Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Να λυτρωθούμε από τον Ζορμπαδισμό

Ευριπίδης Γαραντούδης, εφ. Τα Νέα, 24/11/2007

Πενήντα χρόνια από τον θάνατό του ο Καζαντζάκης παραμένει ένα φάντασμα

Η παρανάγνωση, η εκλαΐκευση και η απαξίωση στιγματίζουν το έργο του Νίκου Καζαντζάκη από τον καιρό ακόμα που ζούσε.

ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΦΕΡΝΟΥΝ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΝ ΖΟΡΜΠΑ, ΤΟΝ ΘΡΥΛΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ΗΡΩΑ ΠΟΥ ΥΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΩΣ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ ΠΟΣΟ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟΣ ΚΙ ΑΦΑΝΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Η εφετινή συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατο (1957) του Νίκου Καζαντζάκη προκάλεσε πλήθος αφιερωματικών εκδηλώσεων, στην Ελλάδα και ανά την υφήλιο. Μια πρόχειρη καταμέτρησή τους αθροίζει δύο συνέδρια στην Αθήνα και δύο στην Κρήτη, μία ημερίδα στη Θεσσαλονίκη και μία στον Πειραιά κι ένα αφιέρωμα περιοδικού ( Το Δέντρο ), ενώ αναμένονται ως το Δεκέμβριο άλλα τρία ( Διαβάζω, Νέα Εστία και Φιλόλογος ). Αυτή η πληθώρα εκδηλώσεων θα δημιουργούσε σε κάποιον ξένο την ψευδαίσθηση ότι ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής των Ελλήνων ειδικών, αν όχι και του αναγνωστικού κοινού. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι το πολύπτυχο έργο του παραμένει στην αφάνεια και στα αζήτητα.

Η πρόσφατη, γνωστή, αλλά καίρια στη διατύπωσή της, διαπίστωση της Ρέας Γαλανάκη ότι ο Καζαντζάκης είναι ο διασημότερος Έλληνας πεζογράφος σε ολόκληρο τον κόσμο και ο περισσότερο συκοφαντημένος στην πατρίδα του λογοτέχνης, βοηθά να συνειδητοποιήσου- με το πρωτεύον ζητούμενο αναφορικά με τον Κρητικό συγγραφέα: να μελετήσουμε την πρόσληψη του έργου του, νηφάλια και απροκατάληπτα, ως μια μακρά και σύνθετη διαδικασία παρανάγνωσης, εκλαΐκευσης και απαξίωσής του. Η διαδικασία αυτή, που ξεκίνησε όσο ο Καζαντζάκης ζούσε και συνεχίστηκε μετά τον θάνατό του, είχε πολλές και αλληλένδετες όψεις: απηνής διωγμός από θεσμικά περιβάλλοντα (Εκκλησία, κράτος, φθονεροί ομότεχνοι), νοσηρή εμμονή σε έναν ρηχό βιογραφισμό με, πολύ συχνά, κακόβουλα κίνητρα, που δυσφήμησε τον άνθρωπο και αμαύρωσε τα γραπτά του, σταθερή εστίαση της θετικής για τον Καζαντζάκη κριτικής στις φιλοσοφικές ιδέες ή το ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου του και παραγνώριση των λογοτεχνικών του τρόπων, ανεκδοτολογική απαξίωση της Οδύσσειάς του (1938) ως του σύγχρονου έπους που δεν διαβάστηκε σχεδόν από κανέναν Έλληνα αναγνώστη, εντυπωσιακή αδιαφορία (αν εξαιρέσουμε την επετειακή τύρβη) της σύγχρονης φιλολογικής κριτικής για τα μυθιστορήματά του (την τελευταία δεκαετία, οι αφηγηματικοί τρόποι του Παναγιώτη Σούτσου και του Ιάκωβου Πιτζιπίου, συγγραφέων του 19ου αιώνα, απασχολούν τους νεοελληνιστές περισσότερο απ΄ ό,τι το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά ), εγκλωβισμός και καθήλωση του συγγραφικού έργου του σε ξεπερασμένο εκδοτικό όχημα (τις Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη) που, επιπλέον, δεν προσφέρει την, απαραίτητη σήμερα, φιλολογική πλαισίωση (εισαγωγές, εκδοτικά αξιόπιστο και υπομνηματισμένο κείμενο, γλωσσάρια). Η πιο κρίσιμη ίσως πλευρά της μεταθανάτιας πρόσληψης του καζαντζακικού έργου μπορεί να ονομαστεί «ζορμπαδισμός», με την έννοια ότι στη συνείδηση της πλατιάς μάζας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Καζαντζάκης υποκαταστάθηκε από τον περίφημο ήρωα του μυθιστορήματός του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946). Δύο πρόσφατα βιβλία, ένα μυθιστόρημα και μία μελέτη, λειτουργούν το πρώτο ως μυθοπλαστικό σχόλιο του ζορμπαδισμού και το δεύτερο ως διαφωτιστική μελέτη του.

Ο φανταστικός ήρωας νικά τελικά το πραγματικό πρότυπό του

Μια από τις τελευταίες φορές που είχε κατέβει στην Κρήτη, ο Άντονι Κουίν έδωσε μια συνέντευξη τύπου όπου... δήλωσε Έλληνας!

Περιγράφοντας για χιλιοστή φορά τη διαμάχη που είχε με το ελληνικό Δημόσιο για ένα κτήμα στη Ρόδο που «μου πήραν πίσω γιατί δήθεν δεν είμαι Έλληνας» φώναξε: «Εγώ δεν είμαι Έλληνας; Εγώ είμαι ο πρώτος άνθρωπος που χόρεψε το συρτάκι». Στη γνωστή σκηνή της ταινίας, ο ηθοποιός χορεύει με τον Άλαν Μπέιτς στον ρυθμό της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη

Tο μυθιστόρημα του Φίλιππου Φιλίππου, Ο θάνατος του Ζορμπά, προκαλεί καταρχάς το ενδιαφέρον επειδή ο συγγραφέας του έπλασε μια φανταστική ιστορία, η οποία, όμως, στηρίζεται σε πραγματικό υπόβαθρο: ο χώρος, ο χρόνος και τα πρόσωπα αντλούνται από τη βιογραφία του Καζαντζάκη. Συγκεκριμένα, η υπόθεση του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στην Αίγινα, τον Αύγουστο του 1941, όπου ο Καζαντζάκης ζει με τη σύζυγό του Ελένη και γράφει το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Μέσα σ΄ αυτό το πραγματικό πλαίσιο εντάσσεται η επινοημένη ιστορία: Ο Γιώργης Ζορμπάς (το αληθινό πρόσωπο στο οποίο βασίστηκε ο Αλέξης Ζορμπάς), ένα περίπου μήνα πριν πεθάνει, επισκέπτεται το παλιό «αφεντικό» και φίλο του στην Αίγινα και περνά μερικές ημέρες στο σπίτι του μαζί με την ομήγυρη των εκλεκτών προσώπων που συχνάζουν εκεί. Ανάμεσά τους βρίσκονται η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Ελύτης, ο Καββαδίας, ο Πρεβελάκης, η Μελίνα Μερκούρη κι ο Άρης Βελουχιώτης.

Ειρωνικό αφήγημα

Περιγράφοντας στιγμή προς στιγμή την αταίριαστη συνύπαρξη του Ζορμπά με τη μεγάλη παρέα των λογοτεχνών και καλλιτεχνών, ο Φιλίππου δείχνει, με φανερά ειρωνικό τρόπο, την πλήρη ασυμβατότητα του «πραγματικού» (ταλαιπωρημένου, αχόρταγου, άξεστου και ταπεινού) Ζορμπά σε σχέση με τον, εντελώς διαφορετικό, κόσμο όλων αυτών των προσώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική ιστορία της Ελλάδας, αλλά και σε σχέση με τον μυθοποιημένο και πρότυπο ήρωα του Καζαντζάκη. Ολοκληρώνοντας, μάλιστα, το βιβλίο του με την αφήγηση του θανάτου του Γιώργη Ζορμπά στα Σκόπια ο Φιλίππου κατά κάποιον τρόπο ανασκευάζει το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Ο Φιλίππου αποκαθιστώντας, με τη δική του μυθοπλαστική κατασκευή, την εικόνα του «πραγματικού» προσώπου του Ζορμπά έγραψε ένα ειρωνικό αφήγημα με στόχο να απομυθοποιήσει όχι μόνο τον (Αλέξη) Ζορμπά, αλλά επίσης τον Καζαντζάκη και τον λογοτεχνικό περίγυρό του. Ωστόσο ο στοιχειωδώς ενημερωμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι στη βάση ενός (υποτιθέμενου) μυθιστορήματος-ντοκουμέντου ο συγγραφέας του προσπάθησε να στήσει μιαν απάτη στα δίχτυα της οποίας πιάστηκε ο ίδιος. Κι αυτό συνέβη κυρίως επειδή ο Φιλίππου, παρά το γεγονός ότι ερεύνησε τα διαθέσιμα στοιχεία γύρω από τον υπαρκτό Ζορμπά και μάλιστα θεματοποιεί άμεσα τη σχετική προσπάθειά του, γνωρίζει τα πραγματικά πρόσωπα της ιστορίας του αλλά και το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά εντελώς επιφανειακά κι ενίοτε εσφαλμένα. Έτσι το μυθιστόρημά του είναι κατ΄ επίφαση λόγιο και κατά βάθος λαϊκό, καθώς εκλαϊκεύει και απλοποιεί όλους τους προς απομυθοποίηση στόχους του. Αυτή καθεαυτή η στόχευση για απομυθοποίηση του ήρωα του Καζαντζάκη παραγνωρίζει ότι το όποιο ενδιαφέρον μας για τον αληθινό Γιώργη Ζορμπά υπάρχει επειδή ο Καζαντζάκης δημιούργησε τον μοναδικό Αλέξη Ζορμπά. Ο τελευταίος, εντελώς επινοημένος ήρωας, είναι πιο «πραγματικός» από οποιοδήποτε υπαρκτό πρόσωπο, επειδή η καλή λογοτεχνία διαθέτει το χάρισμα να μυθοποιεί τον κόσμο και τους ανθρώπους (της). Η ανασκευή, τέλος, από τον Φιλίππου του καζαντζακικού μυθιστορήματος μαρτυρεί άγνοια κινδύνου που, ωστόσο, δικαιολογείται από τη γενικότερη υποτίμηση του Κρητικού συγγραφέα. Αν ο αναγνώστης παρακινηθεί, με αφορμή τον «πραγματικό» Ζορμπά του Φιλίππου, να (ξανα)διαβάσει τον «φανταστικό» Αλέξη Ζορμπά, είμαι βέβαιος ότι η αναμέτρηση των δύο ηρώων θα αναδείξει σε αδιαφιλονίκητο νικητή τον δεύτερο.

Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΝΟΘΕΥΣΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Φίλιππος Φιλίππου έπλασε μια φανταστική ιστορία με πρωταγωνιστές τον Καζαντζάκη και την παρέα του

Το βιβλίο του Θανάση Αγάθου, έρχεται να υπενθυμίσει το εξόφθαλμο γεγονός ότι η πασίγνωστη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς ή Ζorba the Greek (1964), ελεύθερη κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (με σεναριογράφο τον Κακογιάννη), στάθηκε καταλύτης αφενός για τη σταδιοδρομία και τη μεγάλη επιτυχία, αφετέρου για την πρόσληψη του έργου του Καζαντζάκη. Κι όμως, σε απόσταση 43 χρόνων από τη διάσημη ταινία, δεν έχει γίνει ακόμη καμία συστηματική σύγκρισή της με το εξίσου διάσημο μυθιστόρημα. Τη σύγκριση αυτή βοηθά σημαντικά το αξιόλογο βιβλίο του Αγάθου, αφοσιωμένου μελετητή του Καζαντζάκη, καθώς μας προσφέρει μια διεξοδική επισκόπηση της κριτικής υποδοχής του μυθιστορήματος και της ταινίας, από την εποχή που εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα, με παράθεση πλούσιου πληροφοριακού υλικού. Το βιβλίο του Αγάθου, αν και ο συγγραφέας του απέφυγε την απευθείας σύγκριση των δύο έργων, δίνει την αφορμή να σκεφτούμε πόσο πολύ η ταινία του Κακογιάννη εκλαΐκευσε το μυθιστόρημα, απαλείφοντας σημαντικές όψεις του στοχαστικού βάθους και της αφηγηματικής του συνθετότητας, και συνέβαλε στην κατασκευή του στερεότυπου μιας (φανταστικής) Ελλάδας, τοποθετημένης στην εξωτική περιφέρεια του δυτικού κόσμου, με ειδοποιά στοιχεία της ιδιοσυστασίας της τον διονυσιασμό, το συρτάκι και το ξέφρενο γλέντι. Το στερεότυπο αυτό ελάχιστη σχέση έχει με το μυθιστόρημα.

Στερεότυπο

Δεν αρνούμαι τις κινηματογραφικές αρετές της ταινίας του Κακογιάννη, αρετές που αναγνώρισαν ακόμη και οι επικριτές της, αλλά πιστεύω, όπως και οι μελετητές που αναφέρθηκαν ήδη στη σύγκριση ταινίας και μυθιστορήμα- τος (Βien, Σταυροπούλου και Παπανικολάου), ότι η ταινία συνέβαλε καίρια στη διεθνή φήμη και στη σταδιοδρομία της τύχης του Καζαντζάκη σε λανθασμένη γραμμή. Αν οι ομοεθνείς του Ζορμπά και σημερινοί θεατές της ταινίας αυτοαναγνωριζόμαστε ελάχιστα στο πρόσωπο που ενσάρκωσε υποδειγματικά ο Άντονι Κουίν το 1964, πρέπει να αναρωτηθούμε δύο πράγματα: το πρώτο είναι αν ο εξευρωπαϊσμός και η δυτικοποίηση της Ελλάδας από τότε μέχρι σήμερα επέφεραν την προϊούσα και οριστική απώλεια των περισσότερων από εκείνα τα στοιχεία που έκαναν πολλούς ξένους θεατές της ταινίας και αμέριμνους τουρίστες να μας βλέπουν για πολύ καιρό ως Ζorba the Greek. Το δεύτερο είναι μήπως πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά μακριά από τους προβολείς του πολύ δυνατού φωτός που έριξε πάνω του η ταινία του Κακογιάννη. Η δεύτερη απορία επαναθέτει το αίτημα της αποκατάστασης του Καζαντζάκη: να απολυτρωθούμε επιτέλους από τον ζορμπαδισμό, να αντιστρέψουμε την πορεία που μέχρι σήμερα ακολουθήσαμε (από τον Καζαντζάκη στον Ζορμπά) και να ανακαλύψουμε ξανά τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα ανόθευτο.

Ο Ευριπίδης Γαραντούδης είναι αναπλήρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Για μια ενιαία λαϊκή κουλτούρα

Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου

Όσοι διαμαρτύρονται ότι θεωρώντας τον Ζορμπά κορυφαίο έργο, «οι ξένοι» κάπου παρανόησαν τον Καζαντζάκη, όπως και όσοι εκνευρίζονται που η ταινία κατέληξε να κάνει πιο διάσημο τον ήρωα από τον συγγραφέα του και τον Άντονι Κουήν πιο Έλληνα από τον Έλληνα που υποτίθεται ότι υποδυόταν, χάνουν το βασικό στοιχείο της υπόθεσης, το οποίο νομίζω είναι η ιστορικότητα, η εποχή και του μυθιστοριογράφου Καζαντζάκη και της παγκόσμιας πρόσληψης του Ζορμπά.

Όσο περισσότερο η καινούργια έρευνα επιστρέφει σε αυτόν, βλέπει ότι ο Ζορμπάς, σε όλες του τις μορφές, δεν είναι ένα λάθος της τύχης, μια παρακμή ή μια διευρυμένη παρανάγνωση. Πρόκειται αντίθετα για έργο οριακό της νεοελληνικής κουλτούρας. Συγκεφαλαιώνει την τάση για τη δημιουργία αναγνω(ρί)σιμης και ενιαίας λαϊκής κουλτούρας και του άγχους να διαμορφωθεί αυτή σε κουλτούρα εθνική με κοινό υπερεθνικό. Τη στρατηγική αυτήν έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε, λανθασμένα, μόνο στους κεντρικούς εκπροσώπους της γενιάς του ΄30, ο Ζορμπάς όμως, επιτέλους, δεν είναι παρά μια πιο ευρείας κατανάλωσης εκδοχή του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, των ρεμπετών στην κορνίζα κ.ο.κ.

Το βιβλίο και η ταινία δεν δραματοποιούν απλώς τη σχέση του πρωτοτυπικά λαϊκού Ζορμπά με τον πρωτοτυπικά διανοούμενο γραφιά- αφεντικό, δραματοποιούν το άγχος αυτή η σχέση να καταλήξει σε μια ενοποιημένη, μείζονα αφήγηση, μεταξύ άλλων και ελληνικότητας. Από βιβλίο ακόμα, λοιπόν, ο Ζορμπάς συστήνεται και ως αφήγηση επισκέψιμης αυθεντικότητας, ανταλλαξιμότητας, μεταφρασιμότητας. Αυτές είναι τάσεις όμως που χαρακτηρίζουν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο πολιτισμικό αλλά και οικονομικό επίπεδο. Ο Ζορμπάς, ο Κουίν, ο Καζαντζάκης και ο Πρωταρχικός Νεοέλλην, που κάποτε έμαθε να χορεύει το συρτάκι ενώπιον της παγκόσμιας περιηγητικής λέσχης, ήταν- όπως και να το κάνουμε- καταδικασμένοι να επιτύχουν.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης