Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

200 χρόνια από τη γέννηση του άγγλου συγγραφέα

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, εφ. Τα Νέα, 28/1/2012

Το πρώτο pop idol όλων των εποχών

Ήταν ένας δεξιοτέχνης της γραφής που ασχολήθηκε με κάθε μορφή γραπτού λόγου, που ανάστησε μια ολόκληρη εποχή πάνω στην κοινωνική της μεταστροφή, που άφησε αξέχαστους χαρακτήρες και που η επιτυχία και ο επαγγελματισμός του αποτελούν τα ζητούμενα για κάθε συγγραφέα. Στις 7 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του. Ο άγγλος συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς κέρδισε λεφτά, αφουγκραζόταν το κοινό του, έδινε ακριβοπληρωμένες ομιλίες, συνήθειες σημερινές ενός pop idol - του πρώτου ίσως που εμφανίστηκε ποτέ.

Στη Βοστώνη 4.000 αναγνώστες περίμεναν στο λιμάνι να δέσει το καράβι που θα έφερνε το 71ο κεφάλαιο του «Παλαιοπωλείου». Οταν έφτασε το καράβι, ρωτούσαν με αγωνία τον καπετάνιο αν επέζησε η ηρωίδα του. Λέγεται ότι ο Εντγκαρ Αλαν Πόε ήταν ο μόνος που μπορούσε να προβλέπει την κατάληξη των μυθιστορημάτων του. Η αποδοχή του στην Αμερική, την οποία επισκέφτηκε δύο φορές, ήταν αποθεωτική, αν και αυτός δεν την αντάμειψε ανάλογα στο βιβλίο του «American notes» (1850).

Φέτος στη Βρετανία θα «κυκλοφορήσει» και σε νόμισμα, παράλληλα με το δεκάλιρο χαρτονόμισμα όπου βρισκόταν μέχρι σήμερα. Ηδη, άλλωστε, ετοιμάζονται με φρενίτιδα εκθέσεις, ταινίες, ξεναγήσεις, επανεκδόσεις και κάθε είδους αφιερώματα για τον συγγραφέα που δεν έχει χάσει την αίγλη και τη φήμη του όλα αυτά τα χρόνια - ειδικά στον αγγλόφωνο κόσμο.

Ο Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 7 Φεβρουαρίου του 1812. Ο πατέρας, δημόσιος υπάλληλος του Ναυτικού (ο Μικόμπερ στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ»), έβαζε τον μικρό Τσαρλς πάνω στο τραπέζι να τραγουδάει και να λέει ιστορίες για να διασκεδάζουν οι άλλοι υπάλληλοι στο γραφείο του. Μεγαλώνοντας ο μικρός αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά σε ένα εργοστάσιο βερνικιών για να ξεπληρώσει τα χρέη του πατέρα όταν εκείνος βρέθηκε στη φυλακή. Γι' αυτό και καθυστέρησε να τελειώσει το σχολείο του. Η ταραχώδης ζωή του Ντίκενς αποτέλεσε το βασικό μυθοπλαστικό υλικό των έργων του, ειδικά στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ». Ποιος θα το έλεγε ότι αυτό το ταπεινωμένο και δραστήριο παιδί το 1851 θα έπαιζε ένα δικό του έργο μπροστά στη βασίλισσα Βικτώρια;

Από έφηβος ήδη ο Τσαρλς έγραφε συνειδητά και ακατάπαυστα. Στα δεκάξι του δούλεψε ως δημοσιογράφος καλύπτοντας δίκες, στα είκοσι ήταν πολιτικός συντάκτης και με το όνομα Μποζ άρχισε να δημοσιεύει στα «Χρονικά» κείμενα εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή του Λονδίνου. Εκεί γνώρισε την Κάθριν Χόγκαρθ, την κόρη του διευθυντή της εφημερίδας και την παντρεύτηκε. Λίγες μέρες μετά τον γάμο του, το 1836, δημοσιεύει σε συνέχειες το πρώτο του βιβλίου, «Τα χαρτιά του Πίκγουικ», και αρχίζει να βγάζει αρκετά χρήματα ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Ανάμεσα στο 1838 και το 1839 έγραψε τον «Ολιβερ Τουίστ» και τον «Νίκολας Νίκλεμπι».

Πληθωρικός χαρακτήρας, είχε τον αυθορμητισμό ενός παιδιού και τις αδυναμίες ενός μεγάλου. Οταν πέθανε το 1870, θάφτηκε με τιμές στο Αβαείο του Γουέστμινστερ όπου χαράχτηκε η επιγραφή: «Αγαπούσε τους φτωχούς, τους πονεμένους και τους καταπιεσμένους· με τον θάνατό του, χάθηκε από τον κόσμο ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας».

Μια καινούργια βιογραφία φρεσκάρει τη ζωή του

Έδιωξε τη γυναίκα του, σπίτωσε την ερωμένη του

Το 1836 ο Ντίκενς παντρεύτηκε, σε ηλικία 24 ετών, την Κάθριν Χόγκαρθ στο Τσέλσι, που ήταν τότε ένα χωριό νότια του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά άρχισε να γράφει για τέσσερις εκδότες, και να πλουτίζει. Πόση διαφορά με τρία χρόνια πριν, όταν δούλευε για το περιοδικό «The Monthly» χωρίς να πληρώνεται... Ετσι, παρά τα δύσκολα οικονομικά χρόνια που είχαν προηγηθεί, δεν θα ήταν ποτέ ξανά φτωχός, αν και κάποιες στιγμές διακινδύνεψε γιατί αρκετοί άνθρωποι εξαρτιόνταν από αυτόν. Εβγαζε λεφτά από παντού ώσπου να πεθάνει, οι δημόσιες αναγνώσεις του ήταν πανάκριβες, ενώ η δεύτερη αμερικανική περιοδεία του τού πρόσθεσε 20.000 λίρες που, όπως υπολογίζει η βιογράφος, άξιζαν 1,4 εκατομμύρια με σημερινή αξία. Οταν έπαιρνε μια προκαταβολή 6.000 λιρών αντιστοιχούσε σε 420.000 λίρες Αγγλίας σημερινές με φορολογία εισοδήματος στο 7%.

Από τη βιογραφία της Τόμαλιν βλέπουμε πόσο πολύ έπινε, αν και όχι σε επίπεδο αλκοολισμού, και ότι κουβαλούσε ως συγγραφέας έναν μύθο που έφθανε σε ανεκδοτολογικά επίπεδα. Ηθελε να κάνει πολλά μαζί και ασταμάτητα. Χαρισματικός, γοητευτικός, αλτρουιστής, περίπλοκος, ακούραστος. Ποιος άλλος θα έγραφε ταυτόχρονα δύο μυθιστορήματα;

Η ιστορία του γάμου του και της εξωσυζυγικής ζωής του είναι στο επίκεντρο του βιβλίου. Παράλληλα με τον γάμο του διατηρούσε σχέση με τη νεαρή ηθοποιό Νέλι Τέρμαν. Εκείνος ήταν 45 ετών και αυτή μόλις 18 όταν την ερωτεύτηκε.

Χρόνια απογοητευμένος από τον γάμο του, ο Ντίκενς, ο οποίος είχε δέκα παιδιά, χώρισε την Κάθριν ταπεινώνοντάς την με τον χειρότερο τρόπο. Την έβρισκε χοντρή και βαρετή. Πρώτα έβαλε εργάτες να χωρίσουν την κρεβατοκάμαρά τους και αργότερα σχεδόν την έδιωξε από το σπίτι ισχυριζόμενος ότι ακόμη και τα παιδιά τη βαριόνταν. Μάλιστα, τον χωρισμό του τον ανάγγειλε στο περιοδικό «Household Words» που ο ίδιος εξέδιδε. Και όταν έκαψε τα γράμματα με την Κάθριν στην αυλή του σπιτιού του, έπεσε με τα μούτρα στις «Μεγάλες προσδοκίες».

Συνέχισε να έχει σχέση με τη Νέλι, την οποία σπίτωνε κάθε φορά σε διαφορετικά σπίτια στα περίχωρα του Λονδίνου και όλο αυτό με μεγάλη μυστικότητα. Μάλλον προέκυψε και ένα βρέφος που δεν πρόλαβε να ζήσει. Σε μια βικτωριανή Αγγλία ένα τέτοιο μυστικό τού δημιουργούσε τρομερό άγχος, αφού ήταν διεθνώς αναγνωρισμένος συγγραφέας. Καθώς όμως πλησίαζε τα 50 είχε αρχίσει να καταρρέει και υπέφερε από πολλές σωματικές αρρώστιες. Το 1870 η Τζορτζ Ελιοτ τον περιέγραφε ως «τρομερά εξοντωμένο». Την κατάστασή του επιβάρυναν όχι μόνον το κάπνισμα, αλλά και οι αδιάκοπες δημόσιες περιοδείες. Ηταν τόσο αδύνατος που μερικές φορές χρειαζόταν βοήθεια για να ανεβεί στη σκηνή.

Αν αυτό επέσπευσε τον θάνατό του, σίγουρα φούσκωσε και τους λογαριασμούς του. «Σκέψου», έλεγε στον μάνατζέρ του, «190 λίρες τη βραδιά» (14.000 λίρες σημερινές). Πέθανε όμως στα 58 του αφήνοντας μισοτελειωμένο το μυθιστόρημα «Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ».

Θα πρέπει να θυμηθούμε ωστόσο ότι η βιογράφος του Κλερ Τόμαλιν επικεντρώθηκε στην ηθοποιό Νέλι Τέρναν σε ένα προηγούμενο βιβλίο της με τον τίτλο «Η αόρατη γυναίκα» (1990). Οσο για τη γυναίκα του, την Κάθριν, η βιογράφος δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον να περιγράψει, καθιστώντας την πιο «αόρατη» από τη Νέλι. Ο Ντίκενς την παντρεύτηκε γιατί έπρεπε να παντρευτεί και επειδή δεν τον αποσπούσε με την ύπαρξή της από το έργο του. Παρ' όλα αυτά η Κλερ Τόμαλιν μας δίνει μια βιογραφία που πράγματι ενδιαφέρεται για την πλευρά των γυναικών. Η Κάθριν δεν έγραψε τη βιογραφία της, πρόλαβε όμως να εκδώσει με ψευδώνυμο ένα βιβλίο με συνταγές που στην εποχή του γνώρισε σχετική επιτυχία.

Μεγάλο μέρος της βιογραφίας αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη δραστηριότητα του Ντίκενς. Ιδρυσε ένα ίδρυμα για πόρνες, το «Urania Cottage». Αν και γοητευόταν από τις πόρνες, δεν είχαν ιδιαίτερη θέση στα μυθιστορήματά του και κάποιες σκιαγραφήσεις δευτερευόντων χαρακτήρων ξέπεφταν σε περιγραφές-κλισέ. Με όλα αυτά και άλλα τόσα στο τέλος ο Ντίκενς ανακηρύσσεται «ο εθνικός θησαυρός, ένα κομμάτι αυτού που κάνει την Αγγλία να είναι Αγγλία».

Δεν απομένουν πολλά από τη ζωή του Ντίκενς να αποκαλυφθούν και όσο κάτι πιο σκοτεινό έρχεται στο φως, κινδυνεύει να δεχθεί την επίθεση των ντικενσιανών, που από την πρώτη βιογραφία που γράφτηκε για αυτόν το 1913 απειλούσαν τον συγγραφέα της Τόμας Ράιτ, επειδή τόλμησε να αναφέρει τη Νέλι. Τι θα λένε τώρα που η Τόμαλιν πιστεύει ότι η Νέλι βρισκόταν μαζί με τον Ντίκενς όταν έπαθε την τελευταία του κρίση και ότι εκείνη τον πήγε σπίτι του, στις κόρες του, πιθανώς πια χωρίς αισθήσεις, και με πλήρη μυστικότητα για να διαφυλάξουν τα ονόματά τους; Ή που η Τόμαλιν συμφωνεί με την Κέιτι, την πιο ευφυή κόρη του Ντίκενς, η οποία πίστευε ότι στο δεύτερο μισό της ζωής του, όταν εγκατέλειψε την Κάθριν και της στέρησε τα παιδιά, άρχισε κάπως να τα χάνει;

Αποκάλυψε το Λονδίνο του μοντερνισμού, του πολιτισμού και του χάους

Ο Ντίκενς ήταν ο πρώτος μεγάλος μυθιστοριογράφος που έγραψε για το Λονδίνο, τη μεγαλύτερη - τότε - πόλη του κόσμου και το ανέδειξε ως τη λογοτεχνική του μούσα. Ενα βρώμικο, σαθρό Λονδίνο, γεμάτο απελπισμένους, άστεγους και πεινασμένους. Οι άνθρωποι μάζευαν σκουπίδια για λίγα λεφτά. Ο ίδιος τριγυρνούσε στους δρόμους, ειδικά τη νύχτα, φτιάχνοντας ιστορίες στο κεφάλι του, σε μια μισοσκότεινη πόλη που ενέπνεε φόβο. Κάπως έτσι έμπαινε στο κλίμα της μεγαλούπολης, εμπνεόμενος ιστορίες μέσα από το πλήθος αλλά και από το περίπλοκο μυαλό του. Εγραψε για οικονομικά προβλήματα, για τη μετανάστευση, για την ανεπαρκή εκπαίδευση, τα σωφρονιστικά ιδρύματα, για την έλλειψη στέγης - πράγματα κοινά στους Λονδρέζους του σήμερα. Και γιατί όχι, αφού σήμερα οι φτωχοί είναι το ίδιο φτωχοί αν όχι και φτωχότεροι. Σε αρκετά του έργα έβαζε κάποιους χαρακτήρες να βοηθούν τους αδύνατους ακόμη κι αν δεν ήταν οικονομικά ισχυροί.

Ο Ντίκενς ανέδειξε το βικτωριανό Λονδίνο ως πόλη του μυθιστορήματος, μια πόλη του μοντερνισμού, του πολιτισμού, αλλά και του χάους. Υπήρξε ο μεγαλύτερος άγγλος ποιητής της πόλης που έγραψε σε πεζό λόγο. Ετσι μετά τον θάνατό του, νεότεροι συγγραφείς θα αναδείξουν το αστικό πεδίο ως χώρο δράσης κοινωνικών αντιθέσεων και αναδίπλωσης κάθε καλλιτεχνικής φόρμας.

Άραγε σήμερα τι γνώμη θα είχε για τη μεγαλούπολη; Θα συμφωνούσε με τις πρόσφατες αναταραχές; Πόσο θα διακινδύνευε τη δική του προνομιακή θέση δίνοντας φωνή στους εξεγερμένους; Πολλές συζητήσεις γίνονται για την πολιτική του θέση - σε αντιστοιχία με τις σημερινές πολιτικές εκφάνσεις - όμως τα βιβλία του στέκουν ακλόνητα, πέρα από τις ιδεολογικές ερμηνείες που κατά καιρούς τα διαπερνούν. Σίγουρα όμως δεν ήταν βιβλία που ύμνησαν την πλουτοκρατία και τη δύναμη των λίγων.

Οι αξέχαστοι χαρακτήρες του

Έναν μικρό στρατό θα μπορούσαν να φτιάξουν οι πολυάριθμοι ήρωες του Ντίκενς. Δεν υπάρχει τάξη ή ηλικία που να μην εκπροσωπείται σε αυτή την παρέλαση. Παιδιά φτωχά, ορφανά, δολοφόνοι, χρεοκοπημένοι, φυλακισμένοι, άστεγοι, παραμελημένοι και, από την άλλοι, οι πλούσιοι, οι τσιγκούνηδες, οι ευεργέτες (μετρημένοι), δικαστές, διεφθαρμένοι άνθρωποι της εξουσίας. Ξεχωρίζουμε ωστόσο αρκετούς:

1. Ντέιβιντ Κόπερφιλντ: Είναι ο πιο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του Ντίκενς που παραπέµπει στα δικά του παιδικά χρόνια. Ο συγγραφέας αφού εκθέσει εργοδότες και σκληρές συνθήκες εργασίας, δίνει µια ωραία ευκαιρία στον ήρωά του να εκπληρώσει τα όνειρά του και να γίνει ένας πετυχηµένος συγγραφέας.

2. Όλιβερ Τουίστ: Το πιο διάσηµο ορφανό και ταλαιπωρηµένο παιδί, το πρώτο παιδί πρωταγωνιστής σε αγγλικό µυθιστόρηµα. Η έκκληση «Παρακαλώ, κύριε, θέλω λίγο ακόµη» έκανε να σπαράξουν εκατοµµύρια καρδιές αναγνωστών. Ευτυχώς ένα καλό τέλος υπάρχει και γι' αυτόν, αν και ο Ντίκενς δεν χαρίζεται σε όλους τους υπόλοιπους.

3. Μαντάμ Ντεφάρζ: Από την «Ιστορία δύο πόλεων». Ηταν ακριβώς το αντίθετο του Ολιβερ Τουίστ. Η πιο αδυσώπητη γυναικεία φιγούρα ευχαριστιόταν να βλέπει την γκιλοτίνα να πέφτει στα κεφάλια των καταδικασµένων, τους οποίους η ίδια έστελνε στην κρεµάλα µε τα ψέµατά της. Μόνο που και αυτή δεν θα έχει καλό τέλος - φρόντισε γι' αυτό ο συγγραφέας.

4. Η Εστέλα: Στις «Μεγάλες προσδοκίες». Είναι ένας ιδιόµορφος χαρακτήρας, ούτε κακός αλλά ούτε ιδιαίτερα αρεστός. Η παγωµένη οµορφιά της φέρνει σε απόγνωση τον Πιπ. Αυτή η ψυχρότητα όµως δεν οφείλεται στην ίδια: µια άλλη µητρική φιγούρα τής τα έµαθε όλα αυτά. Η Μις Χάβισαµ.

5. Μις Χάβισαμ: Η γυναίκα που µεγάλωσε την Εστέλα, χωρίς µητρικά αισθήµατα, εγκλωβισµένη στη δική της ατυχία, να σέρνει έναν απολιθωµένο «γάµο» και να µετανοεί στο τέλος για τη σκληρότητά της, πολύ αργά όµως και γι' αυτήν… Φωτιά!

6. Έστερ Σάμερσον: Είναι η µοναδική αφηγήτρια του Ντίκενς, ηρωίδα του µυθιστορήµατος «Ζοφερός οίκος». Ορφανή και αυτή, ψάχνει την ταυτότητά της σε ένα µυθιστόρηµα που θεωρείται ίσως το καλύτερο του Ντίκενς λόγω και της δεξιοτεχνικής αφηγηµατικής τεχνικής του. Η Εστερ παραµένει η ιδανική τέλεια γυναίκα της βικτωριανής περιόδου ή όπως θα την ήθελαν να είναι εκείνη την περίοδο οι βικτωριανοί.

7. Εμπενίζερ Σκρουτζ: Είναι τόσο διάσηµος ως χαρακτήρας που το επώνυµό του κατέληξε να χαρακτηρίζει τους τσιγκούνηδες και µίζερους τύπους. Ενας χαρακτήρας που αγαπιέται επειδή απεχθάνεται την αγάπη - αυτό κι αν δεν είναι συγγραφική δεξιοσύνη. Η µεταστροφή του, στο τέλος, τη βραδιά των Χριστουγέννων, αν δεν είναι τόσο πιστευτή, αφήνει εντούτοις µια ελπίδα και για τους υπόλοιπους Σκρουτζ του πλανήτη.

Υψιστος κοινωνικός στοχαστής

Θαυμαστές του από τον Τολστόι έως τον Oργουελ

Στα βιβλία του συνδυάζονται η βιαιότητα, η φαντασία, το παραμύθι, ο έρωτας, η φάρσα, το μελόδραμα, το καθημερινό με το παράδοξο. Ολη η γκάμα των συναισθημάτων παρασέρνει τον αναγνώστη: χαρά, λύπη, οργή, φόβος και πάντα σε πλήρη έλεγχο από τη μεριά του συγγραφέα. Οι αναγνώστες αναγνώριζαν στα βιβλία του την Αγγλία της εποχής τους, τη δύναμη της αρετής των καθημερινών ανθρώπων. Διότι ο Ντίκενς ήξερε τι περίμεναν από εκείνον οι αναγνώστες του και ήταν αποφασισμένος καινα τους κρατήσει και χρήματα να βγάλει. Καθοδηγούσε τα πλήθη των αναγνωστών τόσο συναισθηματικά όσο και κοινωνικά και γι' αυτό οι «Τάιμς» του Λονδίνου, στον επικήδειο της εφημερίδας, τον ανακήρυξαν σημαντικότερο καθοδηγητή του δέκατου ένατου αιώνα.

Μπορεί μεν ο Ντίκενς να γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ήδη από τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, ωστόσο ωρίμαζε μαζί με τα γραπτά του. Το πρώτο βιβλίο του «Τα χαρτιά του Πίκγουικ» ήταν κωμικό και προσοδοφόρο. Μεγαλώνοντας ο Ντίκενς απέκτησε μεγαλύτερη ευαισθησία πάνω σε κοινωνικά θέματα αλλά και απογοήτευε το κοινό του που επέμενε σε μια περισσότερο ανάλαφρη διάθεση και χιούμορ. Ομως ο ίδιος, που αγαπούσε το χρήμα, έλαβε υπόψη αυτές τις ενστάσεις, κι έτσι οι «Μεγάλες προσδοκίες» είχαν έναν περισσότερο ανάλαφρο τόνο απ' ό,τι το σκοτεινό «Ιστορία δύο πόλεων» που είχε προηγηθεί.

Μετά τον θάνατό του η λογοτεχνική του υπόληψη κάμφθηκε. Μερικοί συνάδελφοί του, όπως ο Τζορτζ Μέρεντιθ, τον έβρισκαν χωρίς ιδιαίτερο διανοητικό υπόβαθρο και τους χαρακτήρες του καρικατούρες. Τα βιβλία του όμως εξακολουθούσαν να διαβάζονται. Στην αρχή υπήρχε μια τάση να θεωρούνται βιβλία για παιδιά και εφήβους. Οταν, στο τέλος του 19ου αιώνα, ήρθαν στο προσκήνιο οι ρώσοι συγγραφείς, θεωρήθηκαν ανώτεροι λογοτεχνικά του Ντίκενς. Εκείνοι όμως είχαν διαφορετική γνώμη: ο Τουργκένιεφ επαινούσε τον Ντίκενς και είχε μαθητεύσει στο έργο του, άσε που έγραφε για το περιοδικό «Household Words» που διηύθυνε ο Ντίκενς. Ο Τολστόι έγραψε για αυτόν: «Ολοι οι χαρακτήρες του είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόσο πνεύμα ζωντανό τους έγραφε». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από συγκεκριμένους χαρακτήρες πάνω στους οποίους στήριξε δικούς του ήρωες.

Τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ο Ντίκενς γνώρισε μια καινούργια λογοτεχνική αποκατάσταση μέσα από δοκίμια που έγραψαν ο Τζορτζ Οργουελ και ο Εντμουντ Γουίλσον. Τον αποκάλεσαν μεγαλύτερο συγγραφέα όλων των εποχών. Στα έργα του διέβλεπαν τη σκοτεινιά και την απογοήτευση των ηρώων του, την πολυπλοκότητά τους και μαζί με τον Σαίξπηρ τον θεωρούσαν έναν συγγραφέα που δεν κατηγοριοποιείται. Αυτή η επανεκτίμηση συνεχίστηκε ώς το τέλος του εικοστού αιώνα. Η τέχνη του θεωρείται ποιητική, ανατρεπτική, που έσκυβε ριψοκίνδυνα στο χείλος της αβύσσου. Φυσικά υπήρχαν αντιρρήσεις από άλλους κριτικούς, όπως ο Φ. Ρ. Λίβις, που δεν τον έπαιρναν ακόμη στα σοβαρά.

Σήμερα ολοένα νεότεροι κριτικοί εκπονούν μελέτες πάνω στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο των ιστοριών του Ντίκενς ή στην εξέλιξη του βικτωριανού καπιταλισμού, ερχόμενοι στα λόγια του Εντμουντ Γουίλσον που τον θεωρούσε το 1939 όχι μόνον τον μεγαλύτερο δραματουργό μετά τον Σαίξπηρ στην Αγγλία αλλά και έναν ύψιστο κοινωνικό στοχαστή, μολονότι αναγνώριζε ότι ο Ντίκενς δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική. Ο Τζορτζ Οργουελ διέβλεπε την πολιτική στο έργο του, αλλά όχι με μια τόσο ριζοσπαστική ματιά.

Η αντοχή του έργου μετριέται στις διασκευές που γνώρισε για τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης: περισσότερες από 400 έως σήμερα, πράγμα που κανείς άλλος συγγραφέας παγκοσμίως δεν έχει πετύχει. Κατά κάποιον τρόπο θεωρείται ένας από τους πατέρες του σύγχρονου κινηματογράφου. Ηδη ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ έβρισκε αφηγηματικές τεχνικές μέσα σε έργα του όπως ο «Ολιβερ Τουίστ».

Λίγες οι προσεγμένες «ενήλικες» εκδόσεις στην Ελλάδα

Σε διάστημα 32 χρόνων, από το 1979 έως και το 2011, διαβάσαμε στα ελληνικά 27 εκδοχές της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» του Ντίκενς, 23 εκδοχές του «Oλιβερ Τουίστ», 19 εκδοχές του μυθιστορήματος «Μεγάλες προσδοκίες» και μόνο 11 του πλέον αυτοβιογραφικού έργου του «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», όπου ο κεντρικός ήρωας αναρωτιέται: «Θα γίνω άραγε πρωταγωνιστής της δικής μου ζωής ή αυτή τη θέση θα την καταλάβει κάποιος άλλος;». Οι εκδόσεις του Ντίκενς στα ελληνικά είναι πολυάριθμες, όπως είναι φυσικό, αλλά στην πλειονότητά τους απευθύνονται σε παιδιά (με το κείμενο διασκευασμένο) ή σε νέους, με πλήθος εκδοτών να μπαίνει στο παιχνίδι (Κέδρος, Aγκυρα, Σαββάλας, Ζαχαρόπουλος, Μεταίχμιο, Πατάκης, Εστία, Σύγχρονοι Ορίζοντες κ.ο.κ.). Είναι λίγες δυστυχώς οι εκδόσεις που απευθύνονται σε ενηλίκους, με προσεγμένες μεταφράσεις όπως αρμόζει σε έναν μεγάλο κλασικό. Μεταξύ τους, από τις πλέον πρόσφατες είναι ο δίτομος «Ζοφερός οίκος» σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ (εκδ. Gutenberg 2009), τα «Δύσκολα χρόνια» (μετάφραση Γεωργίας Αλεξίου, εκδ. Ζαχαρόπουλος) και το περίφημο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα «Το μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ» σε μετάφραση και με εισαγωγή της συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη (Εστία).

Ο Ντίκενς άρχισε να γράφει τον «Ντρουντ» λίγο πριν πεθάνει, όταν περνούσε μια περίοδο αμφισβήτησης, οπότε προκειμένου να ξανακερδίσει το κοινό του δοκίμασε να γράψει μια ιστορία μυστηρίου. Ο «Ντρουντ» άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες και έφτασε ώς την 6η από τις 12 συνέχειες. Ο μύθος έμεινε με ανοιχτό τέλος, ωστόσο ο σημερινός αναγνώστης παρασύρεται από τους χαρακτήρες του και την ικανότητα του Ντίκενς να ψυχογραφεί τους ανθρώπους ακόμα και από τα εξωτερικά τους σουσούμια. Κεντρικός ήρωάς του ο αινιγματικός και επίφοβος Τζάσπερ, αξιοσέβαστος αρχιμουσικός αλλά και οπιομανής, ερωτευμένος με την τρυφερή Ρόζα, χλιαρή αρραβωνιαστικιά του άχρωμου ανιψιού του Εντουιν, ο οποίος εξαφανίζεται. Ο γρίφος θα μείνει άλυτος και θα ασχοληθούν μ' αυτόν ιερά τέρατα όπως ο Τσέστερτον ή ο Μπέρναρντ Σο και πλήθος από κατοπινούς «ντρουντιστές». Παρ' όλ' αυτά, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο Ντίκενς θα τα κατάφερνε να «τραβήξει» ψηλά το τελευταίο του μυθιστόρημα.