης, είτε με τις επιφυλλίδες και τα χρονογραφήματά του, που αναβάθμισαν δραστικά τον ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο, είτε με την ίδια την αφιλόδοξη και έντονη καθημερινότητά του, είτε με τον λογισμό και το όνειρο της ποίησής του, πάσχιζε πάντα να μη φανεί μικρός στον εαυτό του, / να μη γελιέται και να μη γελάει, / να μη στολίζει μα να ξεγυμνώνει. Με την εξαίρεση του μεταιχμιακού Προσκυνητή, το έργο του δεν αφήνεται ποτέ σε ναρκισσευόμενες αναπαραστάσεις του Ελληνισμού ως υποστασιοποιημένης Ουσίας. Απαλλαγμένο από υπόρρητες ξενοφοβίες, ρητούς λαϊκισμούς και έμμονες αναζητήσεις «ελληνικότητας», ανέτρεπε τις ηγεμονικές ερμηνείες του παρελθόντος και του παρόντος, προβάλλοντας ταυτόχρονα, όσο λίγα έργα στην νεοελληνική γραμματεία, τη διακειμενικότητα ως ποιητικό επινόημα, ως κριτική πρακτική και ως εγγενή ιδιότητα της ίδιας της γραφής. Κυρίως, όμως, η μελαγχολική διαύγεια της σάτιράς του θεραπεύει υπαινικτικά την αριστερή εκδοχή της ρομαντικής ειρωνείας, ήτοι τη διάσταση ανάμεσα στην πεπερασμένη ύπαρξη του ανθρώπου και στα ολιστικά οράματά του. Και όσοι, θύματα της αναγνωστικής τυφλότητας που προκαλεί η ευκολία προκατειλημμένων κατηγοριοποιήσεων, όπως «απλοϊκό, μανιχαϊκό, ξεπερασμένο, μαλλιαρό, παραδοσιακό, κ.λπ.», συρρικνώνουμε το έργο του Βάρναλη σε λίγους γνωμικούς στίχους, πρακτικά αποποιούμαστε ελαφρά τη καρδία ό,τι πολυτιμότερο μας κληροδότησε: έξοχες ποιητικές παραλλαγές πάνω στο θέμα του πόνου που μας κρατά και τον κρατούμε και της ενδιάθετης λαχτάρας για απόδραση απ' τη μάβρη τούτη Κόλαση: Άμποτε λίγο να δυνόμουν / για μια στιγμή να τρελαινόμουν, / ο σαλεμένος νους / και τα κλεισμένα τσίνορα / να μην ξαμώνουν σύνορα / και χώριους ουρανούς! Στην παθητική μουσική του βαρναλικού στίχου ­ ελεγειακή ή κοροϊδευτική, αδιάφορο ­ ο άνθρωπος αναδεικνύεται ως ο κατ' εξοχήν τόπος του πόνου, η αρχή και το τέλος του: Δεν είναι αστάχια, μαλακό βελούδο να χαλάσεις, / δεν είναι γαλανή αμμουδιά στην άκρη της θαλάσσης. / Είναι φωτιά της Κόλασης, που ασάλευτον κρατεί με. / Αχ, έλα, θύμηση παλιά, και πες μου συ, ποιος είμαι!

Όσο για τις αξιώσεις της τέχνης πάνω στη ζωή, αυτές λειτουργούν ως υπέρτατη φαντασίωση, για να υπονομευθούν τελικά από την πραγματικότητα: Πίσω απ' τα λόγια μου, / πικρά φαρμάκι, / τι κόσμοι απέραντοι, / βυθοί λουλάκι! / Μάτι δε βρίσκεται να θαμπωθεί / κι αφτί δε βρίσκεται / να λιγωθεί! Μετά το τέλος του μονολόγου της Καμπάνας στους Σκλάβους Πολιορκημένους, ο οποιητής, χωρίς αυταπάτες, προοιωνίζεται τις τύχες του έργου του σχολιάζοντας: Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη. Μένει να αναρωτηθούμε πόσοι καταλάβαμε τι έλεγε το έργο του Βάρναλη και πόσο πρόθυμοι είμαστε τελικά να παραμερίσουμε τη δική μας σκέψη, με άλλα λόγια τις δικές μας προκαταλήψεις και καθηλώσεις, για να ακούσουμε τη φωνή του...