Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Φώτης Κόντογλου: Ο τελευταίος Βυζαντινός, ένας οικουμενικός ελληνιστής

Ευγένιος Ματθιόπουλος, εφ. Τα Νέα, 19/11/1999

«Οι ψυχές των νέων είναι ρημαγμένες από τα άγρια ένστικτα, που τα ανεβάσανε στην επιφάνεια από τα σκοτεινά τάρταρα της ανθρώπινης φύσης κάποιοι εχθροί του ανθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ανθρωποφάγοι, που ανάμεσά τους πρωτοστατεί ένας τρελλός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μια μούμια σαν παληόγρια λεγόμενη Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόυντ κι ένα πλήθος από τέτοια όρνια και κοράκια και νυχτερίδες» («Μυστικά άνθη», σ. 112). Ο Φώτης Κόντογλου γράφοντας, από την Κατοχή και μετά, σ' έναν τόνο τόσο τραχύ, δεν είχε χαριστεί ούτε σ' έναν από τους διανοητές της Δύσης, κατακρημνίζοντάς τους, αδιάκριτα αν επρόκειτο για καθολικούς, ορθολογιστές, σκεπτικιστές ή μυστικούς, ως υπεύθυνους για την «κρυφή απελπισία» και τα άλλα «φαρμακερά μανιτάρια που φυτρώσανε στις καρδιές και τις ψυχές της γαγγραινιασμένης ανθρωπότητας».

Με τους καλλιτέχνες δεν είχε σταθεί λιγότερο αυστηρός. Από τον Τζότο, τον Ραφαήλ και τον Γκρίνεβαλντ μέχρι τον Σαρντέν και τους νεώτερους, τους ρεαλιστές, τους ιμπρεσιονιστές, τον Γκογκέν και τους αφηρημένους, όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, δούλευαν, ηθελημένα ή αθέλητα, για «την παμπόνηρη αλχημεία του Μαμωνά». Μέσα από μια συνωμοτική-δαιμονιακή αντίληψη για την Ιστορία, ο Κόντογλου κήρυσσε ενάντια στους «διαβόλους, που φαίνονται απ' έξω ήμεροι, απλοί, ειρηνικοί στα ανύποπτα μάτια μας [και που] δίχως να φαίνουνται, κάθουνται κρυφά και σχεδιάζουνε μυριάδες σατανικά σχέδια, που ανατριχιάζει άνθρωπος να τα συλλογιστεί» («Μυστικά άνθη», σ. 221). Στη σκέψη του η Ρωμιοσύνη κινδύνευε από τον εξευρωπαϊσμό, η ορθοδοξία από τον παπισμό, οι άνθρωποι αλλοτριώνονταν από τις ιδέες του νεωτερισμού, τη δίψα του κέρδους, τις μηχανές και την τεχνολογία και κυρίως από το «δηλητήριο της μάταιης γνώσης».

Αλλά ο Κόντογλου δεν κατείχε πάντοτε με τόση πίστη τη μία και μόνη αλήθεια. Πολύ πριν, στα νιάτα του, όταν ακόμα την αναζητούσε, είχε συναπαντηθεί με κάποιον «που είχε ανέβει από την Κόλαση»! Θα πουλούσε μάλιστα την ψυχή του και στον πιο τιποτένιο ­ έγραφε ­ αρκεί να τον πίστευε ότι είχε ζήσει αντάμα με τον Πέδρο Καζάς!

Ο Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895. Τον επόμενο χρόνο έχασε τον πατέρα του Νικόλαο Αποστολέλη και μεγάλωσε κοντά στον αδελφό της μητέρας του, τον θείο του Στέφανο Κόντογλου, ηγούμενο του οικογενειακού τους μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής. Με την υποστήριξη του θείου του σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1913-1916) πριν φύγει για το Παρίσι, όπου έμεινε, παρέα με τον Σ. Παπαλουκά, μέχρι τα τέλη του 1919. Εκεί έγραψε, το 1918, το Pedro Cazas, που πρωτοεκδόθηκε το 1920 στο Αϊβαλί, με τις φροντίδες του παιδικού του φίλου Στρατή Δούκα και προκάλεσε ζωηρή εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους: «Μια πόρτα ανατολίτικη άνοιξε στη μίζερη, μικρόπνοη "κλεισμένου χώρου" λογοτεχνία μας και μπήκε μια μεγάλη αναπνοή. Η αναπνοή του Κόντογλου», έγραψε αργότερα γι' αυτό το βιβλίο ο Καζαντζάκης.

Η Μικρασιατική Καταστροφή τον έφερε, μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, πρώτα στη Λέσβο και ύστερα, με τη μεσολάβηση φίλων του, της Έλλης Αλεξίου, του Βάσου Δασκαλάκη, της Γαλάτειας και του Νίκου Καζαντζάκη κ.ά. στην Αθήνα.

Ο φτυχισμένος Κονέκ-Κονέκ, ο βασιλιάς της Ισπροβάνας. Τοιχογραφία απ' το σπίτι του Κόντογλου. Εθνική Πινακοθήκη

Ο Κόντογλου έφυγε από το Αϊβαλί κυνηγημένος, ανέστιος, με μια εικόνα της αγίας Παρασκευής στα χέρια, για να βρεθεί, να πεταχτεί κυριολεκτικά σε μια ελλαδική κοινωνία κατάπληκτη από την αποτυχία της, ανίσχυρη ν' αντιδράσει και, το χειρότερο, δίχως ελπίδες.

Η ανάγκη ανόρθωσης ενός σταθερού κέντρου πνευματικής αναφοράς, ενός νέου μυθικού κόσμου εσωτερικής πίστης τον έφερε το 1923 στο Άγιον Όρος, όπου μελέτησε ­ βρισκόμενος σε «θεϊκό μεθύσι, με καρδιά που καιγότανε, σε έκσταση», όπως γράφει ­ τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Εκεί έγραψε αρκετά από τα αφηγήματα και τις μεταφράσεις που θα συμπεριελάμβανε τον επόμενο χρόνο στο δεύτερο βιβλίο του με τον σανσκριτικό τίτλο Βασάντα (δηλαδή, άνοιξη).

Επιστρέφοντας στην Αθήνα εξέθεσε στο Λύκειο Ελληνίδων μια σειρά από αντίγραφα βυζαντινών τοιχογραφιών και εικόνων που είχε φιλοτεχνήσει στα μοναστήρια. Στον πρόλογο του καταλόγου του αποκαλεί τις αγιογραφίες «τεχνουργήματα - καλλιτεχνήματα», τις θαυμάζει για τη «ζωγραφική σοφία» και τον «έντονο ρυθμό» τους και δεν αρκείται να τις «ξεσηκώσει απλά», αλλά να τις «ανασυνθέσει σχεδόν άρτια»! Ήταν ένας φυσιολάτρης, ένας αισθητιστής «με χριστιανική ανατροφή» και ρομαντικό πάθος για τον «πεθαμένο κόσμο», στον οποίο τον μετέφεραν με την «εξωτική τους φωνή τα μυρίπνοα αυτά άνθη». Ο Κόντογλου έβλεπε μέσα από το πνεύμα του Τζον Ράσκιν τη βυζαντινή τέχνη και την παράδοσή της.

Νικολάου Χρυσοχόου απείκασμα, 1924. Λάδι 79,5Χ57 εκ. Συλλογή - δωρεά Γεωργίου και Ελένης Τσακόρογλου. Μουσείο Γ. και Ε. Τσακόρογλου. Εστία Νέας Σμύρνης

Εκείνα τα χρόνια θαύμαζε παράλληλα τον Θεοτοκόπουλο, τον Βαν Γκογκ και τον Ντερέν και προσπαθούσε να ζωγραφίσει μ' ένα αδρό ύφος στ' αχνάρια της δικής τους εξπρεσιονιστικής παραστατικότητας. Η «Τέχνη» ήταν γι' αυτόν «Έκφραση» που την «κινά η φύση και η ζωή». Έργα, όπως το πορτρέτο του Νικολάου Χρυσοχόου, του 1924, μαρτυρούν όχι μόνο τα πρότυπά του, αλλά και μια σπάνια ζωγραφική ενάργεια με την οποία ψυχογραφεί και χαρακτηρίζει το μοντέλο του.

Στην Αθήνα γρήγορα συνδέθηκε με τους κύκλους των διανοουμένων, των καλλιτεχνών και των φιλοτέχνων, που ήδη είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται προς τις ιδέες της «ελληνικότητας», δηλαδή τους Κ. Παρθένη, Δ. Πικιώνη, Φ. Πολίτη, Α. Ζάχο, Α. Χατζημιχάλη, Α. Μπενάκη, τους τραπεζίτες αδελφούς Λοβέρδους κ.ά. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη, με την οποία απόκτησε μια κόρη. Δουλεύει ακατάπαυστα, ζωγραφίζει, σχεδιάζει σκηνικά, συντηρεί εικόνες και τοιχογραφίες, γράφει, μεταφράζει και δημοσιεύει άρθρα και λογοτεχνήματα, εικονογραφεί βιβλία, συνεργάζεται με περιοδικά, όπως τη Φιλική Εταιρεία και τα Ελληνικά Γράμματα, πρωτοστατεί σε κάθε κίνηση και εργασία που σχετίζεται με τη στροφή προς την παράδοση και την κριτική αφομοίωση της νεωτερικής τέχνης. Με το έργο και τον λόγο του προσπαθεί να διαμορφώσει το ύφος και το περιεχόμενο μιας νέας «ελληνικότητας». «Κατάργησε τη βαλκανική μιζέρια και δουλοπρέπεια. Στον επαρχιώτικο ευρωπαΐζοντα αισθητισμό αντέταξε ένα αισθητισμό γηγενή», παρατηρεί ο Τσαρούχης.

Κι όμως, δεν επρόκειτο απλά για μια αισθητιστικού τύπου κίνηση. Αφενός το ενδιαφέρον για τη παραδοσιακή - «λαϊκή» τέχνη είχε διεθνείς τότε διαστάσεις και αφετέρου οι βυζαντινές σπουδές είχαν αποκτήσει πολύ βαθύτερη σημασία για τους εθνικιστικούς κύκλους όλων των βαλκανικών κρατών. Στα διεθνή συνέδρια των βυζαντινολόγων δίνονταν τότε πραγματικές «επιστημονικές» μάχες για την πρόσκτηση της μιας ή της άλλης περιοχής ή περιόδου στην ιστορία της τέχνης του κάθε έθνους-κράτους. Αλλά αν οι ιστορικοί έπρεπε να διαφυλάξουν το παρελθόν από τις επιβουλές, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες καλούνταν να καταδείξουν τη συνέχειά του. Από την άποψη αυτή, η αποκατάσταση της βυζαντινής και της παραδοσιακής-«λαϊκής» τέχνης όχι μόνο ως ισότιμης καλλιτεχνικά με την αρχαία, αλλά και ως «ταμείου», ως «κιβωτού» για τη σύγχρονη, αποτέλεσε κεντρικής σημασίας ζήτημα της κρατικής πολιτιστικής παρέμβασης. Ο αγώνας του Κόντογλου δεν ήταν μια μεμονωμένη ιδιωματική προσπάθεια, αλλά παρακολουθούσε στην ανέλιξή τους ορισμένες ανάλογες ιδεολογικές ωριμάσεις και πολιτιστικές πολιτικές του κράτους και γενικότερα των υψηλότερων στρωμάτων του κατεστημένου. Ο Γαλάνης, ήδη από το 1919, είχε υποδείξει στον Βενιζέλο, ύστερα από την αποτυχημένη έκθεση της «Ομάδας Τέχνη», στο Παρίσι, να στέλνει για μετεκπαίδευση τους νέους Έλληνες καλλιτέχνες στο Άγιον Όρος, ώστε να διαμορφωθεί εκεί μια νέα ελληνική σχολή. Μια δεκαετία μετά, στην Αθήνα το Μουσείο Δ. Λοβέρδου και το Βυζαντινό Μουσείο θα εγκαινιάζονταν στην Αθήνα, το 1930, με την ευκαιρία του βυζαντινολογικού συνεδρίου, και τον επόμενο χρόνο θα ακολουθούσε το Μουσείο Μπενάκη, ενώ μια έκθεση βυζαντινής τέχνης θα παρουσιαζόταν στο Λούβρο (Musee des Arts decoratifs) με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους.

Ο Κόντογλου με τον Εγγονόπουλο ως μοναχοί γύρω στη δεκαετία του '30

Το βυζαντινοπρεπές και λαϊκότροπο ύφος του Κόντογλου ξένιζε βέβαια την εθισμένη στις τεχνοτροπίες του ευρωπαϊκού συρμού ευρύτερη φιλότεχνη αθηναϊκή κοινωνία, καθώς δεν νεωτέριζε ακολουθώντας κάποια ήδη αναγνωρισμένη τάση στο Παρίσι, αλλά αντίθετα καινοτομούσε αναπλάθοντας δημιουργικά στοιχεία της μεταβυζαντινής και παραδοσιακής-«λαϊκής» τέχνης σε έργα κοσμικού περιεχομένου, προτείνοντας την επιστροφή σε έναν «ξεχασμένο» τρόπο όρασης του κόσμου.

Ο Κόντογλου εκείνα τα χρόνια δεν ήταν διόλου εχθρικός προς τη δυτική τέχνη. Το αντίθετο, θαύμαζε παράλληλα με τον Πανσέληνο, τον Τζότο, τον Ντίρερ, τον Τισιανό, τον Βελάσκεθ, τον Σεζάν κ.ά. Αυτός είναι άλλωστε που, στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη (1930 και μετά), υπογράφει τα λήμματα όχι μόνο για τους μεγάλους αναγεννησιακούς αλλά και για τον Γκογκέν, τον «κυβισμό», τον Πικάσο κ.ά. Το 1934, ακόμα, σ' ένα άρθρο του στην Πρωία δεν έκρυβε τη συγγένειά του με ορισμένους νεωτεριστές καλλιτέχνες, που τους ένιωθε το ίδιο με αυτόν περιθωριοποιημένους: «[...] δεν αντιπροσωπεύουν την εποχή μας τα μοδιστράκια, τα φιγουρίνια, οι φωτογραφίες, τ' ανάλατα περιοδικά με τα γυαλιστερά χαρτιά, παρά την αντιπροσωπεύει ο Ντεραίν, ο τελωνοφύλακας ο Ρουσσώ κι ο Ματίς με τις Τουρκάλες του». Την ίδια χρονιά έστελνε δύο έργα του να εκτεθούν στην Μπιενάλε της Βενετίας, πράγμα που μας επιτρέπει την υπόθεση ότι ακόμα διακατεχόταν από τις «μάταιες» ελπίδες της κοσμικής τέχνης και της ευρωπαϊκής αναγνώρισης.

Η δεκαετία του '30 ήταν η σημαντικότερη και γονιμότερη περίοδος της ζωής του. Το 1932 μαζί με τους μαθητές του Γ. Τσαρούχη και Ν. Εγγονόπουλο, ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες στο νεόκτιστο σπίτι του (σήμερα αποτοιχισμένες στην ΕΜΠΑΣ). Η φωτεινότητα της τεχνικής του φρέσκου, η ελεύθερη φαντασία του, που συλλαμβάνει ένα εικονογραφικό πρόγραμμα με τις εξωτικές παραστάσεις Του φτυχισμένου Κονέκ-Κονέκ, βασιλιά της Ισπροβάνας ή των Ολαντέζων στο κάστρο Μπούκα-Ρούα, κάτω από τα πορτρέτα του Σουτούν του Αιγύπτιου, του Πυθαγόρα, του Στράβωνα, του Πανσέληνου, του Θεοτοκόπουλου, του Μπεζά του Πέρση, του Φράγκου Κατελάνου κ.ά., το καθαρό γράψιμο των μορφών στις δύο διαστάσεις, η λεπτότητα των τονικών και χρωματικών αρμονιών, η ευφροσύνη που αποπνέει το σύνολο συνιστούσαν τη μεγάλη υπόσχεση που έδωσε ο Κόντογλου και οι μαθητές του: ότι ήταν δυνατή μια αναβίωση της μεταβυζαντινής παράδοσης.

Στα τέλη της δεκαετίας, το 1937, θα αναλάβει την παραγγελία για τις τοιχογραφίες του Δημαρχείου της Αθήνας. Το ζητούμενο εδώ ήταν να ανασυνθέσει σε μνημειακή κλίμακα, μέσα από μια σειρά παραστάσεων, την ιστορία της πόλης, αλλά και ευρύτερα της ελληνικής φυλής, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την Επανάσταση του '21. Κάτω από τους έμμεσους αλλά αυτονόητους περιορισμούς που επέβαλε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η ιστορία της αρχαίας Αθήνας γράφτηκε υπό το πρίσμα που ικανοποιούσε τον δικτάτορα. Ο Κόντογλου επιχείρησε να ζωγραφίσει τις παραστάσεις αυτές συνθέτοντας ελληνιστικά, βυζαντινά και λαϊκότροπα εικαστικά στοιχεία, δίχως να φθάσει όμως πάντοτε σε επιτυχείς λύσεις.

Τα σκληρά χρόνια της Κατοχής ο Κόντογλου ζει για δεύτερη φορά την καταστροφή, το αδιέξοδο, την κατάλυση κάθε στέρεης κοινωνικής κι επαγγελματικής σχέσης, τη στέρηση υλικών πόρων και προοπτικών. Θύμα άγριας μαυραγορίτικης εκμετάλλευσης πούλησε το σπίτι του για ένα σακί αλεύρι και στέγασε όπως όπως την οικογένειά του σ' ένα γκαράζ. Μέσα σ' αυτήν την απελπιστική καταβύθιση έγραψε τον «Θεό Κονάνο», «που είναι πιο κακός κι από το Μάνιπα, πιο σκληρός κι από το Χολσόρνα! [...] μισός παγωμένος κι ο μισός πυρωμένος, με κέρατα, με δόντια, με νύχια ματωμένα, με τα πλεμόνια του απ' έξω από το στήθος...». Κατέφυγε στην ορθοδοξία. Στον μυστικισμό των νηπτικών βρήκε ένα δρόμο διαφυγής από μια πραγματικότητα αβίωτη, έναν έσχατο τρόπο να εκλογικευτεί το παράλογο και η φρίκη της πιο άγριας κι ολοκληρωτικής καταστροφής, που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα.

Το 1943, δημοσίευσε στη Νέα Εστία «Τα ακηλίδωτα αρχέτυπα», όπου παραθέτει, ως επιμύθιο, τα λόγια του αγίου: «Τα μυστήρια του πνεύματος, πούναι απάνω από τη γνώση, δεν τα αισθάνουνται οι αισθήσεις του κορμιού, μηδέ το λογικό του νου, αλλά έδωκε ο Θεός την πίστη, με την οποία μονάχα γνωρίζουμε πως υπάρχουνε». Στο ίδιο κείμενο θα προσπαθήσει να θεμελιώσει την πνευματική αξία της βυζαντινής τέχνης, της τέχνης της παράδοσης, στην αποκαλυπτική γνώση του θείου: «Την ορθόδοξη θρησκεία μας την πήραμε από θεϊκή αποκάλυψη, κι όχι από την ανθρώπινη σοφία, ώστε η τέχνη της δε μπορούσε νάναι φυσική, αλλά πνευματική». Για τον Κόντογλου η τέχνη της ορθόδοξης αγιογραφίας «αξιώθηκε να παραστήσει σαν από θαύμα, με βαφές από χώματα, αυτά τα "ακηλίδωτα έσοπτρα", "τα έσχατα των απηχημάτων, τας ουρανίας και φωστηρικάς και αστρώους ουσίας», που καλά καλά δεν φτάνει η αρχαία γλώσσα να τις εκφράσει». Όποιος δεν έβλεπε με τον «πνευματικό του οφθαλμό» αυτή την τέχνη, με «τα μέσα μάτια», δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την ουσία της λειτουργικής ορθόδοξης τέχνης. (Η πονεμένη ρωμιοσύνη, σ. 97).

Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα ο Κόντογλου ακολούθησε σ' όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου του τον δρόμο της ορθοδοξίας. Το πινέλο του αφιερώθηκε στην αγιογραφία και η πένα του στη θεολογία και τη μαχόμενη δημοσιογραφία στην Ελευθερία του Π. Κόκκα, στο περιοδικό Κιβωτός κ.ά. Η θεολογία του, όπως παρατηρεί ο Χ. Γιανναράς, κινείται στην κριτική γραμμή του Παπαδιαμάντη, «της θετικής θεολογικής ανατομίας της λαϊκής πνευματικότητας του ορθόδοξου ελληνικού χώρου, της θεολογίας της μετάπλασης της απλοϊκής ευσέβειας των ταπεινών σε "δόξα" και αλήθεια». Ως δημοσιολόγος κατέκρινε ριζοσπαστικά κάθε εκσυγχρονιστική και δυτικότροπη σκέψη ή άλλη εκδήλωση της καθημερινής ζωής.

Στην πορεία του αυτή ο Κόντογλου δεν έμεινε έξω από τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών, ερχόμενος σε αντιπαράθεση ακόμα και με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα. Τη σθεναρή του αυτή στάση την πλήρωσε μ' έναν άδικο αποκλεισμό. Δεν του ανατέθηκε ποτέ να αγιογραφήσει καμιά σημαντική εκκλησία της Αθήνας. Άφησε όμως ένα σημαντικότατο για την αγιογραφία συγγραφικό έργο, τη δίτομη Έκφραση (1960), αφιερωμένη «στους ανώνυμους αγιογράφους, στους άγνωστους ερημίτες, που κοιμήθηκαν εν Κυρίω δίχως να ταράξουν την ειρήνη τους οι μάταιοι έπαινοι των ανθρώπων».