Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Νίκος Καζαντζάκης: Στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Έρη Σταυροπούλου, εφ. Τα Νέα, 17/1/2000

Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ο πρώτος νεοέλληνας συγγραφέας που κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση, ο πρώτος που απέκτησε ένα πλατύ και φανατικό αναγνωστικό κοινό, ο πρώτος που κίνησε το ενδιαφέρον του κοινού αυτού με τις ιδέες του, που η ζωή του προκάλεσε τόσες συζητήσεις όσες και τα βιβλία του. Μυθιστορήματά του γυρίστηκαν ταινίες, βιβλία γράφτηκαν γι' αυτόν όχι μόνον από Έλληνες αλλά και από ξένους νεοελληνιστές, και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, δημιουργήθηκε ένα Μουσείο αφιερωμένο αποκλειστικά σ' αυτόν.

Το εύρος της προσωπικότητας και της δημιουργίας του μπορεί ακριβώς να μετρηθεί και από τις ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες απόψεις, από διθυραμβικές έως απορριπτικές, που έχουν διατυπωθεί για το έργο του, κοιταγμένο από διαφορετικές καλλιτεχνικές, αισθητικές και ιδεολογικές οπτικές γωνίες.

Είναι για τον λόγο αυτό εξαιρετικά δύσκολο από τη μια να συμπυκνωθούν οι πληροφορίες για τη ζωή και την προσωπικότητά του και από την άλλη να δοθούν τα αναγκαία σχόλια για το εκτεταμένο και πολύπλευρο έργο του, έτσι ώστε να σχεδιάσουμε ικανοποιητικά το πνευματικό και καλλιτεχνικό πορτρέτο του, χωρίς να πλεονάζουν οι αναπόφευκτες παραλείψεις και απλουστεύσεις.

Πρώτα απ' όλα έχουμε μια μεγάλη σειρά βιβλίων που χρησιμεύουν ως μαρτυρίες ή που τον μυθοποιούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη απόκλιση από την πραγματικότητα. Από την εκτεταμένη αλληλογραφία του ξεχωρίζουν οι δύο τόμοι Επιστολές προς τη Γαλάτεια (εκδόθηκε το 1958), που απευθύνονταν στην πρώτη του γυναίκα Γαλάτεια Καζαντζάκη, και τα Τετρακόσια γράμματα στον Πρεβελάκη (1965), με τον οποίο τον έδεναν άρρηκτοι δεσμοί φιλίας. Από τα βιβλία με αναμνήσεις και ανέκδοτα ή τις προσπάθειες σύνθεσης της βιογραφίας και ερμηνείας του έργου του, αν μείνουμε μόνο στο στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, αξίζουν να σημειωθούν, με χρονολογική σειρά, η σκληρά σκωπτική εικόνα του στο μυθιστόρημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη Άνθρωποι και υπεράνθρωποι (1957) και η αντίστοιχη απομυθοποίηση του ανθρώπου, μαζί, όμως, με τον θαυμασμό για τον συγγραφέα, στο βιβλίο της αδελφής της, Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος (1966). Αντίθετα, εξιδανικευμένος παρουσιάζεται ο χαρακτήρας του στην πληρέστερη, οπωσδήποτε, βιογραφία του Νίκος Καζαντζάκης - ο Ασυμβίβαστος (το 1977) από τη δεύτερη γυναίκα του, Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, ενώ ο πνευματικός του γιος, ο Πρεβελάκης, με αφετηρία τη μορφή τού δασκάλου του έπλασε τον ήρωα Λοΐζο Νταμολίνο στην τριλογία του Ο ήλιος του θανάτου (1959), Η κεφαλή της μέδουσας (1963) και Ο άρτος των αγγέλων (1966).

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης μυθοποίησε τη ζωή του στο τελευταίο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο (1961), κείμενο στο οποίο προβάλλει ιδιαίτερα την καταγωγή του, που τον προίκισε με μια ιδιόμορφη όραση για τον κόσμο, την «κρητική ματιά», όπως την ονόμαζε, για την οποία ήταν υπερήφανος. Στο βιβλίο αυτό αποκαλύπτει και τα τέσσερα «σκαλοπάτια» της δύσκολης ανοδικής δημιουργικής πορείας του: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας, που σηματοδοτούν τις βάσεις της κοσμοθεωρίας του φτιαγμένης από ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες κάποτε ιδεολογίες και φιλοσοφίες.

Ο κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραπάνω έργα, το χαρακτηριστικό που ούτε οι εθχροί του το αμφισβήτησαν ποτέ, είναι η μεγάλη εργατικότητα και το αγωνιστικό του πνεύμα, η ακλόνητη θέλησή του να συνθέσει το Έργο του, η αφοσίωσή του στο γράψιμο με τρόπο κάποτε τυραννικό για τον εαυτό του και απάνθρωπο για τους γύρω του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που προκύπτει, επίσης, από τα έργα αυτά είναι η χρησιμοποίηση αυτοβιογραφικών και ευρύτερα βιωματικών στοιχείων ως πηγή της έμπνευσής του.

Μάιος 1957. Ο Νίκος Καζαντζάκης και η γυναίκα του Ελένη στην πρεμιέρα της ταινίας «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στις Κάννες. Αριστερά του, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασσέν. Δεξιά του, ο Κίμων Φράιερ. Ανάμεσά τους (με παπιγιόν) ο Ladislas Kijno

Όπως γράφει ο Πρεβελάκης: «Ο βίος του [Καζαντζάκη] προσδιορίζεται κυρίως από μιαν ενδόμυχη αιτιότητα: από τον πυρετό και το μεγαλεπήβολο του πνεύματος, από την θεληματικότητα, από την ενδοστρεφή μανία [...] από την ειδική αισθαντικότητα των ποιητών [...] και τον οίστρο της φιλοδοξίας».

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902-1906) και κατόπιν στο Παρίσι (1907-1909), όπου παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα του μεγάλου Γάλλου φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν, που τον επηρέασε αποφασιστικά. Πληθωρικός και πολυσυλλεκτικός αναγνώστης επηρεάστηκε παράλληλα από τον Νίτσε, τον William James, τον Berkeley, τον Spengler κ.ά., προσπαθώντας να συνδυάσει τον μαρξισμό, τον φροϋδισμό, τον πρωτογονισμό σε μια σύνθεση, που ο Πρεβελάκης ονόμασε «ηρωικό μηδενισμό». Επισημαίνοντας τις αντιφάσεις της κοσμοθεωρίας του ο Κώστας Στεργιόπουλος έγραψε: «Ο μηδενισμός του, ο υλισμός του και ο βιταλισμός του σκοντάφτουν πάνω στον ιδεαλισμό του, τον ασκητισμό του και τον ιδιόμορφο θεϊσμό του, δίνοντας στον αγώνα του αποχρώσεις υπαρξιακές».

Ο Peter Bien, ο σημαντικότερος σύγχρονος ξένος μελετητής του έργου του, θεωρεί ότι η εξελικτική ιδεολογική πορεία του Καζαντζάκη χαρακτηρίζεται βασικά από συνέχεια και όχι από αλλαγή, επεξηγώντας: «Οι πολιτικές του ιδέες προέρχονται από την αναζήτηση του Θεού, η αναζήτηση του Θεού από τις πολιτικές του ιδέες. Δεν εγκαταλείπει ένα ενδιαφέρον για να προχωρήσει στο επόμενο, αλλά μεταφέρει τα παλιά του ενδιαφέροντα μαζί του, καθώς συγκεντρώνει καινούργια. Ο εθνικισμός του αποτελεί συνέχεια του αισθητισμού του, ο κομμουνισμός του τού εθνικισμού του, ο αντικομμουνισμός του συνέχεια των ίδιων συστατικών που παρήγαγαν τον κομμουνισμό του. Και όλες αυτές οι πολιτικές και μεταπολιτικές θέσεις είναι εκδηλώσεις ορισμένων συνεχών θέσεων απέναντι στον θάνατο, τον Θεό και την αστική τάξη, ορισμένων ψυχολογικών αναγκών και ενός μεταφυσικού συστήματος που προσέθετε κοσμολογική σημασία στις εγκόσμιες-υλικές του δραστηριότητες».

Ο Νίκος Καζαντζάκης και η δεύτερη γυναίκα του Ελένη στο σπίτι τους ­ το επιλεγόμενο «Κουκούλι» ­ στην Αντίμπ στη Νότια Γαλλία (1954)

Φοιτητής ακόμη, άρχισε να γίνεται γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τα πρώτα έργα του, το δοκίμιο Η αρρώστια του αιώνος (1906), το βιβλίο Όφις και κρίνο (1906), το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές (1909-1910) και μερικά θεατρικά. Συνεργάστηκε με περιοδικά, εφημερίδες και εγκυκλοπαιδικά λεξικά, έγραψε σχολικά βιβλία, ενώ για πολλά χρόνια μετέφραζε, κυρίως για λόγους βιοποριστικούς, μελέτες, άρθρα και λογοτεχνικά έργα, σφραγίζοντάς τα με την ιδιότυπη γλώσσα του και την προσωπικότητά του: Νίτσε, W. James, Μπερξόν, Δαρβίνο, Μπίχνερ, Μέτερλινκ, Έκκερμαν, Πλάτωνα, ακόμη τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, τον πρώτο Φάουστ του Γκαίτε κ.ά. Τέλος, σε συνεργασία με τον καθηγητή Ι. Κακριδή την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

Το 1914-1915 περιηγήθηκε συστηματικά την Ελλάδα μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, που είχε γνωρίσει στον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια του στο εξωτερικό (Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία, Ισπανία, Σοβιετική Ένωση, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Παλαιστίνη, Κύπρος), κυρίως ως ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων, του έδωσαν το υλικό για τα περίφημα ταξιδιωτικά του βιβλία: Ιταλία, Ισπανία, Αίγυπτος, Σινά (1927), Τι είδα στη Ρουσία (1928, τόμ. Α'-Γ'΄), Ισπανία (1937), Ιαπωνία - Κίνα (1938), Αγγλία (1941), Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος (1961). Του έδωσαν, επίσης, τη δυνατότητα να ζήσει από κοντά μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα μας (όπως ήταν η ρωσική επανάσταση) και να γνωριστεί με εξέχουσες προσωπικότητες. Σ' αυτόν τον αειπλάνητο βίο δεν σταματούσε να μελετά και, κυρίως, να γράφει αδιάκοπα, διορθώνοντας συχνά και μεταπλάθοντας τα έργα του. Παράλληλα, άρχισε να γίνεται γνωστός στην Ευρώπη με μεταφράσεις έργων του και με δύο δικά του μυθιστορήματα, γραμμένα στα γαλλικά, το 1929 το Toda-Raba και το 1936 το Le Jardin des Rochers.

Συχνά αποζητούσε τη δημιουργική απομόνωση, ενώ άλλοτε βρισκόταν στο προσκήνιο με δημόσιες δραστηριότητες (1919-20 διευθυντής στο υπουργείο Περιθάλψεως, 1945 ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση και για δύο μήνες έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη). Η υποψηφιότητά του για την Ακαδημία Αθηνών και για το βραβείο Νόμπελ πολεμήθηκαν στη χώρα μας από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Αποφασισμένος να σταδιοδρομίσει ως συγγραφέας στο εξωτερικό, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία από τα μέσα του 1946 (πρώτα στο Παρίσι, μετά στην Αντίμπ). Εκεί του δόθηκε η δυνατότητα να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο γράψιμο και να δημιουργήσει τις μεγάλες μυθιστορηματικές του συνθέσεις. Ύστερα από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, αφού πρόφτασε να δει τα έργα του να μεταφράζονται και να γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία.

Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη ­ στον ενετικό προμαχώνα Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο Κρήτης ­ με τη φράση «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος»

Ουσιαστική αφετηρία του ώριμου πρωτότυπου έργου του μπορούμε να θεωρήσουμε του βιβλίο Salvatores Dei - Ασκητική (1927) γραμμένο στο Βερολίνο. Καταθέτοντας σ' αυτό μια πλατιά εικόνα της κοσμοθεωρίας του, μπόρεσε στη συνέχεια να την ενσωματώσει στη λογοτεχνική δημιουργία του.

Ο Καζαντζάκης θεωρούσε τη δική του Οδύσσεια (1938), ποίημα 33.333 στίχων, που αρχίζει εκεί που τελειώνει η ομηρική και τελειώνει ύστερα από πολλές περιπέτειες με τον αφανισμό του ήρωα στον Νότιο Πόλο, ως το κορυφαίο έργο του. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο σύγχρονο έπος, έργο υψηλής σύλληψης και φιλόδοξων ιδεολογικών και φιλοσοφικών στόχων, πληθωρικό και άνισο, με καταιγισμό εικόνων, μύθων και θεμάτων. Η δημιουργική μετάφραση του Kimon Friar στα αγγλικά έκανε γνωστό το έργο αυτό στο εξωτερικό, όπου γνώρισε αρκετή επιτυχία, μεταφρασμένο στη συνέχεια σε αρκετές γλώσσες.

Όπως η μορφή του Οδυσσέα, αντίστοιχα αρχετυπικοί είναι οι πρωταγωνιστές των θεατρικών του έργων, εμπνευσμένων από την αρχαία, βυζαντινή και νεώτερη ιστορία, τη μυθολογία, τη χριστιανική και λαϊκή παράδοση: Ο πρωτομάστορας, Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός, Οδυσσέας, Μέλισσα, Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Καποδίστριας, Σόδομα και Γόμορρα, Προμηθέας, Κούρος, Χριστόφορος Κολόμβος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Βούδας. Παρά τη δραματική τους μορφή, οι σκηνικές τους αρετές είναι περιορισμένες· πρόκειται για κείμενα προορισμένα από τον δημιουργό τους να αναπτύξουν διαλογικά τα κύρια θέματα που τον απασχολούν.

Σε όλο του το έργο δύο είναι οι βασικοί τύποι ηρώων που καθορίζουν τόσο τη θεματική του όσο και την ανάπτυξη των ιστοριών του: από τη μια ο ήρωας, ο υπεράνθρωπος, από την άλλη ο απλός, καθημερινός άνθρωπος, ο λαός. Ο πρώτος ηγείται, ανοίγει δρόμους, θυσιάζεται για τις ιδέες του, ο άλλος, συνήθως ως συλλογικό υποκείμενο, ως χορός στις τραγωδίες του, ακολουθεί, διστάζει, ματαιώνει τα μεγάλα σχέδια από φόβο και αντίδραση. Στον πρώτο, ενυπάρχουν δύο φαινομενικά αντίπαλες ροπές, που μάχονται απεγνωσμένα και ενσαρκώνονται με δύο διαφορετικούς ήρωες: τον άνθρωπο της δράσης και τον ασκητή ή άγιο, χαρακτήρα όχι παθητικό αλλά, αντίθετα, αγωνιστή της πίστης του, στην προσπάθειά του να υποτάξει τη χοϊκή του πλευρά. Συχνά οι δυο τους ενσαρκώνονται στο ίδιο πρόσωπο και η πάλη τους είναι οδυνηρή, ενώ το κυρίαρχο θέμα είναι η υπαρξιακή αγωνία και η αντιμετώπιση του θανάτου.

Ο Νίκος Καζαντζάκης μπροστά στον γοτθικό καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο, στις 19 Μαΐου 1926.

Το στοιχείο αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στα μυθιστορήματά του. Έργα μεγάλων συγκρούσεων, με έντονα ηθικά διλήμματα, ανθρώπινους χαρακτήρες έξω από το μέτριο, ακραίους, αρχετυπικούς, συχνά καταπιεσμένους από τη βιοθεωρία του δημιουργού τους. Το πεζογραφικό του έργο αντλεί την πνοή του από τα διδάγματα των μεγάλων ρεαλιστών συγγραφέων του 19ου αιώνα. Παρά τα κάποια ελαττώματά του (όπως είναι για τον σύγχρονο αναγνώστη η εξεζητημένη γλώσσα και η πολύ φανερή υποστήριξη των ιδεών του, αυτή η μεταφυσική διάσταση της σκέψης του που τον απομάκρυνε από τη βιωματική της αφετηρία), φανερώνει μεγάλη περιγραφική δύναμη, με συναρπαστικές εικόνες και ωραία κίνηση του πλήθους, μαζί με μερικούς ανεπανάληπτους ήρωες, όπως ο ομώνυμος διονυσιακός πρωταγωνιστής στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946). Την Κρήτη των παιδικών του χρόνων και τη μορφή του πατέρα του αποτύπωσε στο Ο καπετάν Μιχάλης (1953), με θέμα τους αγώνες των Κρητικών για την απελευθέρωση της πατρίδας τους· ο υπότιτλος, όμως, του βιβλίου «Ελευθερία ή θάνατος» αντιστρέφεται στον «μηδενιστικό ηρωισμό» της ελεύθερης επιλογής του ηρωικού θανάτου. Με το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) άρχισε να αναπτύσσει στην αφηγηματική πεζογραφία του τον προβληματισμό του γύρω από βασικές έννοιες της χριστιανικής θρησκείας, προβληματισμό που τον οδήγησε στα άκρα στο Ο τελευταίος πειρασμός (1955), προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Καθολικής όσο και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από μια άλλη σκοπιά επιστρέφει στο ίδιο ευρύτατο θέμα με την αφήγηση της ζωής του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης στο Ο φτωχούλης του Θεού (1956). Τέλος, Οι αδερφοφάδες (1963), έργο εμπνευσμένο από τον εμφύλιο πόλεμο, μαζί με μερικά ακόμη ελάσσονα κείμενα συμπληρώνουν την απαρίθμηση του έργου του.

Η Ελένη Καζαντζάκη, πιστή σύντροφος και ακούραστη βοηθός του για περισσότερα από 30 χρόνια, έχει γράψει: «Θα 'πρεπε να κρίνουμε τον Καζαντζάκη, όχι από το τι έκαμε, κι αν αυτό που έκαμε έχει ή δεν έχει ανώτατη αξία. Παρά τι ήταν αυτό που ήθελε να κάμει, κι αν αυτό που ήθελε να κάμει είχε ανώτατη αξία για κείνον και για μας τους άλλους.» Όλοι, βέβαια, κρινόμαστε από το έργο και όχι μόνον από τις προθέσεις μας. Έτσι κι αλλιώς, το κατορθωμένο έργο του Καζαντζάκη τού δίνει μία από τις πρώτες θέσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας μας όχι μόνο για την έκταση, την ποικιλία και το εύρος των θεμάτων του, αλλά και για την αναζωογονητική πνοή στην πεζογραφία μας με τη δύναμη της αφηγηματικής του φωνής. Αν, τώρα, αναλογιστούμε και την αγωνιώδη πνευματική πορεία του με τα άλματα και τις παλινωδίες και συνυπολογίσουμε το ότι θέλησε να μπολιάσει τη λογοτεχνία μας με μία ιδεολογική και φιλοσοφική διάσταση πρωτοφανή για τον τότε στενό ηθογραφικό της ορίζοντα, σίγουρα αντιλαμβανόμαστε ότι υπήρξε για την πνευματική μας ζωή μια από τις μεγάλες μορφές αυτού του αιώνα.