Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο κόσμος ως παιχνίδι: μια αναδρομή στην ποίησή του

Χρύσα Σπυροπούλου, www.e-poema.eu

Ο Γιάννης Βαρβέρης μπορεί να ανήκει στην γενιά του '70 και να έχει κοινά στοιχεία με άλλους ποιητές της, όπως τις υπερρεαλιστικές καταβολές και την «εμμονή» στον θάνατο και το κενό, ωστόσο έχει πολλά χαρακτηριστικά που κάνουν τη φωνή του ξεχωριστή. Κι αυτά δεν είναι άλλα από το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, την αυτοαναίρεση, καθώς οι θέσεις, οι οποίες εκφράζονται, υποσκάπτονται από το διαφορετικό, το αντίθετο, που προτείνονται ταυτοχρόνως είτε μέσα στο ίδιο ποίημα είτε στην ίδια συλλογή, και έτσι όλα στο ποιητικό σύμπαν του Βαρβέρη είναι τόσο ρευστά όσο η κινούμενη άμμος ή η ίδια η ζωή. Το πιο σημαντικό όμως στην ποίησή του είναι η αυθεντικότητα και η άμεση επικοινωνία της με τον αναγνώστη, ακόμη και με τον λιγότερο υποψιασμένο. Γιατί ο Βαρβέρης δεν κατασκευάζει έναν ψεύτικο κόσμο, απομακρυσμένο από αυτόν που σκέφτεται και αισθάνεται ο ίδιος, αλλά ό,τι γράφει αναδύεται από τις πιο πηγαίες πλευρές του.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Εν φαντασία και λόγω κυκλοφορεί το 1975 και ακολουθούν Το ράμφος(1978), Αναπήρων πολέμου (1982), Ο θάνατος το στρώνει(1986), Πιάνο βυθού (1991), Ο κύριος Φογκ (1993), Ακυρο θαύμα (1996), η συγκεντρωτική συλλογή Ποιήματα 1975-1996, Στα ξένα (2001), Πεταμένα λεφτά (2005), Ο άνθρωπος μόνος (2009). Από την πρώτη κιόλας συλλογή ο ποιητής χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο και την τέχνη της αφήγησης, αλλά και της θεατρικότητας αλλού ή της περιγραφής, όπως όταν μιλά για τον έρωτα που δεν διαιωνίζει την αιωνιότητα παρά τη φθορά, στο ποίημα Τι διαιωνίζει ο έρωτας της συλλογής Το ράμφος: «Ενας μοχλός είναι η άνωση και κόβεις το νήμα/ ηρεμείς,/ πυκνώνεις δύναμη κι αντίσταση/σε πήξη νηφάλια... πηγαίνεις ν' ανοίξεις / καθώς προχωρείς κι άλλοι κρότοι/ ανοίγεις: μια έγκυος/ λες: κλωτσάει τ' άτιμο, καλός οιωνός/ θα την ξεναγήσω να πάρω το κλοπιμαίο./ Το έργο μου ήταν των νεκρών. Φλόγισα στην κοιλιά της το αμφιρρέπον σώμα/ το 'θρεψα με το χρόνο τους./ Ας δει τώρα το φως/ ένα ψόφιο παιδί/ ή ένα τέρας».

Παιχνίδι με το "Εγώ" και τις μεταμορφώσεις παίζει ο ποιητής πολύ συχνά με ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα Η γυνή να φοβείται τον άνδρα της συλλογής Ακυρο θαύμα: «Τελικά θα μπορούσα να είμαι/ η γυναίκα μου./ Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων/ να με είχα παντρευτεί./ Με ωραία φωνή την οποία/ και ακούω ευκρινέστατα...». Οι μεταμορφώσεις αυτές παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα κάποιων φυσικών διεργασιών, οι μετακινήσεις του «εγώ» στο «άλλο» γίνονται χωρίς κόστος και χωρίς πάθος, έτσι γιατί συμβαίνουν ανεπαισθήτως ή καταλήγουν εκεί λόγω αδήριτης ανάγκης.

Με απλά μέσα και εξωτερικές αναφορές στην αρχή, ο λόγος εισέρχεται σιγά σιγά σε πιο εσωτερικά ή ατομικά ζητήματα: αυτά της μοναξιάς, της μνήμης, του έρωτα, του σώματος, του κενού, του θανάτου. Θέματα που μολονότι επανέρχονται στις ποιητικές συλλογές του Βαρβέρη, ωστόσο πάντα είναι ιδωμένα κάτω από καινούργια ματιά και σκοπιά, με πρωτοτυπία δοσμένα, έτσι ώστε να αποφεύγεται η μονότονη «φούγκα» και να διαγράφεται η πορεία της ωριμότητας του ποιητή μέσω διαρκώς ανανεούμενων εικόνων και κόσμων που στην ουσία έχουν την ίδια υφή, αυτήν από την οποία είναι φτιαγμένα τα όνειρα.

Η απόγνωση είναι ένας σπουδαίος τύπος της ποίησης-παραφράζω τα λόγια του Leo Ferre, που χρησιμοποιεί ο Βαρβέρης ως μότο στον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα 1975-1996, μια απόγνωση χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματική φόρτιση. Αλλωστε, η απόγνωση, αλλά και ο θάνατος είναι δύο πρωταγωνιστικές συνιστώσες της ποίησης του Βαρβέρη, μιας και «Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας», όπως μας βεβαιώνει ένας άλλος ποιητής, ο Γ. Θ. Βαφόπουλος, με τον οποίο έχει εκλεκτικές συγγένειες ο Βαρβέρης. Ή καθώς γράφει ο ίδιος στο ποίημα Θάνατος: «Συντάσσω κάθε πρωί ευάρμοστα τον θάνατό μου/ τον στοιχειοθετώ τον παρεμβάλλω σ' όλους τους χώρους / τον εσωκλείω σε φακέλους τον στρίβω τσιγάρο/ τον πυροδοτώ./ Ολος αλκή ακονίζομαι / στο ξυραφάκι που διαρκεί και διαρκεί».

Ο «αφηγητής» στην ποίηση του Βαρβέρη είναι μόνος, εξόριστος, ξένος μέσα στην ίδια του την πόλη κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά, μια αίσθηση, η οποία επιτείνεται στις συλλογές Στα ξένα, Πεταμένα λεφτά και Ο άνθρωπος μόνος. Οι αστικές εικόνες και διαδρομές ανασύρουν σκιές και ημίφωτα μέσα στα οποία κινείται το ποιητικό υποκείμενο.

Ειδικότερα, η τελευταία του συλλογή αποτελεί μια συμπύκνωση των προηγουμένων, μια κατακλείδα και αφετηρία συγχρόνως. «Εχω ανάγκη να ζω αξιοπρεπώς χωρίς βακτηρίες, χωρίς το θαύμα», είπε χαρακτηριστικά στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του στο Μέγαρο Μουσικής, τον Φεβρουάριου τυ 2009. Τα λόγια αυτά εκφράζουν απολύτως, αλλά και ερμηνεύουν ιδιαιτέρως τη συλλογή του Ο άνθρωπος μόνος. Ακόμη και ο τίτλος προοικονομεί και σηματοδοτεί τη στάση του ποιητή σε θέματα που σχετίζονται με τη θρησκεία και εν προκειμένω τη χριστιανική. Επιλέγει, μάλιστα, κείμενα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και «συνομιλεί» με αυτά, αντιστρέφοντας την παραδεδομένη ερμηνεία τους. Με συγκρατημένη ειρωνεία, με κορυφώσεις ή και ανατροπές, ειδικά στο τέλος κάθε ποιήματος, ο Γιάννης Βαρβέρης ανατρέπει τις βεβαιότητες, που πηγάζουν από την αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχτεί το «κενό», τον αφανισμό του μετά τον θάνατο. Αμφισβητούνται οι αλήθειες, οι οποίες διακηρύσσονται μέσω των ιερών βιβλίων, ενώ τονίζεται η αμφιβολία για κάθε τι που ερμηνεύει την ύπαρξη. Με Καβαφική ειρωνεία ενίοτε πλήττεται η πίστη στο θαύμα, απομυθοποιείται το μεταφυσικό δέος, καταρρίπτεται η πεποίθηση ότι μέσω της θρησκείας, και συγκεκριμένα του χριστιανισμού, γνωρίζει κανείς κάθε τι που έχει σχέση με την ύπαρξη, τη βιολογική και συναισθηματική σύνθεσή της, τη γέννηση και τον θάνατο.

Εκείνος που επιλέγει να ζήσει χωρίς στηρίγματα και βακτηρίες είναι «γενναίος»: «Εκεί απ' την ανηφόρα/ ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε/ που ανεβαίνουμε/ σχεδόν γενναίοι/ στο πιο απόκρημνο ίσιωμα/ δίχως σταυρό/ και δίχως λόφο». (Γολγοθάς, σ. 36).

Ο άνθρωπος είναι μόνος, υποστηρίζει ο ποιητής. Και εννοεί φυσικά την υπαρξιακή μοναξιά, τη σχέση του με το σύμπαν και την καταγωγή του. Και είναι μόνος ο άνθρωπος είτε το γνωρίζει ο ίδιος είτε όχι. Μόνος εντέλει είναι κι εκείνος που έχει ψευδαισθήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής, με την προδιαγεγραμμένη ερμηνεία για την προέλευση και τις αρχές της φύσης, τον καρπό της φανταστικής προσέγγισης των πραγμάτων σε συνδυασμό με κανόνες ηθικούς και κοινωνικούς. Οποιος, όμως, δεν απαλύνει τους καθημερινούς φόβους του, το υπαρξιακό του δέος καταφεύγοντας στην ευκολία της έτοιμης και αδιαμφισβήτητης εξήγησης των πάντων, αγωνίζεται μόνος να δώσει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του. Αλλωστε, ο τρόμος για τον επικείμενο θάνατο στρέφει τον άνθρωπο στην πίστη, καθώς η δημιουργία του κόσμου του φαίνεται ανεξήγητο γεγονός, ενώ το ελπιδοφόρο μήνυμα, που μεταφέρει η ανάσταση του Λαζάρου, αλλά και του ίδιου του Χριστού, τον ανακουφίζει από τις αγωνίες και το άγχος για το «επέκεινα»: «Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου/ οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης/ ποτέ δε σκέφτηκες τι απέγινε/ ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου... Τώρα σε τι Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω/ σε τι ανάσταση νεκρών/ ανάμεσα σ' εξαίρεση ζωής/ και στον κανόνα του θανάτου;/ Και τέλος πού να βρω δύναμη προτού πεθάνω να πεισθώ/ ότι στ' αλήθεια και για πάντα θα πεθάνω;» (Ο Λάζαρος μετά το θαύμα, σ. 28)

Σε άλλα σημεία διαφαίνεται πιο ξεκάθαρα ο αγνωστικισμός του ποιητή: «Αγνωστέ/...Η Αθήνα μας σου απάντησε σοφά: / Αποστολέας και παραλήπτης άγνωστοι/ εκείνης της επιστολής/ που δεν την έστειλες ποτέ». (Τω αγνώστω) Ενώ η απόλυτη σιωπή, το απόλυτο μηδέν, το Τίποτα- ούτε λόγος για σημάδι περί θεϊκής ύπαρξης-, αποδίδεται στους ακόλουθους στίχους: «Ομως η σιγή/ -τέλειος χρησμός-/ όχι, ουκ απέσβετο και λάλον ύδωρ». (Απόπειρα στους Δελφούς)

Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη, όπως και οι μεταφραστικές επιλογές ή αυτές του ανθολόγου, μιλούν για τον θάνατο και την απώλεια, για τις ζαριές που έπεσαν ερήμην μας ή όταν «έπληττε κάποιος θεός», καθώς γράφει στο ποίημα Αν έπληττε κάποιος θεός στη συλλογή Ακυρο θαύμα: «Ξέρω πως θα πεθάνω πιο νωρίς./ Το βεβαιώνουν στατιστικές/ η γενική σου κάτοψη κι οι γενικές μου/ έχεις το σφρίγος που καταλαβαίνει όσα είναι σφρίγος/ έχω το τακτ του γήρατος που αυτομολεί./ Ομως ας υποθέσουμε/ πως ένας θεός καλόγουστος/ βαριέται κάποτε το κλασικό σενάριο/ και μες στην πλήξη του/ αλλάζει των πραγμάτων τη φορά/ και πέφτει απάνω σου με φόρα...». Στο έργο του τα θαύματα και τα δεδομένα ανατρέπονται με σαρκασμό, αλλά και λεπτή ειρωνεία, ενώ οι απόλυτες αλήθειες είναι κενές νοήματος. Η αμφισβήτηση, η αιρετική στάση, η αναζήτηση της ευτυχίας, χωρίς τη μεταφυσική συνδρομή, και η αποδοχή της πραγματικότητας σχετικά με τη «μοναξιά» του ανθρώπου στο σύμπαν, γίνονται δημιουργικοί πόλοι μιας ποίησης που μετατρέπει το απλό και εύκολο σε μια διαρκή και επίπονη φιλοσοφική σπουδή. Παρ' όλ' αυτά, γίνεται κατανοητός ο φόβος του ανθρώπου- «ο πάγιος τρόμος της απώλειας» (σ. 61)- να σταθεί μόνος μέσα σ' ένα εχθρικό περιβάλλον, εφόσον η σκέψη ότι ο θάνατος επικρέμαται κάθε στιγμή, τον οδηγεί να μεταβάλει την ψευδαίσθηση ή την φαντασίωση σε θέση, σε απόλυτη αποδοχή θρησκευτικών κωδίκων και βεβαιοτήτων.

Σπουδή θανάτου και ανυπαρξίας η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη προσφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο εικόνες, αλλά ιδέες που απευθύνονται περισσότερο στον νου παρά στο συναίσθημα.

Ποιήματα

ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΩ

Ενοχή

Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος

που μας κοροϊδεύει.

Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας

τις ακτίνες του.

Πόσο απαίσχυντα ωραίοι

όταν τραβάμε το σύρτη.

Και μένουμε άφωτοι-

ο ένας απέναντι στον άλλον.

Ο θάνατος μεγαλώνει

Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας

Που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας.

Γ. Θ. Βαφόπουλος

Διακρίνω στο νερό τροχισμένα χαλίκια τα μάτια μας

σπόνδυλους του θανάτου που μεγαλώνει μέσα στους νεκρούς.

Δρέψτε κάθε καρπό:

Το αίμα της καρδιάς του αγαπημένου φίλου

τους ασίγαστους έρωτες

μ' ένα σουγιά ξεφλουδίστε

τα σπίτια σας και τα παιδιά σας.

Αφού πεθαίνουμε από θάνατο φυσικό

η μέτρηση των ημερών μας

ανήκει στους νεκρούς

με τ' ανύποπτα συναισθήματα.

Είναι στο χέρι των νεκρών

κάθε απόφαση

κάθε προμελέτη

πηγάζει από το μίσος τους

κι ενσωματώνεται στην ανάμνηση

της κάθε μέρας.

Δρέψτε κάθε καρπό

κι ας μην ωρίμασε ακόμη σε θάνατο

γιατί στάθηκε πάντα αμφίβολη

η νεκροψία της ποίησης.

Ανήκω

Στις άκρες των πλήκτρων μου

φύτρωσαν νεκροί και τραυματίες.

Ονειρεύονται τ' όνειρό μου

διαδίδουν την ύφανσή του

την όρχησή του την επιθανάτια.

Μύθος οι αλέκτορες κι οι υποκρούσεις.

Ανήκω στο συνδικάτο των τύψεων.

ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ

Η Σαλώμη με σώζει και μ' εκδικείται

Εκείνο το βράδυ μου είπαν πως πέθανες. Γύρισα σπίτι

έψαξα στα συρτάρια στις τσέπες παντού. Η αγωνία

μου κορυφώθηκε λίγο μετά καθώς ένιωσα τον Ραβέλ

ν' ανεβαίνει απ’ τη γυάλα μας κι είδα το ψαράκι μάλλον

ψόφιο στο πάτωμα του χολ.

Κινδύνευα. Αλλάζω γρήγορα το νερό ρίχνω μέσα το ψάρι

μπας και προλάβω. Του κάκου. Ο Ραβέλ δυνάμωνε

θα σπάσουν τα μάτια μου λέω τώρα πληρώνω για όλα

κι ως να το πω

ξεφυτρώνεις κι ακούγεται:

κλικ

να με φωτογραφίζουν τα δικά σου

τα ωραιότατα

μάτια.

Λίγο πριν

Πριν βρέξει οι γάτες απορούν ως μιαν ανάσα

τα υπόστεγα μιλούν για τη βροχή

πήδος στον τσίγκο πήδος στην ταράτσα

λουφάζει η γάτα πριν σαλτάρει

σ' άλλα παλιοσίδερα.

Αγκάλιασε τον κούκλο της η Ελβίρα

πάνω απ' το τούλι απλώνεται λουλάκι ως πέρα

στο δώμα ξέμεινε μικρό κουνούπι λίγο να τρομάζει

σαλεύει το χεράκι και ραγίζει έν’ άρωμα.

Με τη βροχή με το νερό

οι φτωχοί κούμπωσαν την προσευχή στον κόρφο

και σβήσανε σαν τα χαμόγελα.

Οι αίνοι

Μη με ρωτάς τι αίνους συλλαβίζω

Αφού αντρώθηκα με τους τελευταίους σπασμούς του θηρίου

Δεν είχα αδέρφια ούτε βόλια.

Ομως αλήτευα μέρες και νύχτες

Στις πλατείες

Χάζευα τα πολύχρωμα με τις εναλλαγές

Ανάδευα μ' ένα κλαδί στο βάθος

Τα θούρια που κάπνιζαν.

Μη με ρωτάς ποτέ πού τους θυμήθηκα.

Καμιά φορά αστράφτω κι εγώ

Και τυφλώνομαι.

ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ

Εμπειρίκος, ο τιμωρός της ασφάλτου

Το καλοκαίρι η νύχτα πέφτει

απάνω σου

γυναίκα ιδρωμένη κι απρόσεχτη.

Νύχτα όπως νύστα. Νύστα και νικοτίνη.

Νύχτα λοιπόν θα πει

ένα τάλιρο που σου 'πεσε στην Γ' Σεπτεμβρίου

κι ευθύς και μ' εκατόν σαράντα

το κάναν τ' αυτοκίνητα

ένα με την άσφαλτο.

Στη Χέυδεν στη Φερρών

οι νάιλον επιβάτες περιμένουν να επιβιβαστούν

στα σκουπιδιάρικα.

Για μια στιγμή στον αέρα

υπερισχύουν τα πορτοκαλόφλουδα

κι ελπίζεις.

Λες, τώρα θα κάνουμ' έρωτα

σε κήπο εσπεριδοειδών.

Μετά, η άπνοια πάλι.

Ωσπου διέρχεται θεία παιδίσκη

κι είναι γκοφρέ κι είναι σοκολατόχρους

κι όλο το βράδυ εσύ παιδεύεσαι

να σκίσεις το περιτύλιγμα.

Ετσι ξεχνάς το δόλιο τάλιρό σου- και καλύτερα.

Οι κότες που έσκαψαν καταμεσής του δρόμου

με το νυχάκι τους

καμιά δε γλίτωσε.

- Πετάχτηκες Ανδρέα εσύ

Ραλίστα τιμωρέ,

εσύ με τη φρενιτιώδη Τζάγκουαρ

και τις διαμέλισες.

Ερωτική διαθήκη

«Αφού λοιπόν ο νεκρός δεδικαίωται

τώρα σας λέω πως είχα τσέπες

στο γυμνό μου δέρμα.

Στην ανακομιδή στα τρίχρονα

όλοι εσείς που 'χατε νταραβέρια με το σώμα μου

σύρτε τη λήθη σας μέχρι το λάκκο

θα βρείτε κει κομμάτια γλώσσας χείλη

κραυγές χνούδια λαιμών κοντές ανάσες

ελάτε να σκυλέψετε με τη σειρά σας

ό,τι σας σκύλεψα είναι άθικτο σας περιμένει

έχω μια μουσική για σας από τα πλήκτρα των δοντιών

ελάτε

τ' αρπαχτικά σας δάχτυλα καυτά να νιώσω

για τελευταία φορά στα κόκαλά μου».

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ

Τα μάτια των δολοφόνων

Μετά το έγκλημα

Εχουν οι δολοφόνοι

Τα πιο αθώα μάτια.

Εκπληκτοι μπρος απ' τα πολύχρωμα γλυκά

εκστατικοί στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν

στα λαϊκά μελό 4-6

δακρυσμένοι.

Ντρέπονται για το ύψος τους στους δρόμους

βυθίζουν με μανία τα χέρια

στις ρηχές τσέπες του πέτσινου

πάνε γωνιά γωνιά μη και μας σπρώξουν.

Αν ήταν δυνατό από μια μεριά

να δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:

με λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό

σαν πιπίλα που γλίστρησε αργά.

Αλίμονο σ' εμάς

με τη σκανδάλη στα μάτια.

Το σώμα σου κι εγώ

Εχουμε πολύ ταξιδέψει

το σώμα σου κι εγώ

έχουμε φανταστεί

όσα ένα σώμα κι ένα εγώ

μπορούν να φανταστούν.

Το σώμα μου κι εγώ

έχουμε ονειρευτεί

το σώμα σου σε στάσεις

που ποτέ σου δε φαντάστηκες.

Δεν έχεις θέση τώρα

τι ζητάς

ανάμεσα σ' εμένα

και το σώμα σου.

Ο θάνατος το στρώνει

Μαύρες κουκκίδες

Διάττοντες στο χιόνι

Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα

Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα

Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει

Λιώνει κι αυτή

Χιόνι στο χιόνι

Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά

Ο χρόνος-

Κι ο θάνατος το στρώνει

Ο τοκετός του θανάτου

Ενας άνθρωπος ήτανε

τον είχανε

σε μία κατάψυξη

πάγος ήτανε.

Ανοιξε το ψυγείο της

η μάνα του

απόψυξη

κρακ κρακ

τσακίστηκε

κάτω έξω

και

-συναισθηματικός-

πάει

έλιωσε

ο άνθρωπος.

ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ

Νόστος

Απευθείας συγκοινωνούν

μόνο οι γυναίκες με τον Θάνατο.

Ο Θάνατος μας στέλνει εδώ

μέσα από την πληγή τους.

Και το τρελό της αίμα

είναι τα δάκρυα τα δικά Του για το χωρισμό.

Μην κλαις, Πατέρα. Ολόκληρη ζωή

κι εμείς κι εκείνες

εκεί

δεν κάνουμε έρωτα

μονάχα Σε διακρίνουμε στο βάθος

στο αμυδρό Σου φως

κουνώντας το ίδιο πάντοτε μαντίλι

απεγνωσμένα.

Η αλληγορία του κώνωπος

Και αν όλα τα πράγματα έχουν ψυχή;

Αυτό το κοινότοπο μου 'ρθε

τώρα που είμαστε εδώ

ξαπλωμένος εγώ και ζαλισμένο

γύρω γύρω στο πορτατίφ

ένα κουνούπι.

Πανεύκολο να το σκοτώσω.

Ομως αν η ψυχή του με κυνηγάει αιώνια

ζητώντας εκδίκηση;

Ενώ μια στάλα αίμα και λίγη φαγούρα

τι ψυχή έχουν;

Αυτά σκεφτόταν ένας ο οποίος θα μπορούσε να είναι δολοφόνος

αλλά δεν ήταν. Μόνο έγραψε και δημοσίευσε αυτήν την αλληγορία

για να μη νομίζουν όσοι του γλίτωσαν πως γλίτωσαν

για άλλους λόγους απ’ αυτούς που γλίτωσαν.

Εκτός αλληγορίας

έλιωσε το κουνούπι

κι έσβησε το φως.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ

Φιλέας Φογκ

Ξύπνησα. Βαθιά μέσα

σε μια πολυθρόνα.

Και μπροστά σε μια θάλασσα. Οπου

κανείς.

Μόνη κίνηση

το βλέμμα επάνω στα κύματα.

Οπου πήγαιναν.

Ετσι έμεινα.

Καλοκαίρια αθέατος.

Και χειμώνες ολόκληρους.

Κάπως έτσι θα γέρασα. Γιατί

ποτέ δε σηκώθηκα.

Αρα έζησα νέος.

Θα το πούνε τα κύματα

που είναι κάπως αμφίβια.

Δεν σηκώνομαι. Θα 'ρθουν.

Οπου να 'ναι

πρέπει να 'ρθουν τα κύματα.

Λίγο λίγο να γίνω

ένα κύμα τους.

Και να έχω

όπου πάω

επάνω μου βλέμματα.

Αμφίβιο

να 'ρχομαι, να 'ρχομαι.

Και να γίνει αργά

η στεριά όλη

θάλασσα.

Τι είπε ο κύριος Φογκ για την ομίχλη

-Ημουν όλος

Λονδίνο.

Ημουν όλος

η Λέσχη.

Μια ζάλη καπνού.

Εικασία υγρασίας

ό,τι έβλεπα.

Κι όταν έβλεπα

κρύωνα.

Κι όταν κρύωνα

δάκρυζα.

Τότε πια

να τι έβλεπα.

Κι όλα χάρη σε δυο

φώτα ομίχλης.

Ο κύρις Φογκ ενώπιον ναυαγού

Μία μέρα

από την πολυθρόνα του είδε

ο κύριος Φογκ

έναν άνθρωπο να πνίγεται.

-Αφού δε γνωριζόμαστε

τι νόημα έχει να τον σώσω, σκέφτηκε.

Με τον καιρό θα με ξεχνούσε

ενώ εγώ για πάντα θα θυμόμουν

την αγνωμοσύνη του.

Ή θα 'τανε δια βίου ευγνώμων

κι έτσι μοιραία θα τον ξεχνούσα.

Θέματα τόσο σοβαρά

καλύτερα να τα ρυθμίζει

η θάλασσα.

ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ

Άκυρο θαύμα

Είσαι λεκές ξεραμένος στο μάρμαρο

τρίμματα φρυγανιάς που φύτρωσαν κι ανθίζουν στο χαλί

λουλούδια πλαστικά, ψευτομουράνο βάζα

χαρτοπετσέτα που την έκρυψες τσαλακωμένη γι' αύριο

καφές ξεθυμασμένος σε μισοσπασμένο φλιτζανάκι

λαδιές και ζάχαρες στο πάτωμα προσκεκλημένες

σε ολονύχτιο πάρτι κατσαρίδων

είσαι μια κατοχή κατοχική μες στη ζωή μου

που όσο γερνούσες μου χρησίμευες στα ποιήματα

τώρα που γέρασες μονάχα μ' εξοργίζεις

σατανική παράταση, και πέθανε

δεν ωφελεί η αναβολή του αβάσταχτου

την ένιωσα

τη νέα πλεκτάνη αυτοθυσίας που έχεις στήσει

σιγά σιγά σε αηδία κυλώντας τη λατρεία μου

ξηλώνοντας τον πόνο

κι ύπουλα πλέκοντας στη θέση του

ένα όσο γίνεται πιο μαλακό

σαν τότε

ζιπουνάκι

από ζεστή, ολόμαλλη ανακούφιση.

Η γυνή να φοβείται τον άνδρα

Τελικά θα μπορούσα να είμαι

η γυναίκα μου.

Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων

να με είχα παντρευτεί.

Με ωραία φωνή την οποία

και ακούω ευκρινέστατα.

Ευγενέστατος δε.

Και μαζί ευσυγκίνητος.

Τι λουλούδια θα μου 'κοβα. Με λουλούδια θα μ' έκοβα

και με λόγια που εγώ θα περίμενα.

Και θα ήξερα εγώ

μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια

ώστε ποτέ να μη με χάσω.

Θα με ζήλευα ύστερα: τόσο

όσο αυτοί που είναι βέβαιοι.

Κι όσο πρέπει και όταν

θα ενέδιδα.

Ευτυχώς με δυο χέρια

ώστε πάντα το ένα απ' τα δυο

να χαϊδεύεται.

Μετά ξέραν τα δυο

πού να χάιδευαν

και πώς.

Κι ένα μόνο παιδί

θα μου σκάρωνα-

εμένα.

Ομως πάνω κι απ' όλα:

όταν η ώρα θα 'ρχότανε

όχι όχι ένας ένας

αλλά όλοι μαζί

να χωρίζαμε.

ΣΤΑ ΞΕΝΑ

Πρόβα

Ζούμε καλά

σ' αυτό το απόμερο νεκροταφείο.

Στους ευάερους τάφους

κάνουμε πρόβες ξαπλωμένοι

ενώ φυσάει από παντού ζωή

και μας γεμίζει νιάτα.

Οταν τελειώνει η πρόβα σηκωνόμαστε

γεμάτοι αισιοδοξία και δύναμη. Αύριο πάλι.

Οι πρόβες συνεχίζονται επ' αόριστον

και μας μικραίνουν

σιγά σιγά ξαναγυρίζουμε στη γέννησή μας

και παραδινόμαστε

ετοιμοθάνατα νεογέννητα

γεμάτα σφρίγος.

Ζούμε καλά

σ' αυτό το απόμερο νεκροταφείο.

Ποτέ σας δε θα μάθετε

πώς μεγαλώνει ένας άνθρωπος

σε βρέφος

που δεν κλαίει.

Στα ξένα;

Πού τήνε βρήκε αυτός την αγαλλίαση

πώς τάχα δεν τον κυνηγάνε τα σκυλιά

πώς το ποδάρι του δεν είναι πια στο δόκανο

πώς έχει πια, ελεύθερος ερήμου

μπουχτίσει το νερό

πώς έγινε

-δήθεν για ν' αναθρέψει πάλι-

και τα νοστάλγησε όλ' αυτά

σκυλιά και δόκανα και δίψες-

υπαρκτά

μεγάλη ελπίδα να το νοσταλγείς

ένα μαρτύριο ενώ δεν έχει λήξει.

ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ

Τι να 'ν' το σώμα

Μην είν' οι κάμποι, τα ψηλά βουνά;

Κάτι από δύση θα 'ναι πάντως σε κραιπάλη

κι έχει στολίδια του μαντείες

να μη σαστίζει σ' αλλαξοκαιριές.

Πάλι μπορεί και να 'ναι πέρασμα ενός τραίνου

κι όχι το πέρασμα ενός τραίνου επακριβώς

αλλά η ησυχία της διάβασης: -δυο ησυχίες:

εκείνη που προηγείται κι αυτή που έπεται.

Ή το πιο απίθανο, μες στον κοιτώνα

καθώς επικρατεί το σκόρπισμα του ελέους

κι οι αψήφιστες ραγισματιές στο ημίφως

να 'ναι μια σάρκα που φτεροκοπά

ενώπιον των οστών της.

Του απαίσιου διλήμματος

Οι επισκέψεις σε νοσοκομεία

για συγγενείς ή φίλους

η προσωρινή ταραχή

πόσο σε ηρεμούν.

Οι άγνωστοι νέοι

των διπλανών κλινών

καθώς στο πρόσωπο

εγκαταλείπεται η ελπίδα εξιτηρίου

πόσο περίεργα σε αναστατώνουν.

Γιατί όταν σφριγηλός

εγκαταλείψεις το δωμάτιο για την πόλη

με τους νέους της

πάνω στις μηχανές και στα μπαράκια

πόσο το δίλημμα εδραιώνεται

ανάμεσα στην προσευχή της προστασίας τους

και στη θηριώδη ευχή

μιας δικαιοσύνης.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ

Προπατορικό

Αυτός ο όφις που έφθασε στην πόλη μας

μ' ένα ακέραιο μήλο κατακόκκινο για μας

πέρασε απαρατήρητος.

Κανείς δεν το δοκίμασε

κανείς δε σκέφτηκε ούτε καν

να μπει στον πειρασμό της γεύσης του.

Βαρύ και ναρκωμένο πια το φίδι

έχει κουλουριαστεί στη μέση της πλατείας

χωνεύοντας το μήλο

αφού θα 'πρεπε

κάποιος να 'χε πεισθεί

και να δαγκώσει.

Ο Λάζαρος μετά το θαύμα

Φρόντισες μέσα κι έξω από τη Βηθανία

όλοι να μάθουν την ανάστασή μου.

Τώρα, θύμα ενός θαύματος, για χρόνια περιφέρομαι

ένας ρακένδυτος που τον κοιτούν όλοι φιλύποπτα

αν πρέπει να τον πάρουν για τρελό ή να τον πιστέψουν.

Μα κι ο ίδιος πια δεν ξέρω τι, ποιος είμαι

χωρίς καν συγγενείς και φίλους που όλοι φοβηθήκαν

ή ζήλεψαν για τους δικούς τους- ποιος να ξέρει;

Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου

οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης

ποτέ δεν σκέφτηκες τι απέγινε

ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου.

Ω ναι, δεν έπρεπε στο «Δεύρο έξω» να υπακούσω

μα την ειρηνική μου οδό αποσύνθεσης ν' ακολουθήσω

ταπεινά, σαν τους κοινούς θνητούς.

Τώρα σε τι Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω

σε τι ανάσταση νεκρών

ανάμεσα σ' εξαίρεση ζωής

και στον κανόνα του θανάτου;

Και τέλος

πού να βρω δύναμη [προτού πεθάνω να πεισθώ

ότι στ' αλήθεια και για πάντα

θα πεθάνω;