Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Γιατί διαβάζουμε ελληνική πεζογραφία;

Ελισάβετ Kοτζιά, εφ. Καθημερινή, 20/11/2005

«Αξίζει να διαβάζουμε, να συζητούμε, να ασχολούμαστε με την ελληνική πεζογραφία, όταν λάβουμε υπόψη μας το πολύ υψηλότερο μέγεθος της ελληνικής ποίησης ή ακόμα τους καλλιτεχνικούς ογκόλιθους που αντιπροσωπεύουν Ευρωπαίοι μυθιστοριογράφοι όπως ο Μπαλζάκ λόγου χάρη, ο Τζόυς ή ο Τόμας Μαν;». Το ερώτημα επανέρχεται στις συζητήσεις φίλων που είναι συστηματικοί αναγνώστες του ελληνικού μυθιστορήματος, αλλά όχι επαγγελματίες λογοτέχνες, φιλόλογοι ή κριτικοί. Επανέρχεται εκφράζοντας μια πραγματική απορία: «Οταν υπάρχουν οι μεγάλοι κλασικοί, ή τα πολυάριθμα, σημαντικά σύγχρονα ξένα μυθιστορήματα, μήπως χάνουμε πολύτιμο χρόνο διαβάζοντας τα αναρίθμητα έργα της ολιγότερον σημαντικής ελληνικής πεζογραφίας;».

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαφοροποιεί το μυθιστορηματικο είδος από πολλά άλλα είδη τέχνης, είναι οι προνομιακές σχέσεις που εξ ορισμού καλλιεργεί με την πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα και το διήγημα είναι είδη «αναφορικά»: Ακόμα και στην πιο κρυπτική τους μορφή, από μιαν άποψη πάντοτε αποτυπώνουν όσα συμβαίνουν γύρω τους, πάντοτε περιγράφουν το περιβάλλον. Το δικό μας, ιδιαίτερο ελληνικό περιβάλλον, τη δική μας μοναδική ελληνική πραγματικότητα, μόνο η ελληνική πεζογραφία είναι σε θέση να τη χειριστεί: να την αντικρίσει, να προσπαθήσει να την κατανοήσει, να την αποτυπώσει και να τη σχολιάσει. Μόνο η δική μας πεζογραφία μπορεί να αποτελέσει τον αναντικατάστατο δείκτη εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας τον οποίο συνιστά κάθε εθνική πεζογραφία μέσα στον δικό της χώρο: τι είμαστε, τι πιστεύουμε, τι πράττουμε, πώς επιλέγουμε να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας, τι αποφεύγουμε να ομολογήσουμε. Η ελληνική πεζογραφία αποτελεί επομένως για μας, ένα αναντικατάστατο μέγεθος, που καμιά άλλη πεζογραφία, οσοδήποτε σημαντική, δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει.

Αν το προσεγγίσουμε κατάλληλα, οποιοδήποτε γραπτό (ή άγραφο) ντοκουμέντο, προσφέρει πληροφορίες. Η πεζογραφία όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Εκτός από μαρτυρία, αποτελεί και τέχνη, όχημα δηλαδή που ενσωματώνει και προκαλεί συγκίνηση. Η αισθητική αξία του μυθιστορήματος εκφράζει, με άλλα λόγια, τον βαθμό στον οποίο το είδος αυτό μπορεί να κινητοποιήσει τα συναισθήματά μας. «Πόσο αξίζει να διαβάζουμε την ελληνική πεζογραφία, όταν άλλες ξένες πεζογραφίες διαθέτουν πολύ περισσότερα έργα που επιτυγχάνουν υψηλότερη συγκινησιακή φόρτιση;».

Αν την αντικρίσουμε ως σύνολο, πράγματι, απ’ όσο μπορούμε να εκτιμήσουμε, η ελληνική πεζογραφία εμφανίζει χαμηλότερο μέγεθος από πολλές άλλες. Ως αναγνώστες όμως δεν ερχόμαστε κάθε φορά σε επαφή με το σύνολο των έργων, αλλά με μεμονωμένα έργα. Και είναι αρκετοί οι συγγραφείς και πολυάριθμα τα ελληνικά κείμενα που μπορούν να προξενήσουν αρκετά υψηλή αισθητική συγκίνηση – «Το μόνο της ζωής του ταξείδιον», «Τα Ροδιν’ ακρογιάλια» και «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» για να αναφερθώ σε μερικά από τα παλαιότερα. Οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες», «Το συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» και «Το κιβώτιο», για να αναφερθώ σε μερικά από τα νεότερα. Το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Το ζιγκ ζαγκ στις νερατζιές», και οι «Βραδιές μπαλέτου», για να αναφερθώ σε μερικά από τα σύγχρονα. Ας μην υποτιμάμε επιπλέον τη συγκίνηση που προσφέρουν οι μικρότερες, οι χαμηλές φωνές – λίγο πιο άτεχνες, πιο προβληματικές, ικανές ωστόσο να εκφράζουν μια μεγάλη χροιά συγκινήσεων. Γνωρίζοντας πολύ καλά, τι άλμα προϋποθέτει το να περνάς από το χάος της ανυπαρξίας στην οσοδήποτε μικρή δημιουργία –ας μη μας διαφεύγει το καβαφικό σκαλί– είναι σφάλμα να περιφρονούμε το μικρότερο. Το απολαμβάνουμε γιατί μας αφορά αμέσως – χωρίς βεβαίως να ξεχνάμε το ευρύτερο πλαίσιο το οποίο συνθέτουν η ελληνική και η ξένη πεζογραφική γραμματεία μαζί. Για όλα άλλωστε τα κείμενα, το μέτρο του μεγέθους το προσφέρουν πάντοτε οι κλασικοί – οι οποίοι, όμως, ούτε κι εκείνοι είναι σε θέση να σβήσουν τους υπόλοιπους, γιατί τότε θα ακύρωναν όχι μόνο την ελληνική πεζογραφία, αλλά τα περισσότερα από τα σημερινά έργα και των δικών τους λογοτεχνιών.

Στο ερώτημα, λοιπόν, για το αν αξίζει να διαβάζουμε την ελληνική πεζογραφία, η απάντηση εξαρτάται από το: Πόσο μας ενδιαφέρει να αισθανόμαστε τη συγκίνηση που έχει για ερέθισμα το δικό μας περιβάλλον; Πόσο μας αφορά να γνωρίζουμε τους τρόπους που τη ζουν αισθητικά όσοι βρίσκονται γύρω μας; Πόσο μας ερεθίζει ακόμα να παρακολουθούμε τον διαρκή αγώνα του γλωσσικού οργάνου που όλοι μας χρησιμοποιούμε, για να εκφράσει αυτά που μας συμβαίνουν; (Διότι το μυθιστόρημα διαθέτει και μοναδικής υφής σχέση με το όργανο «γλώσσα».) Ή, για να τολμήσουμε να το διατυπώσουμε ευθέως: Πόσο, διάολε, μάς ενδιαφέρει να είμαστε εκτός από (υψηλών προδιαγραφών) καταναλωτές και παραγωγοί;