Λεξιλογικά και πραγματολογικά στον Παπαδιαμάντη
Λεξιλογικά
- αἴφνης:
- ανειμένα κατά το φαινόμενον: χαλαρά φαινομενικώς (από το ρήμα ανίημι, απ’ όπου και η λέξη άνεση)
- ἀνώγεων: ο πάνω όροφος ενός κτίσματος
- ετυμολογία: < ελληνιστική κοινή ἀνώγεων < αρχαία ελληνική ἀνώγαιον / ἀνώγεον < ἄνω + γαῖα
- https://el.wiktionary.org/wiki/ἀνώγεων, http://stephanus.tlg.uci.edu
- απασσάλωτος: (https://el.wiktionary.org/wiki/απασσάλωτος)
- Ἀπόκρεω: Αποκριά
- εἷς: ένας
- ἐσθής: εσθήτα, ρούχο
- δράκα:
- ἠχῶ: ηχώ, παράγω ήχο
- θεῶμαι: βλέπω
- θροῦς: θόρυβος, θρόισμα
- κόφα:
- μαναφούκι: διαβολή, συκοφαντία, ραδιουργία, κουτσομπολιό
- ετυμολογία: < τουρκική münafık (υποκριτής) < αραβική منافق (munāfiq: υποκριτής)
- https://el.wiktionary.org/wiki/μαναφούκι
- μεσημβρία:
- μηναρές: (στρατιωτική αργκό) ποινή φυλάκισης ενός μηνός
- μομφή:
- ονειδίζω:
- οὖς:
- μειδιώ:
- μπασταρδού:
- νάμι: όνομα· έδωσε νάμι: έβγαλε όνομα
- παιδιά: ομαδικό παιχνίδι ή αθλοπαιδιά, χαριτωμένος αστεϊσμός
- ετυμολογία: < αρχαία ελληνική παιδιά
- προφορά: pɛ.ði.ˈa
- https://el.wiktionary.org/wiki/παιδιά
- πάροικος:
- πενιχρός:
- πομπιωμένη: διαπομπευμένη
- πρόδομος: 1)(αρχιτεκτονική) το τμήμα ενός αρχαίου ναού που βρίσκεται μπροστά, πριν από τον σηκό· συνώνυμα: πρόναος· αντώνυμα: οπισθόδομος προθάλαμος. 2)Σε μια οικία: χολ, διάδρομος 3) (ανατομία) το πρώτο τμήμα διαφόρων οργάνων του σώματος (κολεός, πυλωρός κ.ά.)
- ετυμολογία: < αρχαία ελληνική πρόδομος < πρό + δόμος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dṓm (οίκος, δόμος) < *demh₂- (κτίζω)
- προφορά: ˈpɾɔ.ðɔ.mɔs
- πρόσφωλο: 1)το φώλι, το αβγό που βάζουν στη φωλιά της κότας για να την προσελκύσουν να γεννήσει κι άλλα. 2)(μεταφορικά) το έναυσμα.
- τίς: ποιος (ερωτηματική αντωνυμία)
- τὶς / τις: κάποιος (αόριστη αντωνυμία)
Πραγματολογικά
Γεωγραφικά
- Ἁγιοταφίτικον: εννοεί την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, μετόχι του Παναγίου Τάφου, γωνία Πρυτανείου και Ερεχθέως.