Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

H ζωή στον αφρό

Πέτρος Τατσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 20/8/2005

Eύη Λαμπροπούλου, Σχεδόν σούπερ, εκδ. Κέδρος, 2005, σελ. 280

H Eύη Λαμπροπούλου ανοίγει παράθυρο στον ψυχισμό των νέων της γενιάς του Ίντερνετ

OΠΟTE EΣKAΓE MYTH MIA NEA ΓENIA, ΟI ΠAΛAIΟTEPΟI XΩPIZΟNTAN AYTΟMATΩΣ ΣE ΔYΟ ΣTPATΟΠEΔA: TΟYΣ NEΟΛATPEΣ KAI TΟYΣ NEΟMAXΟYΣ. H EYH ΛAMΠPΟΠΟYΛΟY, AΞIA EKΠPΟΣΩΠΟΣ THΣ ΓENIAΣ «X», MAΣ AΠΟΔEIKNYEI ΟTI AYTΟΣ Ο ΔIAXΩPIΣMΟΣ EINAI ΠIA ΠAPΩXHMENΟΣ KAI AN ΘEΛΟYME ΠPAΓMATIKA NA EΠIKΟINΩNHΣΟYME ME AYTHN TH ΓENIA - TΟΣΟ ΓIA NA TH NΟYΘETHΣΟYME ΟΣΟ KAI ΓIA NA THN EKΦΟBIΣΟYME - ΘA ΠPEΠEI NA ANAΘEΩPHΣΟYME TH ΣTAΣH MAΣ EK BAΘPΩN

Εάν το καλοεξετάσεις, τόσο οι νεολάτρες όσο και οι νεομάχοι στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Στη χειραγώγηση των φιντανιών προτού προλάβουν να σηκώσουν δικό τους μπαϊράκι. Οι πρώτοι υπερτιμούν, οι δεύτεροι υποτιμούν, μα αμφότεροι βασίζονται στο αξίωμα πως η νεανική παρέκκλιση δεν υπερβαίνει ποτέ τα όρια μιας ενοχλητικής ή καλοδεχούμενης ιδιοτροπίας. Εάν κοιτάξουμε πράγματι τις ιδιολέκτους των νέων έως και τη δεκαετία του 1980, θα παρατηρήσουμε ότι το χάσμα με τις προγενέστερες νεανικές ιδιολέκτους δεν είναι αγεφύρωτο και προτάσσεται μονάχα για το θεαθήναι. Αυτά «Πι Άι» - όπως θα μας έλεγε και η ηρωίδα της Λαμπροπούλου. Προ Ίντερνετ. Κοινά τα σημεία αναφοράς. Με Τομ Σόγερ μεγάλωσαν οι γονείς μας, με Τομ Σόγερ μεγαλώσαμε κι εμείς. Ωστόσο, μετά την έλευση και τη διάδοση του Διαδικτύου, η ψαλίδα άνοιξε δραματικά και η ιδιόλεκτος των σημερινών νέων απέκτησε πλέον χαρακτηριστικά κανονικής ξένης γλώσσας. Οι γονείς μας κουτσά - στραβά καταλάβαιναν τι θέλαμε να πούμε. Εμείς δεν καταλαβαίνουμε τα παιδιά μας. Ούτε κουτσά ούτε στραβά.

Ανασφάλεια

H ηρωίδα της Λαμπροπούλου είναι ένας εργασιομανής κίλερ λίγο σαν τη Μέλανι Γκρίφιθ (αριστερά) στο «εργαζόμενο κορίτσι», που εκτοπίζει την αφεντικίνα της Σιγκούρνι Γουίβερ. Μόνο που η Ελληνίδα σούπεγκερλ πέφτει θύμα τελικά των ικανοτήτων της

Στο μυθιστόρημα της Εύης Λαμπροπούλου η παραπάνω διαπίστωση θεωρείται αυτονόητη και ούτε ένα δάκρυ δεν χύνεται για το χυμένο γάλα. Το βιβλίο της δεν είναι λυσάρι για τη γλώσσα των νέων. Είναι όμως ένα παράθυρο στον ψυχισμό τους - το πιο ανοιχτό παράθυρο από όσα συναπαντήσαμε στην πρόσφατη λογοτεχνική μας παραγωγή. Εάν μπούμε, λοιπόν, στον κόπο να αγναντέψουμε από αυτό το παράθυρο, θα παρηγορηθούμε με το συμπέρασμα - το χαιρέκακο, αν προτιμάτε, συμπέρασμα - ότι το καταφύγιο του Διαδικτύου όχι μόνο δεν ανακούφισε τη δεδομένη και προαιώνια νεανική ανασφάλεια - υπαρξιακή αγωνία, τη βαφτίζαμε εμείς -, αλλά τουναντίον την επέκτεινε σε ασύλληπτα για εμάς επίπεδα. Μπορεί να κατάργησε μια σειρά από στεγανά - όπως ανάμεσα στη γνώση και στην άγνοια (βρίθουν σήμερα οι αναλφάβητες ιδιοφυΐες) ή στην ανάγκη της ιεραρχίας (εικοσάρηδες έστειλαν εν μια νυκτί πενηντάρηδες στα αζήτητα) - μα σε σκοπέλους όπως η μοναξιά προσέκρουσε μετωπικά και σφοδρότατα. Εν τούτοις, δεν είναι ένα βιβλίο που κλαψουρίζει για τις παρενέργειες της τεχνολογίας. Είναι ένα οδυνηρά αστείο βιβλίο, πλημμυρισμένο από λογικά οξύμωρα.

Αυτοσαρκασμός

Ως φιλότιμη μυθιστοριογράφος - έκανε ήδη αίσθηση με το «Χάπι Λου», το πρώτο της βιβλίο - η Λαμπροπούλου δεν αφήνει την ηρωίδα της να αγιάσει. Τη βυθίζει στο εργασιακό στρες, με πάσης φύσεως «προειδοποιήσεις», από αιματοπτύσεις και γρομπαλάκια έως εκδηλώσεις πανικού και μικροϋστερίες (ολέθριες για την, ούτως ή άλλως, ασταθή ερωτική της ζωή). H Βέρα θα δοκιμάσει τα πάντα - ομοιοπαθητικά φάρμακα του κώλου, γιόγκα, ψυχοθεραπεία, ιαματικά λουτρά.

Απογοητευμένη από κάθε άλλη λύση, θα επιστρέψει στις ρίζες της, στη Μυτιλήνη, σηκώνοντας ταυτόχρονα και το παραβάν, πίσω από το οποίο κρυβόταν τόσα χρόνια το «σούπεργκερλ»: μια μικροαστική επαρχιακή οικογένεια - «ελπίζουν ότι αν παρακολουθήσω αρκετούς γάμους, θ' αναγκαστώ τελικά να πάω και στον δικό μου»... Κάπου εδώ ελλοχεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μυθιστόρημα - να μεταβληθεί σε αφελές οικολογικό μανιφέστο, με ισχυρή δόση από κουλέρ λοκάλ -, αλλά η Λαμπροπούλου τον αποφεύγει με ένα υπέροχο αφηγηματικό τάκλιν, που ασφαλώς και δεν σκοπεύουμε να σας αποκαλύψουμε. Πέρα από την εύστροφη γλώσσα - υβρίδιο «αγορίστικης» αθυροστομίας και καταιγιστικών χιουμοριστικών συνειρμών - θα χαρείτε και τον αυτοσαρκασμό της. Συνήθως οι πεζογράφοι μας, νεώτεροι και παλαιότεροι, σαρκάζουν τα πάντα εκτός από το σαρκίο τους. H Λαμπροπούλου συγκαταλέγεται στις εξαιρέσεις. Πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού.

H Βέρα ένα «σούπεργκερλ»

Συνήθως οι πεζογράφοι μας, νεώτεροι και παλαιότεροι, σαρκάζουν τα πάντα εκτός από το σαρκίο τους. H Λαμπροπούλου συγκαταλέγεται στις εξαιρέσεις. Πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού

H ηρωίδα τού «Σχεδόν Σούπερ» αλλάζει το βαπτιστικό της από Βαρβάρα σε Βέρα - και αυτή η ανώδυνη μετονομασία είναι η πρώτη από ένα πλήθος συγκαλύψεων-αποσιωπήσεων που θα μας αποκαλυφθούν σταδιακά (με πιο σπαρταριστή την αληθινή «ταυτότητα» του πιστού της φίλου Γκούφι). H Βέρα είναι τριάντα τριών χρόνων, περήφανη τόσο για την υψηλή της νοημοσύνη όσο και για τη συναισθηματική της ευστάθεια. H Βέρα είναι ένας εργασιομανής «κίλερ», ένα «σούπεργκερλ» - και εμφανισιακά - που όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει και όλα τα... πηδάει. Εργάζεται ως πρότζεκτ μάνατζερ στη Χάντερς, μια πολυεθνική εταιρεία που συμβουλεύει επιχειρήσεις πώς να βελτιώσουν ή να επιδιορθώσουν το λογισμικό τους. Για το δικό της λογισμικό, την ίδια τη ζωή της, η Βέρα δεν ανησυχεί ιδιαίτερα, τουλάχιστον στην αρχή. Μόνος ορατός κίνδυνος είναι μήπως και «καεί» από την υπερδραστηριότητά της στα τριάντα πέντε της και υποχρεωθεί να πάρει κανένα «σαμπάτικαλ» - τουτ' έστιν άδεια μακράς διαρκείας μετά αποδοχών έως ότου ξαναγεμίσει (εάν κι εφόσον, βεβαίως, βεβαίως) τις μπαταρίες της. Έτσι και κατορθώσει να αποφύγει αυτό το «ατύχημα», τίποτε δεν την εμποδίζει να κερδίσει μια θέση μεγαλομετόχου στην εταιρεία, να μεταπηδήσει από τους υπαλλήλους στα αφεντικά και να εκσφενδονίσει τις αποδοχές της στα ύψη.