Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ή άγιος ή μυθιστοριογράφος

Τάκης Θεοδωρόπουλος, εφ. Τα Νέα, 22/12/2001

150 χρόνια από τη γέννησή του

Πολλούς φαντάζομαι θα εκφράζει η παρέμβαση κάποιας συνέδρου στην πρόσφατη συνάντηση που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών προς τιμήν του και που χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη σαν «ένα σκοτεινό και μαύρο μοναστήρι». Πολλούς, ίσως τους περισσότερους από όσους έχουν υποχρεωθεί να τον διαβάσουν στα σχολικά τους θρανία, να εξετασθούν αναλύοντας τις μεταφορές του και τη γλωσσική του ομορφιά και τέλος να κλείσουν τα βιβλία του αποφασισμένοι να μην ξανασχοληθούν ποτέ στη ζωή τους με τα ηθικά του διδάγματα.

Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τον συγγραφέα της «Φόνισσας» να θεωρείται σίγουρη αξία. Από το περίφημο λογοτεχνικό εορτολόγιο του Οδυσσέα Ελύτη στο Άξιον Εστί ­ «όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε...» ­ ως τη φωτογραφία του Νιρβάνα, καθισμένος σε στάση τριών τετάρτων σε καρέκλα καφενείου με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ελαφρώς γερμένο και τα χέρια σταυρωμένα, σαν να συλλογίζεται ή να προσεύχεται ­ για μερικούς από τους απολογητές του είναι το ίδιο ­ ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) είναι μια σίγουρη αξία του συλλογικού μας υποσυνείδητου. Στο γενικό μπέρδεμα που ακούει στο όνομα νεοελληνική παράδοση κατέχει περίοπτη θέση δίπλα στον στρατηγό Μακρυγιάννη, τον Άρη Βελουχιώτη και τα υφαντά της Αραχώβης ­ προσφάτως προστέθηκαν και οι κωμωδίες της δεκαετίας του '60. Τον έχουμε πει «άγιο» και θεωρούμε τη γλώσσα στην οποία έγραψε τα έργα του κάτι σαν ανδριάντα της γλώσσας που μιλάμε σήμερα ­ κι ας είναι μια γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ, κι ας είναι μια γλώσσα μακριά απ' αυτήν που μιλάμε σήμερα. Πριν από τρεις μήνες, σε μια συνάντηση που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από το Atelier du roman και είχε ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο, γιατί σ' αυτήν συμμετείχαν κυρίως Γάλλοι λογοτέχνες που τον είχαν διαβάσει σε μετάφραση, μια κυρία από το κοινό τους δήλωσε ευθαρσώς ότι αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν τίποτε από το έργο του γιατί δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι ­ εις εξ αυτών είχε δηλώσει ευλαβής καθολικός ­ και δεν είναι Έλληνες.

Νομίζω ότι φέτος που κλείνουν οι εορτασμοί για τα 150 χρόνια από τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες πεζογράφους, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Είναι δυνατόν να μεταφρασθεί το έργο του από μια σύγχρονη ανάγνωση; Και όταν μιλάω για μετάφραση δεν εννοώ τη γλωσσική του μεταφορά στη δημοτική όπως, μάλλον αφελώς, κάποιοι πρότειναν πριν από μερικά χρόνια. Εννοώ τη «μετάφραση» αυτή που κάνει ένα έργο να ζει και σε εποχές και σε συνθήκες διαφορετικές απ' αυτές που το γέννησαν, που επιτρέπει στον αναγνώστη να μεταφράσει τις αξίες του πεζογραφήματος σε δικές του αξίες, την αγωνία του σε δική του αγωνία.

Ή μήπως η πραγματική δύναμή του βρίσκεται στη γλωσσική του ομορφιά και στον τρόπο που ηθογράφησε την κοινωνία της εποχής του; Μήπως δηλαδή ο Παπαδιαμάντης ανήκει στις τάξεις αυτών των συγγραφέων που δεν μπορούν να ταξιδέψουν χωρίς να κουβαλούν στις αποσκευές τους τη γλώσσα του, τις μυρουδιές του κόσμου τους, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής τους; Εγώ θα έλεγα να μη μας τρομάζει και τόσο η προοπτική. Στο κάτω κάτω της γραφής ο Ιταλός Τζοβάνι Βέργκα είναι κάπως έτσι, όπως και ο Προβηγκιανός Φρεντερίκ Μιστράλ που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1904. Είναι ο Παπαδιαμάντης ζωντανός συγγραφέας σήμερα, όπως είναι ο Καβάφης ζωντανός ποιητής, ή μήπως είναι ένα κειμήλιο της χαμένης αθωότητας της γλώσσας μας, ενός γοητευτικού τρόπου ζωής που παρήλθε με τα καλά του και τα κακά του ανεπιστρεπτί; Μπορούμε να τον κρίνουμε με λογοτεχνικά κριτήρια ­ και να τον διαβάσουμε όπως διαβάζουμε τον Ντοστογιέφσκι που ο ίδιος είχε μεταφράσει στα ελληνικά ­ ή μήπως αρμόδια γι' αυτόν είναι η ανθρωπολογία; Κι αν ναι, πώς μας μιλάει και τι έχει να μας πει;

Η ιστορία μιας παλινωδίας

Ο Παπαδιαμάντης όπως τον είδε ο Νίκος Εγγονόπουλος και, αριστερά, η περίφημη φωτογραφία που του τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας το 1906, στη Δεξαμενή. «Μία ευγένεια ασύλληπτος εχύνετο εις το πρόσωπόν του από το φώς της δυούσης ημέρας», σχολίασε ο... φωτογράφος. Κάτω, παιδικά σχέδια του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο «Κατήχησις του Ελληνικού Σχολείου»

Νομίζω ότι το κείμενο που έγραψε ο Στέλιος Ράμφος στα μέσα της δεκαετίας του '70 με τον τίτλο «Η Παλινωδία του Παπαδιαμάντη» είναι μια κατ' αρχάς απόπειρα προσέγγισης του έργου του με κριτήρια σύγχρονης κριτικής. Ο Ράμφος ξεχωρίζει, σε γενικές γραμμές, δύο συγγραφικές γραμμές. Η μία είναι τα μεγάλα του μυθιστορήματα ­ «Οι Έμποροι των Εθνών», «Η Γυφτοπούλα» ­ η περίοδος κατά την οποία μαθητεύει στο είδος που λέγεται μυθιστόρημα ­ είδος ευρωπαϊκό ­ και αποδύεται σε έναν αγώνα μίμησης προτύπων που εν τέλει τού είναι ξένα. Η δεύτερη είναι η περίοδος κατά την οποία ο Παπαδιαμάντης εγκαταλείπει τα ξένα πρότυπα και βρίσκει τον εαυτό του, την ιδιοπροσωπία του, σε μια μορφή που δεν είναι δάνεια, στο διήγημα.

Στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, το οποίο αποτελεί στο μεγαλύτερο μέρος του ένα είδος απολογητικής της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης ­ ασχέτως Παπαδιαμάντη ­ ο Ράμφος εξηγεί με τον τρόπο του και ένα πρόβλημα που απασχολεί όλο και περισσότερο όσους γράφουν και όσους κρίνουν αυτούς που γράφουν στα ελληνικά: γιατί, ενώ είχαμε πεζογράφους και σημαντικούς ποιητές, δεν είχαμε ποτέ μεγάλους μυθιστοριογράφους. Η απάντηση του Ράμφου είναι ότι το μυθιστόρημα ως είδος είναι ξένο προς την παράδοσή μας. Αυτό το συνειδητοποίησε κάποια στιγμή ο Παπαδιαμάντης, και γι' αυτό το εγκατέλειψε, για να στραφεί στο διήγημα, στο «συναξάρι της μικρής ζωής» που έχει ως κεντρικό θέμα την «ενσάρκωσι του Λόγου ως αγάπη, τον Χριστό». Ανάγνωση που βγάζει μεν το έργο από τη γλωσσοκεντρική του αγκύλωση, το καθυποτάσσει όμως σε μια ιδεολογική και ασφαλώς μονοσήμαντη ελλειμματική ερμηνεία.

To απόλυτο κακό

Την μονοσήμαντη ανάγνωση υιοθετεί, χωρίς αυτός να ασχολείται με τα μορφολογικά προβλήματα της «Παλινωδίας», και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στη φετινή επανέκδοση της «Φόνισσας». Εδώ η Φραγκογιαννού, που πνίγει τα κοριτσάκια για να μην υποστούν όσα υπέστη η ίδια στη ζωή της, αντιμετωπίζεται ως ενσάρκωση του «απόλυτου κακού». Ο Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι οι πράξεις τής Φραγκογιαννούς μένουν ανεξήγητες γιατί «το να ερμηνεύεις μια πράξη, φωτίζοντας τα κίνητρά της και κατανοώντας τους λόγους για τους οποίους έγινε, σε φέρνει πολύ κοντά στη δικαιολόγησή της...» ­ «Το απόλυτο κακό... -μας λέει ο Παπαδιαμάντης- πρέπει να παραμείνει, από ένα σημείο και πέρα, ανατριχιαστικά ακατανόητο...». Είναι σαν να λέει, με άλλα λόγια, ότι ο συγγραφέας ξέρει και μπορεί να ερμηνεύσει το απόλυτο κακό όμως, υπακούοντας στα «πρέπει» της χριστιανικής του ηθικής, κλείνεται στα όριά του για να μην κάνει καμιά ζημιά. Φαντάζομαι τον συγγραφέα να μοιράζει τη γνώση όπως νομίζει ότι είναι σωστό και είναι η αλήθεια ότι δεν μπορώ να τον ξεχωρίσω από τον οποιονδήποτε κατηχητή, αν εξαιρέσω βέβαια το γεγονός ότι ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τον κατηχητή, ξέρει να γράφει ωραία.

Ο Εωσφόρος ψυχαναλυόμενος

Στους αντίποδες των χριστιανών βρίσκονται τα κείμενα του Guy (Michel) Saunier που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο «Εωσφόρος και Άβυσσος, ο Προσωπικός Μύθος του Παπαδιαμάντη». Προϊόν πολύχρονης μελέτης ­ ο Saunier διευθύνει το νεοελληνικό τμήμα στη Σορβόννη ­ τα κείμενα αυτά, κατά τον συγγραφέα τους, εντάσσονται στο αυξημένο ενδιαφέρον που παρατηρεί ο ίδιος για τον Παπαδιαμάντη τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία. Ο ίδιος βέβαια, ως γνήσιος πανεπιστημιακός, για να στοιχειοθετήσει αυτό το ενδιαφέρον αναφέρει μια αρκετά εκτεταμένη λίστα από εργασίες που έχουν εκπονήσει μαθητές του, αποσιωπώντας το σημαντικό έργο του Λάκη Προγκίδη με τον τίτλο La conquete du roman, de Papadiamantis a Boccace, που κυκλοφορεί μεταφρασμένο και στα ελληνικά. Κατά τα άλλα, εννοείται, αποκαλεί τους απογόνους του Δημαρά, μάλλον ειρωνικά, «δημαράκια».

Τα κείμενα αυτά προσπαθούν να ερμηνεύσουν το έργο του Παπαδιαμάντη με κατεξοχήν ψυχαναλυτικά κριτήρια ­ κάτι που έχει καταντήσει να μοιάζει με τικ της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της λογοτεχνίας.

Η λογική είναι απλή: η λογοτεχνία δεν είναι τίποτε άλλο από το ξεκαθάρισμα λογαριασμών του καθενός με την προσωπική μυθολογία του. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε την «προσωπική μυθολογία» με το ίδιο το πρόσωπο, και επειδή ακριβώς δεν πρέπει να την ταυτίζουμε, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο ένας γράφει ποίηση κι ο άλλος μυθιστόρημα κι ο ένας είναι καλός συγγραφέας ενώ ο άλλος είναι κακός συγγραφέας. Τα στοιχεία του μύθου του Παπαδιαμάντη είναι τα εξής: η μητέρα, η απουσία του πατέρα, το νερό, η φύση, η άβυσσος, το κρασί και η αγωνία της πάλης με την ετερότητα, ή με άλλα λόγια η αγωνία της ταυτότητας. Έτσι εξηγείται και «η εωσφορική έπαρση» της Φόνισσας και έτσι διαπιστώνουμε πως το απόλυτο κακό που βγήκε από την πόρτα της χριστιανικής ανάγνωσης ξαναμπαίνει από την πόρτα της ψυχανάλυσης.

Κατά τη γνώμη μου η συλλογή αυτή δείχνει με τον πιο καθαρό τρόπο πόσο περιορισμένη είναι σήμερα πια η πανεπιστημιακή ανάγνωση της λογοτεχνίας. Μοιάζει περισσότερο με νεκροτομή, παρά με εγχείρηση ενός ζωντανού σώματος που έστω πάσχει από πυρετό ­ αφού ο Saunier μας λέει ότι «Η Φόνισσα» δεν είναι νοικοκυρεμένο μυθιστόρημα.

Ένας Ευρωπαίος μυθιστοριογράφος

Νομίζω ότι αν η άποψη του Λάκη Προγκίδη έχει ενδιαφέρον, είναι γιατί ο ίδιος αρνείται την έννοια του «νοικοκυρεμένου» μυθιστορήματος. Αρνείται και τις διαφορές ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τη νουβέλα. Για τον Προγκίδη το «μυθιστόρημα» δεν είναι θέμα μεγέθους ή μορφής. Είναι θέμα τρόπου σκέψης, μιας ματιάς που γεννιέται όταν ο κόσμος συνειδητοποιεί ότι η κατάστασή του αλλάζει συνεχώς. Και σε σχέση με την τοποθέτησή του απέναντι σ' αυτήν τη ρευστότητα κρίνει τον Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης εντάσσεται στην ευρωπαϊκή μυθιστορηματική παράδοση ­ και έχει πράγματι ενδιαφέρον η σύγκριση / αντιπαράθεση ανάμεσα στο «Δεκάμερον» και «Τα Ρόδινα Ακρογιάλια». Θεωρεί, στους αντίποδες των χριστιανών, ότι το μυθιστόρημα είναι ανυπότακτο είδος, ένα είδος που συλλαμβάνει τον άνθρωπο ως παρεκτροπή ­ απ' αυτήν την άποψη παίζει τον ρόλο που έπαιζαν τα έργα των τραγικών στην κλασική Αθήνα. Και ο Παπαδιαμάντης αρπάζει τον άνθρωπο στην τελευταία εκδοχή του «εγώ» του, της εσωτερικότητάς του, τη στιγμή που βγαίνει για να αντικρύσει το κενό και την πολιτιστική αγκύλωση. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας που έκανε ό,τι μπορούσε για να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις της βυζαντινής παράδοσης. Όπως λέει και ο Προγκίδης, μπορεί να μη μάθουμε ποτέ αν ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από τους μεγάλους Ευρωπαίους πεζογράφους, γιατί οι μεγάλοι πεζογράφοι εγκαταλείπουν την Ευρώπη και ο άτυχος Παπαδιαμάντης μπαίνει στη νύχτα της λησμονιάς πριν ακόμη δει το φως της ημέρας. Το θέμα είναι ότι αν έχει τη δυνατότητα να μας πει κάτι σήμερα αυτή θα αναδειχθεί μόνον αν τον βγάλουμε από τη γλωσσική αυταρέσκεια ­ τη δική μας, όχι τη δική του ­ και τα αισθήματα της τρυφερής νοσταλγίας που μας εμπνέει η σκηνή της μικρής του κοινωνίας. Ας ξεχάσουμε πως υπήρξε άγιος ­ αφού στο κάτω - κάτω οι άγιοι δεν διακρίθηκαν ποτέ στο μυθιστόρημα.

Πρόσφατες εκδόσεις:

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας