Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Το ιδιόκτητο

Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 5 Ιουνίου 1925, με την υπογραφή Α. Παπαδιαμάντης. Πρώτη αναδημοσίευση σε τόμο: Βαλέτας (Α’). Έγινε αντιβολή της πρώτης δημοσίευσης με την έκδοση Βαλέτα. Σύμφωνα με το κριτικό υπόμνημα ο Βαλέτας ακολουθεί την πρώτη δημοσίευση με αποκλίσεις που δεν φαίνεται να προέρχονται από άλλον φορέα του κειμένου.

 

Ἦτο ἀνώγειον χαμηλόν, μὲ σίδηρα χονδρά, εἶδος ἀραιᾶς κιγκλίδος ἢ ἐξεχούσης ἐσχάρας, εἰς τὰ παράθυρα. Εὑρίσκετο εἰς τὴν σειρὰν τῶν οἰκιῶν μὲ τὸν ἀριθμόν του. Ὁλόγυρα σπίτια, ἓν καφενεῖον σιμά, δύο μπακάλικα, ἓν μανάβικον, καὶ κατέναντι ὡραία οἰκία μὲ κῆπον, χρησιμεύουσα ὡς δημοτικὸν σχολεῖον τῶν ἀρρένων. Ὀλίγον παρακάτω, ἄλλο σχολεῖον, τῶν κορασίων.

Διὰ νὰ εἰσέλθῃ τις εἰς τὸ χαμηλὸν ἀνώγειον μὲ τὰ σιδηρόφρακτα παράθυρα, εἴτε ἀπὸ ἅμαξαν καταβαίνων, εἴτε πεζὸς εἶχεν ἔλθει, ὤφειλε νὰ ὑποστῇ μερικὰς διατυπώσεις. Ὑπῆρχεν αὐστηρὰ ἐθιμοταξία ὅσον ἀφορᾷ τὴν εἴσοδον. Ἐνωρὶς ἢ ἀργὰ τὴν νύκτα ἡ αὐλόπορτα ἦτον κλειστή, μανδαλωμένη ἔσωθεν. Ἔκρουέ τις τὴν θύραν μὲ τὴν χεῖρα ἢ μὲ τὸ ρόπτρον, ἢ μὲ τὴν ράβδον του, ἐλαφρὰ ἢ δυνατά. Μετὰ ἥμισυ λεπτόν, ἓν παράθυρον ἔτριζεν ἔσω τὴς αὐλῆς πρὸς τὴν γωνίαν, ἔχον θέαν ἄνω τοῦ αὐλογύρου πρὸς τὸν δρόμον. Γυναικεία φωνή ἠρώτα:

— Ποιὸς εἶναι;

Ὁ κρούσας τὴν θύραν ἔλεγε τ’ ὄνομά του, ἢ ἄλλως ἀπήντα:

—Ἕνας φίλος.

— Καὶ τί θέλετε;

Ὁ ἐπισκέπτης κάτι ἐμορμύριζε. Κάποτε ὠνόμαζεν ἓν πρόσωπον ἢ ἄλλο.

— Θέλω τὴν... Ἀννέτα, τὴν Ρόζα, τὴν Λίζα, (ὄνομα καὶ μὴ χωριό). Ἄλλοτε πάλιν ἐπροτίμα νὰ εἴπῃ: τὴν Σμυρνιά, τὴν Πολίτισσα, τὴν Μαλτέζα, (χωριὸ καὶ μὴ ὄνομα).

Ἐνίοτε ἡ γυνὴ ἀπὸ τὸ παραθυράκι ἐπρόσθετε μὲ τόνον ἀπορίας ἢ ἀμηχανίας, καὶ τὴν σοβαρὰν αὐτὴν παρατήρησιν:

— Μὴν ἔχετε λάθος;

Ὁ ἐπισκέπτης ἀπήντα ὅτι εἶναι «πολὺ βέβαιος». Εἶτα τὸ παραθυράκι ἐκλείετο, ἠκούοντο βήματα ἐπάνω, ἡ θύρα τῆς οἰκίας ἠνοίγετο· κάποτε ἤκουέ τις τὴν διαταγὴν «σῦρε ν’ ἀνοίξῃς», διδομένην ἀπὸ τὴν αὐτὴν φωνὴν τῆς ζητούσης πληροφορίας διὰ τοῦ μικροῦ παραθύρου. Μία ἄλλη γυνή κυρτή, ἰσχνή, σκαφιδιασμένη, κατήρχετο εἰς τὴν αὐλήν, καὶ ἤνοιγε τὴν αὐλόπορταν.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐθιμοτυπία θὰ ἠδύνατο καὶ νὰ λείψῃ, ἀλλ’ ἐκρίνετο ἀναγκαία, ὡς φαίνεται.  Ἡ ὑποκρισία ἐσέβετο τὴν φωλεάν της, ἂς ἦτο κοπρισμένη. Ἡ σεμνοτυφία ἠγάπα νὰ διακωμῳδῇ αὐτή ἑαυτήν.

*

* *

Ἦτον «ἰδιόκτητο», βλέπετε, τὸ κατάστημα. Κανεὶς δέν ἠμποροῦσε νὰ παραπονεθῇ. Καὶ ἂν πολλοὶ παρεπονοῦντο, τὶς τοὺς ἤκουεν; Αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες τῆς γειτονίας ἐταλάνιζον τὴν κατάστασιν αὐτήν. Τί καλὰ παραδείγματα ποὺ θὰ ἰδοῦν τὰ κορίτσια μας! Τί σεμνὰ ἤθη ποὺ θὰ μάθουν τὰ παιδιά μας!

Ἀλλ’ αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες εἶχον δωμάτια δι’ ἐνοίκιον μέσα εἰς τάς αὐλάς των, καὶ τὰ ἐνοικίαζον μὲ ἁδρόν ἐνοίκιον εἰς ὅλες τὶς Λουΐζες καὶ τὶς Γιοζεφίνες καὶ τὶς Μαρίκές, αἵτινες εἶχον πάντοτε τοὺς δικούς των καὶ τοὺς φίλους των καὶ τοὺς ὑποστηρικτάς των, κ’ ἐπλήρωνον ἐμπροθέσμως πάντοτε καὶ προκαταβολικῶς. Αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες ἐπροτίμων πάντοτε τοὺς νοικάρηδες καὶ τὶς νοικάρισσες τῆς τάξεως αὐτῆς, ἀπὸ πτωχούς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους μὲ οἰκογένειαν, οἵτινες δυνατὸν νὰ εἶχον πολλάκις κεσάτια, καὶ νὰ τὰ «ἔφερναν σκοῦρα».

Ὅλ’ αὐτά τὰ ἤξευρεν ἡ κυρα-Σπυριδούλα, ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ χαμηλοῦ ἀνωγείου, καὶ ὅταν καμμία γειτόνισσα ἐτόλμα νὰ γρύξῃ τίποτε, τῆς τὰ ἐπαράγγελλε κι αὐτὴ διὰ στόματος τῆς γριᾶς Μαριάνθης, τῆς γυναικὸς τῆς κυρτῆς καὶ ἰσχνῆς καὶ κιτρινωπῆς, ἥτις ἤνοιγε διὰ νυκτὸς τὴν θύραν εἰς τοὺς ἐπισκέπτας. Ἡ γραῖα μετεβίβαζε «χαρτὶ καὶ καλαμάρι» τὰ παραγγελλόμενα, προσθέτουσα μόνον ἀπὸ μέρους της τὸ δημῶδες γνωμικόν: ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει, κυρά μου!

Ἡ κυρία της ἦτον παπαδοπούλα, καὶ σόι μάλιστα. Πολὺ εὐλαβής εἰς τὰ θεῖα. Κάθε μῆνα ὁ παπα-Παντελής, ὁ ἐφημέριος τοῦ γειτονικοῦ ναοῦ, ἤρχετο καὶ τῆς ἔψαλλεν ἁγιασμόν, εἰς τὸ «ἰδιόκτητον». Κάθε τόσας ἑβδομάδας ἔκαμνε λειτουργίας εἰς τὰ ξωκκλήσια. Τακτικά, τετράκις τοῦ ἔτους, ἐξωμολογεῖτο καὶ μετελάμβανε. Καὶ διετήρει τὸ «ἰδιόκτητο». Ἦτο ἰδιοκτήτρια τοῦ οἰκήματος, φύλαξ τῆς μάνδρας, βοσκὸς τῆς ἀγέλης.

Κ’ ἐσκανδαλίζοντο αἱ καλαὶ γειτόνισσαι. Πολλοὶ κατέκρινον τὸν παπα-Παντελήν. Ἀλλ’ οὗτος εἰς μερικοὺς θρασεῖς, οἵτινες εἶχον τολμήσει νὰ τὸν ἐπερωτήσουν, ἀπήντησεν ἁπλώς ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ καλέσῃ δικαίους, ἀλλ’ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.

Πολλὰ εἶχον διαδοθῆ, κάπως μυστηριώδη, σχετικῶς μὲ τὴν θέσιν καὶ μὲ τὸν βίον τῆς κυρα-Σπυριδούλας. Ἐλέγετο ὅτι εἶχε «τάξιμον» διὰ ταπείνωσιν, κ’ ἔμελλεν εἰς τὸ τέλος νὰ γίνῃ καλογραῖα. Ὅτι ἦτο ὑπὸ κατάραν. Διηγοῦντο ὅτι εἶχε πολλὰ εἰκονίσματα, κομποσχοίνια, κλπ. κ’ ἔζῃ ἀσκητικῶς εἰς τὸ δωμάτιόν της.

*

* *

Τὸ φθινόπωρον, εἶχον κατεδαφίσει τὴν διπλανὴν οἰκίαν, διὰ νὰ τὴν κτίσουν, μεγαλοπρεπεστέραν, ὅπως γίνεται εἰς τάς Ἀθήνας. Χώματα καὶ τοῦβλα καὶ ξύλα εἶχον σωρευθῆ εἰς τὰ δύο τρίτα τοῦ πλάτους τῆς ὁδοῦ, κ’ ἐμπρός εἰς τὸ ἀνώγειον μὲ τὰ σιδηρόφρακτα παράθυρα, τὰ ὁποῖα σπανίως ἐφαίνοντο ἀνοικτὰ τὴν ἡμέραν ἢ τὴν νύκτα.

Πολλοὶ μὲ ἁμάξας διαβαίνοντες ἔρριπτον ἄπληστα βλέμματα μέσῳ τῶν σιδηρῶν καγκέλων. Πολλοὶ πεζοὶ διαβάται ἀνωρθοῦντο ἐπ’ ἄκρων τῶν ποδῶν καὶ ἀνέτεινον τὸν τράχηλον, διερχόμενοι τὸ ἀντικρινὸν πεζοδρόμιον· πολλοί μάγκες ἐσκάλωναν ὑψηλά εἰς τὸν ἀντικρινὸν τοῖχον τοῦ περιβόλου τοῦ σχολείου, τείνοντες τὰ ὄμματα διὰ νὰ ἰδοῦν τὸ ἐσωτερικόν. Ἀλλὰ τίποτε δὲν ἔβλεπον. Τζάμια καὶ κουρτίνες, ὅλα κλειστά. Τώρα, ἐπάνω εἰς τὸν τεράστιον ἐκεῖνον σωρὸν τῶν τούβλων καὶ τῶν χωμάτων, κατέμπροσθεν τῆς οἰκίας, οἱ μάγκες εἶχον εὗρει κ’ ἐργασίαν καὶ διασκέδασιν.

Ανέβαιναν εἰς τὸν ὑψηλὸν σωρόν, ἐσκάλωναν εἰς τὸν τοῖχον, ἀνερριχώντο εἰς τὰ δύο παράθυρα. Εἷς μάγκας μὲ σουγιὰν ἐπροσπαθοῦσε ν’ ἀνοίξῃ τρύπαν εἰς τὴν σανίδα τοῦ παραθυροφύλλου, τὸ ὁποῖον εἶχε κλεισθῆ ἐκ προνοίας τὴν πρωίαν ἐκείνην.

Ἄλλος μὲ βαρύ ξύλον, ὡς μὲ πολιορκητικὸν κριόν, ἔσπρωχνε τὸ φύλλον τοῦ ἄλλου παραθύρου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κρατούμενον ἀπὸ χαλαρὸν στήριγμα. Τὸ παραθυρόφυλλον ἤνοιξεν ὡς δύο δάκτυλα. Ὁ μάγκας ἐκόλλησε τὴν μύτην, ἄλλοι ἐσπρώχνοντο ὄπισθέν του, ἀποτελοῦντες βουνὸν κεφαλῶν καὶ δάσος μαλλιῶν. Ὅλοι ἐπροσπάθουν νὰ ἴδουν. Τέλος ποτήριον μὲ κρύον νερόν, κρατούμενον ἀπὸ λευκὴν χεῖρα, μέσῳ τοῦ στενοῦ χάσματος, ἐκενώθη καθ’ ὅλων ἐκείνων τῶν κεφαλῶν, καὶ ἡ ἔφοδος ἀπεκρούσθη.

*

* *

Μίαν ἑσπέραν εἰς τὸ πλησίον ἐκεὶ μπακάλικον, ὅπου εἶχεν ἔλθει δι’ ὀψώνια, ἡ γρια-Μαριάνθη, ἡ κυρτὴ καὶ σκαφιδοειδής ὑπηρέτρια, μ’ ἐφώτισε καλύτερα περὶ τῶν ἐντὸς τῆς οἰκίας, παρὰ ἂν εἶχα ἀνέλθει εἰς τὸν σωρὸν τῶν πλίνθων διὰ νὰ λάβω μέρος εἰς τὴν πολιορκίαν.

—Ἁγία ψυχή, παιδί μου, ἡ κυρα-Σπυριδούλα. Ὁλονυχτίς κλαίει, χτυπᾷ τὰ στήθια της, καὶ περικαλεῖ τοὺς ἁγίους. Ἔχει κονίσματα, κομποσκοίνια, λιβανιστερά, ἕνα πλῆθος.

— Καὶ τί παρακαλεῖ, κυρα-Μαριάνθη;

— Περικαλεῖ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της ποὺ τρώγουνται μαζί της καὶ τὴν κατατρέχουν, νὰ τοὺς δώσῃ ὁ Θιός μετάνοια καὶ καλὴ φώτιση... Ἐπειδής, ὅ,τι κάνει αὐτή, τὸ κάνει γιὰ καλό, κι αὐτὲς ποὺ ἔχει στὸ σπίτι της, βρίσκονται σὲ καλὰ χέρια. Ἂν ἦταν ἀλλοῦ, θὰ ἦταν πολὺ χειρότερα.

(1925)