Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ένας κορυφαίος της κοινωνικής σάτιρας

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 9/9/2005

Η μοιχεία, τα κοσμικά σαλόνια και οι αυλικές δεξιώσεις της Αθήνας την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ Αθησαύριστα κείμενα 1882 - 1885 ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΝ. ΜΟΥΛΛΑΣ «ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ» ΣΕΛ. 373, ΕΥΡΩ 20

Τα κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που συγκεντρώνει στον ανά χείρας τόμο ο Παν. Μουλλάς, δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1882 και 1885 στην πολιτικοσατιρική εφημερίδα «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου. Βρίσκονται εκτός του σώματος των Απάντων του συγγραφέα και χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος καλύπτεται από το εκτενές αφήγημα («κοινωνική μελέτη» το χαρακτηρίζει ο Ροΐδης) «Ο σύζυγος το μανθάνει τελευταίος», που αποτελεί μιαν άγρια σάτιρα των συζυγικών σχέσεων κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα στην Αθήνα. Το δεύτερο μέρος σχηματίζεται από μια σειρά πολιτικών άρθρων και, πρωτίστως, κοσμικών σχολίων, τα οποία εμφορούνται από ανάλογο σατιρικό (απολύτως δηκτικό) πνεύμα. Υπογράφοντας άλλοτε ως Lucifer και άλλοτε ως Λυγξ, ο Ροΐδης τιμά με πλήρη συνέπεια και τις δύο υπογραφές του. Ιοβόλος και καυστικός, και συνάμα ανυποχώρητος και μέγας μοναχικός: αυτές είναι οι ιδιότητες με τις οποίες αποκαλύπτεται ο σχολιογράφος του «Ραμπαγά» σε όλα τα κομμάτια του. Αντιτρικουπικός ενόσω παραμένει υπερασπιστής του εκσυγχρονισμού, λάτρης του γυναικείου φύλου, αλλά και ορκισμένος πολέμιός του, δεινός χειριστής της γλώσσας και προικισμένος μάστορας της ειρωνείας, ο Ροΐδης δείχνει και σε αυτά τα άγνωστα μέχρι τώρα κείμενά του τη λογοτεχνική και την ιδεολογικοπολιτική αγωγή του: ένας λόγιος που ασφυκτιά με τις ελλείψεις, τις αδυναμίες και την καθυστέρηση του κοινωνικού του περιβάλλοντος, αδημονώντας για καίριες μεταβολές, αλλά και εξετάζοντας από μια δηλητηριώδη απόσταση όλα τα ανθρώπινα.

Αδίστακτος φαρσέρ

Κεντρικό θέμα στο «Ο σύζυγος το μανθάνει τελευταίος» είναι η μοιχεία. Ακουμπώντας σε μια μακρά παράδοση (ο Μουλλάς υπενθυμίζει τον Βοκκάκιο, τον Ραμπελέ, τον Αριόστο και τον Μολιέρο), ο Ροΐδης, που έχει δημοσιεύσει άλλη μια «κοινωνική μελέτη» με ανάλογο περιεχόμενο, υπό τον τίτλο «Μοιχαλίδες και εταίραι» (1882 - 1883, συμπεριλαμβάνεται στα Άπαντα), αναλαμβάνει εν προκειμένω το ρόλο ενός αδίστακτου φαρσέρ, ο οποίος επιφυλάσσει στους ήρωές του την πιο δαιμόνια τύχη, υπονομεύοντας κάθε ηθικό στερεότυπο με το οποίο θα μπορούσαν να είναι συνδεδεμένοι: η μοιχαλίδα και ο απατημένος σύζυγος αποδεικνύονται τέρατα δημόσιας συμπεριφοράς, ενόσω ο καταπατητής του οικογενειακού αδύτου και εραστής τής συζύγου βυθίζεται βαθμιαία στην αποξένωση και την παρακμή, για να οδηγηθεί στο τέλος στην καταστροφή και το θάνατο. Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως εκείνο το οποίο παίζεται πριν και πάνω απ' όλα στο «Σύζυγο» είναι μια απίστευτη ιλαροτραγωδία, που χάρη στην υψηλή εκφραστική αφαίρεση, η οποία συνέχει το λόγο του συγγραφέα, δεν χάνει ούτε πόντο από την ένταση των παθών της. Αν μιλάμε για πραγματικά πάθη, μια και εκείνο που νοιάζεται πρωτίστως να επισημάνει ο Ροΐδης στις σελίδες του είναι η ανικανότητα των ανθρώπων να κερδίσουν μιαν αληθινή ζωή, μακριά από τη δυναστεία των οικονομικών συμφερόντων, καθώς και των πάσης άλλης φύσεως υπολογισμών.

Το πολιτικό στοιχείο είναι οξυμένο στο δεύτερο μέρος της συναγωγής, αλλά δύσκολα θα υποστήριζε κανείς πως διεκδικεί δεσπόζουσα θέση στο συνολικό αριθμό των κειμένων της. Αν εξαιρέσουμε τις αντιτρικουπικές αναφορές, για τις οποίες μίλησα προεισαγωγικά, καθώς και μια ευρύτερη διάθεση απαξίωσης του σύγχρονού του ελληνικού περίγυρου, ο Ροΐδης σπεύδει κατά τα άλλα να γεμίσει τη στήλη του στον «Ραμπαγά» με πλήθος ανάλαφρες και εύθυμες νότες, παρμένες κατευθείαν από τις αυλικές αίθουσες και τα κοσμικά σαλόνια της περιόδου. Ανάλαφρες και εύθυμες νότες: η ευθυμία και το ανάλαφρο δεν έχουν ποτέ στον Ροΐδη καλοκάγαθο χαρακτήρα. Αντιθέτως, ορίζονται από την ειρωνική στάση και το σαρκαστικό ύφος του παρατηρητή - αφηγητή, ο οποίος δεν ορρωδεί προ ουδενός: καταγράφει την απληστία των συμποσιαστών στις βασιλικές δεξιώσεις, κοροϊδεύει τις επιδόσεις των χορευτών, αποτυπώνοντας σε σπαρταριστά στιγμιότυπα τις αδεξιότητες και τις γκάφες τους, και αντιμετωπίζει με ξινό χαμόγελο τα λούσα και τις καλλωπιστικές φροντίδες των κυριών, χωρίς, παρ' όλα αυτά, να κρύβει την ερωτική έλξη που του ασκούν οι γυναίκες.

Η σημασία της φιλολογικής επιμέλειας

Θα πρέπει να τονίσω το βάρος της φιλογικής επιμέλειας με την οποία υποστηρίζει ο Μουλλάς τα κείμενα του Ροΐδη. Και δεν έχω κατά νου μόνο τον άψογο και εξαντλητικό υπομνηματισμό, όπου φωτίζονται όλα τα λογοτεχνικά, δημοσιογραφικά, κοινωνικά και πολιτικά μυστικά, που κρύβουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα σχόλια του συγγραφέα, αλλά και την εκτενή όσο και πυκνά συγκροτημένη εισαγωγή, η οποία ανασυστήνει παραστατικά ολόκληρο το κλίμα εντός του οποίου αντιδρά και κινείται ο Ροΐδης. Ξεχωριστά θέλω να αναφέρω εδώ τις παρατηρήσεις του Μουλλά για τη στενή επαφή του Ροΐδη με την τόσο έντονη και ιδιότυπη προσωπικότητα του Κλ. Τριαντάφυλλου (ο οποίος και φιλοτεχνείται με ένα πολύ εύγλωττο και ζωντανό πορτρέτο), όπως και για την προχωρημένη σχέση του με τα ψευδώνυμα και την ποικιλότροπη χρήση ή λειτουργία τους.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της εισαγωγής εντοπίζεται στο γεγονός πως ο Μουλλάς έχει την ευχέρεια να συσχετίζει και την πιο μικρή ή αδιάφορη λεπτομέρεια των κειμένων του «Ραμπαγά» με το σύνολο του ροϊδικού κόσμου, είτε υποδεικνύοντας αόρατες διά γυμνού οφθαλμού γραμμές και συνδέσεις είτε μνημονεύοντας εμφανείς, αλλά κάθε άλλο παρά αυτονόητες συμπλεύσεις και συνενώσεις. Και από μια τέτοιου τύπου ανάγνωση μόνο όφελος μπορεί να προκύψει, εφόσον τόσο ο προϊδεασμένος όσο και ο ανυποψίαστος αναγνώστης έχουν κάτι πολύ χρήσιμο και ουσιαστικό να πάρουν από τα ζητούμενά της -τόσο για το συγγραφέα όσο και για την από κάθε άποψη κρίσιμη και σημαδιακή εποχή του. Μια δουλειά που σίγουρα αξίζει όλους τους κόπους της.