Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ο βυθός του Μεσοπολέμου

Μ. Θεοδοσοπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 10/7/2009

Πέτρος Πικρός, Χαμένα κορμιά, σ. 252, 15,50 ευρώ

Πέτρος Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, εισαγωγή-επίμετρο-φιλολογική επιμέλεια: Χριστίνα Ντουνιά, εκδόσεις Αγρα, σ. 298, 17 ευρώ

Καιρός ήταν να επανεκδοθούν κάποτε τα διηγήματα του Πέτρου Πικρού. Ενας λόγος παραπάνω τώρα, που όλο και περισσότεροι συγγραφείς, ιδίως πρωτοεμφανιζόμενοι, αναζητούν θέματα από το λεγόμενο κοινωνικό περιθώριο, όπως έκανε ο Πικρός πριν από περίπου ενενήντα χρόνια. Μόνο που εκείνος εκινείτο σε πρωτοφανούς τολμηρότητας, για την εποχή του, θέματα. Και ίσως, όχι μόνο για την εποχή του, αλλά, από μια άποψη, τολμηρά και για σήμερα. Μπορεί οι συγγραφείς των τελευταίων χρόνων να θέλουν να αποδώσουν ό,τι αποκαλούν «βυθό» ή, σύμφωνα με τη μαρξίζουσα ορολογία, λούμπεν, κατά κανόνα, όμως, παραμένουν μέσα στα άρρητα πλαίσια ενός πολιτικώς ορθού καθωσπρεπισμού. Ο Πικρός τούς τύπους που έπλασε, τους είχε «μελετήσει» από κοντά να παραδέρνουνε μέσα στη βιοπάλη και τον βόρβορο, όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο του δεύτερου βιβλίου του. Γι' αυτό, εκτός των άλλων, διεκδικεί στα διηγήματά του και χαρακτήρα ισχυρής μαρτυρίας. Οπως φαίνεται, είχε ήδη αρχίσει δημοσιογραφικά τη δουλειά του κοινωνικού ρεπορτάζ, στο οποίο διέπρεψε στη συνέχεια ως συνεργάτης ή στέλεχος σε εφημερίδες και περιοδικά.

Φθινόπωρο του 1922, «άδειαζε αλάκερη η Ανατολή» και έφτανε «πράμα με ουρά» στην Ελλάδα. Τότε, τα αφεντικά των «καλών σπιτιών», κοινώς οι νταβατζήδες, αν είχαν «καπιτάλια», «ψώνιζαν» όσα περισσότερα «κομμάτια» μπορούσαν. Εκείνη την πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη εποχή εισέρχεται ο Πικρός στη λογοτεχνική σκηνή. Αν και Κωνσταντινουπολίτης, εμφανίζεται απαλλαγμένος από κάθε είδους προκατάληψη. Σ' ένα από τα εκτενέστερα διηγήματα του πρώτου βιβλίου του, «Το πράμα», τόλμησε να κάνει ηρωίδες τη Μαρίτσα και τη Φροσύνη, δυο Σμυρνιές από σπίτι, που βρέθηκαν σε «καλό σπίτι» της Αθήνας. Ηταν η εποχή που, «με την έλευση των προσφύγων του 1922», γεννιόταν η «προβληματική μεγαλούπολη», όπως παρατηρεί η Χριστίνα Ντουνιά. Εβδομήντα χρόνια αργότερα, όταν, με την πυκνή εισροή οικονομικών μεταναστών, δοκιμάστηκε εκ νέου η τερατόμορφη πλέον μεγαλούπολη, έσπευσαν τα εγγόνια του Πικρού να εμπνευστούν διηγήματα με θέμα τα δεινά τους. Και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Πάντοτε, όμως, τους παρατηρούν και συμμερίζονται τη μοίρα τους εκ του μακρόθεν. Μόνη βασική τους μέριμνα είναι η εξιδανίκευση. Ούτε πόρνες ούτε εγκληματίες ήρωες, αντίστοιχους με του Πικρού, αποτολμούν, πιθανώς γιατί μεσολαβεί ο μέγας φόβος μην τυχόν και κατηγορηθούν για ρατσισμό. Ούτως ή άλλως, η κάθε εποχή υιοθετεί και ανεμίζει τους δικούς της μπαμπούλες. Για έναν αριστερό, όπως ο Πικρός, υπήρχε η ρετσινιά του αστού. Κι αν η νεόκοπη τότε κομμουνιστική Αριστερά επιδοκίμασε ή στάθηκε ανεκτική στα διηγήματά του, αυτό έγινε με τη σαφή παρότρυνση να ακολουθήσει γρήγορα το καθαυτό επαναστατικό έργο του, πειθαρχώντας στις μαρξιστικές αρχές.

Ομως ο Πικρός δεν ήταν μόνο μια ενεργή συνείδηση αριστερού, που ήθελε να δείξει «τα χαμένα κορμιά» και την εναγώνια προσπάθειά τους να γίνουν πάλι άνθρωποι. Ηταν και ένας κοσμοπολίτης, που είχε μεγαλώσει στην Ευρώπη. Μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα, κουβαλώντας νέες ιδέες. Εκτός από τον κοινωνικό «βυθό» ως γενικό θέμα, τον απασχολούσε ιδιαίτερα και ο ψυχογενής παράγοντας. Το 1922, μόλις είχε προκύψει στο Παρίσι ο όρος ψυχανάλυση. Οταν ο Πικρός καταπιάστηκε με τις αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, οι φροϋδικές θεωρίες δεν είχαν ακόμη μεταφυτευτεί στην Ελλάδα. Μάλιστα, προτίμησε τις γυναικείες έξεις, τις οποίες, μέχρι και σήμερα, οι άνδρες συγγραφείς τις αποφεύγουν, εκτός κι αν αναζητούν γαργαλιστικά θέματα, κινούμενοι στον χώρο της παραλογοτεχνίας.

Στα διηγήματα του Πικρού, ο αφηγητής σχεδόν αποσύρεται και η παρέκκλιση από το φυσιολογικό προβάλλει, όχι σαν κάτι το νοσηρό, αλλά ως ύστατη καταφυγή του στερημένου. Σε ένα από τα πρώτα διηγήματά του, «Οταν οργά η φύση», μια μεγαλοκοπέλα, «αφίλητη», επιστρέφει από γάμο και κοιτάζει στον καθρέφτη το γερασμένο κορμί της. Το παράπονο πνίγεται στα σεντόνια, όπου αναζητά λίγη γλύκα. Αυτή τη φορά είναι μόνη, αφού ακόμη και ο γάτος της, που συνήθως τη συντροφεύει, ξεπόρτισε. Ενα άλλο τρυφερό διήγημα, «Οι γάμοι της Ιρμας», τοποθετείται στον στρατό, λίγο μετά τη μικρασιατική υποχώρηση, όπου ένας φαντάρος γνωρίζει τα πρώτα θηλυκά χάδια με τη φοράδα του λοχαγού του. Υπάρχουν και δυο «γιορτερά διηγήματα», του ενός, μάλιστα, ο τίτλος θυμίζει Παπαδιαμάντη. Μόνο που στη «Λαμπρή στο χαμόσπιτο», του Πικρού, παραλίγο δύο αδέλφια, ένας στρατιώτης και η πόρνη αδελφή του, να αμαρτήσουν. Ενα τελευταίο από τα θέματα ταμπού είναι η γυναικεία ομοφυλοφιλία, την οποία ο Πικρός παρουσιάζει σε ένα εκτενές διήγημα της πρώτης συλλογής και σε ένα της δεύτερης, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Σε κανένα, όμως, από τα δύο δεν αποτελεί το κυρίως θέμα. Στο «Παριζιάνικα γλέντια» είναι το τελευταίο γλέντι της ημέρας, πριν από τη νυχτερινή κατάκλιση, για μια κυρία της καλής κοινωνίας, που διασκεδάζει με τη νεαρή υπηρέτριά της, ενώ στο «Σα θα γίνουμε άνθρωποι» παρουσιάζεται σαν αποκούμπι τρυφερότητας για δύο πόρνες ενός «καλού σπιτιού».

Ομως τον λογοτέχνη δεν τον κάνει μόνο η θεματική πρωτοτυπία, αλλά και ο τρόπος γραφής. Ο Πικρός, μαζί με μερικούς άλλους, δυστυχώς ελάχιστους, που επιδόθηκαν στο αποκαλούμενο «μαύρο» αστικό αφήγημα, είχε την ετικέτα του νατουραλιστή. Εξαιτίας της έμεινε εκτός λογοτεχνικού νυμφώνος. Στις υπάρχουσες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλού παραλείπεται τελείως και αλλού αναφέρεται ακροθιγώς ως αποπαίδι του νατουραλισμού. Τα δε βιβλία του έμειναν στις πρώτες τους εκδόσεις, με εξαίρεση μια «απαρατήρητη» επανέκδοση, που έγινε είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1976. Ηταν, άλλωστε, απλή ανατύπωση. Το πρόσωπο του συγγραφέα εξακολουθούσε να παραμένει φιλολογικά θολό. Ο λεγόμενος, όμως, λογοτεχνικός κανόνας, όπως ορίστηκε με τη γραμματολογία Σοκόλη την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, ευτυχώς τον συμπεριέλαβε. Στην περίπτωση του Πικρού, μάλλον βάρυνε ο πρωταγωνιστικός ρόλος που διαδραμάτισε στα περιοδικά της Αριστεράς στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Κι αυτό, γιατί το γενικό πρόσταγμα στη γραμματολογία το είχε ο Αλέξανδρος Αργυρίου, αριστερών καταβολών και από τους πρώτους μελετητές των λογοτεχνικών περιοδικών. Ο ίδιος ανέλαβε και την παρουσίαση-ανθολόγηση του Πικρού στην εν λόγω γραμματολογία. Τελικά, μπορεί οι «Πρωτοπόροι», το περιοδικό που εξέδωσε ο Πικρός από τον Μάρτιο του 1930 μέχρι τα τέλη του 1931, να του κόστισαν την αποπομπή του από το Κόμμα, του εξασφάλισαν, όμως, στον επόμενο αιώνα, περιποιημένα Απαντα. Χάρη στο περιοδικό τον γνώρισε η Ντουνιά, όταν έκανε το διδακτορικό της, και δέκα χρόνια αργότερα, το 2006, τον ανύψωσε υπεράνω του νατουραλισμού, κατ' αρχάς, με μια μελέτη συνοδευόμενη με ανθολόγημα πεζών του, κι εφέτος, συμβάλλοντας ως επιμελήτρια στα Απαντά του.

Οι δύο συλλογές διηγημάτων, που επανεκδόθηκαν, είναι κατά σειρά τα δύο πρώτα βιβλία του Πικρού και τα μόνα διηγήματά του, εκτός από κάποια σκόρπια σε εφημερίδες και περιοδικά στα μετέπειτα χρόνια. Τέλη του 1922 εκδόθηκε η πρώτη, τις τελευταίες ημέρες του 1924 η δεύτερη, ενώ επανεκδόθηκαν και οι δύο στα τέλη του 1929. Και στους δύο τόμους υπάρχει εισαγωγή και επίμετρο της επιμελήτριας. Ως κριτικός η Ντουνιά, στην εισαγωγή, παρουσιάζει τα διηγήματα μέσα από την οπτική της σύγχρονης αφηγηματολογίας. Ενώ, ως φιλόλογος, στο επίμετρο, παραθέτει χρονολογικό κατάλογο των κριτικών, περιοριζόμενη σε όσες δημοσιεύτηκαν μέσα σε μία διετία μετά την πρώτη έκδοση των βιβλίων. Συνολικά αναφέρει δεκαπέντε κριτικές για το πρώτο βιβλίο και δέκα για το δεύτερο, ενώ αναδημοσιεύει και στις δύο περιπτώσεις δέκα από αυτές. Οχι, όμως, κατά χρονολογική σειρά, αλλά σε αυθαίρετη παράταξη, την οποία δεν δικαιολογεί. Παραλείπεται η πολεμική του Αδαμάντιου Παπαδήμα, ο οποίος, ωστόσο, εκών άκων, είχε συμπεριλάβει τον Πικρό στην ανθολογία του «Οι νέοι διηγηματογράφοι», το 1924.

Στους δύο τόμους, και πιθανώς σε όσους θα ακολουθήσουν, αναπαράγεται από το προηγούμενο βιβλίο της για τον Πικρό το εργοβιογραφικό χρονολόγιο. Εδώ, οι επιλογές της φιλολόγου παραξενεύουν. Το 2006, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατο του Πικρού, είχε εκδοθεί η μελέτη του Γιάννη Μπάρτζη «Πέτρος Πικρός, Στράτευση, αντιπαραθέσεις, πικρίες στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου», που στηριζόταν σε ερευνητική εργασία και ξεκαθάριζε τα βιογραφικά στοιχεία του Πικρού. Οπως γράφαμε τότε, η μελέτη, ουσιαστικά, ανασταίνει τον Πικρό, παρέχοντας ευκρινή εικόνα για το έργο του, με σχεδόν πλήρη αποδελτίωση των δημοσιογραφικών άρθρων του. Η Ντουνιά μνημονεύει τη μελέτη ως σημαντική συμβολή, ωστόσο, δεν στηρίζεται στα ευρήματά της, ούτε επιχειρηματολογεί το γιατί. Και καλά, δεν υιοθετεί ως τόπο γέννησης το Παντείχιον της Μικράς Ασίας επί της ασιατικής ακτής της Κωνσταντινούπολης και ως έτος γέννησης το 1894, τεκμαιρόμενο από τα δημόσια έγγραφα που δημοσιεύει ο Μπάρτζης ή και προσπερνά διευκρινίσεις σχετικά με τις μετακινήσεις εκτός κι εντός Ελλάδος του Πικρού, προτιμώντας τις πληροφορίες παλαιότερων πηγών. Αλλά το πραγματικό όνομα του Πικρού γιατί να τίθεται σε αμφισβήτηση. Ιωάννης Γεναρόπουλος του Πέτρου και της Αικατερίνης ονομαζόταν ο Πικρός, πριν συνδυάσει το πατρώνυμό του με το ψευδώνυμο του αγαπητού του Γκόρκυ, ελληνιστί, και γίνει Πέτρος Πικρός. Ενώ, πριν από το Πικρός, είχε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Γιάννης Γενάρ. Αντ' αυτών, η Ντουνιά, στο πρώτο της βιβλίο, τον αναφέρει ως Γουναρόπουλο, και στα Απαντα, ως Γιανναρόπουλο. Κατά τον Μπάρτζη, ως Γιανναρόπουλος είχε γραφτεί το όνομά του από τυπογραφικό λάθος στην ανακοίνωση της κηδείας του στην εφημερίδα «Καθημερινή». Το κακό είναι πως παρόμοια λάθη επαναλαμβάνονται στα δημοσιεύματα που ακολουθούν μια έκδοση.

Οπως και να έχει, τα συνολικά 15 διηγήματα και μια νουβέλα των δύο πρώτων βιβλίων του Πικρού, παρότι άνισα μεταξύ τους, συστήνουν έναν κορυφαίο διηγηματογράφο. Και επειδή γυρίσματα δεν έχει μόνον ο καιρός, αλλά και το λογοτεχνικό γούστο, όλα εκείνα, που το '20 κρίνονταν ως μειονεκτήματα, σήμερα, αναγνωρίζονται ως προτερήματα: τολμηρά θέματα, σκληρός ρεαλισμός σπρωγμένος στα όρια του απωθητικού, έλλειψη πλοκής, προφορικότητα, αργκό. Επιπλέον, «ακανόνιστη γλώσσα», όπως του καταλογίζει κριτική του Κώστα Παρορίτη, μέχρι και «το μη στρογγύλεμα των διηγημάτων», το μόνο, κατά τον Ξενόπουλο, που πάσχει ο Πικρός για να γίνει «καλός διηγηματογράφος». Μόνο που ο Ξενόπουλος δεν έγραψε ποτέ ένα διήγημα όπως τον «Αφορεσμένο που παραμιλούσε», με εκείνον τον εντυπωσιακό, θρυμματισμένο μονόλογο. Με συγγραφείς, όπως η περίπτωση του Πικρού, αναρωτιέται κανείς εάν σήμερα υπάρχει όντως κάτι νεοφανές ή μήπως έχουμε μπροστά μας νέους τρόπους αναθέρμανσης του παλαιού. Ως ερώτημα μπορεί να μοιάζει ρητορικό, ωστόσο, δεν είναι. Γυρεύει απάντηση. Εάν τυχόν καταφατική στο δεύτερο σκέλος, τότε μέρος της τρέχουσας πεζογραφίας ή ενσυνείδητα αναμασάει το παρελθόν ή αγνοεί προγενέστερες εκφάνσεις και ασυναίσθητα ξανασερβίρει τα ίδια σε παραλλαγή.