Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Έγκλημα στο Άγιον Όρος

Σταυρούλα Παπασπύρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 6/1/2008

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Δαιμόνια και Γενοβέφες, εφ. Τα Νέα, 1/3/2008

Δεν είναι μόνο ο Βασίλης Αλεξάκης που καταπιάστηκε πρόσφατα με το Άγιον Όρος, κατακτώντας με το «μ.Χ.» το Μεγάλο Λογοτεχνικό Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. Το βασίλειο της ορθοδοξίας ενέπνευσε και τον Κώστα Ακρίβο, που υπογράφει το μυθιστόρημα «Πανδαιμόνιο» (εκδ. Μεταίχμιο»). Αν όμως ο πρώτος θέλησε να εστιάσει κυρίως στο βαθύ ρήγμα που επέφερε ο χριστιανισμός στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ο τελευταίος μπήκε στην περιπέτεια της συγγραφής του βιβλίου του σπρωγμένος από την απορία: Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει μοναχός; Πώς παίρνει κανείς μια τέτοια απόφαση; Και παρέδωσε ένα ιδιότυπο «θρίλερ» που κερδίζει το ενδιαφέρον ώς την τελευταία σελίδα, ξεδιπλώνοντας τη σφιχτοδεμένη του πλοκή μέσα από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Ο 50χρονος φιλόλογος από τις Γλαφυρές του Βόλου συνηθίζει ν' αντλεί υλικό απ' το παρελθόν για τα πεζογραφικά του έργα. Έχει γράψει για τον πόλεμο του 1922 και για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα στα «Καιρός για θαύματα» και «Κίτρινο ρώσικο καιρί» αντίστοιχα, έχει εξιστορήσει μυθιστορηματικά τον βίο του Στρατή Δούκα, κι ίσως μια μέρα ανασκαλέψει την εμπειρία του ως μαθητή στο οικοτροφείο της Μητρόπολης Δημητριάδος, επικεφαλής του οποίου ήταν ο νυν αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Τι πυροδότησε όμως τη συγγραφή του «Πανδαιμόνιου», όπου η καθημερινότητα, οι εμμονές και οι πειρασμοί των Αγιορειτών έρχονται στο φως με αφορμή την ανακάλυψη σε κελί ενός γυναικείου πτώματος;

«Από το 1985, όταν επισκέφτηκα πρώτη φορά το Αγιον Ορος, κουβαλούσα την αλλόκοτη ιστορία ενός ανθρώπου που όχι μόνο δεν είχε πάει ποτέ αλλά ούτε καν αντικρίσει γυναίκα. Γεννημένος πριν από ενενήντα χρόνια στην Ικαρία, ο γέροντας Αντώνιος στη μονή Γρηγορίου είχε την ατυχία να μείνει ορφανός από κούνια. Ο πατέρας του ταξίδευε με τα καλυμνιώτικα σφουγγαράδικα και άλλος συγγενής δεν υπήρχε, εκτός από έναν θείο καλόγερο σε κάποιο μοναστήρι στον Άθω. Αυτός πήγε και πήρε το μωρό κι αυτός το μεγάλωσε, έχοντας κατά νου πως κάποια στιγμή το παιδί θα βγει "έξω στον κόσμο". Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Κι η μοναδική γυναικεία μορφή που ήξερε ήταν η Παναγία και οι υπόλοιπες αγίες όπως τις έβλεπε και τις προσκυνούσε στις εκκλησίες του Όρους. Σ' αυτήν εδώ την ιστορία πρέπει να αναζητήσω την πρώτη σπίθα...»

Ένας απαγορευμένος έρωτας

Ακολούθησαν κάμποσες επισκέψεις στον Άθω, άφθονες συζητήσεις με μοναχούς αλλά και λαϊκούς, χώρια οι «ντάνες» των σχετικών βιβλίων που μελέτησε, από φωτογραφικά λευκώματα μέχρι μαρτυρίες ή μυθοπλαστικά έργα Ελλήνων και ξένων. Διαβάζοντας κανείς το «Πανδαιμόνιο», ανακαλεί μεν την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη και το «Ονομα του ρόδου» του Εκο χάρη σε μοτίβα όπως η γυναικεία εισβολή σε απαγορευμένο ιερατικό περιβάλλον ή η ανεύρεση χειρογράφου σε κάποια μονή, αλλά εκείνο που δίνει τον τόνο σ' αυτό το μυθιστόρημα είναι η αποτύπωση της μικροκοινωνίας του Αγίου Ορους, με αφορμή μιά ερωτική ιστορία: τον δεσμό ανάμεσα σ' έναν μοναχό της Σταυρονικήτα που έχει χρεώσει στον εαυτό του το θάνατο του αδελφού του, και σε μια κοπέλα που ζει ψαρεύοντας κι από ένα παιχνίδι της τύχης ξεβράζεται στις ακτές της ιερής χερσονήσου.

Ο Κώστας Ακρίβος έχει συνείδηση πως ο σκανδαλισμός των ηρώων του από την παραβίαση του άβατου δεν βρίσκει ανάλογο αντίκρισμα στην νεοελληνική κοινωνία. Ομως κι ο ίδιος δεν έχει καταλήξει: «Αν βρισκόταν μια γυναίκα που θα ισχυριζόταν ότι θέλει να επισκεφτεί το Αγιον Ορος γιατί έτσι πιστεύει πως θα γίνει καλύτερη χριστιανή ή, πάλι, κάποιος που είναι υπέρμαχος της διατήρησης του άβατου έλεγε την καθαρή αλήθεια, ότι δηλαδή πρέπει να απαγορεύονται οι γυναίκες για να μη σκανδαλίζονται οι μοναχοί, τότε θα βοηθούσε και μένα να πάρω μια ξεκάθαρη θέση είτε υπέρ είτε κατά του».

Το γεγονός, πάντως, ότι βασικοί του ήρωες διακατέχονται από ιδεοληψίες και ζουν για τη μέρα που... θα ελευθερωθεί η Πόλη, δεν είναι τυχαίο. «Κακά τα ψέματα. Εκείνον που αναχωρεί από την κοσμική ζωή για να μονάσει, τον χαρακτηρίζει μια πίστη, μια εμμονή που ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρια ενός απλού πιστού. Αν τώρα σ' αυτήν τη στάση ζωής προστεθούν ιδέες που έχουν να κάνουν με ζητήματα εθνικά, όπως η σχέση μας με τα γειτονικά κράτη και το "ένδοξο παρελθόν" μας ή ζητήματα θρησκευτικής φύσης -δυτικοί, πάπας, αιρέσεις- δεν είναι ν' απορεί κανείς που πολλοί μοναχοί διακρίνονται από έντονη ιδεοληψία. Αλλά η λογοτεχνία δεν πρέπει να στηλιτεύει. Απλώς δείχνει...»

Πτώμα γυναίκας σε κελί μοναχού

Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Το Βήμα, 6/1/2008

Το τραγικό ερωτικό πάθος ανάμεσα σε μια ψαροπούλα και σε έναν Αγιορείτη

Στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Κ. Ακρίβος αξιοποίησε προσφυώς τη μακρά γενεαλογία βλάσφημων μυθιστορημάτων ως η ροΐδειος Πάπισσα Ιωάννα μαζί με άλλα αγιολογικού χαρακτήρα γύρω από τον ασκητισμό και την ορθόδοξη πίστη, καθώς και τις αναθερμασμένες συζητήσεις περί αβάτου του Αγίου Ορους, που απασχόλησαν το πανελλήνιο κατά το 2004, όπου και τοποθετείται το παρόν της αφήγησης. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 24 κεφάλαια μετά επιλόγου. Το κυρίως σώμα απαρτίζουν τα αρτίου αριθμού και εκτενέστερα, στα οποία ξεδιπλώνεται μια ερωτική ιστορία, που κράτησε κοντά έναν χρόνο, ενώ τα συντομότερα περιττού αριθμού παρουσιάζουν, διά της συρραφής μαρτυριών, το πανδαιμόνιο που επεκράτησε στο Ορος όταν γυναικείο πτώμα αποκαλύφθηκε σε κελί μοναχού - αν και ο τίτλος του μυθιστορήματος θα μπορούσε να εκληφθεί και με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, το πανδαιμόνιο ως διασκεπτήριο δαιμόνων, αφού κατά μία άποψη σε αυτό κατέληξε η μοναστική πολιτεία.

Προπαντός ρομαντική

--------------------------------------------------------------------------------

Σε μονή του Αγίου Ορους τοποθετεί τη δράση του βιβλίου του ο Ακρίβος

--------------------------------------------------------------------------------

Τραγική θα χαρακτηριζόταν η ερωτική ιστορία, προπαντός όμως ρομαντική, καθώς πλέκεται ανάμεσα σε δύο αγνές υπάρξεις, έναν μοναχό και μια ψαροπούλα, θετή κόρη ψαρά, μια και τα υιοθετημένα στις μυθιστορίες τείνουν τελευταία να εκτοπίσουν τα γνήσια. Ενα ειδύλλιο στα ανοιχτά της θάλασσας, αφού η ψαρική είναι το πρωταρχικό διακόνημα του μοναχού, συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ορους και Θάσου, τόπο κατοικίας της ψαροπούλας. Συμπτωματικά συναντώνται και οι συμπτώσεις από ένα σημείο και ύστερα αποβαίνουν καταιγιστικές, χωρίς να αποκλείει ο αφηγητής τη διαβολική συνεργία.

Πανόπτης, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς κινήσεις και σκέψεις εναλλάσσοντας κατά τη βολή του οπτική γωνία. Προτάσσει τη συναισθηματική προσέγγιση του ζεύγους, μετά τοποθετεί την «ακροθιγία των σωμάτων», για να φτάσει στη συνεύρεση και στα τρομακτικά της επακόλουθα. Οσο για το περιορισμένο της δράσης, λόγω και της φύσεως της ιστορίας, το αντισταθμίζει με αναδρομές στο παρελθόν, όχι τόσο το παρθένο της ψαροπούλας όσο τον πρότερο αμαρτωλό βίο του μοναχού, διεκτραγωδώντας τους λόγους που τον οδήγησαν στο μοναστήρι, όπου ο αφηγητής ανακατεύει και τις δεισιδαιμονίες περί διδύμων.

Δίπλα στο ζεύγος, ο γέροντας Γεδεών, επιρρεπής σε οράματα και προφητείες, αναμένει τη γέννηση του εκλεκτού που θα ξαναπάρει από τους Τούρκους τη Βασιλεύουσα, σύμφωνα και με ένα χειρόγραφο που βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη της Μονής Σταυρονικήτα. Ο συγγραφέας εμπνέεται από Το όνομα του Ρόδου στοιχεία της πλοκής, στήνοντας κι αυτός μια παλαιά, αν και όχι λαβυρινθώδη, μοναστηριακή βιβλιοθήκη, ενώ δράττεται της ευκαιρίας για ξενάγηση στη Μονή και στο φυσικό περιβάλλον της Αθωνικής χερσονήσου, με βασικό δέλεαρ της αφήγησης τους φροντισμένους, κάποτε και εξεζητημένους, λεκτικούς τρόπους. Κεφαλαιογράμματοι οι τίτλοι των κεφαλαίων σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου ορίζουν τις ημέρες του εκκλησιαστικού έτους, φροντίζοντας οι θρησκευτικές εορτές να εναρμονίζονται με τα ερωτικά πάθη. Από τη «Μεγάλη Παρασκευή», που πέφτει 25 Απριλίου 2003, ως τη «Νύχτα του Ακάθιστου Υμνου» του επόμενου έτους, όταν όλα τελειώνουν και την επομένη, 27 Μαρτίου 2004, ημέρα Σάββατο, ξεσπά το σκάνδαλο. Παρεμπιπτόντως, πλην όλων των άλλων δαιμόνων, φαίνεται ότι ανακατώθηκε και ο δαίμων του τυπογραφείου στις ημερομηνίες και στις αντιστοιχίες τους με εορτές και ημέρες της εβδομάδας.

Σαν τίτλοι εφημερίδων

Με πεζά οι τίτλοι των κεφαλαίων περιττού αριθμού, εντυπωσιακοί σαν τίτλοι εφημερίδων, παρουσιάζουν πρωτοπρόσωπες αναφορές στα συμβάντα, όπου ο συγγραφέας ανασυσταίνει μετά κυμαινόμενης δεξιότητας διαφορετικού τύπου λόγους, εναλλάσσοντας λαϊκούς με κληρικούς, ώστε να αποτυπωθεί το φάσμα νοοτροπιών και αντιλήψεων. Ως ιντερμέδια στην ερωτική ιστορία παρατάσσονται η αναφορά του υπαστυνόμου, ο εσωτερικός μονόλογος του αμερικανοτραφούς και επιστήμονα ηγουμένου, οι επιστολές του Μητροπολίτη του επιφορτισμένου με τους «ανυπάκουους» της Μονής Εσφιγμένου και του διοικητή του Αγίου Ορους, ο οποίος προτείνει πανούργους τρόπους απόκρυψης του σκανδάλου, το οργίλο παράπονο της θετής μητέρας της ψαροπούλας, οι καταθέσεις εργαζομένων στη Μονή και μοναχών, αγαθών και άλλων ενδοτικών στους πειρασμούς της σάρκας και ακόμη η ομιλία καθ' εαυτόν ενός συγγραφέα που συντάσσει βιογραφία του αγιογράφου της Μονής Θεοφάνη Στρελίτζα ή Μπαθά και το ημερολόγιο του δυτικού καλογέρου που συντηρεί το απόκρυφο χειρόγραφο.

Στο καθοριστικό για την πνοή του όλου εγχειρήματος ερώτημα ποια η στάση του αφηγητή απέναντι στα θεία και ποιου το μέρος παίρνει στις εκκλησιαστικές έριδες ο συγγραφέας απαντά πλαγίως με εξώφυλλο τον «πληγωμένο άγγελο» του Σίμπεργκ αντί των χιλιάδων της βυζαντινής εικονογραφίας και επίλογο όπου το Αγιο Πνεύμα μυεί τον αφηγητή στο μεταμυθοπλαστικό τέχνασμα των πολλαπλών λύσεων. Επιπροσθέτως, να σημειώσουμε ένα ανεπαίσθητο άρωμα Παπαδιαμάντη, καθώς ο μοναχός ονομάζεται Νήφων, κατά κόσμον Νικολάκης, ενώ γίνεται λόγος περί Βαρλαάμ, αν και ο Σκιαθίτης θα κουνούσε περίλυπος την κεφαλή διαβάζοντας το αντίστοιχο χωρίο του μυθιστορήματος.