Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Το φαινόµενο Παπαδιαµάντης

Ευριπίδης Γαραντούδης, εφ. Τα Νέα, 3/1/2011

Χαρακτικό µε  τη µορφή του  Αλέξανδρου  Παπαδιαµάντη, όπως δηµοσιεύθηκε   στο εξώφυλλο του περιοδικού «Νέα  Εστία» τα Χριστούγεννα του  1941

Η συµπλήρωση σήµερα εκατό χρόνων από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη (γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911) θα ενισχύσει το αναγνωστικό και φιλολογικό ενδιαφέρον για εκείνο τον κλασικό συγγραφέα µαςπου τις τελευταίες δεκαετίες παραµένει τόσο σταθερά στο προσκήνιο ώστε να µπορούµε να κάνουµε λόγο για ένα πολύπτυχο φαινόµενο.

Παιδί ιερέα και µέλος µιας πολυµελούς οικογένειας, ο Παπαδιαµάντης βίωσε σε ολόκληρη τη ζωή του την οικονοµική ανέχεια. Πέρασε την παιδική καιεφηβική ηλικία του στην αγαπηµένη του Σκιάθο κιέζησε το µεγαλύτερο µέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα. Ηολιγόµηνηπαραµονή του στον Άγιον Όρος το 1872 τον έπεισε ότι δεν είναι άξιος ναγίνει µοναχός, ενώ δεν κατόρθωσε επίσης να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Βιοπορίστηκε στην πρωτεύουσα παραδίδοντας µαθήµατα, κάνοντας µεταφράσεις και δηµοσιεύοντας δηµοσιογραφικά κείµενα και τα διηγήµατά του σε περιοδικά και εφηµερίδες της εποχής.

Ό,τι απάλυνε τη σκληρή πραγµατικότητα της στερηµένης και µονήρους ζωής του ήταν η σταθερή κι ευλαβική πίστη του στην ορθοδοξία (έψαλλε στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι) και ο σπλαγχνικός αλκοολισµός.Αρνούµενος τις κοινωνικές συµβάσεις κράτησε αποστάσεις ακόµα και από τη λογοτεχνική συντεχνία, προτιµώντας τη µοναξιά και τη συντροφιά των απλώνανθρώπων.

Όταν το 1908 εορτάστηκαν, µε τη µέριµνα φίλων του λογοτεχνών, τα είκοσιπέντε χρόνιατης παρουσίας του στα γράµµατα στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», ο ίδιος απουσίασε από την τιµητική εκδήλωση. Την ίδια χρονιά, οι οικονοµικές δυσκολίες και τα προβλήµατα της υγείας του τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Σκιάθο, όπου έζησετα τελευταίαχρόνια της ζωής του.

Με ποιους όρους όµως αυτός ο πεζογράφος του τέλουςτου 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα διαβάζεται σήµερα; Με άλλα λόγια, τισηµαίνει για εµάς ο Παπαδιαµάντης;

Είναι ο Παπαδιαµάντης η «καθαυτό ρωµαίικη λαϊκή ψυχή», όπως έγραψε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που διασώζει τα γνήσια λαϊκά ήθη τουπαρελθόντος, το χριστιανικό θρησκευτικό βίωµα και την εικόνα της ανόθευτης φύσης, και έτσι συντηρεί κι ανατροφοδοτεί τη νοσταλγία µας για την Ελλάδα που χάθηκε; Είναι ο ηθογράφος που στα περίπου 170 διηγήµατά του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήµατα τις αναµνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώµατα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές, αναδεικνύοντας σε ήρωες των διηγηµάτων του τους απλούς, ταπεινούς και βασανισµένους ανθρώπους του καιρού του, ή είναι ο διεισδυτικός ανατόµος της ταραγµένης ψυχής των ηρώων του, όπως η περίφηµη Φραγκογιαννού, η πρωταγωνίστρια της «Φόνισσας», του γνωστότερου έργου του; Μήπως πλέον το κέντρο βάρους της ανάγνωσης του Παπαδιαµάντη µετατέθηκε από το περιεχόµενο και το όποιο φορτίο αξιών του στη γοητεία και τη µαεστρία της γραφής ενός πεζογράφου που κατά βάθος είναι ποιητής; Παράλληλα, σε ποιο βαθµό ο παπαδιαµαντικός κόσµος είναι σήµερα παρωχηµένος και η καθαρεύουσα γλώσσα των κειµένων του δυσχεραίνει την επαφή των σηµερινών αναγνωστών, και ιδίως των νέων, µαζί τους;

Τα ερωτήµατα αυτάπροκύπτουν από αυτό καθεαυτό το έργο του καθώς και από τις ποικίλες εκφάνσεις της ενασχόλησής µας µε αυτό. Παράδειγµα, από τη µια η πεντάτοµη κριτική έκδοση των «Απάντων» του Παπαδιαµάντη από τον Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλο (εκδόσεις ∆όµος, 1981-1988), επιστέγασµα της µέριµνας της φιλολογικής κοινότητας για την έγκυρη έκδοση ολόκληρου του πρωτότυπου συγγραφικού έργου του, και οι πολλές µελέτεςτων φιλολόγων για τον σκιαθίτη πεζογράφο, από την άλλη οι αρκετές πρόσφατες ανθολογίες που προβάλλουν ιδίως τον εορταστικό διηγηµατογράφο των χριστουγεννιάτικων, πρωτοχρονιάτικων και πασχαλινών διηγηµάτων. Ολες θέτουν το ερώτηµα γιατί ο Παπαδιαµάντης εξακολουθεί να µας ενδιαφέρει τόσο πολύ;

Στα περίπου 170 διηγήµατά του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήµατα τις αναµνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώµατα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές

Ένας «άγιος» ανάµεσα σε Δύση και Ανατολή

Διαβάστηκε και διαβάζεται µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους και ίσως αυτό είναι που εξασφαλίζει την επιβίωσή του µέχρι σήµερα.

Πριν από µισό αιώνα διαβαζόταν περισσότερο «ιδεολογικά», ως θεµατοφύλακας των εθνικών και πνευµατικών αξιών του τόπου· ήταν ο σκιαθίτης «κοσµοκαλόγερος», ήταν ένας «άγιος». Σήµερα ενδιαφέρει µάλλον το εκκοσµικευµένο προφίλ του, είναι ο «ποιητής», ο «ερωτικός», καµιά φορά ο «αλκοολικός», και διαβάζεται κυρίως για τις λογοτεχνικές αρετές του έργου του, ενώ οι χαρακτήρες του συγκινούν και πλήθος κινηµατογραφιστών.

Το θεωρούµενο ως κορυφαίο έργο του Παπαδιαµάντη, το µυθιστόρηµαή νουβέλα «Η φόνισσα» (γραµµένο το 1902), έχει ως πρωταγωνίστριά του µια από τις πιο αποκρουστικές και συνάµα συµπαθείς ηρωίδες της ελληνικής πεζογραφίας.

Η ηλικιωµένη, βαθιά καταπιεσµένη από τις αντιλήψεις της εποχής της Χαδούλα ή Φραγκογιαννού χάνει τα λογικά της και σκοτώνει µικρά κορίτσια πιστεύοντας ότι έτσι θα γλιτώσει τα ίδια και τους γονείς τους από τα βάσανα της ζωής των γυναικών. Στο τέλος του έργου η φόνισσα, κυνηγηµένη από τις αρχές, πνίγεται στη θάλασσα «ειςτο ήµισυ του δρόµουµεταξύ της θείας και της ανθρώπινης Δικαιοσύνης». Στη «Φόνισσα» το ηθογραφικό στοιχείο συνδυάζεται µε την κοινωνική κριτική και την εµβάθυνση στην ταραγµένη ψυχή της ηρωίδας.

Ένα µέρος των διηγηµάτων του Παπαδιαµάντη έχουν ως θέµα τους τη ζωή των φτωχότερων τάξεωντης Αθήνας, ενώ τα περισσότερα αναφέρονται στη ζωή και στη φύση της Σκιάθου, όπως τα «Ολόγυρα στη λίµνη», «Ονειρο στο κύµα» και «Το µοιρολόγι της φώκιας». Η περιγραφική φυσιολατρία αυτών των διηγηµάτων δηµιουργεί µια ειδυλλιακήατµόσφαιρα, από την οποία όµως δενλείπουν τα πάθη και τα βάσανα του κόσµου. Ιδίως το εκτενές διήγηµα «Ολόγυρα στη λίµνη» µπορεί να θεωρηθεί δείγµα ποιητικής πεζογραφίας, καθώς οι εκτεταµένες, διαυγείς και έντονες περιγραφές εικόνων της Σκιάθου και αναµνήσεων του αφηγητή από το νησί το αναδεικνύουν σε πίνακα της νησιώτικης ζωής.

Είναι σαφές ότιτο έργο τουΠαπαδιαµάντη «είναι κάθε άλλο παρά οµογενοποιηµένο και εύκολο στην κατάταξη. Ενα κείµενο που θα συνεχίσει να διαβάζεται εξαιτίας της οριακής µορφής του στην οποία οφείλει την επιβίωσή του».

Αυτή η διαπίστωση ανήκει στην πανεπιστηµιακή φιλόλογο Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, δόκιµη ερευνήτρια του παπαδιαµαντικού έργου, και δενµπορεί κανείς παρά να την προσυπογράψει. Μάλιστα η εκτεταµένη, συστηµατική και νηφάλια επιλογή σαράντα έξι κριτικών κειµένων για το έργο του («Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη. Επιλογή κριτικών κειµένων», Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης), την οποία εκείνη επιµελήθηκε πριν από έξι χρόνια, φώτισε τον τρόπο µε τον οποίο ο Παπαδιαµάντης διαβαζότανκαι διαβάζεται µέχρι σήµερα. Και ανέδειξε κυρίως το βασικό γνώρισµα (ή και σύµπτωµα) της παπαδιαµαντικής κριτικής: την ταλάντωσή της, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ανάµεσα στην Ανατολή και τη Δύση.

Διαµορφώθηκεπράγµατι, από τη µιαπλευρά, µια ανατολικότροπη ελληνορθόδοξη θεώρηση και, από την άλλη, µια δυτικότροπη ανάγνωση του Παπαδιαµάντη. Και οι δύο τάσεις διακινδυνεύουν να ολισθήσουν σε ένα ερµηνευτικό αδιέξοδο. Η πρώτη τάση, προβάλλοντας τη µεταφυσική πνευµατικότητα του παπαδιαµαντικού έργου, κατά βάθος συστήνει µια ιδεολογικοποιηµένη ανάγνωσή του,ανάγνωση η οποία επιχειρεί να θέσει αιτήµατα (ή πιθανόνκαι να λύσει προβλήµατα) των υποστηρικτών αυτής της τάσης σε σχέση µε το πνευµατικό µας παρόν ή το διαρκές ερώτηµα της εκκρεµούς νεοελληνικής πνευµατικής ταυτότητας. Ηδεύτερη τάση, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην ανάδειξη ή την «επινόηση» εκείνων των στοιχείων τουπαπαδιαµαντικούέργου τα οποία θα το καταστήσουν στις µέρες µας ενδιαφέρον στηνΕυρώπη (βλ. τη φράση του ΛάκηΠρογκίδη: «Να βρούµε κάποιο στοιχείο στο έργο του άξιο να συγκρατήσει την προσοχή των ξένων»), διέπεται από ένα ηθικό αίτηµα µε διαφωτιστικές καταβολές.

Θα σχολιάσω αυτότο αίτηµα παραφράζοντας µια φράση του Σεφέρη, το 1960, για τον Κάλβο (τη φράση «Γιατί είναι ελληνικός ο Κάλβος; Φυσικά, για µένα, το θέµα δεν υπάρχει»): Γιατί οΠαπαδιαµάντης πρέπει να είναι δυτικός και να ενδιαφέρει τους δυτικούς αναγνώστες; Φυσικά, για µένα, το θέµα δεν υπάρχει. Σήµερα, η παρωχηµένη ως προς το πνεύµα της εποχής µας ανάγνωση του Παπαδιαµάντη ως «θρησκευτικού» κειµηλίου, ως παρακαταθήκης εθνικών και πνευµατικών αξιών ή ως πεδίου προσδιορισµού της πνευµατικής ταυτότητάς µας, δεν µπορεί παρά να παραχωρήσει τη θέση της σε µια αποϊδεολογικοποιηµένη προσέγγισή του, εστιασµένη στις αποκλειστικά λογοτεχνικές αρετές του.

Θα αναφερθώ παραδειγµατικά στην ανθολογίαδεκαεννέα παπαδιαµαντικών διηγηµάτων, «Τα σκοτεινά παραµύθια», από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη (Μεταίχµιο 2005 – πρόκειται για τη δεύτερη αναθεωρηµένη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2001). «Παλαιότερα δεν µε τραβούσε καθόλου ο κόσµος του (Παπαδιαµάντη)», οµολογεί ο Πασχάλης στην εισαγωγή του, επειδή «ο Παπαδιαµάντης για µένα εκπροσωπούσε τη συντηρητική καθήλωση, τη στατικότητα, την ανία και τον επαρχιωτισµό της τότε ελληνικής πραγµατικότητας». Και εξηγεί ότι η βαθµιαία οικείωσή του και εν τέλει η αισθητική αποδοχή και απόλαυση της παπαδιαµαντικής γραφής, οφείλονται στην αναγνώριση του Παπαδιαµάντη ως «ποιητή». Ενός«ποιητή» ο οποίος «παρήγαγε µια εξαιρετικά περίτεχνη λογοτεχνία, που τις περισσότερες φορές αγγίζει την καθαρή ποίηση, το παραλήρηµα, την αλχηµική χρήση τουλόγου, την αυτόµατη γραφή, την παράδοξη αφήγηση». Σε συνάρτηση µε αυτή τη διαπίστωση, ο Πασχάλης επιλέγει να ανθολογήσει εκείνα τα διηγήµατα που αναδεικνύουν την, κατά τη γνώµη του, «πιο αποκαλυπτική πτυχή της ιδιότυπης γοητείας του ποιητή Παπαδιαµάντη». Πρόκειται για τις «αφηγήσεις του που τις χαρακτηρίζει η υποβολή, το µυστήριο, η µαγεία, το υπερφυσικό, η ατµόσφαιρα του τρόµου και του ονείρου». Αλλα παραδείγµατα αυτής τηςπρόσφατης, όψιµης και ψύχραιµης ανάγνωσης του Παπαδιαµάντηείναι οι ανθολογίες «Ερωτικός Παπαδιαµάντης» (Επιµέλεια Χριστόφορος Λιοντάκης, Πατάκης 2010) και «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήµατα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη» (Επιµέλεια Κώστας Ακρίβος, Μεταίχµιο 2010). Είναι φανερόότι εδώ οι δύο ανθολόγοι, αµφότεροι σύγχρονοι λογοτέχνες – ποιητής ο πρώτος, πεζογράφος ο δεύτερος – υιοθετώντας τον άξονα του «ερωτικού»Παπαδιαµάντη, συντάσσονται µε την εκκοσµικευµένη εκδοχή του σκιαθίτη διηγηµατογράφου.

«Η έννοια εθνική-λαϊκή-νεοελληνικήψυχή, που θεωρείται καίρια στη θεµατικήτου Παπαδιαµάντη και της λογοτεχνίας της εποχής του, δεν παρέµεινε ίδια, αλλά διαµορφώθηκε κάθε φορά υπότην πίεση του ορίζοντα της ερώτησης που έθεσαν οι µεταγενέστεροι αναγνώστες». Αυτό σηµειώνει η Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, µε αφορµή τις κυρίαρχες τάσεις και τα ειδοποιά γνωρίσµατα της παπαδιαµαντικής κριτικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε µέσαστον χρόνο, από τις πρώτες εκδηλώσεις της (Παλαµάς, 1899) ώς τιςµέρες µας. Διαπιστώνει, για παράδειγµα, ότι οι σύγχρονοί του δεν διάβασαν τον Παπαδιαµάντη σύµφωνα µε ένα πρότυπο (την ηθογραφία, και µάλιστα την ειδυλλιακή ηθογραφία)». Και τονίζει τον κοµβικό ρόλο που έπαιξε για την παπαδιαµαντική κριτική ο Ζήσιµος Λορεντζάτος, µε τη µελέτη του (1961) όπου αποκλείεται η ανάγνωση του παπαδιαµαντικού έργου ως λογοτεχνικού κειµένου που µπορεί να προσφέρει αισθητική απόλαυση και προτείνεται η ανάγνωσή του ως «θρησκευτικού» κειµένου που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την πνευµατική αγωγή του αναγνώστη. Η µελέτη αυτή διαµόρφωσε δύο τάσεις. Μία που, δροµολογηµένη, σχεδόν ευλαβικά,στην ερµηνευτική γραµµή Λορεντζάτου, προβάλλει τον αποκαλούµενο «άγιο» των νεοελληνικών γραµµάτων Παπαδιαµάντη ως αξιακό και ηθικό πρότυπο, επειδή η πεζογραφία του προσγράφεται σε µια µακραίωνη ανατολική ελληνορθόδοξη πνευµατική παράδοση, και µία άλλη τάση, που κινήθηκε µαχητικά στους αντίποδες τηςπρώτης τάσης και αναδεικνύει τα στοιχείατα οποία συνδέουν το παπαδιαµαντικό έργο µε την ευρωπαϊκήπνευµατική και λογοτεχνική παράδοση.

Παρήγαγε µια εξαιρετικά περίτεχνη λογοτεχνία, που τις περισσότερες φορές αγγίζει την καθαρή ποίηση, το παραλήρηµα, την αλχηµική χρήση του λόγου, την αυτόµατη γραφή

Συνάντηση στη Δεξαµενή

Ο Παπαδιαµάντης είναι 55χρόνων και αλκοολικός, πια, όταν τον Οκτώβριο του 1906 τον συναντάστη Δεξαµενή, στο Κολωνάκι, ο 40χρονος τότε Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος φιλοτεχνεί το πιο γνωστό φωτογραφικό πορτρέτο του συγγραφέα και περιγράφει τη συνάντησή τους ως εξής: «Οταν τον εύρηκα εις το καφενεδάκι, µέσα ειςένα κύκλον απλοϊκών ανθρώπων, οι οποίοιδεν εµάντευαν βέβαια τον σύντροφόν τους _ µήπως θα τον εµάντευαν τάχα οι θαµώνες του Ζαχαράτου; _ αφήκα την µηχανήν µου εις µίανδιπλανήν καρέκλαν. Μ’ εδέχθη µε τηνκαλοσύνην και την γλυκύτητα και την προσήνειαν των καλών του στιγµών. Μου είπε διά τα βάσανά του, διά µίαν ενόχλησιν νευρικήν που είχε εις το δεξί χέρι, διά τον κλονισµό της υγείας του, διά τα συµπτώµατα αυτά τα µοιραία των περισσοτέρων ανθρώπων που έζησαν πολύ µε την ψυχήτων κι’ ύστερα εζήτησαν εις τα “ψυχικά δηλητήρια” την διέγερσιν ή την λήθην _ ένα θλιβερόν παράδειγµα µεταξύ τόσων ο µεγάλος Σολωµός _ και έπειτα διά την ιδέαν ενός ταξιδιού έως την πατρίδα, ενός ονείρου που δενειµπορούσε να πραγµατοποιήση. Το όνειρον αυτό τον έκαµε βαθύτατα µελαγχολικόν. Ενθυµήθη όλα τα οικογενειακά ατυχήµατα που “του έστειλεν ο Θεός” και εις την ανάµνησιν αυτήν η εγκαρτέρησίς του εφανερώνετο ως µία εγκαρτέρησις Ιώβ.

Ο αδελφός του είχε παραφρονήσει, τους άφησε παιδιά απροστάτευτα και θλίψιν απέραντον. Και τα παιδιά αυτά και αι αδελφαί του περιµένουν απ’ αυτόν.

_ Να γυρίσω κ’ εγώ εκεί, στο σπίτι µου, στις αδελφές µου. Θα έχω άλλην περιποίησιν. Το κλίµα θα µε βοηθήση. Μπορώ ναρχίσω να εργάζωµαι αποκεί.

Η ιδέα του νοσοκοµείου, µιας ειδικής κλινικής, όπου να υπεβάλλετο εις ειδικήν θεραπείαν, του έκαµνε φόβον.

_ Όχι νοσοκοµείον. Οι ξένοι άνθρωποι είναι αδιάφοροι. Οι νοσοκόµοι είναι είρωνες. Καλύτερα εις την πατρίδα.

Μερικαί συγκινητικαί γραµµαί του µουήλθαν εις τον νουν: “Μου είχεν επέλθει από εβδοµάδων η συνήθης τρεµούλα και η µικρά λιποθυµία... Μετά τόσο ετών ξενητευµόν θα επήγαινα να εορτάσω το Πάσχα πλησίον των πτωχών, γηραιών γονέων µου. Η αύρα της θαλάσσης και η αναψυχή και η βραχεία σχολή και ο αέρας τηςµικράς, πτωχής και αφανούς, της γενεθλίας νήσου ήλπιζα εις το έλεος του Θεού, ότι θα µου απέδιδαν την υγείαν. Και δεν εψεύσθην της ελπίδος”.

Εµπρός εις την συγκινητικήν νοσταλγίαν του ανθρώπου, δεν ειµπορούσα να έχω δευτέραν γνώµην».

* Ο Ευριπίδης Γαραντούδης είναικαθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών