Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Μικρά σχόλια για τα εορταστικά διηγήματα

Μάρη Θεοδοσοπούλου, 01/01/2011, http://www.epohi.gr

Ημέρα που είναι σήμερα, αντί να αναδημοσιεύσουμε ένα από τα εορταστικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, θα κάνουμε κάποια σχόλια σχετικά με αυτά και γενικότερα για το έργο του. Πραγματάκια πολύ γνωστά, που, ωστόσο, μπορεί κάποιοι να τα αγνοούν. Ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε, δημοσιεύοντας σε συνέχειες τέσσερα εκτενή πεζά, τα οποία, σήμερα, αναφέρονται ως μυθιστορήματα. Ο ίδιος, πάντως, μόνο το δεύτερο, «Οι Έμποροι των Εθνών», χαρακτηρίζει μυθιστόρημα. Το πρώτο, «Η Μετανάστις», το αποκαλεί “διήγημα πρωτότυπον”, το τέταρτο, το «Χρήστος Μηλιόνης», το χαρακτηρίζει απλώς διήγημα, ενώ στο τρίτο, «Η Γυφτοπούλα», δεν προσδίδει καμιά ταυτότητα. Αυτά δημοσιεύθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1879 μέχρι τον Νοέμβριο του 1885. Στη συνέχεια, από τα Χριστούγεννα του 1887 και μέχρι τέλους, δημοσιεύει διηγήματα. Στα πρώτα από αυτά, προσθέτει επεξηγηματικούς χαρακτηρισμούς, όπως “αναμνήσεις”, “νησιωτική παράδοσις”, “μικρά μελέτη” κ.ά., ενώ δεν παραλείπει τον προσδιορισμό διήγημα. Πιθανώς γιατί, αρχικά, η δημοσίευση διηγήματος συνιστούσε γι' αυτόν καινοφανή δραστηριότητα. Αλλά και για τον Τύπο της εποχής, η δημοσίευση ενός διηγήματος εξακολουθούσε να αποτελεί  καινοτομία. Μοναδική εξαίρεση, εν μέσω των διηγημάτων, η δημοσίευση σε συνέχειες, το 1903, του εκτενούς πεζού, «Η φόνισσα», που φέρει ως υπότιτλο “κοινωνικόν μυθιστόρημα”. Σήμερα, ορισμένα από αυτά, με βάση κυρίως την έκτασή τους, αποκαλούνται νουβέλες, χαρακτηρισμό που ουδέποτε  χρησιμοποίησε ο ίδιος.

Ποσοτική και χρονική κατανομή

Συνολικά γνωρίζουμε 170 διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Από αυτά, τα 36 είναι γραμμένα με αφορμή τις δυο μεγάλες χριστιανικές εορτές. Πιο συγκεκριμένα, στην εορταστική περίοδο Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων, για την οποία συνήθως χρησιμοποιούμε τον προσδιορισμό “οι γιορτές”, αναφέρονται 25 διηγήματα, ενώ, στην εορτή του Πάσχα εστιάζουν 11. Τα διηγήματα για τις “γιορτές” υποδιαιρούνται περαιτέρω σε 18 διηγήματα για τα Χριστούγεννα, που, για τον Παπαδιαμάντη, αντιστοιχούν στο τετραήμερο, από την παραμονή μέχρι την τρίτη ημέρα, του Αγίου Στεφάνου, σε τρία για το διήμερο της παραμονής και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και σε δυο για το επόμενο διήμερο, των Φώτων. Μένουν δύο διηγήματα: το παραμυθικού χαρακτήρα «Τα πτερόεντα δώρα» και «Ο έρωτας στα χιόνια», στο οποίο δυο φορές επαναλαμβάνεται, ως γενικόλογος χρονικός προσδιορισμός, “Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα”, θυμίζοντας περισσότερο θλιβερή επωδό.

Σε ορισμένα ο επετειακός χαρακτήρας τους δηλώνεται με τον τίτλο. (Τρία χριστουγεννιάτικα: «Το χριστόψωμο», «Στο Χριστό στο Κάστρο», «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη». Ένα των Φώτων: «Φώτα-Ολόφωτα». Τέσσερα πασχαλιάτικα: «Εξοχική Λαμπρή», «Παιδική πασχαλιά», «Πάσχα ρωμέικο», «Λαμπριάτικος ψάλτης»). Τα πρώτα χρόνια, κατά τα οποία συνήθιζε να χαρακτηρίζει τα διηγήματά του, υπάρχουν και δηλωτικοί υπότιτλοι, όπως “χριστουγεννιάτικον”, “αγιοβασιλειάτικον”, “πρωτότυπον πασχαλινόν”. Από μια άποψη, ο χαρακτηρισμός δεν περιττεύει. Γιατί, ναι μεν απαξάπαντα τα εορταστικά δημοσιεύονται στις ημέρες των αντίστοιχων εορτών, αλλά σε κάποιες χρονιές τυγχάνει τις ίδιες μέρες να δημοσιεύονται και μη εορταστικά.

Τα περισσότερα εορταστικά διηγήματα δημοσιεύονται εντός του 19ου αιώνα, μέσα στη δωδεκαετία Χριστούγεννα 1887 - Χριστούγεννα 1899. Σε αυτήν την πρώτη περίοδο δημοσιεύει, εν όλω, 51 διηγήματα, από τα οποία τα 25 είναι εορταστικά. Αντίστοιχα, εντός της πρώτης δεκαετίας του 20ου, δημοσιεύει μόλις 11 κι αυτά, μέχρι το 1907. Ενώ, συνολικά, μέχρι το θάνατό του  αθροίζει σε αυτήν τη δεύτερη περίοδο 87 δημοσιευμένα διηγήματα. Με άλλα λόγια, τα εορταστικά από μια αναλογία επί του συνόλου 1 προς 2 για την πρώτη περίοδο, μειώθηκαν σε 1 προς 8 τη δεύτερη. Είναι προφανές ότι ο Παπαδιαμάντης δεν χρειάζεται πια την αφορμή των εορτών για να γράψει ένα διήγημα, πόσο μάλλον για να το δημοσιεύσει. Να σημειώσουμε ότι τα εορταστικά της δεύτερης περιόδου δεν δημοσιεύονται, όπως αρχικά, με ετήσια τακτικότητα. Τα τρία πασχαλινά είναι σκόρπια χρονικά, ενώ τα οκτώ για τις “γιορτές”, συγκεντρώνονται στα τρία διαδοχικά Χριστούγεννα, που πέρασε στην Αθήνα (τρία το 1904, ένα, το προσφάτως ανευρεθέν «Το Γιαλόξυλο», το 1905 και τέσσερα μοιράζονται Χριστούγεννα 1906 - Πρωτοχρονιά 1907).

Συνοψίζοντας, ο Παπαδιαμάντης γράφει τα εορταστικά διηγήματα στις περιόδους που βρίσκεται στην Αθήνα και τα δημοσιεύει κυρίως στις εφημερίδες, στις οποίες εργάζεται (8 στην εφημερίδα του Λάμπρου Κορομηλά και μετά Αριστείδη Ρούκη «Εφημερίς», 12 στην εφημερίδα του Βλάση Γαβριηλίδη «Ακρόπολις» και 3 στην εφημερίδα του Δημήτρη Κακλαμάνου «Το Άστυ»). Τα υπόλοιπα, δεκατρία διηγήματα, τα δημοσιεύει σε πέντε εφημερίδες («Σκριπ», «Εστία», «Μεταρρύθμισις», «Πατρίς», «Αλήθεια») και ισάριθμα περιοδικά («Εστία», «Αττικόν Μουσείον», «Το Περιοδικόν μας», «Η Μούσα», «Νέα Ζωή»), με τους εκδότες των οποίων ή κάποιο βασικό συνεργάτη τους διατηρούσε κάποια γνωριμία ή και φιλική σχέση.

Καταχρηστικώς εορταστικά

Τα εορταστικά διηγήματα γράφονται μεν στην Αθήνα, αλλά διαδραματίζονται όλα, εκτός από δυο, στη Σκιάθο. Ορισμένα από αυτά καταχρηστικά χαρακτηρίζονται εορταστικά, αφού, μόνο εν παρόδω, αναφέρεται ότι είναι ημέρες εορτών, όπως στο «Κοκκώνα θάλασσα ή το γράμμα της πεθεράς» και στο «Γιαλόξυλο». Τα συμβάντα, που ανιστορούνται σε αυτά τα δυο διηγήματα, θα μπορούσαν να διαδραματίζονται και σε οποιαδήποτε άλλη εποχή, ωστόσο ο προσδιορισμός της χρονικής περιόδου δεν προστίθεται μόνο και μόνο επειδή δημοσιεύονται στις εορτές. Τοποθετώντας ο αφηγητής τα γεγονότα στις γιορτές εξάρει τη διαφορετική ψυχολογική βαρύτητα, που έχουν για τους ήρωες.

Πάντως, τόσο αυτά όσο και τα υπόλοιπα, που είναι και τα περισσότερα και των οποίων η δράση είναι συνυφασμένη με τις εορταστικές ημέρες, δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν εορτάσιμα. Δηλαδή, διηγήματα με εύχαρι ατμόσφαιρα, που να συνάδει με τις ημέρες των εορτών. Εδώ ακριβώς, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να δώσει μια ψυχολογική ερμηνεία στο μη εορτάσιμο των διηγημάτων. Για τον οιονδήποτε μέτοικο, γιορτές μακράν της γενέτειρας, όσο ευνοϊκές και να είναι οι συνθήκες στον τόπο όπου διαμένει, φέρνουν κατήφεια. Πόσω μάλλον στον Παπαδιαμάντη, που ζει στην Αθήνα χωρίς οικογένεια και σπιτική θαλπωρή. Δεν είχε ούτε καν φιλικές σχέσεις, που να του εξασφαλίζουν για το βράδυ των Χριστουγέννων ή το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς ή ακόμη και του Πάσχα μια σπιτική σύναξη.

Όπως και να έχει, ας δούμε εκ του σύνεγγυς τα 25 διηγήματα, που έγραψε ο Παπαδιαμάντης για τις γιορτές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων. Κι ας μην έχουν στην πλειονότητά τους την αρμόζουσα σε αυτές τις μέρες χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Άλλωστε, οι γιορτές, κακά τα ψέματα, στους τυχερούς και μόνο φέρνουν ευφρόσυνη διάθεση. Πολλοί είναι εκείνοι που θλίβονται, καθώς, μέσα στον εορταστικό περίγυρο, αισθάνονται ακόμη εντονότερα τη μειονεξία τους. Όπως κι αν αυτή εκδηλώνεται: μοναξιά, αρρώστια, ανέχεια ή ό,τι άλλο, τελοσπάντων, τυχαίνει στον καθένα. Γι' αυτούς, λοιπόν, τους όλο και περισσότερο αυξανόμενους στις ενδεείς ημέρες μας, θα λέγαμε ότι ταιριάζουν τα θλιμμένα εορταστικά του Παπαδιαμάντη. Ας ξεκινήσουμε, ωστόσο, από τα διηγήματα με χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Παρατηρούμε ότι η χαρούμενη διάθεση ταυτίζεται με την παρουσία παιδιών. Αν και η εν λόγω διαπίστωση δεν ισχύει αντιστρόφως, καθώς πολλά διηγήματα με ήρωες παιδιά πόρρω απέχουν από το να είναι χαρούμενα. 

Ήρωες παιδιά

Κατ' αρχήν, στα περισσότερα εορταστικά του Παπαδιαμάντη εμπλέκονται και παιδιά. Περίπου στα μισά, αν θελήσουμε να μετρήσουμε και τους τριταγωνιστές. Μόνο, όμως, σε τέσσερα, θα χαρακτηριζόταν η ατμόσφαιρα καθαρά εύθυμη. Στα υπόλοιπα, τα παιδιά δεινοπαθούν ποικιλοτρόπως. Υποφέρουν από πείνα («Η σταχομαζώχτρα»), πνέουν τα λοίσθια («Ο πολιτισμός εις το χωρίον»), είναι ημιθανή βρέφη («Φώτα-Ολόφωτα»), πάσχουν δίπλα στην ετοιμοθάνατη μητέρα τους («Η χτυπημένη»), ή, τέλος, έχουν κι αυτά το μερτικό τους στις ταλαιπωρίες των ενηλίκων («Στο Χριστό στο Κάστρο», «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη»). Κατ' εξαίρεση, στο αθηναϊκό διήγημα «Φιλόστοργοι», τα παιδιά καλοπερνούν, παρόλο που είναι από εκείνα του Ορφανοτροφείου, κι αυτό γιατί στάθηκαν τυχερά και τα ανέλαβαν πραγματικοί “φιλόστοργοι”, οι οποίοι και παρουσιάζονται ως μάλλον γραφική εξαίρεση της αθηναϊκής γειτονιάς “εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου”. Παραπλήσια περιγράφεται η κατάσταση και στο σκιαθίτικο «Οι ελαφροΐσκιωτοι», όπου γιαγιά και μάνα, παρά τα βάσανά τους, με τον γαμπρό και σύζυγο, που, αντιστοίχως, τους έτυχε, τα κανακεύουν. Μόνο που, σε αυτά τα δυο διηγήματα, τα παιδιά δεν πρωταγωνιστούν, ούτε καθορίζουν την ατμόσφαιρα. Ωστόσο, στο δεύτερο, οι παιδικές στιχομυθίες και το παραφθαρμένο τραγούδι τους ελαφραίνουν το, κατά τα άλλα, μάλλον βαρύ κλίμα.

Ήρωες παιδιά, για τους περισσότερους συγγραφείς, σημαίνει την περιγραφή, πρωτίστως, παιχνιδιών. Στα τέσσερα, αμιγώς εύθυμα, εορταστικά του Παπαδιαμάντη, τα παιδιά λένε τα κάλαντα, κανοναρχούν στη λειτουργία και τρώνε φουσκάκια, αλλά δεν παίζουν. Γενικότερα, στα παπαδιαμαντικά διηγήματα, δεν υπάρχουν περιγραφές παιδικών παιχνιδιών. Μόνο, στο «Δαιμόνια στο ρέμα», σε μια σύντομη παράγραφο, αναφέρονται παιδιά να παίζουν στο ύπαιθρο, κι αυτό, όμως, για να τονιστεί το συναίσθημα μειονεξίας του αφηγητή έναντι των συνομηλίκων του. Στα τρία εύθυμα εορταστικά διηγήματα, τα παιδιά λένε τα κάλαντα: “την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 185…” στο διήγημα «Της Κοκκώνας το σπίτι», “την εσπέραν της παραμονής του Αγ. Βασιλείου” στο «Γουτού Γουπατού» και “την εσπέραν της παραμονής των Φώτων του έτους 186…” στο διήγημα «Ο Σημαδιακός». Στο τέταρτο, το «Ντελησυφέρω», κανοναρχούν, συνεισφέροντας το μερίδιό τους στα ευτράπελα, που συμβαίνουν κατά την ακολουθία των Χριστουγέννων εντός της εκκλησίας. Πρόκειται για το μοναδικό χριστουγεννιάτικο χωρίς την παραμικρή σκιά θλίψης ούτε καν μελαγχολίας. Και επίσης, το μοναδικό, που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου, πλην της καταληκτικής σκηνής, εντός του ναού. Σκηνές από την χριστουγεννιάτικη ακολουθία υπάρχουν σε ακόμη δυο διηγήματα: «Στο Χριστό στο Κάστρο» εντός της ομώνυμης εκκλησίας και στο διήγημα «Οι ελαφροΐσκιωτοι» στην Παναγία της Κεχριάς. Ενώ, σε ένα τρίτο διήγημα, «Η Γλυκοφιλούσα», περιγράφεται το εσωτερικό του ομώνυμου, μη σωζόμενου, παρεκκλησίου, της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, αλλά όχι κατά τη διάρκεια λειτουργίας. Σε αυτό το τελευταίο διήγημα, η περιγραφή, κυρίως το τμήμα που αναφέρεται στην προσκυνηματική εικόνα της Παναγίας, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης μεταμορφώνει την παράθεση ζωγραφικών και  λαογραφικών στοιχείων σε συναρπαστική αφήγηση.

Στην παγίδα του αυτοβιογραφούμενου

Από τον πιστό Παπαδιαμάντη, τακτικό και ενεργό συμμέτοχο σε αγρυπνίες και ψάλτη, θα αναμένονταν τα εορταστικά του να είναι περισσότερο εκκλησιαστικά. Όμως, ο Παπαδιαμάντης δεν αυτοβιογραφείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντλεί από τις  μνήμες του μυθοπλαστικό υλικό. Βεβαίως, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του καθρεφτίζει εαυτόν και μόνο. Όπως και να έχει, στη μελέτη του Παν. Μουλλά, «Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος», ανθολογούνται 21 διηγήματα ως τα κατ' εξοχήν αυτοβιογραφικά. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και δυο χριστουγεννιάτικα: «Στο Χριστό στο Κάστρο» και «Ο έρωτας στα χιόνια». Παραμερίζοντας προσωρινά το δεύτερο διήγημα, το πρώτο θα μπορούσε να στηρίζεται σε μια παιδική ανάμνηση. Ο Ιωάννης Φραγκούλας, που ιχνηλάτησε συστηματικά στο έργο του Παπαδιαμάντη τα πραγματικά πρόσωπα της Σκιάθου, τους τόπους και τις ιστορίες, ταυτίζει τον παπά-Φραγκούλη, που πρωτοστατεί στην εκδρομή “στο Χριστό στο Κάστρο”, με τον πατέρα του Παπαδιαμάντη, τον παπ' Αδαμάντιο Εμμανουήλ. Οπότε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αντιστοιχεί στον γιο του παπά-Φραγκούλη, τον Σπύρο. Ο ίδιος ως “παπαδόπαιδον”, αλλά με πατέρα ιερέα αποκαλούμενο “παπα-Βαγγέλης”, εμφανίζεται και στο διήγημα «Η συντέκνισσα», που διαδραματίζεται στις παραμονές των Χριστουγέννων, στο σαρανταήμερον, και το οποίο ορισμένοι  το έχουν κατατάξει στα εορταστικά του. Πάντα κατά τον Φραγκούλα, σε δυο ακόμη διηγήματα, το «Ντελησυφέρω» και το «Ο Σημαδιακός», ο Παπαδιαμάντης πλάθει τους παιδικούς ήρωες εμπνεόμενος από τα πρώτα του ξαδέλφια, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Σωτήρη Οικονόμου, αντιστοίχως. Πέραν, όμως, αυτών, το πρώτο πρόσωπο, που υιοθετεί σε επιμέρους σκηνές δυο άλλων διηγημάτων, υποδηλώνει την άμεση εμπλοκή του αφηγητή: στο «Φιλόστοργοι», όπου ο αφηγητής βαδίζει σε δρόμο αθηναϊκής γειτονιάς, και στον πρόλογο του διηγήματος «Η Γλυκοφιλούσα».

Θύτες και θύματα

Ωστόσο, η πηγή θλίψης στα εορταστικά του Παπαδιαμάντη δεν είναι η νοσταλγία για τη Σκιάθο ενός μέτοικου της Αθήνας. Η νοσταλγία, όπου παρεισφρέει, δίνει τις απαράμιλλες περιγραφές της φύσης και των τελετουργιών. Η στενόχωρη ατμόσφαιρα, που σε ορισμένα γίνεται καθοριστική ως εντύπωση, προέρχεται από την οικογένεια και τις σχέσεις μεταξύ όσων διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη. Αντί της ειδυλλιακής εικόνας μιας ευτυχισμένης οικογενειακής εστίας, περιγράφονται ασφυκτικοί έως και θανατεροί εναγκαλισμοί ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Κατά κανόνα, θύτες είναι οι πεθερές και οι γαμπροί. Οι πρώτες, ακόμη κι όταν δεν είναι κακούργες, όπως στο πρώτο χριστουγεννιάτικο διήγημα, «Το χριστόψωμο», αντιπαθούν τις μέλλουσες ή τις νυν νύφες τους. Όταν, μάλιστα, εκείνες είναι φιλάσθενες ή ακόμη χειρότερα, στείρες, φθάνουν να εύχονται το θάνατό τους. Οι γαμπροί εμφανίζονται εύπιστοι στις κακοήθειες της μάνας τους εναντίον των συντρόφων τους. Γενικότερα, παρουσιάζονται ως επιπόλαιοι, αντιμετωπίζοντας τα οικογενειακά βάρη χωρίς την αντίστοιχη σοβαρότητα. Τα συνήθη ελαττώματά τους είναι η χαρτοπαιξία, το ποτό, κάποτε και οι γυναικοδουλειές. Θύματά τους είναι οι αρραβωνιαστικιές και οι σύζυγοι, που, κατά κανόνα, εμφανίζονται άβουλες και συχνά με ασθενική κράση. Το αγαθό και συνάμα δυναμικό πρόσωπο στα διηγήματα, αυτό που προστατεύει τα παιδιά, είναι η εκ μητρός γιαγιά. Συνήθως χήρα, είναι αυτή που βρίσκει για την κόρη της τον πολυπόθητο γαμπρό ή εξασφαλίζει το στεφάνι, όταν εκείνη διατηρεί κάποιο αίσθημα. Τελικά, αυτή αναλαμβάνει και το ρόλο της μητέρας, όταν η κόρη της πεθαίνει στη γέννα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στα διηγήματα.

Ο κόσμος των γυναικών

Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη είναι ένας κόσμος δοσμένος, ως επί το πλείστον, από την πλευρά των γυναικών. Αυτό γίνεται περισσότερο πρόδηλο στα εορταστικά έθιμα. Δεν είναι μόνο τα εορταστικά εδέσματα, που περιγράφονται συχνά διεξοδικά και η παρασκευή τους, αλλά και η στενή σχέση με την Εκκλησία. Δίπλα, όμως, στη συμμετοχή τους στα εκκλησιαστικά, ως αναπόσπαστο κομμάτι της θρησκευτικότητάς τους, προβάλλει η πίστη τους σε προλήψεις και πάσης φύσεως μαγγανείες. Για παράδειγμα, στο πρωτοχρονιάτικο διήγημα «Τα σιχαρίκια», περιγράφοντας ο αφηγητής το εθιμοτυπικό ενός αρραβώνα, επιμένει σε όλες εκείνες τις ιδιότυπες τελετουργικές πράξεις, που η παράβασή τους θεωρείται ότι φέρνει κακοτυχία. Ένα άλλο διήγημα, «Οι ελαφροΐσκιωτοι», από τα καλύτερα εορταστικά, πλέκεται γύρω από τα μάγια που γίνονται για το “δέσιμο” ενός άντρα. Από την επίσημη Εκκλησία καταδικάζεται όχι μόνο το να “δένεις” με μάγια, αλλά ακόμη και να πιστεύεις σε αυτά. Στο διήγημα, μάνα και κόρη, που και μόνο συλλογίστηκαν να προσφύγουν στα μάγια, φοβούνται την εξομολόγηση. Ο Παπαδιαμάντης υπαινίσσεται την αυστηρή στάση της Εκκλησίας για τα μάγια, παρουσιάζοντας σε αντιδιαστολή τον “προϊστάμενο” μιας “παλαιών εθίμων” μοναστικής κοινότητας” ως τον μόνο ικανό να δώσει εξιλαστήριες συμβουλές αντί να αποπέμψει τις έχουσες υποπέσει στο εν λόγω αμάρτημα. Εκτός από δεισιδαιμονίες και μάγια, οι πρόλογοι δυο διηγημάτων, «Η χτυπημένη» και «Της Κοκκώνας το σπίτι», αναφέρονται σε ακατοίκητα και ερειπωμένα σπίτια ως “κατοικητήρια φαντασμάτων”. Αν άλλοι συγγραφείς, σε χριστουγεννιάτικα διηγήματα, εμπλέκουν καλικαντζάρους, ο Παπαδιαμάντης προτιμά φαντάσματα, ενώ, εν παρόδω, αναφέρει και βρικόλακες.

Όσο για τον κόσμο των αντρών, έχει κι αυτός το μερτικό του στα εορταστικά. Δεδομένου ότι πρόκειται για σκιαθίτικα διηγήματα και οι περισσότεροι άντρες είναι θαλασσινοί, περισσεύουν τα ναυάγια. Παραμονές Χριστουγέννων συμβαίνει το ναυάγιο της λέμβου, που ακούει στο παράξενο όνομα «Υπηρέτρα», στο ομότιτλο διήγημα. Ένα δεύτερο ναυάγιο, αυτήν τη φορά μιας βρατσέρας, λαμβάνει χώρα παραμονές Πρωτοχρονιάς, στο διήγημα «Τα Λιμανάκια». Ενώ, μια τρίτη βάρκα φέρνει εις πέρας, παρά την κακοκαιρία, τη μεταφορά λίγων αρνιών για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, στο διήγημα «Το κρυφό Μανδράκι». Γίνεται, όμως, και ένα τρίτο ναυάγιο, εκείνο της παλαιάς βάρκας του Σαγρή, στο «Γιαλόξυλο». Σε όλα αυτά διεκτραγωδούνται οι περιπέτειες φτωχών και ταλαίπωρων. Υπάρχουν, όμως, και δυο διηγήματα για τα κατορθώματα των καπετάνιων: το εύθυμο «Τ' Μπουφ' του πλι'» και «Ο Χαραμάδος», που σύμφωνα με τον αφηγητή σημαίνει τον αποσυνάγωγο. Αγνοούμε  εάν ο καπετάν Ηρακλής ο Καλούμπας, ο οποίος “ηγανάκτησε και ίσως παρεξετράπη κατά του Εβραίου φορτωτή”, που αρνιόταν να εκφορτώσει ημέρα Σάββατο, έχει καταγραφεί ως ένας από τους πρώτους αντισημίτες ήρωες της πεζογραφίας μας.

Έρωτες

Ανάμεσα στον κόσμο των γυναικών και εκείνο των ανδρών, είθισται να παρεμβαίνει, συνήθως ως συνδετικός κρίκος, ο έρωτας. Τι γίνεται, λοιπόν, με τον έρωτα στα εορταστικά του Παπαδιαμάντη; Κατ' αρχήν, έχουμε τον ομορφονιό στο διήγημα «Οι ελαφροΐσκιωτοι», που βασανίζει, εκ παραλλήλου και για χρόνια, δυο αρραβωνιαστικιές. Ύστερα, δύο ατυχείς έρωτες: Εκείνον του καπετάν Γιαννάκου του Συρμαή για την Κοκκώνα-Αννίκα, την οποία αρραβωνιάστηκε στην Βασιλεύουσα, τουτέστιν την Κωνσταντινούπολη, αλλά την έχασε φθισική, πριν προλάβουν να εγκατασταθούν στο σπίτι, που της ετοίμαζε στην πολίχνη του νησιού του, «Της Κοκκώνας το σπίτι» με το όνομα. Επίσης, εκείνον του Βασιλόπουλου για τη Λουλούδω, στο «Άνθος του Γιαλού».

Στα εορταστικά διηγήματα, ο έρωτας ως κυρίως θέμα απαντάται μόνο σε δυο και πρόκειται για γεροντοέρωτες. Στο πρώτο, «Ο Αμερικάνος», ξεκίνησε ως έρωτας νεανικός, κατέληξε, όμως, γεροντικός, γιατί εκείνος ξενιτεύτηκε, ενώ εκείνη παρέμεινε πιστή, αναμένοντάς τον για είκοσι και πλέον έτη. Παραδόξως, εκείνος, όχι μόνο επέστρεψε μια παραμονή Χριστουγέννων, αλλά αμ' έπος αμ' έργον, την Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση, την νυμφεύθηκε. Γράφουμε παραδόξως, καθώς ο Παπαδιαμάντης δεν αγαπούσε τα χάπι εντ. Το δεύτερο, με γνήσιο γεροντοέρωτα, είναι το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια», που, όλως παραδόξως και χωρίς επιχειρηματολογία, ο Μουλλάς συνυπολογίζει στα αυτοβιογραφικού τύπου. Το διήγημα καταλήγει με το θάνατο του ερωτευμένου. Δεν είναι, όμως, το μόνο, που καταλήγει με έναν νεκρό. Θανάτους έχουμε στο πρώτο του 1887, «Το χριστόψωμο», στο χριστουγεννιάτικο του 1890, «Η χτυπημένη», σε ένα από τα χριστουγεννιάτικα του 1891, «Ο πολιτισμός εις το χωρίον», μέχρι και σε ένα από τα χριστουγεννιάτικα της τελευταίας χρονιάς που δημοσιεύει εορταστικά, του 1906, το «Άνθος του γιαλού». Σίγουρα, πάντως, «Ο έρωτας στα χιόνια», είναι το τραγικότερο από τα εορταστικά του. Υποσχόμαστε Παπαδιαμάντη συνέχεια κατά το νέο έτος, αν, βεβαίως, διατηρηθεί υψηλό το αναγνωστικό ενδιαφέρον.