Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Σοβαρά κέρδη και απώλειες δύο πεζογραφικών γενεών

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 26/5/2006

Η ελληνική λογοτεχνία ανάμεσα στην ιδεολογική ουτοπία και το στοίχημα του μοντερνισμού

Ελισάβετ Κοτζιά, Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, 1930 - 1974, εκδ. Πόλις, σελ. 416, 21,60 €

Πάνε αρκετά χρόνια από τότε που έχουν πάψει να μας λείπουν τα άρθρα και οι μελέτες τόσο για την πεζογραφία της γενιάς του '30 όσο και για τους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Πλήθος τα θέματα τα οποία έχουν εξεταστεί, πλήθος και τα πρόσωπα τα οποία έχουν μπει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στους κριτικούς λογαριασμούς των μελετητών. Και οι δύο γενιές έχουν γίνει αντικείμενο πολλαπλών ερευνών ως προς τος αισθητικές και τις ειδολογικές τους επιλογές, αλλά και ως προς τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς ή την πολιτική τους ένταξη και στράτευση, από τη στιγμή που αμφότερες εμφανίστηκαν και πορεύτηκαν στα γράμματα σε ιστορικώς ιδιαίτερα φορτισμένες περιόδους. Το έργο, παρ' όλα αυτά, της Ελισάβετ Κοτζιά «Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930 - 1974» πλησιάζει τις δύο γενιές μέσα από μιαν εντελώς διαφορετική και συνάμα εξ ολοκλήρου νέα προοπτική. Κρατώντας εξαρχής έξω από τη συζήτηση τα πρωτότυπα κείμενα των μεσοπολεμικών και των μεταπολεμικών πεζογράφων, η Κοτζιά συγκεντρώνει την προσοχή της αποκλειστικά στις κριτικές και τις ιδεολογικο-πολιτικές τους παρεμβάσεις, προκειμένου να ανασυνθέσει τη στάση τους απέναντι στο παρόν και το παρελθόν της εποχής και του τόπου τους, υπό περιστάσεις οι οποίες δεν μπορούσε παρά να αναδείξουν τη λογοτεχνία σε δημόσιο και απολύτως κρίσιμο διακύβευμα.

Αντί για τις πολιτικές διαφορές, η ιδεολογική ομοιογένεια

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της μελέτης τής Κοτζιά είναι πως αντί να αναζητήσει, κατά τα παραδεδομένα, τις πολιτικές διαφορές και τις παραταξιακές συγκρούσεις μεταξύ συγγραφέων εγνωσμένου στίγματος, φροντίζει να εντοπίσει την εκ πρώτης όψεως αφανή ιδεολογική τους ομοιογένεια. Οι συντηρητικοί, οι φιλελεύθεροι (κατά την έννοια της μη υπαγωγής στις τάξεις της Αριστεράς), αλλά και οι μαρξιστικής αγωγής πεζογράφοι της γενιάς του '30 βρίσκουν τον κοινό τους στόχο στα ολιστικά ερμηνευτικά σχήματα, με τα οποία επενδύουν στη συλλογικότητα -όποιο όνομα κι αν δώσουμε στη συλλογικότητα: το όνομα του έθνους ή το όνομα του εργαζόμενου λαού και της μαζικής δράσης. Θεωρώντας αναπότρεπτη την πορεία προς την πρόοδο και την τελείωση και υιοθετώντας για τις αναλύσεις τους ένα βιολογικό εξελικτικό μοντέλο, όπως πολύ εύστοχα το χαρακτηρίζει η Κοτζιά, αριστεροί και δεξιοί του Μεσοπολέμου ομνύουν πίστη στη δυνατότητα της λογοτεχνίας να αλλάξει τον κόσμο (υπέρ της πατρίδος ή υπέρ του προλεταριάτου, αδιάφορο), αγνοούν πέρα για πέρα τις αποτρεπτικές συνθήκες τής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, απομακρύνουν τον παράγοντα του εγώ και της εμπειρίας και ταυτοχρόνως χάνουν το τρένο του μοντερνισμού, που περνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά από τα αξύπνητα μάτια τους. Κι αν το μοντερνισμό και τις οικουμενικές του διαστάσεις σπεύδουν να τον συλλάβουν πρώτοι από την ποιητική γενιά του '30 ο Σεφέρης και ο Ελύτης (διά μέσου μιας εύπλαστης και συνάμα ευέλικτης αντίληψης περί ελληνικού πνεύματος), θα χρειαστεί να περιμένουμε τους πρώτους μεταπολεμικούς για να σημάνει η ώρα του και για την πεζογραφία.

Διαψευσμένοι πέρα για πέρα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και από τον Εμφύλιο και τον Ψυχρό Πόλεμο, οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι δεν μπορούν να αφήσουν το παραμικρό περιθώριο για τις διανοητικές προβολές ή την ιδεοκρατία των προγενέστερων. Και γι' άλλη μια φορά προέχει εν προκειμένω η ιδεολογική ομοιογένεια και όχι ο πολιτικός διαχωρισμός. Φιλελεύθεροι και αριστεροί βρίσκονται κάτω από την ίδια ομπρέλα όταν αποδεσμεύονται από τις ουτοπικές ενοράσεις (οι πρώτοι παρατηρώντας την παράλυση και την κατάρρευση των δημοκρατικών θεσμών σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας, οι δεύτεροι ζώντας στο πετσί τους τον εσωκομματικό αυταρχισμό), βάζουν σε γραμμή αυστηρής προτεραιότητας το βίωμα και την εμπειρία, απαλλάσσονται οριστικά και διά βίου από το σύνδρομο της οιασδήποτε ολότητας και οδεύουν με ταχύ βηματισμό προς την καλλιτεχνική νεωτερικότητα.

Κριτική ματιά και φιλολογική επάρκεια

Έχοντας ανασκαλέψει τα μάλα τις πηγές της, ανοίγοντας συχνά γόνιμο διάλογο με τις κριτικές και φιλολογικές εργασίες των τελευταίων, αλλά και των παλαιοτέρων ετών, διατηρώντας ολοζώντανο το στοιχείο της βαθιάς εμπλοκής της λογοτεχνίας στα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα του καιρού της σε όλο το μήκος και το βάθος της μελέτης της και με εξασφαλισμένο έναν πολύ υψηλό βαθμό συνοχής στην οργάνωση της προσέγγισής της (ένα περίπλοκο ψηφιδωτό, που δεν μπάζει από πουθενά), η Κοτζιά συνδυάζει στη δουλειά της δύο παραμέτρους οι οποίες δεν συνδυάζονται εύκολα. Από τη μία πλευρά, είναι η επάρκεια της φιλολογικής τεκμηρίωσης, που συνοδεύεται από ένα ισχυρό ιστορικό κριτήριο -κριτήριο που δεν επιτρέπει καμία απαξίωση, αλλά και καμία αιφνίδια ανύψωση ή εξιδανίκευση. Από την άλλη μεριά, είναι η διαρκής ανησυχία και ο συνεχής προβληματισμός του κριτικού στοχασμού, που όχι μόνο δεν αποστρέφεται, αλλά και επιδιώκει διακαώς την αποτίμηση και την αξιολόγηση -υπό τον όρο ότι θα φτάσει σε αυτή την περιοχή με έγκυρες αποδείξεις και εξαντλητικά δουλεμένα επιχειρήματα. Και ακριβώς έτσι φτάνει η Κοτζιά στην περιοχή της αξιολόγησής της, δείχνοντας πώς κέρδισαν, αλλά και πώς έχασαν τη μάχη με το χρόνο δύο λογοτεχνικές γενιές που ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον τους.

Ο φιλικός μας δεσμός με την Ελισάβετ Κοτζιά είναι συνομολογημένος εδώ και πολλά χρόνια και οι συζητήσεις μας γύρω από τη λογοτεχνία είναι επίσης πολυετείς. Πιστεύω πως αυτό δεν θα πρέπει να με εμποδίσει να πω πως το «Ιδέες και αισθητική» είναι ένα από τα πλέον διεξοδικά έργα της μεταπολιτευτικής παραγωγής, δίνοντάς μας μιαν ευρεία όσο και εξαιρετικά κριτική εικόνα για τις πολιτικο-κοινωνικές και τις καλλιτεχνικές ιδέες, επί τη βάσει των οποίων σχημάτισαν τη συνείδησή τους οι πεζογράφοι του Μεσοπολέμου και του Μεταπολέμου, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο τις πίστεψαν και δοκίμασαν να τις κουβεντιάσουν και να τις μεταδώσουν όταν άρχισαν να ασκούν πίεση στη σκέψη τους η Ευρώπη και ο μοντερνισμός. Σίγουρα, μια πολύ προσεγμένη, αλλά και πολύ ψαγμένη δουλειά.