Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Παπαδιαμαντική κιβωτός

Λάκης Προγκίδης, εφ. Το Βήμα, 4/1/1998

Το έργο του Σκιαθίτη είναι σαν ψηφιδωτό πάνω σε ανώμαλη επιφάνεια. Ο κάθε παρατηρητής δεν βλέπει παρά την όψη την οποία του επιτρέπει η θέση του. Ψηφιδωτό πλούσιο από το οποίο, όπου κι αν σταθούμε, έχουμε να πάρουμε κάτι το πολύτιμο.

Κάθε βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη είναι χαρμόσυνο γεγονός. Χαρμόσυνο καθαυτό, ανεξάρτητα από τις ιδέες που περιέχει, ανεξάρτητα από την ίδια τη λογοτεχνική του αξία. Όταν δε συγγραφέας του είναι ο Κωστής Παπαγιώργης, ο δοκιμιογράφος που κατάφερε να ενσωματώσει τόσο αριστοτεχνικά τα γραπτά του στην πενιχρή σε δοκιμιακή παράδοση Ελλάδα, το πράγμα εκτός από χαρμόσυνο είναι και σημαντικό.

Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα γραφτεί η πνευματική ιστορία μας αυτού του αιώνα. Είμαι όμως σίγουρος ότι οι επίγονοι θα προσέξουν ότι κανένας άλλος συγγραφέας δεν μας «βασάνισε» τόσο όσο ο Παπαδιαμάντης. Ως αναγνώστες. Ως συνειδήσεις. Ως λαό. Ως έθνος.

Το παπαδιαμαντικό έργο είναι σαν ψηφιδωτό πάνω σε ανώμαλη επιφάνεια: ο κάθε παρατηρητής δεν βλέπει παρά την όψη την οποία του επιτρέπει η θέση του. Τούτο δε το ψηφιδωτό είναι τόσο πλούσιο που όπου κι αν σταθούμε έχουμε να πάρουμε κάτι το πολύτιμο και ουσιαστικό. Μόνο που απορούμε ειλικρινά και βασανιζόμαστε: μα πώς είναι δυνατόν, σκεφτόμαστε, να διαφέρουν τόσο πολύ οι γνώμες μας μπροστά σε ένα έργο που αναζωογονεί τις πιο κοινές μας μνήμες, που μας μιλάει με τις εικόνες που όλοι έχουμε αγαπήσει;

Βέβαια τα γούστα, οι απόψεις και οι ιδέες μας ποικίλλουν. Θα ήταν παράλογο να προσδοκούμε ομοψυχία γύρω από πράγματα (τα έργα τέχνης) που έχουν πρώτιστο στόχο την αφύπνιση της ατομικότητας. Οχι, δεν μας βασανίζει η διαφορετική γνώμη. Μας βασανίζει το γεγονός ότι στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Γιατί μαζί του ανακαλύπτουμε ότι οι διαφωνίες μας δεν είναι καθόλου απλές, ότι μπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την τρισχιλιετή σχεδόν ιστορία του τόπου μας. Και εκεί τα χάνουμε. Ο Παπαδιαμάντης μάς βγάζει από τα νερά μας. Μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι οι τωρινές παντός είδους αντιπαραθέσεις μας είναι αδύνατον να κατανοηθούν ανεξάρτητα από το πώς έχει ο καθένας μας νιώσει το παρελθόν μας. Μας κάνει να καταλάβουμε ότι οι κόμποι της εθνικής μας ιστορίας δεν είναι λυμένοι. Ο Παπαδιαμάντης, και μόνο αυτός από τους συγχρόνους μας, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη περίληψή μας. Είναι το σταυροδρόμι όλων μας. Είναι ο μόνος αληθινός και ουσιαστικός μας διάλογος.

Ο Κωστής Παπαγιώργης πιάνει το νήμα από τα προεπαναστατικά χρόνια. Ψηλαφεί τον πρώτο μεγάλο κόμπο της πρόσφατης ιστορίας μας: ένα τμήμα του Ελληνισμού να εμφορείται από τις ιδέες του Διαφωτισμού και της εθνικής αναγέννησης, ένα άλλο από την έχθρα κατά της Δύσης και τη θρησκευτική (ορθόδοξη) συσπείρωση και συνέχεια, έστω και υπό τουρκική κηδεμονία. Χωρίς το φόντο αυτής της ασίγαστης διαπάλης η τέχνη του Παπαδιαμάντη πέφτει στο κενό, μας εξηγεί ο Παπαγιώργης στο πρώτο από τα έξι κεφάλαια του βιβλίου του. Γιατί είναι ακριβώς η τέχνη η οποία έδωσε την πιο θεμελιώδη απάντηση στο εσωτερικό μας σχίσμα. Γιατί η παπαδιαμαντική δημιουργία που με σαφήνεια και αυτοπεποίθηση τάχθηκε υπέρ της Ορθοδοξίας, που δεν πειθάρχησε στα έσωθεν και έξωθεν ιδεολογικά και γεωπολιτικά κελεύσματα της εποχής, είναι η μόνη που κατάφερε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη διένεξη μεταθέτοντάς την ταυτόχρονα σε μια ανώτερη σφαίρα: δεν αρκεί η στείρα και μάταιη άρνηση της Δύσης. Για να μην αφανιστούμε μας χρειάζεται διάλογος επί ίσοις όροις. Για έναν τέτοιο διάλογο χρειάζεται έργο. Και το έργο χρειάζεται ηθική και αισθητική ενότητα. Αρα πρέπει να δώσουμε σάρκα και οστά σε ό,τι το καλύτερο και ζωντανότερο μας έχει κληροδοτήσει η κοινή μας παράδοση.

Βέβαια τούτη η ματιά δεν είναι καινούργια. Πάνε περίπου 30-35 χρόνια από τότε που ο Ζήσιμος Λορεντζάτος άνοιξε τον δρόμο της ενεργητικής ελληνο-ορθοδοξοποίησης του Παπαδιαμάντη, δρόμο που ακολουθήθηκε από πολλούς. Ο Παπαγιώργης όμως δεν έγραψε το δοκίμιό του ως απλός συνεχιστής του Λορεντζάτου. Υπάρχει στο βιβλίο του μια τομή, μια καθαρά παπαγιωργική θα έλεγα ματιά, που προσθέτει στη λορεντζατική θεώρηση μια νέα διάσταση. Διάσταση που αξίζει να προσεχθεί και να συζητηθεί ευρέως (εντός και εκτός Ελλάδας).

Ξεκινώντας από το αίτημα να βρεθεί η ηθική και αισθητική ενότητα της ορθόδοξης παράδοσης ­ αίτημα που θεωρεί ταυτόχρονα και το κύριο αίτημα του συγγραφέα του Χριστόψωμου ­ ο Παπαγιώργης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να ανταποκριθεί σε τούτο το αίτημα στήνοντας ένα θαυμαστό και πολύκλωνο έργο όπου ήθος, ωραίο και Ορθοδοξία συνυπάρχουν σε ένα αρμονικό σύνολο.

Ως ήθος πρέπει, σύμφωνα με την ανάλυση του Παπαγιώργη, να καταλάβουμε την αξία της κοινότητας, του κλειστού στον εαυτό του χωριού όπου οι άνθρωποι δεν αφήνονται ποτέ στις καταστρεπτικές παρενέργειες του ατομισμού και όπου όλες οι εντάσεις και οι νευρώσεις απορροφούνται από την κοινή ζωή. Για το ωραίο πρέπει να αφήσουμε να εισχωρήσει μέσα μας η αγαλλίαση της ίδιας μικρής κοινότητας τις ώρες που μετατρέπεται σε εκκλησίασμα. Οχι βέβαια στο οποιοδήποτε εκκλησίασμα. Η παπαδιαμαντική κοινότητα, παρατηρεί ο Παπαγιώργης, λειτουργείται και λειτουργεί. Ο παπάς δεν είναι παρά ο κορυφαίος του χορού. Κατά τα άλλα, κάθε μέλος της κοινότητας, κάθε πιστός είναι στοιχείο ζωντανό της λειτουργίας. Το ωραίο δεν είναι εξωτερικό στοιχείο. Φτιάχνεται από όλους και είναι το στοιχείο που πλέκει καθημερινά το είναι του εκκλησιαζόμενου με τη ζωή των συνανθρώπων του. Γι' αυτό ο άνθρωπος του Παπαδιαμάντη δεν εντυπωσιάζεται και τόσο από τις βαρύτιμες και χρυσοποίκιλτες σκηνοθεσίες και τα επιβλητικά τυπικά. Του αρκούν τα εκκλησάκια και η φύση. Πουθενά αλλού η κοινότητα δεν είναι τόσο δεμένη, τόσο ίδια με τον εαυτό της, όσο εντός του χώρου που την διαιωνίζει.

Ποια Ορθοδοξία θα έρθει τώρα να εναρμονιστεί με αυτή την έννοια του ήθους και του ωραίου; Μια Ορθοδοξία κοινοτική βέβαια, καθημερινή και απλή. Μια χριστιανική θρησκεία που έχει γίνει πια πρακτική, μέθοδος ζωής, μια θρησκεία που εγκοσμιοποιείται. Μα σε τι διαφέρει τότε τούτη η εγκοσμιοποίηση από εκείνη που γνώρισε ο καθολικισμός; Η πορεία μπορεί να είναι η ίδια, αφήνει να εννοηθεί ο Παπαγιώργης, αλλά οι πολιτισμικές δομές διαφέρουν. Εκεί ο άνθρωπος διεκδικεί τη θέση του Θεού, εδώ είναι η κοινότητα που αγιάζεται ­ «η λαϊκή αγιότητα», επιγράφεται χαρακτηριστικά το πέμπτο προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.

Ετούτη η άποψη της λαϊκής αγιότητας νομίζω ότι πρέπει να συζητηθεί ευρέως. Τι σημαίνει ακριβώς η πρόκριση μιας τέτοιας ανάγνωσης του Παπαδιαμάντη; Αντέχει το σύνολο του έργου την επιβολή ενός ανθρωπολογικού μοντέλου που, ναι μεν ικανοποιεί τις ταυτοτικές μας επιθυμίες, αλλά είναι αμφίβολο αν καλύπτει πλήρως το πεζό και κριτικό βλέμμα του δημιουργού της Φόνισσας.

Αφιερώνοντας ακριβώς το τελευταίο κεφάλαιο στη Φόνισσα, ο Παπαγιώργης δείχνει να έχει επίγνωση του προβλήματος: γεννιέται, άραγε, το κακό και μέσα στα σπλάγχνα της «λαϊκής αγιότητας»; και αν ναι, ποιος διαπράττει και ποιος τιμωρεί; Η απάντηση, που επιστρατεύει την απεραντοσύνη και το ανεξιχνίαστο των σχεδίων της θείας οικονομίας προκειμένου να διαφυλαχθεί ακέραια η έννοια της «λαϊκής αγιότητας», αφήνει μεν ανέπαφο το κοινοτικό οικοδόμημα, μας δίνει όμως την εντύπωση ότι στα ορθόδοξα καντόνια μαζί με τον τρισκατάρατο ατομικισμό πλήττεται καίρια και η ατομική ευθύνη. Και ιδού και πάλι που βρισκόμαστε προ των πυλών της Ανατολής.

Τελικώς προχωρούμε ή γυρίζουμε πίσω; Χαλαρώνουμε ή σφίγγουμε τον κόμπο; Κάθε καλό βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη, όπως αυτό του Παπαγιώργη, δουλεύει και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Γιατί το προχώρημα και το πισωγύρισμα είναι άρρηκτα δεμένα με τη μαγεία και το νόημα του παπαδιαμαντικού έργου.

Σίγουρα το χειρότερο που θα μπορούσε να μας είχε συμβεί θα ήταν να είχαμε κόψει τον κόμπο, να είχαμε πάρει τελεσίδικα τον ένα ή τον άλλο δρόμο. Ευτυχώς, η παπαδιαμαντική κιβωτός, γεμάτη από όλες τις διαφωνίες μας, μας προφύλαξε, κουβαλώντας ετούτον και άλλους πολλούς κόμπους, ως το κατώφλι της τρίτης χιλιετίας.

Θα κρατήσει, άραγε, τούτη η κιβωτός και στις αναστατώσεις που προμηνύει η νέα εποχή; Αλλά θα κρατήσει μήπως ο Θερβάντες, ο Γκαίτε, ο Τολστόι; Θα καταφέρουμε να περισώσουμε τις πανανθρώπινες και υπερεθνικές αξίες από τα συζυγή κακά της παγκοσμιοποίησης και του επαρχιωτισμού; Οι καιροί επιτάσσουν ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Οχι για να αντιμετωπιστούν οι ασιατικοί δράκοι και τα αμερικανικά μεγαθήρια. Αλλά για να ενώσουμε σε μια κοινή κοίτη τις βαθύτατες πολιτισμικές μας διαφορές. Για να μη σταματήσουμε να τις κουβεντιάζουμε. Είναι η μόνη μας δύναμη και η μόνη μας ελπίδα.