Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Francis Scott Fitzgerald: «Ο Γκάτσμπυ είμαι εγώ»

Μιχάλης Μοδινός, εφ. Τα Νέα, 5/1/2013

Ενενήντα χρόνια αφότου γράφηκε ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ», το μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, που κινητοποιεί το πανανθρώπινο όραμα του επίγειου παραδείσου, κυκλοφορεί σε νέα ελληνική μετάφραση συνομιλώντας σε πολλά επίπεδα με τη σημερινή εποχή.

Ο μεγάλος Γκάτσμπυ

«Ο Γκάτσμπυ είμαι εγώ», θα ομολογούσε ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940) αν ζούσε λίγα χρόνια ακόμη. Είμαι βέβαιος γι' αυτό. Ισως μάλιστα προσέθετε, απευθυνόμενος στους άρρενες αναγνώστες του «... κι άλλωστε ο Γκάτσμπυ είστε όλοι εσείς».

Πιθανότατα θα είχε δίκιο. Γιατί ο ανδρικός πληθυσμός, μάλλον στο σύνολό του, θα μπορούσε να ταυτιστεί, εν μέρει ή εν όλω, με το πρόσωπο του ήρωα που επιστρέφοντας παρασημοφορημένος από το μέτωπο μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου κάνει τα πάντα προκειμένου να ξαναστήσει το παρελθόν στα πόδια του. Τότε που ως έφεδρος ανθυπολοχαγός είχε ερωτευθεί στο Λούιζβιλ του Κεντάκι την Ντέζι Φέι, γοητευτική νεαρά ανώτερης από αυτόν κοινωνικής τάξης. Η σχέση τους θα διακοπεί εκ των πραγμάτων όταν ο Γκάτσμπυ μετατεθεί στη Γαλλία και η Ντέζι θα παντρευτεί έναν πάμπλουτο και κτητικό τύπο, τον Τομ Μπιουκάναν. Ομως η εξιδανικευμένη ανάμνησή της δεν θα πάψει να καθοδηγεί τον Γκάτσμπυ σε κάθε του βήμα. Αδράχνοντας τις ευκαιρίες που προσφέρει η ραγδαία ανάπτυξη της δεκαετίας του '20 - το Κραχ του 1929 απέχει ακόμη - θα καταφέρει να πλουτίσει μέσα σε λίγα χρόνια, εν πολλοίς με σκοτεινές μεθόδους, εκμεταλλευόμενος  τις ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας που προσφέρει η αμερικανική κοινωνία αλλά και η εποχή της ποτοαπαγόρευσης και της συγκρότησης νέων τζακιών.

Το χρήμα είναι ένδειξη θεϊκής εύνοιας σε προτεσταντικό περιβάλλον, μας είχε διδάξει ο Μαξ Βέμπερ, αναζητώντας τις απαρχές του καπιταλισμού. Και ο ήρωάς μας θα κτίσει μια υπερπολυτελή βίλα στο Λονγκ Αϊλαντ, στην άλλη μεριά του κόλπου όπου κατοικεί η Ντέζι με τον Τομ, θα ατενίζει τις νύχτες το πράσινο φως στην προβλήτα της, και θα δίνει εξωφρενικά πάρτι με εκατοντάδες καλεσμένους, ορχήστρες τζαζ και άφθονη σαμπάνια προκειμένου να ελκύσει την προσοχή της, σαν σχολιαρόπαιδο. Με τη βοήθεια του αφηγητή της ιστορίας Νικ Κάραγουεϊ, θα έλθει επιτέλους σε επαφή με την αγαπημένη του και θα την πείσει ότι το παρελθόν είναι δυνατόν να επαναληφθεί ή με άλλα λόγια ότι ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει για πάντα.

Αυτή η ρομαντική πεποίθηση είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου και ο λόγος της ταύτισης του αναγνώστη με τον ήρωα. Γιατί, βασικό χαρακτηριστικό του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα είναι, όπως ισχυρίζεται ο Χάρολντ Μπλουμ, η αναγνώριση του εαυτού μας στο ανοίκειο. Και ποιος δεν θα αναγνωρίσει τον εαυτό του στην επιθυμία για διάρκεια ή έστω στη διαρκώς διαψευδόμενη, όμως εσαεί ζωντανή, άλογη ελπίδα ότι ο έρωτας μπορεί να ζήσει για πάντα, - ότι τρόπον τινά συνιστά το διαβατήριο για την αθανασία;

Φυσικά, ο Γκάτσμπυ θα διαψευσθεί, όπως άλλωστε όλοι μας. Προς στιγμήν ωστόσο το όνειρο θα έχει γίνει πραγματικότητα. Η Ντέζι θα θαμπωθεί από τα πλούτη και την επιτυχία του παλιού της αγαπημένου, η ανιαρή της ζωή θα αποκτήσει νόημα, ο έρωτας και η αιώνια νεότητα θα προβάλλουν ως τα συστατικά του αμερικανικού ονείρου. Οι πράξεις μας καθοδηγούνται από τη σισύφεια προσπάθεια να κατανικηθεί η πλήξη, και η πραγματίστρια Ντέζι το γνωρίζει καλά, απηχώντας πιθανότατα τον Τ. Σ. Ελιοτ, του οποίου «Η έρημη χώρα» είχε κυκλοφορήσει μόλις πριν από δύο χρόνια. «Τι θα κάνουμε το απόγευμα; Τι θα κάνουμε αύριο, τι θα κάνουμε τα επόμενα τριάντα χρόνια;» αναρωτιέται η ηρωίδα ένα απομεσήμερο συμπυκνώνοντας όχι τόσο τον τρόμο του μέλλοντος όσο της επανάληψης. Με αυτόν τον τρόπο κινητοποιεί τις δυνάμεις του δράματος: την αναζήτηση της περιπέτειας, την επινόηση νέων μορφών διασκέδασης, αργότερα το ατύχημα, το φονικό, την προδοσία.

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: Τότε που η ουτοπία έμοιαζε εφικτή

«Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» παραμένει ένα αρχετυπικό μυθιστόρημα λόγω της καινοτομικής γραφής του και κυρίως λόγω του τραγικού τέλους του ιδεαλιστή, ρομαντικού ήρωά του. Αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το Αμερικανικό Ονειρο – σύζευξη πραγματιστικού υλισμού και αέναης απόπειρας αναβίωσης του παρελθόντος

Πέθανε μόλις στα σαράντα τέσσερά του και όμως κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα του στο μοντερνιστικό ρεύμα της λογοτεχνίας του Εικοστού Αιώνα. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940), ανήκει στη λεγόμενη «χαμένη γενιά» και μαζί με τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ, τον Τζον Ντος Πάσος, τη Γερτρούδη Στάιν κ.ά. θα κατασκεύαζε μια γέφυρα ανάμεσα στις δυο ακτές του Ατλαντικού. Τέκνο της Μεσοδυτικής Αμερικής, έμελλε να εγκολπωθεί το πνεύμα των πιονέρων προπατόρων, την αίσθηση των ατελεύτητων συνόρων στις Μεγάλες Πεδιάδες, και το όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης, της περιπέτειας και της διά βίου νεότητας. Γεννήθηκε στο Σεντ Πολ της Μινεσότα, υπήρξε μέτριος μαθητής αν και έλαβε καλή μόρφωση, άρχισε να γράφει ήδη από τα μαθητικά του χρόνια και ενώ δεν του δόθηκε η ευκαιρία να διαβεί τον ωκεανό μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκαταστάθηκε αμέσως μετά στη Γαλλία όπως και πολλοί ομότεχνοί του. Η Ευρώπη έδρασε σαν αντιαποκάλυψη στον ευαίσθητο ψυχισμό του, δίνοντάς του την απαραίτητη ιστορική προοπτική αλλά και την ευκαιρία να διαβάζει τη χώρα του με μια διαρκώς φρέσκια ματιά. Η λογοτεχνία του - τα τέσσερα μυθιστορήματα και τα εκατοντάδες διηγήματά του - απεικονίζει το άδραγμα της στιγμής, την αποθέωση της καθημερινότητας και την διαρκή αναζήτηση απολαύσεων εν μέσω μιας υπαρξιακής απελπισίας. Οι ήρωές του καταδιώκουν το αδύνατο με επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης - της αδυναμίας εύρεσης της Γης της Επαγγελίας.

Λυρικό αφήγημα στην ουσία του, «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» που δημοσιεύθηκε το 1922, παρά το ότι δεν πούλησε πολύ σε πρώτη φάση, έμελλε να επιβιώσει της εποχής του, να γίνει κατ' επανάληψη ταινία αλλά και να εισάγει τρόπους συμπεριφοράς και κοινωνικές μόδες. Ο Φιτζέραλντ μεροληπτεί υπέρ του ρομαντικού αρσενικού ήρωά του, αντλώντας από τους τροβαδούρους του Μεσαίωνα, από τον Θερβάντες και τον Σαίξπηρ, από όλη την κλασική λογοτεχνική παράδοση. Σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους «ρεαλιστικούς» ήρωες του Μέιλερ, του Απντάικ ή του Ροθ, συγγραφέων που αναζητούν τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή της αμερικανικής ανθρωποπανίδας, ο Γκάτσμπυ είναι ένας αρχετυπικός, γοητευτικός, μυθικός ήρωας της κατά Φιτζέραλντ «Εποχής της Τζαζ», μιας εποχής όπου η ουτοπία έμοιαζε ακόμα εφικτή. Εντούτοις ή ίσως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα νεωτερικά στοιχεία είναι εμφανή: οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, τα φλας μπακ, η ανάδειξη του αφηγητή σε συμμέτοχο των δρωμένων, η διακειμενικότητα, οι τολμηροί συνειρμοί, η «σκηνική» πυκνότητα, το τοπίο ως ενεργό συστατικό της ιστορίας. Οι γυναίκες παραμένουν σε μια πρώτη ανάγνωση δευτερεύοντα πρόσωπα για την οικονομία της αφήγησης. Κι όμως, το γοητευτικό «χρυσό κορίτσι» που εκπροσωπεί η Ντέζι, αυτή η κόρη του βασιλιά που προξενεί πάθη ψηλά πάνω από τον θρόνο της, είναι ίσως το πλέον ρεαλιστικό πρόσωπο και αυτό που γειώνει την αφήγηση. Η κεντρική ηρωίδα, η Ντέζι, δεν πιστεύει στην ευτυχία, γνωρίζει την πλήξη της ουτοπίας και διαισθάνεται τα όρια του έρωτα. Η πεζότητα και ο πραγματισμός της είναι οδηγοί για όσα θα ακολουθήσουν τις επόμενες δεκαετίες - στη λογοτεχνία αλλά και την ίδια τη ζωή. Η ίδια θα αποδειχθεί με τυπικούς όρους κατώτερη των περιστάσεων. Γιατί, την κρίσιμη ώρα, επιδεικνύοντας την κατά τον Φιτζέραλντ αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι της, αφενός δεν θα ακολουθήσει τον Γκάτσμπι στη μεγάλη φυγή αφετέρου θα του επιτρέψει να αναλάβει την ευθύνη για το ατύχημα που η ίδια προκάλεσε, σκοτώνοντας την ερωμένη του συζύγου της. Και ω! της μεγάλης ειρωνείας, ο Γκάτσμπυ θα σκοτωθεί από το χέρι του άσχετου προς τον ίδιο, απατημένου συζύγου, καθοδηγούμενο από τον αντεραστή του, τον Τομ, σύζυγο της Ντέζι. Ο συμβατικός, άξεστος Τομ θα έχει εντέλει θριαμβεύσει ανακτώντας το ερωτικό του έπαθλο, ενώ ο ρομαντικός ιδεολόγος Γκάτσμπυ, ο προασπιστής της ερωτικής αθανασίας, θα έχει νομοτελειακά ηττηθεί. Μαζί του θα έχει ηττηθεί, όπως διαφαίνεται στο τέλος του βιβλίου, το όραμα ενός Νέου Κόσμου, μιας Γης της Επαγγελίας που είχε εμφανιστεί - σαν το πράσινο φως στην προβλήτα της Ντέζι - στα έκθαμβα μάτια των τολμηρών εκείνων εξερευνητών που είχαν πρωτοαντικρίσει τις ακτές του Νέου Κόσμου. Αλλά έτσι πορευόμαστε, «βάρκες ενάντια στο ρέμα».

Μια σημείωση για τη μετάφραση και τον διαφωτιστικό πρόλογο του Άρη Μπερλή μοιάζει πλεονασμός -αλλά ας τον διαπράξουμε.