Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τα εφήμερα του ελληνικού βίου

Γεώργιος Περαντωνάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 16/11/2007

Χρονογραφήματα μέσα στην Κατοχή: μεταξύ σάτιρας και τέρψης

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Φέιγ βολάν της Κατοχής, ΕΠΙΜ.: Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», ΣΕΛ. 334

Φαντάζεστε ότι ο Ελληνας μέσα στα χρόνια της Κατοχής ασχολούνταν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο με τον κατακτητή Γερμανό και τις ανάγκες επιβίωσης; Απεναντίας, εξαιτίας ακριβώς αυτών των συνθηκών, επιδίωκε να ξεφύγει και να διασκεδάσει· γι' αυτό άλλωστε μέσα στην Κατοχή άκμασε ο Τσιτσάνης, γι' αυτό οι ποιητές συχνά έγραφαν για θέματα προσωπικά και καθόλου εθνικά, γι' αυτό ο Βάρναλης και άλλοι εφημεριδογράφοι (Π. Παλαιολόγος, Αλ. Λιδωρίκης, Τ. Μωραϊτίνης κ.ά.) ψυχαγωγούσαν το κοινό με κείμενα καθημερινής διαφυγής, όπως τα χρονογραφήματα.

Το χρονογράφημα

Το χρονογράφημα ως είδος καλλιεργήθηκε από τον 19ο αιώνα και συνεχίζει και ώς σήμερα στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο Τύπο. Πρόκειται στην ουσία για ένα υβριδικό είδος λόγου, όπου ο χρονογράφος ισορροπεί μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας· αυτό εξηγείται αν αναλογιστεί κανείς ότι η θεματική των χρονογραφημάτων αφορά την τρέχουσα επικαιρότητα, τα παροδικά και διαχρονικά θέματα της καθημερινής ζωής, τα γεγονότα ή τις συνήθειες του ελληνικού βίου. Από την άλλη, όμως, ο χρονογράφος δεν είναι ένας απλός ανταποκριτής που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή· χρησιμοποιεί τις ειδήσεις, αλλά τις παρουσιάζει με λογοτεχνικό τρόπο, στην προσπάθειά του να σχολιάσει και μαζί να τέρψει.

Οι γνωστότεροι Ελληνες χρονογράφοι αναδείχτηκαν σε μια περίοδο, όταν η μόνη ενημέρωση και εν πολλοίς ψυχαγωγία δινόταν μέσω των εφημερίδων, ελλείψει ραδιοφώνου και τηλεόρασης. Ονόματα όπως ο Π. Νιρβάνας, ο Ι. Κονδυλάκης, ο Σπ. Μελάς, ο Κ. Πωπ, ο Δ. Καμπούρογλους, ο Γ. Ξενόπουλος, ο Δ. Χατζόπουλος, ο Ζ. Παπαντωνίου και άλλοι υπηρέτησαν αυτό το μεικτό είδος, με έμφαση άλλοτε στις λογοτεχνικές του αξιώσεις και άλλοτε στην ανάγκη παρακολούθησης της ελληνικής επικαιρότητας και στην ανατομία των ποικίλων πλευρών του καθημερινού βίου. Το χρονογράφημα θα μπορούσε να θεωρηθεί κειμενικός χαμαιλέοντας, καθώς συνδυάζει το σοβαρό με το αστείο, το υψηλό με το ελαφρύ, το σατιρικό με το τραγικό, την καταβύθιση σε σοβαρά προβλήματα με τη χαλαρή γλώσσα και το οικείο ύφος. Αυτή η πολυμορφία του αντιστοιχεί φυσικά και στην πολυθεματικότητά του, καθώς σχολιάζονται τόσο ο κοινωνικός, ο πολιτικός, ο πολιτισμικός όσο και ο ιδιωτικός βίος του μέσου Ελληνα. Στόχος του όχι μόνο να αναδείξει πτυχές της ελληνικής νοοτροπίας, αλλά και να προβληματίσει σε διδακτικά και ηθικοπλαστικά πλαίσια, χωρίς να απουσιάζει η επιδίωξη για την ευχαρίστηση του αναγνώστη και την αποφόρτιση της βαριάς ατμόσφαιρας της πραγματικότητας.

Καρτ-ποστάλ από την Κατοχή

Ο Κώστας Βάρναλης δεν ήταν ούτε μόνο ποιητής ούτε μόνο αριστερός, όπως έχει ώς τώρα πιστωθεί στερεότυπα στο πρόσωπό του. Ηταν πρωτίστως ένας καλλιεργημένος άνθρωπος του καιρού του, με σπουδές στη Φιλολογία και με πείρα σε εφημερίδες του Μεσοπολέμου και της Κατοχής. Εργάστηκε κατά βάση ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και ως δημοσιογράφος, ενώ δημοσίευσε και πλήθος μελετών που εξέταζαν με βάση τον μαρξισμό την ώς τότε νεοελληνική λογοτεχνία, και ιδιαίτερα το έργο του Δ. Σολωμού.

Τα χρονογραφήματα που επελέγησαν και συγκεντρώθηκαν στον παρόντα τόμο από τον Γ. Ζεβελάκη, προέκυψαν από τη δημοσιογραφική θέση που κατείχε ο Κ. Βάρναλης στην εφημερίδα «Πρωία» και δημοσιεύτηκαν τα έτη 1942-1943. Η εφημερίδα βέβαια δεν ήταν αριστερή, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να συνεργάζεται με αξιόλογες πένες της εποχής, και μάλιστα με τον Βάρναλη, παρότι ο τελευταίος στην αρχή δεν μπορούσε να υπογράψει επώνυμα (μέχρι την 27η Οκτωβρίου 1940), λόγω της δικτατορίας του Μεταξά. Αν και ο ποιητής δέχτηκε τη συνεργασία απρόθυμα, λόγω της προχειρότητας με την οποία ήταν συνυφασμένο το είδος του χρονογραφήματος, επιχείρησε να του προσδώσει βάθος, να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την κοινωνική ζωή και να μεταδώσει με απλό τρόπο την όντως βαθιά του σκέψη.

Τα κείμενά του δεν έχουν μόνο αρχειακή αξία· είναι πρωτίστως έργα που αποτυπώνουν τη ζωή στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του '40 και θα μπορούσαν να αποτελέσουν σπουδαία πηγή για την ιστοριογραφία. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι διαβάζονται κάλλιστα και σήμερα σαν μικρές καρτ-ποστάλ από μια άλλη εποχή, οι οποίες όμως διατηρούν τη φρεσκάδα, την παραστατικότητα και την πάντα επίκαιρη ματιά τους ακόμα και μετά 60 χρόνια. Ο σημερινός αναγνώστης δεν εγκλωβίζεται σε μια παλιομοδίτικη θέαση της Ελλάδας, αλλά κυριολεκτικά αιφνιδιάζεται από την τόσο κοντινή σε μας δημοτική του, μια γλώσσα που δεν φαίνεται καθόλου μεσήλικη και παρωχημένη. Τα ελληνικά του Βάρναλη είναι τόσο νεανικά, τόσο «σύγχρονα» που, αν κανείς δεν ήξερε πότε έγραψε τα χρονογραφήματά του, θα μπορούσε κάλλιστα να τα θεωρήσει σημερινά.

Δύο ακόμα σημεία εκπλήσσουν, λιγότερο ή περισσότερο, τον αναγνώστη. Κατ' αρχάς, ο Βάρναλης γράφει χωρίς διάθεση προπαγάνδας, χωρίς αριστερές αιχμές και ιδεολογικές επιθέσεις. Ισως το έντυπο που φιλοξενεί τα κείμενά του να μην του άφηνε πολλά περιθώρια ή ο ίδιος δεν έκρινε τα χρονογραφήματα πρόσφορο έδαφος για τέτοιου είδους τολμήματα. Από την άλλη, δεν φαίνεται να ασχολείται καθόλου με τις συνθήκες της κατοχής από τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται ούτε μία φορά, αποσιωπά την αντίσταση ή τις δύσκολες συνθήκες της πείνας και του εφιαλτικού χειμώνα του '42. Εμμέσως αναφέρεται σε θέματα έλλειψης αγαθών και στην αναζήτηση φαγητού, αλλά τίποτα από αυτά δεν σχετίζεται με τον πόλεμο του '40 και τη γερμανική μπότα, φυσικά λόγω της λογοκρισίας που έλεγχε ό,τι δημοσιευόταν αλλά και λόγω της πρόθεσής του να φαιδρύνει την ατμόσφαιρα και να χαλαρώσει τον αναγνώστη.

Μια ζωή γεμάτη νοσταλγία

Ο Βάρναλης αναπλάθει την Αθήνα της εποχής με σατιρική διάθεση, χωρίς μομφές ή καυστικά σχόλια -ιμπρεσιονιστικά κατά τον Ζεβελάκη. Βλέπει τον μέσο Ελληνα να ασχολείται με την καθημερινότητά του και γελά με τις κουτοπονηριές του, τα ευτράπελα γεγονότα που καρυκεύουν τη ζωή του και καλοκάγαθα, θα μπορούσε κανείς να πει, γελά μαζί του παρασύροντας και τον αναγνώστη σε χαμόγελα θυμηδίας. Συχνές είναι οι αναφορές του στην παλιά Αθήνα, στην προ της Κατοχής φανταζόμαστε, την οποία θυμάται με αναπόληση και νοσταλγία. Η σύγκριση παρελθόντος - παρόντος θυμίζει πολλούς ηλικιωμένους της εποχής μας που νοσταλγούν την αυθεντική ζωή περασμένων δεκαετιών· αντίστοιχα και ο χρονογράφος τίθεται υπέρ του παρελθόντος, καθώς η κατάσταση της πρωτεύουσας του ενός εκατομμυρίου κατοίκων είναι απογοητευτική. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αλλά αυτή η νοσταλγία δείχνει πως όλοι αυτοί δεν είναι ευχαριστημένοι με την τωρινή μορφή της πρωτεύουσας. Αγαπούνε τις παλιές συνοικίες, τα στενά και γραφικά σοκάκια, τους παλιούς τύπους και τα παλιά ήθη. Η χρονική απόσταση δίνει σ' όλ' αυτά μιαν αίγλη ειδυλλιακή».

Ο Βάρναλης δεν καταγράφει απλώς, ούτε σατιρίζει. Παρατηρεί, συνθέτει τα χρονογραφήματά του με ποιοτική λογοτεχνικότητα, άλλοτε με μικρές αφηγήσεις, άλλοτε με διαλόγους κι άλλοτε με θεατρικές σκηνές, αλλά ταυτόχρονα στοχάζεται και διδάσκει. Στο τέλος πολλών κειμένων του εξάγεται το συμπέρασμα, συχνά σε μορφή επιμύθιου, ενώ παντού ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι το πρόσχημα, για να ανατάμει την ελληνική πραγματικότητα βλέποντας την ακτινογραφία της. Δεν παύει να χαμογελά, αλλά συνάμα αναγνωρίζει μια λεπτή φιλοσοφικότητα (που σπανιότερα γίνεται εμφανώς ορατή, όπως όταν συζητεί το φαινόμενο του πλούτου), η οποία διανθίζεται με διακειμενικές αναφορές στο αρχαίο πνεύμα, σε σύγχρονους Ελληνες ποιητές, όπως ο Καβάφης, στο δημοτικό τραγούδι και στον Φάουστ, παραπομπές που δείχνουν την ευρεία παιδεία του ποιητή.

«Τα πιο σπουδαία πράγματα τα είπαμε στ' αστεία», λέει το τραγούδι. Ο Βάρναλης καταφέρνει και συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, το βαθύ με το ανάλαφρο, το σατιρικό με το στοχαστικό. Ο σημερινός αναγνώστης δεν οσφραίνεται τη μουχλιασμένη οσμή μιας αλλοτινής περιόδου, αλλά απολαμβάνει τη φρεσκάδα, τη δροσιά και τη διαχρονικότητα τόσο της γλώσσας όσο και των θεμάτων του.