Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Πασχαλινός Παπαδιαμάντης

Μάρω Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 1/5/2005

Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια από το έτος Παπαδιαμάντη, όταν, με αφορμή ένα πρώτο επετειακό αφιέρωμα, γράφαμε για το εορταστικό διήγημα του Σκιαθίτη, προσπαθώντας να εκτιμήσουμε το βάρος του, ποσοτικό και ποιοτικό, μέσα στο αφηγηματικό σώμα, αλλά και τον εορτάσιμο χαρακτήρα του. Τελικά, δείχνει λίγο σαν μύθος η ταύτιση του Παπαδιαμάντη με χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα και πασχαλινά διηγήματα, καθώς ούτε ένα στα πέντε διηγήματά του δεν γράφτηκε για τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Μόλις τριάντα πέντε τα εορτάσιμα, στο σύνολο των 169 διηγημάτων του, κι αυτό, αν συμπεριλάβουμε και διηγήματα χωρίς εορταστικό μύθο, που ο Παπαδιαμάντης, τρόπον τινά, καρφιτσώνει στην περίοδο των εορτών, αναφέροντας πως συνέβησαν, λ.χ., τις παραμονές των Χριστουγέννων, όπως στους "Φιλόστοργους" ή στο "Τ’ Μπουφ’ του π’λι", ή και την ημέρα του Αγίου Στεφάνου, "τρίτη από των Χριστουγέννων", όπου τοποθετεί τη "Γλυκοφιλούσα". 

Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει, αν περιοριστούμε στην πρώτη δεκαετία της διηγηματογραφίας του, από τα Χριστούγεννα του 1887 μέχρι τα Χριστούγεννα του 1899, οπότε η συγκομιδή εορταστικών διηγημάτων είναι πλούσια, φτάνοντας το ένα στα δυο διηγήματα να γράφεται με αφορμή τις γιορτές και πάλι, όμως, χωρίς αναγκαστικά θρησκευτική υπόθεση. Αμοιβόμενα τα εορταστικά διηγήματα, φαίνεται πως έδωσαν το έναυσμα για τη διηγηματογραφία, προσφέροντας διέξοδο στις συγγραφικές ανησυχίες, όταν η βιοποριστική ενασχόληση με τη μετάφραση στις εφημερίδες, κυρίως στην "Ακρόπολη", απέκλειε την εκτενέστερη μυθοπλαστική σύνθεση. Ύστερα, το εορταστικό διήγημα θα πρέπει να άνοιξε την πόρτα των εφημερίδων στο διήγημα, όπως φαίνεται και από τη δημοσίευση του πρώτου χριστουγεννιάτικου διηγήματος του Παπαδιαμάντη, "Το Χριστόψωμο". Υπογεγραμμένο μόνο με τα αρχικά του δεν δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα" του Κορομηλά, όπου εργαζόταν ήδη από πενταετίας, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1887, αλλά την επομένη, ενώ για το εορταστικό φύλλο προτιμήθηκε ένα ιστορικοθρησκευτικό άρθρο του, με την υπογραφή Βυζαντινός, από αυτά που, κατά μια γνωμάτευση περί της πατρότητάς τους, είχε αρχίσει να δημοσιεύει από δεκαετίας στην εφημερίδα. Όταν αργότερα καταξιώθηκε ως διηγηματογράφος και ό,τι έδινε δημοσιευόταν, είχε λιγότερη ή και καθόλου ανάγκη από το πρόσχημα ενός εορταστικού διηγήματος. 

Αν και στο κατ’ εξοχήν πασχαλινό διήγημά του, το "Λαμπριάτικος Ψάλτης", δημοσιευμένο στην "Ακρόπολη" του Γαβριηλίδη, κατά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας, το 1893, ο συγγραφέας, στο μακρύ προοίμιο, δίνει μια διαφορετική εικόνα, αποκαλύπτοντας τα δυσμενή σχόλια που είχαν γίνει για τα εορταστικά του διηγήματα. Όπως γράφει βρέθηκαν κάποιοι, που τον αποδοκίμασαν και τον αποκάλεσαν "κατ’ αποκοπήν διηγηματογράφο", εμφανιζόμενο δις του έτους, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, με ιστορίες "θρησκευτικής υπόθεσης". Αναθυμάται τις κατηγορίες που δέχθηκε για το περσινό χριστουγεννιάτικο διήγημά του, "Στο Χριστό στο Κάστρο", με αφορμή την περιγραφή μιας τοιχογραφίας του ναΐσκου, όπου χαρακτήριζε τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, τον λογχιζόμενο από τον Άγιο Μερκούριο, "πελιδνό και παράφρονα τύραννο". Ειρωνικά αναφέρεται σε έναν άλλο συγγραφέα, "άλλης περιωπής", που είχε δημοσιεύσει προ ετών "ιστορικοφανταστικόν δράμα" και στα προλεγόμενα "ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του". Ωστόσο, ουδείς σκανδαλίστηκε, "διότι το πράγμα ήτο της μόδας". Δεν θα ταίριαζε μέσα σε ένα διήγημα να κατονομάσει το συγγραφέα του δράματος, "Ιουλιανός ο Παραβάτης", που δεν είναι άλλος από τον Κλέωνα Ραγκαβή, γιό του μόλις αποθανόντος τότε Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. 

Πάντως, οι πρώτες μεταθανάτιες παπαδιαμαντικές συλλογές, του Φέξη και του Δικαίου, τιτλοφορούνται χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα και πασχαλινά διηγήματα, ανεξάρτητα αν σε κάθε συλλογή συμπεριλαμβάνονται και μη εορταστικά διηγήματα. Πιο συγκεκριμένα, στα δυο τομίδια του 1912, με πασχαλινά διηγήματα, στη συλλογή του Φέξη δημοσιεύονται έξι, όπου τα μισά μόνο είναι πασχαλινά, ενώ στη συλλογή του Δικαίου, μόλις τέσσερα, κατ’ εξαίρεση, όλα πασχαλινά. Συνολικά, τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι μόλις έντεκα, με το πρώτο να δημοσιεύεται το Πάσχα του 1888, στην "Εφημερίδα" και το τελευταίο, στο αλεξανδρινό περιοδικό "Νέα Ζωή", το 1907. Κατά τα άλλα, και πάλι, στο διήγημα "Λαμπριάτικος Ψάλτης", προς υπεράσπιση των εορταστικών του διηγημάτων, αναφέρει πως δημοσιεύτηκαν στις δυο κορυφαίες εφημερίδες της πρωτεύουσας, εννοώντας την "Εφημερίδα" και την "Ακρόπολη", και στο μονάκριβο περιοδικό, που, τουλάχιστον μέχρι το 1893, ήταν η "Εστία". Τα μεταγενέστερα πασχαλινά δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, όπως "Το Περιοδικό μας" του Γεράσιμου Βώκου και η "Μούσα", σε αραιά διαστήματα, όποτε προέκυπταν. 

Κατά τη διατύπωση του Παπαδιαμάντη, για τα πασχαλινά και χριστουγεννιάτικα διηγήματα εμπνεύστηκε από τις αναμνήσεις και τα αισθήματά του. Ίσως και γι’ αυτό, τα εορταστικά διηγήματά του ήλκυσαν ελάχιστα τους θεωρητικούς που ενέκυψαν, ή μήπως και ενέσκηψαν, στο παπαδιαμαντικό έργο τα τελευταία χρόνια. Όπως κι αν έχει, τόσο το πρώτο χριστουγεννιάτικο, όπου η κακή πεθερά φαρμακώνει κατά λάθος το γιο της αντί για τη στέρφα νύφη, όσο και το πρώτο πασχαλιάτικο, "Η τελευταία βαπτιστική", δείχνουν ξένα προς το πνεύμα των ημερών. Το μόνο εορτάσιμο στοιχείο είναι, στο πρώτο, το χριστόψωμο, και στο δεύτερο, η κοκκώνα, δηλαδή η λαμπριάτικη κουλούρα σε σχήμα ανθρώπου, άντε και τα κόκκινα αυγά. "Η Τελευταία βαπτιστική", το τεσσαρακοστό πνευματικό τέκνο της θείας Σοφούλας, μόλις διετής, "έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος" και πνίγηκε τη μεγάλη Πέμπτη, την ημέρα που ζημώνονταν οι κοκκώνες. Όπως συνέβη και με τα δυο "κοριτσάκια" στη "Φόνισσα", που δημοσιεύθηκε πέντε χρόνια αργότερα. Και πάλι, ο θάνατός τους έρχεται τις ημέρες του Πάσχα, ανεξάρτητα αν ο συγγραφέας για τις μυθοπλαστικές του ανάγκες, παραλλάσσει το ατύχημα σε φονική ενέργεια. 

Αδυναμία στα παιδιά, ιδιαίτερα τα νήπια, τα ορφανά και τα κακοπαθημένα δείχνουν τα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Σε ένα άλλο πασχαλινό, το ένα από τα δυο που δημοσιεύτηκαν το 1891, ανιστορούνται οι "αναμνήσεις" μιας οκταετούς ορφανής από την τελευταία "Παιδική πασχαλιά" με τη μητέρα της, που ετοίμασε τα κόκκινα αυγά και τις κοκκώνες της Μεγάλης Πέμπτης. Προληπτικοί και δεισιδαίμονες οι νησιώτες και η μητέρα είχε φοβηθεί πως θα τους βρει κακό, όταν ο γιος της ανέτρεψε έναν από τους αμφορείς του Επιταφίου. Και πράγματι, δεν έβγαλε το χρόνο. Παρομοίως, το τελευταίο πασχαλιάτικο διήγημα, "Τ’ αερικό στο δέντρο", εμπνέεται από την πίστη των γυναικών στη δύναμη της αράς, καταδικαστέας και από την εκκλησία. ""Ευλογείτε, και μη καταράσθε", είπεν ο Χριστός", με αυτή τη φράση έτυχε να τελειώσει και ο Παπαδιαμάντης τα πασχαλινά του διηγήματα. 

Ταυτισμένο το Πάσχα με την αναγέννηση της φύσης, και τα πασχαλινά του Παπαδιαμάντη είναι, όπως θα αναμενόταν, σκιαθίτικα, εκτός από τρία αθηναϊκά. Αν και από αυτά, το ένα διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του στην εξοχή, προς τα Μεσόγεια. "Η Βλαχοπούλα", το ένα από τα δυο πασχαλινά διηγήματα του 1892, ανατρέχει στο προηγούμενο Πάσχα, που ο Παπαδιαμάντης είχε περάσει, όπως το συνήθιζε εκείνη την εποχή, σε "αρχοντική έπαυλη πλουσίου κτηματία", υπονοώντας το φίλο του από τις ολονύκτιες του Αγίου Ελισσαίου Ιωάννη Θεοφιλάτο και το σπίτι του στο Χαρβάτι. Ο Πάνος Δημούλης, το alter ego του συγγραφέα, που στο διήγημα "Χαλασοχώρηδες", δημοσιευμένο τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ακούει στο παραπλήσιο, Λέανδρος Παπαδημούλης, εμπλεκόμενος στην κοινωνικού περιεχομένου "Βλαχοπούλα", θα την ελαφρύνει με ένα ιντερμέδιο ερωτικής πνοής σε μια αγάλλουσα φύση. Αν και η Βλαχοπούλα απέχει της συνήθους Ρωμιάς του Παπαδιαμάντη, του οποίου η έμπνευση στάθηκε προπαντός στις Σκιαθίτισσες, με "το τελικό ουδέτερο ωμέγα στα ονόματά τους". Άλλωστε η Βλαχοπούλα ονομάζεται Φλώρα και μόνο η παρουσία της κολάζει τον Πάνο Δημούλη. Όσο για τη Φλώρα, επανέρχεται στο διήγημα "Φλώρα ή Λάβρα" του 1907. 

Κοινωνικού περιεχομένου είναι και το άλλο αθηναϊκό, το "Χωρίς στεφάνι" του 1896. Δυο τρία επουσιώδη σημεία του διηγήματος, που έχει για ηρωίδα τη δασκάλα Χριστίνα, απόφοιτη του Αρσακείου, παραπέμπουν στο πρώτο μυθιστόρημα του Βώκου, "Ο κύριος Πρόεδρος", που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια και κατόπιν σε βιβλίο, το 1893, από την "Ακρόπολη", στην οποία και οι δυο εργάζονταν. Προ χρόνων η Χριστίνα πήγαινε στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, κατόπιν εκκλησιαζόταν λάθρα, καθότι αμαρτωλή, σε εκκλησία κοντά στο σπίτι της, όπου έψελναν τα ορφανά του Χατζηκώστα. Το πιθανότερο, κατοικούσε στην ίδια γειτονιά με τη Χρυσάνθη, την άτακτη ηρωίδα του μυθιστορήματος του Βώκου, δηλαδή στα πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου. Ύστερα, όπως και οι ήρωες του Βώκου, η Χριστίνα, για να διοριστεί δασκάλα, χρειάστηκε τις συστάσεις των κομματαρχών, οπότε ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την εκμεταλλεύτηκε. Και ο Παπαδιαμάντης, ακριβώς πριν έναν αιώνα, προέτρεπε να ψηφιστεί ο πολιτικός γάμος. 

Το τρίτο αθηναϊκό στα πασχαλινά, δημοσιευμένο το 1891, ταυτόχρονα με τη "Παιδική πασχαλιά", παρά τον πομπώδη τίτλο του, "Πάσχα ρωμέϊκο", και τον υπότιτλο "σύγχρονος ηθογραφία", που θα ταίριαζε περισσότερο στα άλλα δυο αθηναϊκά, είναι ουσιαστικά ένα σκίτσο, χαρακτηριστικό ωστόσο και χαριέστατο. Ιταλοκερκυραίος ο ήρωας, "ο μπάρμπα-Πύπης", ευφραινόταν η ψυχή του "να κάμη Πάσχα ρωμέικο". Για να χαρεί "την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής", κατέβαινε κατ’ έτος πεζός στον Πειραιά να ακούσει την Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα και επέστρεφε πάλι με τα πόδια. Είχε μάλιστα, προτείνει και στο φίλο του, τον συγγραφέα, να συμπορευτούν, αλλά εκείνος "εόρταζε εκτός του Άστεως το άγιον Πάσχα", στο Χαρβάτι με τις Βλαχοπούλες. 

Καταχρηστικά, στα πασχαλινά τοποθετείται και ένα από τα διηγήματα, που ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε στο περιοδικό του Βώκου, το "Κοκκώνα θάλασσα ή το γράμμα της πεθεράς", όπου δεν υπάρχουν κουλούρες κοκκώνες και το μόνο που συμβαίνει "λαμπρόγιορτα" είναι το παρ’ ολίγο πνίξιμο της πεθεράς από τον γαμπρό της, πλοίαρχο Τζώνη. 

Ετσι απομένουν τα τέσσερα κατ’ εξοχήν πασχαλινά διηγήματα, με την Ανάσταση μέρος της υπόθεσης και τους ιερείς μαζί με την κουστωδία τους να πηγαινοέρχονται στο βορειοανατολικό κομμάτι της Σκιάθου, ανάμεσα στην παλαιά πρωτεύουσα, το Κάστρο, και τη μεταγενέστερη, για να λειτουργήσουν τα παρεκκλήσια. Διηγήματα χωρίς συνοχή, κατά την άποψη ορισμένων, με τις βουλιμικές, κατά Παπαδιαμάντη, περιγραφές να αδυνατίζουν τον όποιο μύθο. Αυτήν "την περιφρόνηση προς την οικονομία και τη σύνθεση" εκτίμησε η κριτική διαίσθηση του Παλαμά. Σχεδόν ο μοναδικός, που εξήρε ως "αριστούργημα του είδους", το διήγημα "Στην Αγι – Αναστασά". 

Παρεμπιπτόντως, θα μας άρεσε τα σκιαθίτικα διηγήματα, ιδίως τα εορτάσιμα, στις πρόσφατες ανθολογίες, να συνοδεύονται από μικρούς τοπογραφικούς χάρτες. Στην "Εξοχική Λαμπρή" του 1890, ο παπα-Κυριάκος, ιερέας της πολίχνης της Σκιάθου, πηγαίνει να αναστήσει στο εξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου στα Καλύβια. Βορειοδυτικότερα, στο Πυργί και την Παναγία του Ντομάν, εκτυλίσσεται το διήγημα του 1892, "Στην Αγι – Αναστασά". Στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την ενδιάμεση μονή του Αγίου Χαραλάμπους, ο "Λαμπριάτικος Ψάλτης", ενώ "Ο Αλιβάνιστος" του 1903 κινείται στο Δασκαλειό και τον Αι-Γιάννη στον Ασέληνο. 

Συνεκτικότερα διηγήματα η "Εξοχική Λαμπρή" και "Ο Αλιβάνιστος" ιστορούν γραμμικά τα συμβάντα, ενώ τα άλλα δυο καινοτομούν αφηγηματικά. Και στα τέσσερα, πρωτοστατούν άντρες, παιδιά και ονάρια, ενώ το "γυναικομάνι", κατ’ εξαίρεση, επέχει θέση χορού. "Στην Αγι-Αναστασά" έχουμε δυο "υποθέσεις", με τη δεύτερη εγκιβωτισμένη στην πρώτη, να εκτυλίσσονται σε διαφορετικό χρόνο, πριν να χτιστεί το παρεκκλήσι της Αγίας Αναστασιάς, στο οποίο διαδραματίζεται το μεταγενέστερο διήγημα "Η Φαρμακολύτρια". Το πρώτο μέρος, σαν πρόλογος, τοποθετείται το 1875, στον Προφήτη Ηλία και το Πυργί με το παράδοξο ερείπιο, που πολύ προβλημάτιζε τους αρχαιολόγους, δίπλα στο οποίο αργότερα χτίστηκε το παρεκκλήσι. Ενώ, το κυρίως διήγημα πηγαίνει τριάντα χρόνια πίσω, όταν οι προεστοί διαφέντευαν στον τόπο, ενθυμούμενοι ακόμη τον Βλαχάβα και τον Νικοτσάρα. 

Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη μακριά και επίπονη πορεία μέχρι τα ξωκκλήσια και τον εορτασμό του ρωμέικου Πάσχα, ενθέτοντας ευτράπελα συμβάντα αλλά και τη φιλοσοφία του περί εθνοτικής συνέχειας: "… Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, δια του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή δια την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του…". 

Τέλος, το διήγημα, "Λαμπριάτικος Ψάλτης", πέραν του προλόγου, εμφανίζεται κι αυτό σπονδυλωτό, με επεισόδια, την κοπιώδη μετάβαση ιερέα και γυναικών στο παρεκκλήσι, προπαντός, τον περιπετειώδη πηγαιμό του πάρεδρου, κυρ Κωνσταντού, που είχε υποσχεθεί στον παπα-Διανέλο να συλλειτουργήσει αλλά αργούσε. Παραστατικά αποδίδεται η ακολουθία της Ανάστασης, με εορταστικό επιστέγασμα τον οβελισμό του αμνού και την κλοπή της νεφραιμιάς από έναν "πειναλέο ανθρωπίσκο", που τιμωρείται αναλόγως. Ο αφηγητής ζητά να δείξει πώς εκδηλωνόταν κάποτε η χριστιανική λατρεία πριν γίνει "αντικείμενο περιεργείας". Εορταστικό δρώμενο, που θα λέγαμε σήμερα. 

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΝΤΟΜΑΝ

Πηγή μου ζωηφόρος που δροσίζεις

με το βαθύ ποτάμι, με το νάμα σου

τόσες ψυχές, και μένα την ψυχή μου,

ο κρότος των νερών σου μες στα ρέματα

κι ανάμεσα στους βράχους, στα βουνά

κι ως κάτω, έως το κύμα της θαλάσσης

ο ρόχθος των υδάτων σου ακούεται.

Και είσαι συ η πόλις του Θεού.

Κι ακόμα το αγιασμένο σκήνωμα

που ευφραίνεται τα ρεύματα

κυλώντος ποταμού.

Είναι μικρό, φτωχό το ‘κλησιδάκι σου,

μα η χάρις σου είναι άπειρη κι ατέλειωτη,

ατέλειωτη, ως το ρεύμα της πηγής σου,

που χύνεται και χύνεται,

και από κοντά αθόρυβα

παράδοξα το ρεύμα του πληθύνεται.

Είθε και στην καρδιά μου που έχει στραγγιχτή

να δώσει ζωή και δύναμιν η χάρις σου. 

Ας είσαι ξεχασμένη κ’ έρημη,

όμως στο βράχο η εκκλησιά σου είναι στημένη

κι αυτός ο βράχος μου φαίνεται πως είναι

κτισμένος απ’ τα χέρια και το αίμα του.

"Και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής".

Το ποίημα, κατά μια εκτίμηση γραμμένο το 1910, βρέθηκε στα κατάλοιπα του Παπαδιαμάντη και οι αδελφές του το παραχώρησαν στον Κωνσταντίνο Φαλτάϊτς, που το δημοσίευσε στο αφιερωματικό τεύχος του βραχύβιου πειραιώτικου περιοδικού "Μποέμ", στις 15 Ιανουαρίου 1921. Μια δεύτερη δημοσίευση έγινε στην εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος", στις 15 Σεπτεμβρίου 1925.