Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Το αντισυμβατικό θέατρο του Νίκου Καζαντζάκη

Γιώργος Π. Πεφάνης, εφ. Καθημερινή, 16/7/2006

Κυριακή Πετράκου, Ο Καζαντζάκης και το θέατρο, εκδ. Μίλητος, σελ. 717

Μια ιστορική και φιλολογική έρευνα στο λιγότερο μελετημένο έργο του συγγραφέα

Mολονότι η βιβλιογραφία που έχει συνταχθεί γύρω από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη τα τελευταία χρόνια είναι απίστευτα μεγάλη και πολυσχιδής, το θεατρικό έργο του δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής. Υπάρχουν διάφορες μελέτες, διασκορπισμένες σε βιβλία και σε περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έλειπε όμως μια εμβριθής μονογραφία, γραμμένη με συστηματικό τρόπο. Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει με το βιβλίο της «Ο Καζαντάκης και το θέατρο», ύστερα από αρκετά χρόνια επίπονης εργασίας, η Κυριακή Πετράκου, επίκουρη καθηγήτρια θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη. Οι δύο αυτές ιδιότητες καθρεφτίζονται καθαρά και στο ογκώδες πόνημά της: από τη μια πλευρά, επιτόπια έρευνα σε αρχεία και βιβλιοθήκες, συλλογή τεράστιου πρωτογενούς υλικού, εξαντλητική αξιοποίηση των πηγών και της διεθνούς βιβλιογραφίας, διεξοδικές περιγραφές και αναλύσεις των επιμέρους αντικειμένων και, από την άλλη, μια βαθιά αγάπη για τον μεγάλο συγγραφέα και διανοητή, που για πολλά χρόνια εθεωρείτο από τους φιλολογικούς και θεατρικούς κύκλους persona non grata.

Σύνθετοι στόχοι

Αν ο χαρακτήρας ενός βιβλίου προσδιορίζεται από τους στόχους που θέτει και η αξία του από τα ερωτήματα στα οποία απαντά, αλλά και από εκείνα τα οποία προκαλεί, το βιβλίο της Πετράκου πρέπει να καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στην ελληνική θεατρολογική βιβλιογραφία. Οι στόχοι του είναι σύνθετοι: να περιγράψει διεξοδικά τις σχέσεις του Καζαντζάκη με το θέατρο, να ανατάμει προσεκτικά το σύνολο θεατρικό του έργο και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αυτό το έργο συναντά την παγκόσμια αποδοχή και συνάμα την αμφισβήτηση. Πώς θα εξηγούσαμε λ.χ. το αντιφατικό γεγονός ότι πολλά από τα δραματικά του κείμενα έχουν μεταφρασθεί σε αρκετές γλώσσες και έχουν παρουσιαστεί δεκάδες φορές σε σκηνές του εξωτερικού, τη στιγμή που τα κείμενα αυτά θεωρούνται από πολλούς μη θεατρικά, διανοητικά ή «ποιητικά»; Ένας από τους λόγους είναι ότι ο Καζαντζάκης δεν κατείχε τα μυστικά της σκηνικής οικονομίας. Το επιχείρημα αυτό όμως έχει καταρριφθεί από τον Δ.-Χ. Γουνελά, τον Β. Πούχνερ και τώρα την Πετράκου – τουλάχιστον ως προς την πρώτη περίοδο της θεατρικής του γραφής. Ενας άλλος λόγος είναι ότι οι παραστάσεις των έργων αποθάρρυναν τους σκηνοθέτες, τους κριτικούς και τους θεατές. Οπως ξέρουμε όμως, δεν συνέβη το ίδιο με τις κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές διασκευές που γνώρισαν τα έργα του. Αντιθέτως, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι πίσω από τις αρνητικές αντιδράσεις λειτουργούν τα κριτήρια της ρεαλιστικής αφήγησης και του αστικού δράματος με τους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες ή τις οικείες σχέσεις και σκηνικές συμβάσεις.

Θα πρέπει όμως, ύστερα από όσα μας λέει η Πετράκου, να αναρωτηθούμε και για ποιους λόγους τα αντισυμβατικά αυτά έργα δεν παρουσιάζονται σήμερα από εκείνους τους αντισυμβατικούς σκηνοθέτες που αναζητούν κείμενα μη θεατρικά, μη δραματικά, κείμενα δηλαδή που θα μπορούσαν να υπερβούν ή να υποσκάψουν τις νόρμες του αστικού δράματος; Και πιο γενικά: πώς το λεγόμενο «μεταδραματικό» ή «μεταμοντέρνο» θέατρο θα μπορούσε να συμπεριλάβει στους κόλπους του έργα του πάλαι ποτέ μοντέρνου «κανόνα»; Η γονιμότητα του μελετήματος αυτού απορρέει από παρόμοια ερωτήματα.

Χρονολογική πορεία

Το βιβλίο ακολουθεί γενικά τη χρονολογική πορεία συγγραφής, έκδοσης ή παράστασης των έργων. Η μέθοδος αυτή είναι η πιο ασφαλής, καθώς διευκολύνει τις εκ του σύνεγγυς προσεγγίσεις και τις διεισδυτικές αναλύσεις, στις οποίες προβαίνει η συγγραφέας. Για τα όποια ζητούμενα συνθετικών, εγκάρσιων εμβαθύνσεων, υπάρχει το τελευταίο κεφάλαιο «Πανοραμική θέαση ενός φιλοσοφικού θεάτρου», στο οποίο επιχειρείται λιγότερο η ανίχνευση των φιλοσοφικών πηγών, κυρίως δε η σκιαγράφηση της συνομιλίας του Καζαντζάκη με τα μεγάλα ρεύματα της εποχής του, η σκιαγράφηση του τρόπου και του περιεχομένου της συνομιλίας αυτής. Εδώ απλώνονται με σαφήνεια και περιεκτικότητα όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα που, από την αυγή του 20ού αιώνα, η καζαντζακική σκέψη συνάντησε και προσπάθησε να αφομοιώσει στο δικό της δημιουργικό πεδίο, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με τη φιλοσοφία του Nietzsche και του Bergson, με την ψυχανάλυση ή τον υπαρξισμό, κυρίως στις μεταπολεμικές εκδοχές του.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των αναγνωσμάτων και των ιδεολογικών σχέσεων, ρητών η υπόρρητων, μέσα σε αυτήν την ατέρμονη «εγκυκλοπαίδεια» που φέρει κάθε έργο του Καζαντζάκη, οι υποθέσεις της συγγραφέως είναι πάντα αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες, διότι καταφέρνουν να συνδυάσουν τα δεδομένα της ιστορικής και φιλολογικής έρευνας με την επινοητικότητα μιας σκέψης ισχυρής και ανήσυχης.