Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

400 χρόνια Don Quixote

Σταυρούλα Παπασπύρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 23/1/2005

Τέτοιες μέρες πριν από 400 χρόνια, πρωτοκυκλοφόρησε στη Μαδρίτη με την υπογραφή του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο πρώτος τόμος ενός μυθιστορήματος που έμελλε να προικίσει την ανθρωπότητα με τον πιο εμβληματικό, τον πιο σοφό αλλά και πιο παράλογο ήρωα και αντιήρωα ταυτόχρονα: τον Δον Κιχώτη. ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΜΠΑΛΑΧΑ ΟΡΕΧΑΣ ΚΑΝΣΕΚΟ (1880)

Έναν ξερακιανό πενηντάρη με γερή κράση από τη Μάντσα, τόσο σαλεμένο από τις ιπποτικές ιστορίες που λάτρευε να διαβάζει και τόσο αποφασισμένο ν' αναστήσει τις μεσαιωνικές αξίες της δικαιοσύνης, της ανδρείας και της τιμής, που ξεκινά να γυρίσει τον κόσμο γυρεύοντας περιπέτειες, πρόθυμος να αποδεχτεί ως πραγματικότητα και την πιο τρελή του φαντασίωση.

Ο ιππότης με τη χάρτινη προσωπίδα και την άθλια πανοπλία, που εφορμά από τους κάμπους της Καστίλης καβάλα σε μια σκελετωμένη φοράδα για να συγκρουστεί, χλευαζόμενος, με ανεμόμυλους που στα μάτια του φαντάζουν για γίγαντες, αντιπροσωπεύει έκτοτε όλους εκείνους τους «ανισόρροπους» που κυνηγούν πεισματικά χίμαιρες, γαντζωμένοι στο ιδανικό τους. Η ψηλόλιγνη φιγούρα του, όπως κι εκείνη του στρουμπουλού χωριάτη που τον συνοδεύει με τον γάιδαρό του και τον προσγειώνει με τη φρονιμάδα του, ο αναγορευθείς ως ιπποκόμος του Σάντσο Πάντσα, πέρασαν στην αιωνιότητα ενσαρκώνοντας όχι μόνο μια χώρα και μια εποχή, αλλά το διττό πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης. Ο δε δημιουργός τους ανακηρύχθηκε πατέρας του μοντέρνου μυθιστορήματος, κι ας χρειάστηκε πάνω από ένας αιώνας από το θάνατό του για να έρθει στο φως και η δική του ταλαίπωρη ζωή.

Η πατρίδα του Θερβάντες τιμά πανηγυρικά την επέτειο μ' εκδηλώσεις που θ' απλωθούν και στις πέντε ηπείρους. Η αυλαία άνοιξε τον περασμένο Απρίλιο στη Μαδρίτη, μ' έναν μαραθώνιο ανάγνωσης του «Δον Κιχώτη», διάρκειας 44 ωρών και προσκεκλημένους από 19 ισπανόφωνα κράτη του πλανήτη, ενώ φέτος, χάρη σ' έναν γενναίο κρατικό προϋπολογισμό, πλειάδα συνεδρίων, εκδόσεων, εικαστικών, κινηματογραφικών, μουσικών και θεατρικών αφιερωμάτων θα πραγματοποιηθούν όχι μόνο σε κάθε γωνιά της χώρας, αλλά και στο Μεξικό, το Ντάλας, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, την Μπολόνια, το Οράν ή την Αγία Πετρούπολη.

Στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας τρέχουν και δεν φτάνουν! «Αυτή τη στιγμή συγκεντρώνουμε τις ελληνικές μεταφράσεις του "Δον Κιχώτη" για να τις στείλουμε σε δύο εκθέσεις στην Ισπανία», λέει η Νάννα Παπανικολάου, «ενώ για το φθινόπωρο, ετοιμάζουμε ένα συνέδριο σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έναν κύκλο κινηματογραφικών προβολών και μια έκδοση όπου ζώντες συγγραφείς απ' όλον τον κόσμο σχολιάζουν το μυθιστόρημα του Θερβάντες, κι όπου την Ελλάδα εκπροσωπεί ο Νάνος Βαλαωρίτης». Ως τότε, δεν αποκλείεται να έχει εφοδιαστεί ξανά η αγορά με την κλασική μετάφραση του «Δον Κιχώτη» από τον Κ. Καρθαίο, «ένα τέλεια λειασμένο διαμάντι» σύμφωνα με τον Αλέξη Πανσέληνο, που κυκλοφορούσε μέχρι πριν λίγους μήνες από την «Εστία» και τα δικαιώματα της οποίας ανήκουν πλέον στις εκδόσεις «Πατάκη».

Τόσο ο Βαλαωρίτης όσο και ο Πανσέληνος «πρωτοσυναντήθηκαν» με τον «Δον Κιχώτη» παιδιά, μέσα από συντομευμένες εκδοχές του έργου του (ανάμεσα στους έλληνες διασκευαστές και οι Γρηγόριος Ξενόπουλος και Κώστας Βάρναλης).

«Κατέφυγα στο πρωτότυπο», λέει ο υπερρεαλιστής ποιητής, «όταν επρόκειτο να το διδάξω στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Και μόνο τότε συνειδητοποίησα πόσο πιο πολύπλοκο, σοβαρό και μοντέρνο μυθιστόρημα είναι. Ο ουμανιστής και λατινικής παιδείας Θερβάντες επιστρατεύει στην αφήγησή του ένα τεράστιο κόρπους μεσαιωνικών ειδυλλίων, ποιημάτων και ιστορικών αναφορών για να τα ειρωνευτεί. Ο δεύτερος επίσης τόμος του "Δον Κιχώτη" που τον δημοσίευσε αργότερα, αντιδρώντας στον σφετερισμό του ήρωά του από άλλον συγγραφέα, λειτουργεί ως αντανάκλαση του πρώτου. Εδώ εντοπίζονται για πρώτη φορά τακτικές που θ' αναπτυχθούν αργότερα, όπως η ενδοκειμενικότητα, οι αντικατοπτρισμοί και η παρωδία».

Ο Αλέξης Πανσέληνος διάβασε ατόφιο το έργο πριν από μια δεκαετία, κι απόρησε με τον εαυτό του που, όπως και άλλοι, αντιστεκόταν σθεναρά σ' αυτό το «εξαιρετικά απολαυστικό» κείμενο. «Κατάλαβα πως για να διαβάσεις τον "Δον Κιχώτη", χρειάζεται κάποια ωριμότητα» λέει. «Πρέπει ν' αφεθείς στη δική του ταχύτητα, να ξεχάσεις τους ρυθμούς στους οποίους είμαστε μαθημένοι. Κι είναι από τα βιβλία που δεν χρειάζεται να τα πας ώς το τέλος. Λειτουργεί καθώς το διαβάζεις, θυμίζοντάς σου λίγο την ίδια τη ζωή: όσο ζεις καταλαβαίνεις τη γλύκα της».

Η άγνωστη ζωή του Θερβάντες

Να ποια ήταν η πρόθεση του Θερβάντες, αποτυπωμένη εμμέσως στον πρόλογό του: διαβάζοντας την ιστορία του, θα ήθελε ο μελαγχολικός αναγνώστης να νιώσει την ανάγκη να χαμογελάσει κι ο χαρούμενος να γελάσει ακόμη περισσότερο, ο απλοϊκός ούτε να πλήξει ούτε να εκνευριστεί κι ο έξυπνος να μην την υποτιμήσει. Τι είδους άνθρωπος άραγε ήταν ο ίδιος; Μέσα σε τι συνθήκες επινόησε τον ήρωά του; Πώς κατάφερε να μετατρέψει «τη μυθοπλασία της ιπποτικής νοσταλγίας σε θεμελιώδη λίθο του κριτικού μοντερνισμού» όπως σημειώνει ο Κάρλος Φουέντες; Και ευτύχησε ή όχι ν' αναγνωριστεί εν ζωή;

Τόσο ο ποιητής Κ.Καρθαίος που έμαθε ισπανικά μόνο και μόνο για να μεταφέρει στη γλώσσα μας τον «Δον Κιχώτη» (η δουλειά του πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νουμάς» το 1919), όσο και ο Ηλίας Ματθαίου που υπογράφει τη μετάφραση που εκδόθηκε το 1994 από τον «Εξάντα», φρόντισαν να παραθέσουν στα εισαγωγικά τους σημειώματα, ό,τι ανακάλυψαν οι μελετητές για τον Θερβάντες στο πέρασμα των εποχών.

Τέταρτο από τα επτά παιδιά ενός πλανόδιου πρακτικού γιατρού και μιας αριστοκρατικής καταγωγής σενιόρας, ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες, πολύ κοντά στη Μαδρίτη, το 1547, κι ώς τον θάνατό του πέρασε μια ζωή στερημένη από υλικά αγαθά, γεμάτη μετακινήσεις, περιπέτειες και εξευτελισμούς. Παρά τη μεγάλη του έφεση για τα γράμματα, δεν έκανε συστηματικές σπουδές πέρα από δύο χρόνια φοίτησης στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, αν και πέρασε ένα γόνιμο πνευματικά διάστημα στη Ρώμη, όντας στην υπηρεσία επισκόπου του πάπα. Στα 23 του κατατάχθηκε στον στρατό και το 1571, στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου -όπου ο ενωμένος στόλος του παπικού κράτους, της Ισπανίας και της Βενετίας, επικρατεί του τουρκικού- ο Θερβάντες τραυματίζεται βαριά και μένει με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Εξακολουθεί εν τούτοις να προσφέρει τις υπηρεσίες του λαμβάνοντας μέρος και στις εκστρατείες της Κέρκυρας και της Πύλου, κι όταν πια παίρνει την άδεια να επιστρέψει στην Ισπανία, μουσουλμάνοι κουρσάροι καταλαμβάνουν τη γαλέρα στην οποία επέβαινε και μεταφέρεται αιχμάλωτος στο Αλγέρι.

Ολες του οι απόπειρες ν' αποδράσει απ' αυτήν την πόλη- κόλαση με τους χιλιάδες σκλάβους απέτυχαν, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τη θέση του.

Τελικά, η οικογένειά του, ξεπουλώντας ό,τι είχε και δεν είχε, κατέβαλε τ' απαιτούμενα λύτρα για την απελεύθερωσή του και το 1580 επιστρέφει στην πατρίδα και στο παλιό του σύνταγμα. Από τη στιγμή που παντρεύεται, έχοντας ήδη μια εξώγαμη κόρη, διοχετεύει την ενέργειά του στη λογοτεχνία, γράφει το ποιμενικό μυθιστόρημα «Γαλάτεια» και τριάντα περίπου θεατρικά έργα, αλλά γρήγορα οι βιοτικές του ανάγκες τον σπρώχνουν να γίνει φοροεισπράκτορας και να διασχίζει τη χώρα για ένα κομμάτι ψωμί, σε μόνιμη σύγκρουση με την Εκκλησία και τους μεγαλογαιοκτήμονες. Κατηγορείται γιά κακοδιαχείριση, φυλακίζεται δυο φορές, αποκαθίσταται ηθικά, αλλά μένει άνεργος κι εγκαθίσταται οικογενειακώς στο Βαγιαδολίδ όπου γράφει ακατάπαυστα.

Πώς γεννήθηκε ο «Δον Κιχώτης»

Ο «Δον Κιχώτης» του γεννιέται σε μια εποχή που στην Ισπανία κάνουν θραύση όχι μόνο τα βιβλία ιπποσύνης, αλλά και τα «κατεργάρικα» μυθιστορήματα που βρίσκονταν στον αντίποδά τους. Στα πρώτα περιγράφονταν εξωπραγματικοί άθλοι αριστοκρατών ιπποτών στ' όνομα της αγαπημένης τους, ενώ στα δεύτερα διεκτραγωδούνταν οι ζωές των περιθωριακών κατεργαραίων. Τα παραπάνω, όπως και τα βυζαντινά και βουκολικά μυθιστορήματα που αναδύονταν ήδη, θ' αφήσουν χνάρια στο έργο του Θερβάντες.

Οι λογοτεχνικές του επιρροές, τα σκληρά βιώματά του, η καθαρή του ματιά, και η πεποίθησή του ότι η λογοτεχνία πρέπει όχι μόνο να διασκεδάζει αλλά και να εμψυχώνει διδάσκοντας τους ανθρώπους, τον οδηγούν σε μια εντελώς πρωτότυπη σύνθεση: Σ' έναν ποταμό, όπου η ποίηση, οι θεατρικοί διάλογοι, η αυτοβιογραφία και η αφήγηση μέσα στην αφήγηση μπλέκονται με το όνειρο, και την πραγματικότητα, περνώντας από το σοβαρό στο ευχάριστο, από το γελοίο στο σοφό, από τη δράση στο στοχασμό.

«Στον "Δον Κιχώτη"», επισημαίνει ο Μίλαν Κούντερα προλογίζοντας την πιο πρόσφατη βρετανική του έκδοση, «δεν υπάρχει τίποτε σίγουρο, όλα είναι φενακισμός ή αυταπάτη, όλα διαθέτουν ένα ασταθές νόημα». Καθώς άλλωστε ο Θερβάντες ισχυρίζεται πως το βιβλίο του είναι... μια κατά προσέγγιση μετάφραση κειμένου που έγραψε ένας μαυριτανός στ' αραβικά, «ας μην μας προξενούν έκπληξη οι ενδεχόμενες ανακολουθίες» συμβουλεύει ο Κούντερα, «κι ας αφεθούμε να μας παρασύρει η ευφορία του συγγραφέα που αυτοσχεδιάζει, υπερβάλλει, αστειεύεται». Αυτή η σκόπιμη αφροντισιά απομακρύνει τον "Δον Κιχώτη" από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα ενός Ντίκενς, ενός Φλομπέρ, ενός Μπαλζάκ, ενώ τον προσεγγίζει σ' έναν Γκαρσία Μάρκες, σ' έναν Ράσντι, σ' έναν Φουέντες ή σ' έναν Γκρας».

Από την πρώτη στιγμή που δημοσιεύτηκε ο «Δον Κιχώτης», έγινε ανάρπαστος. Μέσα στο 1605 ανατυπώθηκε έξι φορές, κι ενώ ο Θερβάντες δεχόταν τα πυρά του σπουδαίου Λόπε ντε Βέγκα κι εξακολουθούσε να φυτοζωεί, το έργο του, μεταφρασμένο στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, έκανε θριαμβευτικά το γύρο του κόσμου. Ο δεύτερος τόμος θα κυκλοφορήσει το 1615, όταν πια και η ίδια η Ισπανία συνειδητοποιεί ότι τα χάνια είναι χάνια, όχι πύργοι ή παλάτια. Την ώρα που ο Θερβάντες έγραφε τις τελευταίες του φράσεις -«Για μένα μονάχα γεννήθηκε ο Δον Κιχώτης, κι εγώ γι' αυτόν. Αυτός ήξερε να δρα κι εγώ να γράφω...»- αγνοούσε ότι του έμεναν δύο μόλις χρόνια ζωής αλλά και η απεραντοσύνη της αθανασίας.

Ο Κατράκης και οι άλλοι

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, εφ. Ελευθεροτυπία, 23/1/2005

Ειρωνεία! Τι κι αν ο Θερβάντες είχε συνθέσει -σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου- 30 θεατρικά έργα απ' τα οποία, βεβαίως, διασώθηκαν μόλις τα αυτοβιογραφικά «Νουμαντία» και « Η Ζωή στο Αλγέρι» μαζί με ελάχιστα κωμικά ιντερλούδια.

Η διεθνής θεατρική σκηνή -μέσα στην οποία στριμώχνεται και η ελληνική- ανέκαθεν συγκινούνταν μόνον απ' το αριστούργημά του «Δον Κιχώτης».

Στην Ελλάδα, από το 1911 και με μεγάλα χρονικά κενά ακόμη και 30 ετών, το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στο σανίδι γύρω στις 12 φορές. Εχει δε παρουσιαστεί, σε διασκευές φερμένες απ' το εξωτερικό ή δουλεμένες από Ελληνες, ως αμιγώς θεατρικό έργο, ως μουσική παράσταση, ως παράσταση με χορό, ως παιδικό θέατρο, και τέλος, ως κλασικό μπαλέτο. Από το Εθνικό θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, σε δημοτικά περιφερειακά και σε ιδιωτικές σκηνές. Καμιά απόπειρα δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την εμφάνιση - ορόσημο του Μάνου Κατράκη.

Ως «ευφυέστατη ιλαροτραγωδία του Ι. Στρατηγόπουλου, εις τέσσερις πράξεις , μετά 15 ασμάτων και χορών ισπανικών», και είσοδο 2 δραχμές, πρωτοανεβαίνει ο «Δον Κιχώτης» στην Ελλάδα (στο θέατρο Τζαννή, θίασος Νικολάου Πλέσσα), το Δεκέμβρη του '11. Στο φτωχό φυλλάδιο- πρόγραμμα πληροφορούμαστε ότι ο «πρώτος διδάξας και διαπλάσας τον ρόλο του Δον Κιχώτη είναι ο κ. Δ. Κοτοπούλης».

Ο «Δον Κιχώτης» θα συγκινήσει και τους ιθύνοντες του Βασιλικού Θεάτρου (Εθνικό της εποχής) έπειτα από δύο δεκαετίες, και το '36 θα ανεβεί (είναι και η δεύτερη εγχώρια παράστασή του ) ως «σάτυρα με μπαλέτα, εις 4 πράξεις και εικόνας 12» , φέροντας την υπογραφή του Θ. Συναδινού. Κοτζάμ Ροντήρης θα αναλάβει τη σκηνοθεσία, έχοντας συνεργάτες τους Κλώνη (σκηνικά) και Φωκά (κοστούμια). Ο Μ. Παρασκευάς θα είναι ο Δον Κιχώτης, ο Χρήστος Ευθυμίου ο Σάντσο Πάντσο, και μαζί τους, σ' ένα θίασο πρωταγωνιστών, ο Θ. Κωτσόπουλος, η Ρίτα Μυράτ, η Σαπφώ Αλκαίου κ.ά. Το 1972 και πάλι η πρώτη Κρατική Σκηνή, ως Εθνικό Θέατρο πλέον, θα ανεβάσει την ιστορική παράσταση με τον Μ. Κατράκη. Για τη μεταφορά του Υβ Ζαμιάκ (σε μετάφραση Π. Μάτεσι), τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Τ. Μουζενίδης, τα σκηνικά ο Δ. Φωτόπουλος, τα κοστούμια ο Β. Φωτόπουλος. Τη μουσική συνθέτει ο Μ. Χατζιδάκις και τις χορογραφίες αναλαμβάνει η Μαρία Χορς. Το ντουέτο Κατράκης- Παντελής Ζερβός (Σάντσο) αφήνουν εποχή.

Το '81 θα παρουσιαστεί, μάλλον αθόρυβα, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ενώ ως «Ιππότης της ελεεινής μορφής» θα ανεβεί στον Λυκαβηττό απ' το θέατρο Καισαριανής το '84. Το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας, σε διασκευή Π. Μέντη, με Δον Κιχώτη τον Βλ. Κυριακίδη και Σάντσο τον Π. Χαϊκάλη θα ενδώσει, το 2001, στη γοητεία του μύθου του κορυφαίου πεζογραφήματος. Τέλος, η Εθνική Λυρική Σκηνή το '96, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ζωντανεύει στο Ηρώδειο το μπαλέτο του Μίνκους «Δον Κιχώτης». Δον Κιχώτης ο Γ. Κοτανίδης και Σάντσο ο Δ. Πιατάς.

ΥΠΑΡΧΕΙ σήμερα Δον Κιχώτης;

Επιμέλεια: Ματούλα Κουστένη, εφ. Ελευθεροτυπία, 23/1/2005

Κόσμος γεμάτος Δον Κιχώτες, Δουλτσινέες και ανεμόμυλους, ο κόσμος του Θερβάντες. Και ο δικός μας; Υπάρχει σήμερα αντίστοιχος ήρωας;

Δέκα διαφορετικοί μεταξύ τους καλλιτέχνες, λογοτέχνες, συνθέτες, ηθοποιοί, ζωγράφοι, τραγουδιστές κ.ά., μας λένε εάν και σε τίνος το πρόσωπο θα αναγνώριζαν έναν σημερινό Δον Κιχώτη.

Δήμητρα Γαλάνη, τραγουδίστρια

«Ο Δον Κιχώτης είναι μια ηρωική μορφή με δύο αναγνώσεις: αυτή της γραφικότητας κι εκείνη ενός ήρωα που εκφράζει όσο λίγοι τα ιδανικά μας. Πιστεύω στα χειροποίητα πράγματα, σε αυτά που χτίζουν οι προσωπικές επαφές, στους ανθρώπους που δεν σταματούν να παλεύουν. Θεωρώ ότι είναι νομοτελειακό να κερδίζουν στην τελική ευθεία οι πολεμιστές του καλού. Σαφώς και υπάρχουν σήμερα Δον Κιχώτες, και θεωρώ τον εαυτό μου έναν από αυτούς. Δεν έχουμε πλέον ανεμόμυλους, ωστόσο μαχόμαστε δεκάδες πράγματα στην καθημερινότητά μας: από τους μικροαπατεώνες και τους μικρόψυχους έως τις λακκούβες στο δρόμο. Σίγουρα ο δρόμος του Δον Κιχώτη είναι μοναχικός. Αλλά είναι μεγάλη η δύναμη της μοναχικότητας».

Νάνος Βαλαωρίτης, ποιητής

«Υπάρχουν άραγε μεγαλύτεροι Δον Κιχώτες σήμερα από εμάς τους Ελληνες; Λες και ζούμε έξω από την πραγματικότητα! Μας κατέχουν τόσο βαθιά η παράδοση και οι αρχαίες μας καταβολές, που εξακολουθούμε να διατηρούμε μια μεταφυσική αντίληψη του κόσμου και της ιστορίας μας. Θεωρούμε τους εαυτούς μας αποδέκτες μιας κληρονομιάς που μας καθιστά ανώτερους από τους Δυτικούς -τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και της διανόησης. Η τρέλα και η φαντασία, πέρα από την ωραία τους πλευρά, έχουν και τη δυσάρεστη. Γι' αυτό και οι Τούρκοι, ως ρεαλιστές, καταφέρνουν να μας νικάνε στα σημεία».

Παν. Καλαντζόπουλος, συνθέτης

«Ο Δον Κιχώτης είναι ο τύπος μιας ρομαντικής καρικατούρας που την αδυναμία του να δει την πραγματικότητα την εξαργυρώνει σε συμπάθεια από τους ομοίους του. Δον Κιχώτη σήμερα θα 'λεγα όποιον θέλει να πιστεύει σε οράματα και ιδεολογίες και τρώει τα μούτρα του. Ευτυχώς, όσο αυξάνονται αυτοί που πουλάνε οράματα τόσο μειώνονται οι αγοραστές».

Σταύρος Τσιώλης, σκηνοθέτης

«Με συγκίνηση παρακολουθώ τον τιτάνιο αγώνα της δεσποινίδος Στέλλας Μπεζεντάκου να κερδίσει μία θέση στις επιδείξεις πρετ α πορτέ ως μανεκέν ή στις πίστες των νυχτερινών κέντρων ως τραγουδίστρια, ενώ κατά τη γνώμη ειδικών, δεν διαθέτει επαρκή προσόντα ή φωνή.

Το ακατάβλητο πείσμα της βρήκε εξήγηση μέσα μου όταν στην ωμή ερώτηση των δημοσιογράφων "γιατί επιμένει;" η δεσποινίς Μπεζεντάκου απάντησε: "Εγώ βοηθάω την κυβέρνηση γιατί αγωνίζομαι κατά της ανεργίας των νέων". Μη λυγίσεις κορίτσι μου.

Το δεύτερο πρόσωπο που θα παρομοίαζα με τον Δον Κιχώτη είναι μια αθλήτρια. Τη μεγάλη νύχτα του Μαραθωνίου, ικανή ώρα μετά τις νικήτριες, τερμάτισε η ελληνίδα μαραθωνοδρόμος. Αμήχανα, κάποια στιγμή, την πλησίασε μια κάμερα. Στα έκπληκτα μάτια μας παρουσιάστηκε ένα κορίτσι, στα 33 της αν θυμάμαι, το όνομά της δεν το θυμάμαι. Προσπάθησε να μας μιλήσει, να περιγράψει το φοβερό αγώνα, έκλαιγε, γέλαγε, ανάμεσα στο θρίαμβο και την ήττα, άπλωνε τα χέρια να αγκαλιάσει τους Ελληνες και συγχρόνως να πιαστεί από κάπου για να κρατήσει όρθιο το καταπονημένο σώμα της. Στα μάτια της άπειρη χαρά, υπερηφάνεια, θλίψη, απόγνωση. Στα δικά μας μάτια ένα λιπόσαρκο κορίτσι που γύρισε από τα πιο απόμακρα σύνορα της ανθρώπινης δυνατότητας. Δεν το ξαναείδαμε, κανείς δεν ξαναμίλησε γι'αυτήν. Κορίτσι μου, είμαστε πολλοί που σε θυμόμαστε και σ' αγαπάμε».

Στάθης Λιβαθηνός, σκηνοθέτης

«Κανονικά φέτος θα έπρεπε να γιορτάζουμε τα 400 χρόνια όχι μόνο του Δον Κιχώτη αλλά και του πιστού του Σάντσο. Είναι το αιώνιο, το αβέβαιο, το ωραίο κι επικίνδυνο δίδυμο που κάνει τη ρόδα του πλανήτη να γυρίζει ακόμα. Το να μιλά ένας άνθρωπος της τέχνης για τον Δον Κιχώτη είναι πλεονασμός. Είναι αυτό που όλοι επιθυμούμε κι όλοι ζηλεύουμε. Για μένα ήταν το πιο αγαπημένο βιβλίο, τόσο που το διάβαζα κρυφά τα βράδια. Κάποτε συνάντησα κι εγώ κάποιους Δον Κιχώτες, ένας από αυτούς είναι και ο Μάνος Κατράκης. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι, γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την ταπεινή μας πλευρά και τους ανεμόμυλους. Ωστόσο, σήμερα οι Δον Κιχώτες είναι είδος προς εξαφάνιση».

Αλέξης Πανσέληνος, συγγραφέας

«Πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε πλευρές του Δον Κιχώτη μέσα μας, όπως όλοι διαθέτουμε και πλευρές του Σάντσο Πάντσα. Αλλοτε κυριαρχεί περισσότερο η τρέλα, άλλοτε η φρονιμάδα. Ο δονκιχωτισμός, ακόμα κι όταν χρησιμοποιείται ως κλισέ, παραπέμπει στην πάλη μας με εχθρούς που δεν υπάρχουν. Μπορούμε όμως να αποδεχτούμε ως φανταστικούς τους εχθρούς, από τη στιγμή που αναμετριόμαστε μαζί τους; Κατά τη γνώμη μου, όχι».

Τάσος Παυλόπουλος, ζωγράφος

«Τις προάλλες που τα 'πινα σ' ένα μπαράκι των Εξαρχείων κάποιος περίεργος τύπος κάθισε στο διπλανό σκαμπό και με κέρασε ένα ποτό. Ηταν ψηλός, ξερακιανός, γενειοφόρος, αρκετά χρόνια μεγαλύτερός μου, με κουρασμένα μάτια που γυάλιζαν και φορούσε μια βρόμικη γκαμπαρντίνα μουσκεμένη απ' τη βροχή. Οταν πληροφορήθηκε πως είμαι καλλιτέχνης, με κοίταξε από την κορφή μέχρι τα νύχια και με ρώτησε απαξιωτικά: "Κι εσύ φλώρος είσαι;". Αντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι πεκινουά σ' έναν γερομέθυσο! Κουβέντα στην κουβέντα, κατάλαβα ότι ο παππούς ήταν κοσμογυρισμένος και πολύ ενημερωμένος για την τέχνη. Μιλούσε απλά, αλλά έξω απ' τα δόντια -που δεν είχε- και με κατανοητά παραδείγματα: "Ακου ζωγράφε", μου είπε, "οι σημερινοί θεωρητικοί και 'προστάτες' μιας δήθεν τέχνης προσπαθούν να αποδείξουν ότι μια διανοούμενη πατσαβούρα είναι προτιμότερη από μια, έστω και άμυαλη βρε αδελφέ, θεογκόμενα, τη ζωγραφική! Το διεθνές mainstream, δηλαδή η φασίζουσα κυρίαρχη τάση, έχει προσπαθήσει συγκαλυμμένα να κάνει 'εκκαθαρίσεις' στη ζωγραφική δημιουργία από τις τάξεις της λεγόμενης σύγχρονης τέχνης... Η ζωγραφική πρέπει να κηρυχθεί είδος απειλούμενο προς εξαφάνιση από μια μεγάλη πετρελαιοκηλίδα... Η σύγχρονη τέχνη κρύβει τη σοβαροφανή κενότητά της πίσω από το ακατανόητο, όπου βέβαια η μαλακία πέφτει σύννεφο. Οπως η γλώσσα των δικηγόρων, η καθαρεύουσα των παπάδων ή οι συνταγές των γιατρών! Μα πρέπει όλοι να γίνουμε φαρμακοποιοί για να καταλάβουμε;"... Είναι προφανές πως παραληρούσε υπό την επήρεια του αλκοόλ. Ξαφνικά σηκώθηκε, πλήρωσε και έφυγε τρεκλίζοντας, λέγοντας πως είχε ραντεβού με κάποια Δουλτσινέα σ' άλλο μπαρ και πως έξω τον περίμενε ο σοφέρ του! Δεν πρόλαβα να ρωτήσω ούτε πώς τον λένε... Εξω έριχνε καρεκλοπόδαρα, και μόλις πρόλαβα να διακρίνω τη σιλουέτα του σοφέρ που του άνοιγε την πόρτα μιας σακαράκας: Ηταν φτυστός ο Σάντσο Πάντσα!!!».

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφέας

«Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο απαραίτητος και ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσο λίγοι. Δον Κιχώτης εν έτει 2005! Μα είναι είδος υπό εξαφάνιση. Οι τελευταίοι ήταν, ίσως, οι παλαιοί κομμουνιστές, που έδιναν τη ζωή τους για τις ιδέες τους. Κι ας αντιμετώπιζαν τους εαυτούς τους, από καθαρή παρεξήγηση, ως υλιστές. Εάν υπήρξαν κάποιοι αυθεντικοί ιδεαλιστές στην πολιτική, αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους διωκόμενους αριστερούς. Οι δονκιχωτικές, ρομαντικές, ευγενικές, ανιδιοτελείς πλευρές μας είναι απλούστατα ασύμβατες με την απέραντα κομφορμιστική εποχή μας. Ζούμε στο βασίλειο, συγνώμη, στη δημοκρατία της Ελεύθερης Αγοράς. Εκεί όπου θρησκεία είναι το χρήμα και τρόπος ζωής οι δημόσιες σχέσεις. Ποιος Δον Κιχώτης; Εάν εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μας, θα τον θεωρούσαμε ίσως έναν αφελή αιθεροβάμονα που παραβλέπει το συμφέρον του. Το πιθανότερο όμως είναι να μας φαινόταν ένας υποκριτής που υποδύεται τον ήρωα του Θερβάντες αποσκοπώντας σ' ένα απώτερο όφελος. Ζούμε σε εποχές πονηρές, και ο Δον Κιχώτης είναι το σύμβολο μιας ποιότητας εκρηκτικά επικίνδυνης για την εξουσία, αλλά και τόσο ανίσχυρης απέναντί της: της αθωότητας».

Χάρης Ρώμας, ηθοποιός

«Υπάρχουν ελάχιστοι Δον Κιχώτες ανάμεσά μας. Και σίγουρα δεν πρόκειται γι' αυτούς που το δηλώνουν. Θεωρώ ασύμβατο τον δονκιχωτισμό με τη διασημότητα. Είμαι, λοιπόν, ευτυχής που έχω γνωρίσει κάποιους ανώνυμους που μάχονται και ρισκάρουν χωρίς τα δικά μας δεκανίκια. Ανάμεσά τους ένας φίλος διασώστης που για χάρη συνανθρώπων του βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του και ο οποίος για να μου εξομολογηθεί αυτήν την πλευρά του έπρεπε να περάσουν χρόνια. Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες, ακόμα δυσκολότεροι για Δον Κιχώτες».

Βλαδίμηρος Κυριακίδης, ηθοποιός

«Αν αναζητήσουμε την ουσία του Δον Κιχώτη θα δούμε πως αντίπαλος αλλά και κινητήρια δύναμή του ήταν τα όνειρά του. Ηταν πηγαίος και εκμεταλλευόταν τη φαντασία του, εν αγνοία του. Σήμερα θα τον λέγαμε τρελό, ή στην καλύτερη περίπτωση γραφικό. Θα βάφτιζα σύγχρονο Δον Κιχώτη τη διανόηση του σήμερα, που δυστυχώς κι αυτή μάχεται τα ίδια της τα όνειρα. Κλείστηκε στο σπίτι της, λες και η εποχή δεν τη σηκώνει, κι έτσι από το σήμερα λείπει η αγάπη, ο ερωτισμός, τα όνειρά της. Σε αντίθεση με εμάς έξω, που έχουμε έναν άλλο μεγάλο εχθρό της εποχής να αντιμετωπίσουμε: το χρήμα. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι της διανόησης είναι και οι μόνοι που θα μπορούσαν σήμερα να κυβερνήσουν τον πλανήτη, κι αν μου ζητούσατε να ξεχωρίσω κάποιον, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι ο πρώτος που μου έρχεται στο νου».

Ο Σκορσέζε, ο Κλίντον και ο Θερβάντες

Κορίνα Βασιλοπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 23/1/2005

Οι πιο διαφορετικοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες και πολιτικοί έχουν φανταστεί το δικό τους Δον Κιχώτη

Εσείς, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να διαβάσετε τον "Δον Κιχώτη". Εκεί θα βρείτε τις λύσεις για τα πάντα».

Αυτή τη συμβουλή έδωσε κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στον Μπιλ Κλίντον, για να εισπράξει την απάντηση: «Τον έχω διαβάσει ήδη». Ο πρόεδρος δεν του είπε, όμως, πόσα από τα διδάγματά του αξιοποίησε στη θητεία του.

Πολύ πριν από αυτόν, αμέτρητοι φιλόσοφοι, ποιητές, πολιτικοί στοχαστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες παθιάστηκαν με τον ήρωα του Θερβάντες. Τις απόψεις τους για τον Δον Κιχώτη συνέλεξαν δυο αμερικανοί ισπανομαθείς μελετητές, ο Τζον Αλεν και η Πατρίσια Φιντς, στο βιβλίο «Ο Δον Κιχώτης στη δυτική τέχνη και διανόηση».

*«Οπως κι ο Δον Κιχώτης, έτσι κι εγώ επινοώ πάθη για να ασκούμαι» λέει ο Βολταίρος, ενώ κάποιους άλλους ο Θερβάντες φαίνεται να τους έχει «σημαδέψει»: Το 1782 ο Γκέτε εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς τον μεγάλο ισπανό συγγραφέα: «Αυτός με στηρίζει σε μια θάλασσα από χαρτιά, όπως το σωσίβιο στηρίζει τον κολυμβητή».

*Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Σοπενχάουερ, «η δημιουργία του κωμικού μυθιστορήματος ή μάλλον του αληθινού μυθιστορήματος, χάρη σε ένα έργο που περικλείει την πιο λεπτή ειρωνεία στον κόσμο, είναι αυτή που έκανε αθάνατο τον Θερβάντες». Ισως αυτή ακριβώς η ειρωνεία να οδήγησε τον Νίτσε στο συμπέρασμα ότι «είναι το πιο πικρό ανάγνωσμα από όσα γνωρίζω».

*Οσο για τον ποιητή Χάινριχ Χάινε, τοποθετεί τον δημιουργό του στο πάνθεον των αθανάτων: «Ο Θερβάντες, ο Σέξπιρ και ο Γκέτε απαρτίζουν την τριανδρία των ποιητών που με τα τρία είδη της ποίησης, επική, δραματική και λυρική, πέτυχαν την ύψιστη μορφή δημιουργίας».

*Ο Δον Κιχώτης, για κάποιους ήταν τρελός, για άλλους αθεράπευτα ρομαντικός. Αλλά να τι γνώμη είχε ο κορυφαίος Ντοστογέφσκι: «Αν έφτανε η συντέλεια αυτού του κόσμου και σε κάποιον άλλο κόσμο ρωτούσαν τους ανθρώπους τι κατάλαβαν από τη ζωή τους στη γη έχουν βγάλει, θα μπορούσε κανείς απλώς να παρουσιάσει το βιβλίο του Δον Κιχώτη και να πει: "Ιδού τα συμπεράσματά μου για τη ζωή. Μπορείτε τάχα να με καταδικάσετε γι' αυτό;"»

*Ομως αυτός ο (αντι)ήρωας δεν επηρέασε μόνο συγγραφείς και ποιητές: «Ως νέος φοιτητής, η επιθυμία μου να διαβάσω τον αθάνατο Δον Κιχώτη στο ισπανικό πρωτότυπο με ώθησε να μάθω δίχως δάσκαλο την όμορφη ισπανική γλώσσα» λέει ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Την ίδια στιγμή, ό ιδεαλισμός του Δον Κιχώτη θα αποτελέσει ένα φωτεινό σημείο αναφοράς για πολλούς διανοούμενους μέσα στον πολυτάραχο 20ό αιώνα. Ο Αντρέ Μαλρό είπε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ότι «μόνο τρία βιβλία, ο "Ροβινσών Κρούσος", ο "Δον Κιχώτης" και ο "Ηλίθιος" έχουν νόημα για όσους επέζησαν από τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης», ενώ ο Αλμπέρ Καμί σημείωνε:

«Αν ο Φάουστ και ο Δον Κιχώτης αποτελούν κορυφαία έργα τέχνης, αυτό οφείλεται στους αμέτρητους ευγενείς στόχους που μας δείχνουν οι ήρωες να ακολουθήσουμε με τα θνητά τους χέρια». Παράλληλα, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο Ουίλιαμ Φόκνερ έλεγε ότι μελετούσε τον Δον Κιχώτη κάθε χρόνο, «έτσι όπως άλλοι μελετούν τη Βίβλο».

*Ποιες είναι οι αξίες που μπορούν να συγκρατήσουν από τον Θερβάντες οι στοχαστές, αλλά και οι απλοί άνθρωποι τον 21ο αιώνα; «Η πίστη και η αμφιβολία. Η βεβαιότητα και η αβεβαιότητα. Αυτά είναι τα ζητήματα του σύγχρονου κόσμου που παρουσίασε ο Θερβάντες όταν επινόησε το σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα», απαντά ο μεξικανός συγγραφέας Κάρλος Φουέντες, ενώ ο νομπελίστας συμπατριώτης του Οκτάβιο Πας επισημαίνει:

«Με τον Θερβάντες γεννιέται η κριτική των απόλυτων αξιών: Γεννιέται η ελευθερία. Γεννιέται κι ένα χαμόγελο, όχι ευχαρίστησης, αλλά σοφίας».

*Για τον Μίλαν Κούντερα, δεν είναι εύκολο να δοθεί σαφής απάντηση στο ερώτημα «τι θέλει να πει το αριστούργημα του Θερβάντες». «Ορισμένοι ισχυρίζονται πως βλέπουν σε αυτό το έργο την ορθολογική κριτική στον συγκεχυμένο ιδεαλισμό του Δον Κιχώτη», σχολιάζει ο τσέχος συγγραφέας. «Αλλοι βλέπουν την εξύμνηση αυτού ακριβώς του ιδεαλισμού. Και οι δύο ερμηνείες είναι εσφαλμένες, διότι κατά βάθος δεν ψάχνουν να βρουν στο έργο κάποια ερωτήματα, αλλά μια ηθική στάση».

Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο Θερβάντες, εδώ και πέντε αιώνες, αποτελεί τόσο πρότυπο όσο και «πρόβλημα» για τους ισπανόφωνους, τουλάχιστον, συγγραφείς, αφού κανένας δεν μπορεί να τον φτάσει:

*«Γράφοντας την ιστορία του θαυμαστού ιδαλγού, ο Θερβάντες ανέβασε την ισπανική γλώσσα σε ύψη που ποτέ πριν δεν είχε φτάσει», αναφέρει ο περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα, «και έθεσε μια εμβληματική κορυφή για όσους από εμάς γράφουμε σε αυτήν. Από τότε, όλα τα μυθιστορήματα έμελλε να αναμετρούνται με τον πήχη που έθεσε εκείνος».

*Φαίνεται πάντως ότι μέσα από μια διαφορετική σύγχρονη οπτική, ο Θερβάντες θα μπορούσε να θεωρηθεί και πρώιμος σεναριογράφος ή σκηνοθέτης!

«Διάβασα τον "Δον Κιχώτη" λίγο πριν γυρίσω τις "Συμμορίες της Νέας Υορκης"», λέει ο Μάρτιν Σκορσέζε, «και ανακάλυψα ότι όλα όσα θα ήθελε να κάνει κάποιος με το στιλ, ο Θερβάντες το έκανε πρώτος: χρονικές εναλλαγές, απάντηση στους επικριτές από το πρώτο μέρος στο δεύτερο... υπάρχουν όλες οι παγίδες του νεότερου ρεύματος. Είναι τρομακτικά αστείο και ταυτόχρονα απελπιστικό, γιατί στο τέλος δεν ξέρεις από πού προέρχεται η άποψη, ποιος είναι ο Δον Κιχώτης ή αν πραγματικά πιστεύει σε αυτό που κάνει... Εν πάση περιπτώσει, εγώ απλώς κατάλαβα ότι ο Θερβάντες τα έκανε όλα πολύ πριν από τον Τζόις και τον Μελβίλ».

*Αφού, λοιπόν, ο Θερβάντες υπήρξε, κατά τα φαινόμενα, ένας διαχρονικός επαναστάτης, είναι φυσικό να επηρεάζει και τους επαναστάτες της πολιτικής. «Τι διαβάζεις αυτές τις μέρες;» ρώτησε κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες τον Ζαπατίστα κομαντάντε Μάρκος. «Ο Δον Κιχώτης είναι πάντα στο πλευρό μου» του απάντησε εκείνος. «Είναι το καλύτερο βιβλίο πολιτικής θεωρίας».

Πολλές ταινίες, μια κατάρα

Νίνου Φένεκ Μικελίδη, εφ. Ελευθεροτυπία, 23/1/2005

Τετρακόσια χρόνια φέτος από την πρώτη έκδοση του πρώτου μέρους του «Δον Κιχώτη», κι ο ονειροπαρμένος ιππότης του παραμένει πάντα επίκαιρος.

Την επικαιρότητα αυτή ξεχώρισε πολύ νωρίς ο κινηματογράφος προσφέροντας την πρώτη κιόλας ταινία το 1903, γυρισμένη στα γαλλικά στούντιο «Zecca». Μέχρι σήμερα έχουν γυριστεί περισσότερες από 16 διασκευές. Στην περίοδο του βωβού γυρίζεται και μια βερσιόν σε καρτούν (1909) από τον διάσημο Εμίλ Κολ, ενώ σε καρτούν θα τη γυρίσει και ο Αμερικανός Ουμπ Αϊβερκς το 1934.

* Η πιο πετυχημένη ίσως βερσιόν να ήταν εκείνη που σχεδίαζε να γυρίσει στη δεκαετία του '20, ο Σεργκεί Αϊζενστάιν. Σχέδιο που δυστυχώς ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Η πρώτη σημαντική, από τις 16 διασκευές που έγιναν μέχρι σήμερα, γυρίζεται το 1934 στη Γαλλία από το Γερμανό Παμπστ, με τον τραγουδιστή Φεοντόρ Σαλιάπιν.

* Η πιο πετυχημένη όμως διασκευή, και πιο πιστή στο βιβλίο του Θερβάντες είναι ο ρωσικός «Δον Κιχώτης» (1957) του Γκριγκόρι Κοζίντσεφ. Γυρισμένη στην Κριμέα, κατάφερε να αναπλάσει την ατμόσφαιρα του βιβλίου και τις απέραντες πεδιάδες της Ισπανίας με χρώματα ξεθωριασμένα που φέρνουν στο νου πίνακες της Αναγέννησης, ενώ ο πρωταγωνιστής του Νικολάι Τσερκάσοφ (ο Ιβάν στη ταινία «Ιβάν ο τρομερός» του Αϊζενστάιν) έδωσε με τον καλύτερο τρόπο τον ιππότη ήρωα.

* Το 1973, στην αμερικανική ταινία «Δον Κιχώτης, ο άνθρωπος απ' τη Μάντσα», ο Αρθουρ Χίλερ αποπειράθηκε να φτιάξει μια βερσιόν της ιστορίας σε μιούζικαλ, βασισμένο στο θεατρικό έργο, με τους Πίτερ Ο' Τουλ (Κιχώτης), Τζέιμς Κόκο (Σάντσο Πάντζα) και Σοφία Λόρεν (Δουλσινέα), που δυστυχώς δεν μπορούσαν ούτε να τραγουδήσουν ούτε να χορέψουν.

* Η «κατάρα» που ξεκίνησε με την απραγματοποίητη βερσιόν του Αϊζενστάιν χτύπησε και τη βερσιόν του Ορσον Γουέλς (ο σκηνοθέτης πέθανε πριν προλάβει να την τελειώσει). Ο Γουέλς άρχισε τα γυρίσματα το 1957 για να τα συνεχίσει, με διακοπές, στα επόμενα 15 χρόνια, χρησιμοποιώντας στο ρόλο του Δον Κιχώτη τον Ισπανό Φρανσίσκο Ριγκουέρα (που πέθανε πριν ο Γουέλς ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας) και στο ρόλο του Πάντζα τον τακτικό του συνεργάτη, Ακίμ Ταμίροφ.

Ο Γουέλς μετέφερε τον Δον Κιχώτη και τον πιστό βοηθό του Σάντσο Πάντζα από την Ανδαλουσία του 16ου αιώνα στην Ισπανία της δεκαετίας του 1970 - την ταινία τη γύρισε χωρίς ήχο και σχεδίαζε να ντουμπλάρει ο ίδιος όλες τις φωνές! Ευτυχώς, στη δεκαετία του '90, βρέθηκαν οι σκηνές που είχαν γυριστεί, ολοκλήρωσαν το σάουντρακ με βάση τις σημειώσεις του Γουέλς και το 1992 έφτιαξαν τον «Δον Κιχώτη του Ορσον Γουέλς» όσο μπορούσαν πιο κοντά στη σύλληψη του δημιουργού του. Από την σχεδόν ολοκληρωμένη βερσιόν λείπει δυστυχώς μια μεγάλη σκηνή που ανήκει σε ιδιώτη συλλέκτη που αρνήθηκε να την παραχωρήσει. Πρόκειται για την σκηνή όπου ο Δον Κιχώτης μπαίνει σε μια αίθουσα κινηματογράφου όπου, οργισμένος με μια ωμή σκηνή μάχης που προβάλλεται, ορμά και τρυπά την οθόνη με τη λόγχη του.

*Η «κατάρα» των προσπαθειών για κινηματογράφηση του «Δον Κιχώτη», χτύπησε και το 2000. Ο Τέρι Γκίλιαμ, των Μόντι Πάιθον, άρχισε να γυρίζει στην Ισπανία το «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Δον Κιχώτη», με τον Γάλλο Ζαν Ροσφόρ. Γυρίσματα που κράτησαν έξι μόνο μέρες πριν οι παραγωγοί διακόψουν μια παραγωγή που θα τους κόστιζε 32 εκατομμύρια δολάρια, εξαιτίας διάφορων ατυχημάτων (καταστροφή των μηχανημάτων από σφοδρή καταιγίδα, αρρώστια του πρωταγωνιστή, κ.ά.). Περιπέτεια που κατέγραψαν στο ιδιαίτερα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ τους «Χαμένος στη Λα Μάντσα» οι Αμερικανοί Κιθ Γούλτον και Λούις Πέπε.