Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ο «βλαισός» Αίσωπος και ο «Άραψ» της Σάμου

Παναγιώτης Νούτσος, εφ. Το Βήμα, 24/11/2008

Ο «βλαισός» Αίσωπος και ο «Άραψ» της Σάμου

Ο Π. Νούτσος αναφέρεται στον κορυφαίο μυθογράφο, τον οποίο χαρακτηρίζει «μελανά» Διόνυσο των «χαμηλών κοινωνικών τάξεων», που αντιμάχεται χωρίς διακοπή τον «ξανθόν Απόλλωνα», δηλαδή τη θεότητα που εκπροσωπεί το ιδεώδες των «προνομιούχων τάξεων»

Π. ΝΟΥΤΣΟΣ, Σάμου εγκώμιον: με φίλους συνθέτουμε παλαιότερες και νεότερες μνήμες.

Σάμου εγκώμιον: με φίλους συνθέτουμε παλαιότερες και νεότερες μνήμες. Από το Πυθαγόρειο ως το Καρλόβασι και από το Βαθύ ως τον Μαραθόκαμπο, με έδρα το επίνειό του, τον Κάμπο. Εκεί όπου ο Γιάννης Ρίτσος, κοντά στη συντρόφισσά του Γαρυφαλλιά, ζωγράφιζε πέτρες και αναφωνούσε: «Ήλιε της δύσης, τα χρυσά σου ρόδα τύπωσέ τα στα χαρτιά μου» («Μονόχορδα»). Εκεί όπου κατά τη δοξογραφική παράδοση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, σε συνάφεια με τη θεωρητική σκέψη της Ιωνίας, ο όρος «φιλοσοφία» και ο ευρετής του, ο Πυθαγόρας, συγκρούστηκε με την τυραννική εξουσία του Πολυκράτη. Εκεί όπου κινούνται δραστήρια οι Σουρήδες των μικρόκοσμων της περιφέρειας, όταν μάλιστα εξέλιπε στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή ο Ρωμιός λόγω της «δίνης του χρηματιστηρίου», όπως θα έγραφε και ο δημιουργός του. Ετσι μία φορά τον χρόνο, στο απόγειο της Αποκριάς, κυκλοφορεί χέρι το χέρι, εδώ και μία δεκαετία, η οχτασέλιδη εφημερίδα του Μαραθόκαμπου Ο Αραψ. Συντάσσεται ανώνυμα ή ψευδώνυμα από την ντόπια λογιοσύνη, την «άνω» και την «κάτω», με πτυχία πανεπιστημίου και αντίστοιχα της βιοπάλης. Οι συνεργάτες του κρατούν ίσες αποστάσεις από τα δρώμενα της τοπικής αυτοδιοίκησης και τους εκάστοτε «παράγοντες» που πλαισιώνουν τους θεσμούς της με διάτρητα κίνητρα και «εξωθεσμική» συμπεριφορά. Χρησιμοποιούν μια κάπως ελεγχόμενη αθυροστομία, γεγονός που ελέγχεται ως στάση υποτονική με επαπειλούμενη την παράλληλη έκδοση που θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο Ο Αντάραψ.

Μια ιδιαίτερη μυθιστορία

Σε κάθε περίπτωση διαμορφώνεται ένα περιπαικτικό πλαίσιο με συγκεκριμένα συμφραζόμενα, μέσα από τα επιτυχημένα παρατσούκλια και τη ροή δεκαπεντασύλλαβων διστίχων: «Θα ρίξω ΝΑΙ στους παχουλούς, ψήφο στους ρεμπεσκέδες / κι αύριο θα βροντήξουνε για σας οι ντενεκέδες»!

Η μητρογραμμική ονοματοθεσία των ανδρών, εμποτισμένη στο βόρειο γλωσσικό ιδίωμα που επιχωριάζει, διαχέεται επίσης σε τετράστιχα πολλαπλών σημάνσεων και αναφορών: «SOS ευθύς στον Πανωραίο, / τον συντρέχτη αρουραίο / που τον ζώσανε τα φίδια, / πιάν’ το κινητό στα μτζίδια».

Στη Σάμο επίσης εκτυλίσσεται, ως προς το κύριο μέρος, ο Βίος του Αισώπου του φιλοσόφου, όπως τον διασώζουν η «Παραλλαγή G», η «Παραλλαγή W» και σειρά δημωδών μεταφράσεων. Από τον Πύργο του ίδιου νησιού κατάγεται ο φιλόλογος που εξέδωσε αυτά τα κείμενα, ο συνάδελφος Μανόλης Παπαθωμόπουλος. Η editio princeps αποτελεί έκδοση υψηλών προδιαγραφών που συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή, επιμελημένη μετάφραση και διαφωτιστικά σχόλια αυτής της «χιουμοριστικής λαϊκής διήγησης, που κυκλοφορούσε ανώνυμη σε διάφορες παραλλαγές για την τέρψη αλλά και την ηθική διδασκαλία των απλών ανθρώπων του λαού μάλλον παρά των μορφωμένων». Πρόκειται για ένα «ιδιαίτερο είδος μυθιστορίας» ή, από τον χαρακτηρισμό του πρωταγωνιστή της, για μια «λογομυθοποιία», με ευκρινές αφηγηματικό περίγραμμα που στοιχειοθετείται με τη διαδοχή αυτοτελών «επεισοδίων» και την παρεμβολή «μύθων» με διδακτική πρόθεση.

Ο σοφός αμφισβητίας

Ποιος ήταν αυτός ο «λογοποιός»; Κατά την επικρατέστερη εκδοχή προέρχεται από τη Φρυγία, από την «Ανατολή» του ιστορικού ορίζοντα του Αιγαίου, δούλος του Ιάδμονα στη Σάμο, όπου μετά την κατάλυση της εξουσίας των «γεωμόρων», της γαιοκτημονικής αριστοκρατικής «μερίδος», κατάφερε να σταδιοδρομήσει ως απελεύθερος. Η μυθοποίηση του Αισώπου συναρτάται ήδη με την προβολή της «αμορφίας» του, δηλαδή με ένα σύνολο ακραίων εξωτερικών χαρακτηριστικών που βαίνουν ευθέως αντίστροφα πρις τις ψυχοπνευματικές του ικανότητες. «Προγάστωρ» (= «κοιλαράς»), «βλαισός» (= «στραβοκάνης»), «σιμός» (= «με πλακουτσωτή μύτη») και προπάντων «μέλας», τόσο που κατά την Πλανούδεια παραλλαγή του κειμένου να δηλώνεται ότι «ταυτόν γαρ Αίσωπος τω Αιθίοπι».

Αυτός λοιπόν ο «Μαύρος» ή ο «Γύφτος» από την Ανατολή, «φιλόσοφος» κι αυτός με τον τρόπο του, μπαίνει σφήνα στον κόσμο που τον δεσμεύει και αναγγέλλει τον αντίκοσμό του, από τη Σάμο ως το ιερό των Δελφών. Ήρωας με διανοητικά χαρίσματα, δρα με καίρια χτυπήματα στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων: «παραστέκεται στον αδύνατο, απελευθερώνει χώρες, λύνει αινίγματα, τέρατα και σημεία, και κηρύσσει τις πραγματικές ανθρώπινες αξίες». Σε ένα συνθετότερο συμβολικό πεδίο σκιαγραφείται ως ο «σοφός αμφισβητίας κοινωνικών δομών και ισχυρών προσώπων αλλά και θεών της καθεστηκυίας τάξης». Απ’ αυτή την άποψη εμφανίζεται ως ο «μέλας Διόνυσος των χαμηλών κοινωνικών τάξεων» που αντιμάχεται διαρκώς τον «ξανθό Απόλλωνα» που ενσαρκώνει το «ιδεώδες των προνομιούχων τάξεων».

Η συμπεριφορά και η νοοτροπία του Αισώπου ανταποκρίνεται στη στάση που προκρίνουν οι Κυνικοί ­ είναι «ένα είδος Διογένη» που ζει τον «πολιτισμόν εκτοπίζων» υιοθετώντας τη λιτή δίαιτα, την απόρριψη του πλούτου, την εναντίωση στην εξουσία και στις κοινωνικές συμβάσεις, ενώ αντίθετα καταφάσκει τη φυσική ζωή, την ελευθεριότητα και την «αναισχυντία». Η πρακτική ιδεολογία αυτή, όπως συνάγεται από τα διαδοχικά στιγμιότυπα της καθημερινότητας της Αισώπου, διανθίζεται με τα κυριότερα αντιθετικά ζεύγη της κυνικής φιλοσοφίας, τα οποία προσλαμβάνονται άμεσα ή διαμεσολαβημένα (π.χ. μέσω του Επικτήτου) από τη διδασκαλία του Διογένη και των μαθητών. Σε κάθε περίπτωση, με αφετηρία την ταπεινή καταγωγή και επιστέγασμα την καταδίκη σε θάνατο, υπονοείται στο βάθος του πνευματικού ορίζοντα του αρχαίου κόσμου ο Σωκράτης, αυτός που κατά τη δοξογραφική παράδοση υπήρξε ο γενάρχης και της «κυνικής αιρέσεως».

Ηθική και πολιτική

Ο Διογένης, όπως ορθά επισημαίνεται, συνιστά ένα είδος Αισώπου. Στον Βίο βέβαια του τελευταίου ενσωματώνονται και αξιοποιούνται τα αντιθετικά ζεύγη της κυνικής φιλοσοφίας: «νόμος – φύσις», «έργω – λόγω», «άνθρωπος – όχλος», «ευτέλεια – πολυτέλεια», «αμορφία – φρόνησις», «οικεία – αλλότρια», «δούλος – άρχων», καθώς και οι ιδέες της «παρρησίας», της «αυταρκείας», της «ευψυχίας», των «κάτω άνω», της «θεραπείας των μαινομένων» κτλ.

Από τον ιδεολογικό ορίζοντα του έργου δεν προκύπτει ότι έχει οριστικά εμπεδωθεί ο ριζικός χωρισμός της ηθικής από την πολιτική, όταν δηλαδή ο ιδιώτης «σικχαίνεται τα δημόσια» διαπιστώνοντας οδυνηρά ότι δεν μπορεί να καθορίσει τα πολιτικά πράγματα, για τα οποία άλλοι και αλλού (π.χ. στη Ρώμη) αποφασίζουν.

Ο Αίσωπος έχει ακόμη τη δυνατότητα να παρουσιάζεται σαν ο «ξένος», που έρχεται να σώσει τους πολίτες: πρόκειται για τον αμόρφωτο δούλο, που διαρκώς αντιπαρατίθεται στον φιλόσοφο «δεσπότη», αμφισβητώντας τόσο τις θεωρητικές του επιδόσεις όσο και την ερωτική του δεινότητα. Ετσι γίνεται ο «μέλας» Διόνυσος των «χαμηλών κοινωνικών τάξεων», που αντιμάχεται χωρίς διακοπή τον «ξανθόν Απόλλωνα», δηλαδή τη θεότητα που εκπροσωπεί το ιδεώδες των «προνομιούχων τάξεων».

Οι παρατηρήσεις αυτές, αν μάλιστα συσχετισθούν με καίρια παραθέματα του ίδιου του Βίου, τεκμηριώνουν με ακρίβεια την ιδεολογική λειτουργία του αρχαίου αυτού κειμένου. Ο Αίσωπος είναι ο «γύφτος» της ύστερης αρχαιότητας που, μέσα από τις απανωτές προκλήσεις του στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, τείνει να σχεδιάσει μια εναλλακτική πρόταση για την υπέρβασή της. Ο άσχημος γόης αμφισβητεί τις κατεστημένες κοινωνικές δομές και, χωρίς να αρκείται απλώς στην άρνησή τους, σκορπά τον πειρασμό μιας «άλλης», έστω και «ξένης», πραγματικότητας.

Τη μισή κίνηση αυτής της προσπάθειας, χωρίς δηλαδή την υπαινικτική διατύπωση του «αντίκοσμου», που θα έλθει να αντικαταστήσει τον υπάρχοντα αποτρόπαιο κόσμο, συγκρατεί ο Αρριανός (Επικτήτου διατριβαί ΙΙΙ 22, 46/47) στην ακόλουθη αποστροφή: «Ιδετέ με, άοικός ειμι, ακτήμων, άδουλος· χαμαί κοιμώμαι, ου γυνή, ου παιδία, ου πραιτωρίδιον, αλλά γη μόνον και ουρανός και έν τριβωνάριον». Σε περιόδους όμως που τα δικτατορικά καθεστώτα φαντάζουν «μια νύχτα χωρίς φως» θα κρατηθούν οι αποστάσεις από όσους «ξεχάσαν τα λάβαρα της λησμονιάς» και την «αγκαλιά του φίλου», ενώ συνάμα θα γίνει περισσότερο οικεία η «μάνα του παλληκαριού που περιμένει» και τα παιδιά που αναγγέλλουν την έλευση ενός νέου κόσμου. Με αυτούς τους στίχους (στο περιοδικό Σηματωρός) αντιμετώπιζε τη στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου δευτεροετής μόλις φοιτήτρια, η Πόπη Βουτσινά, που έφυγε πρόωρα από κοντά μας πριν από λίγες εβδομάδες. Ήταν πράγματι η «μικρή Αντιγόνη», κατά τον χαρακτηρισμό του Δ. Μαρωνίτη (Το Βήμα, 10.2.1973· Ανεμόσκαλα, Αθήνα, 1984, 82-85), που έκανε με τη στάση της ­ την «πιο πειστική αναίρεση» του «ολοκληρωτισμού» ­ να αισθάνονται ήσυχοι για το έργο τους οι «άξιοι δάσκαλοι», «όπως ο Παπαθωμόπουλος»…

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων