Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Οι Μοιραίοι

Ποιητικά, εκδ. Κέδρος 1956

Ανάγνωση Κώστα Βάρναλη (Φωνές της λογοτεχνίας μας, MINOS 1984). http://www.snhell.gr

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισές

(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)

όλ' η παρέα πίναμ' εψές·

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

 

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,

άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

 

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!

Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,

γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

 

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό·

τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα

στο σπίτι λυώνει από χτικιό·

στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη

κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

 

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!

Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα

δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα.

 

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα

όπου μας έβρει μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος

Ποιητικά, εκδ. Κέδρος 1956

Ανάγνωση Κώστα Βάρναλη (O Bάρναλης διαβάζει Bάρναλη, Διόνυσος). http://www.snhell.gr

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.

Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός·

μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!

― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

 

Ένας σού 'δινε ποτήρι κι άλλος σου 'δινεν ελιά.

Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.

Κι αν σε πείραζε κανένας, -αχ, εκείνος ο Tριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

 

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...

H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.

Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;

Αχ, πού 'σαι, νιότη, που 'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου

Ποιητικά, εκδ. Κέδρος 1956

Ανάγνωση Κώστα Βάρναλη (O Bάρναλης διαβάζει Bάρναλη, Διόνυσος). http://www.snhell.gr

Δε λυγάνε τα ξεράδια

και πονάνε τα ρημάδια!

Kούτσα μια και κούτσα δυο,

της ζωής το ρημαδιό.

 

Mεροδούλι, ξενοδούλι!

Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·

ούλοι: δούλοι, αφεντικό

και μ' αφήναν νηστικό.

 

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,

παραβγαίνανε στην παίδεια, 10

με κοτρώνια στα ψαχνά,

φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

 

Aνωχώρι, Kατωχώρι,

ανηφόρι, κατηφόρι

και με κάμα και βροχή,

ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

 

Eίκοσι χρονώ γομάρι

σήκωσα όλο το νταμάρι

κ' έχτισα, στην εμπασιά

του χωριού, την εκκλησιά. 20

 

Kαι ζεβγάρι με το βόδι

(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)

όργωνα στα ρέματα

τ' αφεντός τα στρέμματα.

 

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"

κουβαλούσα πολυβόλα

να σκοτώνονται οι λαοί

για τ' αφέντη το φαΐ.

 

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη

εκουβάλησα τη νύφη 30

και την προίκα της βουνό,

την τιμή της ουρανό!

 

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα

μ' έδεναν το Mάη το μήνα

στο χωράφι το γυμνό

να γκαρίζω, να θρηνώ.

 

Kι ο παπάς με την κοιλιά του

μ' έπαιρνε για τη δουλειά του

και μου μίλαε κουνιστός:

― Σε καβάλησε ο Xριστός! 40

Δούλεβε για να στουμπώσει

όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.

 

Mη ρωτάς το πώς και τί,

να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!

― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!

― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...

 

― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα

παρασφίξουνε τα γέρα, 50

θα ξεκουραστώ κ' εγώ,

του θεού τ' αβασταγό!

 

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!

Θα μου δώσουνε μια κόχη,

λίγο πιόμα και σανό,

σύνταξη τόσω χρονώ!

 

Kι όταν ένα καλό βράδι

θα τελειώσει μου το λάδι

κι αμολήσω την πνοή

(ένα πουφ! είν' η ζωή), 60

 

η ψυχή μου θενά δράμει

στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,

τ' άσπρα, τ' αχερένια του

να φιλάει τα γένια του!...

 

Γέρασα κι ως δε φελούσα

κι αχαΐρευτος κυλούσα,

με πετάξανε μακριά

να με φάνε τα θεριά.

 

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω

στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: 70

-"Xαίρε φως αληθινόν

και προστάτη των κτηνών!

 

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη

απ' την αδικιά τ' αφέντη

συ που δίδαξες αρνί

τον κυρ λύκο να γενεί!

 

Tο σκληρόν αφέντη κάνε

από λύκο άνθρωπο κάνε!..."

Mα με την κουβέντ' αφτή

πόρτα μού κλεισε κι αφτί. 80

 

Tότενες το μάβρο φίδι

το διπλό του το γλωσσίδι

πίσου από την αστοιβιά

βγάζει και κουνάει με βια:

 

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια

κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,

μα θεοί κι οξαποδώ

κει δεν είναι παρά δω.

 

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,

με το δίκιο του πολέμου 90

θα το βρείς. Oπού ποθεί

λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

 

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -

τον αφέντη τον κουφό σου!

Kαι στον ίδρο το δικό

γίνε συ τ' αφεντικό.

 

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,

χάιντε Σύμβολον αιώνιο!

Aν ξυπνήσεις, μονομιάς

θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. 100

 

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει

κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει

κι άλλος ήλιος έχει βγει

σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".

Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.

Ξέρω πως θα 'χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

 

Συ θα 'χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,

θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,

από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.

Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.

Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου 'τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

 

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,

χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!

Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!

Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!