Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ξανθιά αυτοβιογραφία

Λίνα Πανταλέων, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 26/8/2005

Αύγουστος Κορτώ, Αυτοκτονώντας ασύστολα, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σελ. 271, 13,17 €

Κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο εκμεταλλεύεται τους άντρες εκβιάζοντάς τους με το θάνατό της

«Με λένε Πέτρο Χατζόπουλο. Γεννήθηκα στις 2 του Γενάρη του 1979. Η μαμά μου, που ήταν γεννημένη στις 2 του Απρίλη -την ίδια μέρα με τον Χανς Κρίστιαν Αντερσεν- μου διάβαζε πολλά παραμύθια. Ετσι τ' αγάπησα. Κι όταν μεγάλωσα, αποφάσισα να γράψω κι εγώ ένα. Κι ίσως να γράψω κι άλλα. Γιατί το παιδί είναι ο κάθε φοβισμένος άνθρωπος, ο κάθε θλιμμένος, ο καθένας που κουβαλά κάτι ευαίσθητο, κι εύθραυστο κι οξύθυμο, και δεν το αφήνει να πληγωθεί. Κι εγώ αγαπώ τα παιδιά -τα αγαπώ πολύ...». Σε τρυφερό ύφος αυτοσυστήνεται ο συγγραφέας στην «Εξαφάνιση της Ντόροθυ Σνοτ» (2003), το πρώτο του βιβλίο για παιδιά (ακολούθησαν δύο ακόμη), για το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο και το Βραβείο Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το σημείωμα συνοδεύει φωτογραφία που αποκαλύπτει το μισό μόνο πρόσωπο του νεαρού. Στο άλλο μισό ενεδρεύει, προφανώς, ο Αύγουστος Κορτώ, που δεν εγκαταλείπει ποτέ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, με εξαίρεση τα παιδικά του βιβλία. Το «Κορτώ» δεν ταιριάζει μάλλον σε παιδικά αναγνώσματα, καθ' ό,τι φορτισμένο μέσα σε μόλις έξι χρόνια (όση η μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία) με ερωτικές ακροβασίες, τολμηρές έως αηδιαστικές περιγραφές, θεματικές και εκφραστικές ακρότητες. Και στο πρόσφατο μυθιστόρημά του ο Κορτώ εμφανίζεται υπερβολικός, προκλητικός, ασύστολος. Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνωρίσουμε σ' αυτόν τον «ενοχλητικό» συγγραφέα σημαντικά χαρίσματα, ένα εξ αυτών η καλλιέργεια, όχι αυτονόητη για αρκετούς συνομήλικους, περίπου, συναδέλφους του.

Οικογενειακά δράματα

Το μυθιστόρημα, στο σύνολό του, διαπνέεται από απίστευτη ελαφρότητα· ελαφρότητα σκόπιμη, εξωθημένη στα άκρα, επιθετική σχεδόν. Η ηρωίδα, η Ρόζα, όνομα και πράμα, μοιάζει να έχει ξεπεταχτεί κατευθείαν μέσα από τη ροζ τσιχλόφουσκα του εξωφύλλου. Εκ γενετής ξανθιά, στα όρια του κρετινισμού, αμόρφωτη, εγωπαθής, υστερική και ασυγκίνητη προς όλους, πέραν του εαυτού της, η Ρόζα από τις πρώτες κιόλας σελίδες κερδίζει την αντιπάθεια του αναγνώστη. Σε πρώτο πρόσωπο εξιστορεί εμπειρίες από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τα σαράντα, τεμαχίζοντας άτσαλα τη ζωή της σε εκατό κεφάλαια. Μια ζωή επικεντρωμένη αρχικά στην προσφορότερη εκμετάλλευση του διαζυγίου των γονιών της και μετέπειτα κυκλωμένη γύρω από τη βραδυφλεγή ψυχασθένεια της μητέρας της. Η αυτοκτονία τής τελευταίας σηματοδοτεί την έναρξη της απόλυτης εξουσίας τής Ρόζας πάνω στον απόντα και γι' αυτό ευάλωτο σε εκβιασμούς πατέρα της. Από την εφηβική της ηλικία βασιλεύει στη Θεσσαλονίκη, αποτελώντας την ενσάρκωση του κακομαθημένου συν κακοπαθημένου πλουσιοκόριτσου. Νυχτερινές διασκεδάσεις, ερωτικές καταχρήσεις, πολυτελή αποκτήματα, ξέφρενες απολαύσεις, όλα εξασφαλισμένα χάρη στις τακτικές αναλήψεις από τις πατρικές τύψεις. Οταν τα πράγματα ζόριζαν, όταν, δηλαδή, οι τσουχτερές οικονομικά επιθυμίες της καθυστερούσαν να υλοποιηθούν, η Ρόζα ενεργοποιούσε τη δραστική απειλή της αυτοκτονίας. Ο πατέρας της αποδείχτηκε μέχρι τέλους εύκολο θύμα. Από τη μια, τον τρομοκρατούσε το ενδεχόμενο η κόρη του να είχε μολυνθεί με το γονίδιο της τρέλας και των αυτοκτονικών τάσεων, αλλά, από την άλλη, δεν ήταν διατεθειμένος να επεκτείνει τα πατρικά του καθήκοντα πέρα από τις τραπεζικές καταθέσεις. Η Ρόζα είχε εντοπίσει φλέβα χρυσού και θεωρούσε τις οικογενειακές συμφορές δώρα της τύχης. Ο θάνατος του πατέρα απλώς βελτιώνει την κατάσταση. Η ασυδοσία της απογειώνεται, ενώ παράλληλα αποχαλινώνονται τα σεξουαλικά της ένστικτα. Αλλοι άντρες τώρα υποχρεώνονται να συμμορφωθούν στα κέφια της. Η παραμικρή αντίρρηση, η πιο διστακτική από μέρους τους απειθαρχία σηκώνει αυτοκτονία. Αυτοκτονίες προσεκτικά σχεδιασμένες, έτσι ώστε να μη διακυβεύει στο ελάχιστο τη σωματική της ακεραιότητα. Φράγμα σ' αυτή την εναλλαγή των εφήμερων σχέσεων και της εφήμερης ηδονής του καταναλωτισμού στάθηκε ένας άντρας. Η Ρόζα στα σαράντα της συναντάει την πρώτη σοβαρή αντίσταση και αρχίζει να παραφρονεί. Η έμφυτη υστερία της επιδεινώνεται, η πρωτόγνωρη για εκείνη ζήλια την καταρρακώνει, ο εγωισμός της συντρίβεται, οι απόπειρές της γίνονται σπασμωδικές και παρακινδυνευμένες. Η αδιαφορία του τελευταίου εραστή της δίνει στη Ρόζα το ερέθισμα για να στρωθεί μπροστά στη λευκή σελίδα και να διατυπώσει την εκτενή της καταγγελία εναντίον όλων όσοι συνέδραμαν στην τωρινή της δυστυχία. Μια καταγγελία που ξεκινάει σαν το χρονικό μιας προαναγγελθείσης αυτοκτονίας, για να στραφεί στο τέλος προς τα μέσα, απολήγοντας σε μια χλιαρή αυτοκριτική.

Το ελαφρυντικό της ηλιθιότητας

Τα πάντα στο μυθιστόρημα αποδίδονται εξωφρενικά. Οι χαρακτήρες, μονοδιάστατοι και αβαθείς, συμπεριφέρονται παράλογα, αφύσικα, εκλαμβάνοντας την πραγματικότητα άλλοτε σαν τσίρκο κι άλλοτε σαν φαρσοκωμωδία. Σε κάθε περίπτωση βγάζουν γέλιο, καθώς ο συγγραφέας τούς εξευτελίζει δεόντως. Ιδιαίτερα τη Ρόζα την εκθέτει ανεπανόρθωτα. Πέρα από την ηλιθιότητα δεν της αναγνωρίζει κανένα άλλο ελαφρυντικό. Η ηρωίδα αποτελεί την επιτομή της γυναικείας κατινιάς. Οι διαβουλεύσεις με τις πολύτιμες πάντα φιλενάδες, τα ξόρκια και οι μαγγανείες για την υποδούλωση των αρσενικών, τα νιαουρίσματα που λειαίνουν ύπουλα απαιτήσεις, συνιστούν γι' αυτήν απαράμιλλες συγκινήσεις. Η ζωή της μοιράζεται σε δύο βασικές ενασχολήσεις: «Εγώ βασικά... μ' αρέσει ν' αγοράζω ρούχα και να πηδιέμαι» ομολογεί, παραπέμποντας στους ήρωες του «Shopping and Fucking», της σκληρής και ιδιαίτερα τολμηρής σάτιρας του ηδονιστικού κόσμου, του Αγγλου δραματουργού Μαρκ Ρέιβενχιλ.

Ο Κορτώ με υλικά μελοδράματος φτιάχνει μια φαιδρή ιστορία, εξαιρετικά διασκεδαστική και πρόδηλα σατιρική. Εξυπνη η ιδέα του χειρογράφου που εξελίσσεται μαζί με την ανάγνωσή του, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να υπονομεύει με αυτοσαρκασμό διάφορα σημεία της αφήγησης. Επίσης, το εγχείρημα της αυτοβιογραφίας ενός προσώπου τόσο ρηχού και αστοιχείωτου, όπως η Ρόζα, είναι από μόνο του ένα ευτράπελο γεγονός, το οποίο τροφοδοτεί πλήθος σκωπτικών, αυτοαναφορικών σχολίων. Φυσικά τα απομνημονεύματά της δεν έχουν καμία λογοτεχνική αξία ούτε καν πρόθεση λογοτεχνικότητας, ενώ η ίδια πελαγώνει με τρόπο αξιοθρήνητο μέσα στα αφηγούμενά της. Ο Κορτώ, ως ενορχηστρωτής του συγγραφικού εγκλήματος της ηρωίδας του, αποδεικνύεται άριστος. Κατ' αρχάς, συλλαμβάνει στη λεπτομέρειά της και μεταφέρει πολύ πειστικά τη φωνή της. Η γλώσσα φανερώνει προχειρότητα, ακαλαισθησία, σύγχυση, ανικανότητα αντίληψης και εκτεταμένη άγνοια, με συνέπεια να συντονίζεται πλήρως με το πρόσωπο που την εκφέρει. Η Ρόζα γράφει όπως ακριβώς απευθύνεται στις φιλενάδες της, μιλάει άπταιστα «κατινίστικα», χειρίζεται αβίαστα την πιο φρέσκια αργκό, διανθίζοντάς τη με σκόρπιους τοπικούς ιδιωματισμούς και ορισμένες φράσεις ξεκολλημένες από το πεζοδρόμιο. Ωστόσο, η επίτευξη της φαιδρότητας δεν προϋποθέτει ευκολία. Ο Κορτώ, όπως σε προηγούμενα βιβλία του μιμείται τα υψηλά του πρότυπα, με ευθαρσείς δανεισμούς από εμβλήματα της γαλλικής, κυρίως, λογοτεχνίας, τώρα χαμηλώνει το βλέμμα του, αναζητώντας δανειστές στα βάθρα των μπεστ σέλερ. Με άλλα λόγια, υποψιάζομαι πως ο συγγραφέας δημιούργησε τη Ρόζα του αλιεύοντας τα χαρακτηριστικά της από σελίδες διαφόρων Μάρων και Μάιρων και γαρνίροντας το τελικό πορτρέτο με πρόσθετες, δηλητηριώδεις δόσεις επιπολαιότητας και κυνισμού. Αν πρόθεσή του ήταν να γράψει ένα ροζ μυθιστόρημα, τηρώντας όλους τους κανόνες του είδους, και ταυτόχρονα να διακωμωδήσει διά της υπερβολής το ίδιο του το κατασκεύασμα, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει απόλυτα. Όπως η ηρωίδα του επινοεί τον τραυματισμένο ψυχισμό της και τον μοστράρει επιτήδεια, έτσι ο συγγραφέας, ο οποίος, ούτως ή άλλως, βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση με τη σοβαροφάνεια, πλασάρει εδώ τον ελαφρύ -δημιουργικά- εαυτό του. Ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη η μεταμφίεσή του. Η ευδιάκριτη ειρωνική διάθεση του Κορτώ απέναντι στη βλακεία του κεντρικού του προσώπου και των ομοίων του, αυτών που συναντάμε είτε στην καθημερινότητα είτε στην πεζογραφία, προσδίδει στην ελαφρότητα το ελάχιστο βάρος της σκοπιμότητας, της υπαινικτικής παρωδίας. Βέβαια, προκύπτει η εξής απορία: Ποιον ελκύει αυτή η πλαστογραφία, κατά κάποιον τρόπο, εύπεπτου αναγνώσματος; Οι φίλοι (φίλες) του είδους, αναμφίβολα, δεν θα προτιμήσουν τον Κορτώ, ενώ όσοι εκτιμούν το συγγραφέα μάλλον θα απογοητευθούν. Οσοι δε αντιπαθούν και το είδος και τον παρωδό του, θα παρατήσουν πολύ γρήγορα το βιβλίο, αν ποτέ το ανοίξουν. Κατά τη γνώμη μου, στο μυθιστόρημα αξίζει να προσεχθούν δύο στοιχεία, εξίσου απολαυστικά· αφ' ενός, η επιδεξιότητα της γραφής, και ακριβέστερα η επιδέξια κακοτεχνία του, και αφ' ετέρου, η σπαρταριστή, επίπλαστη, κενότητά του. Ο Κορτώ έχει ήδη καταθέσει διαπιστευτήρια του ταλέντου του, της ώριμης κρίσης του, της έκτασης των ενδιαφερόντων του, των εκλεκτών «πνευματικών συνομιλητών» του, των ποικιλόμορφων ιδεών του. Ωστόσο, η άνευ ορίων προκλητικότητά του, ενθαρρυμένη από την αξιοζήλευτη άνεση γραφής, η αναίτια βιασύνη του και η συνεχής -λογοτεχνική- έκθεση μπορεί να «κάψουν» τις αδιαμφισβήτητες δυνατότητές του. Ομως ο ρόλος της Κασσάνδρας είναι άχαρος και ο Κορτώ πολύ νέος.