Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Μυθιστόρημα, μυθοπλασία και άλλα δεινά

Τιτίκα Δημητρούλια, εφ. Καθημερινή, 6/2/2011

Τρεις «σχολές» ξιφουλκούν για το μέλλον της πεζογραφίας και την ποιότητα των συγγραφέων στον αγγλόφωνο λογοτεχνικό χώρο

Πριν από λίγους μήνες, μια μεγάλη συζήτηση ξέσπασε στον αγγλόφωνο λογοτεχνικό χώρο όχι σχετικά με το τέλος της λογοτεχνίας ή του βιβλίου αυτή τη φορά, αλλά σχετικά με το τέλος της μυθοπλασίας, της πεζογραφίας και ειδικότερα του μυθιστορήματος. Αφορμή για τη νέα αυτή αντιπαράθεση αποτέλεσε η λίστα του αμερικανικού περιοδικού New Yorker, με τους είκοσι καλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς κάτω των 40 ετών. Ο δημοσιογράφος Λι Σίγκελ (The New York Observer, 22.6.2010, http://blo.gr/46d) θεώρησε ότι οι νεότεροι συγγραφείς ουδεμία σχέση έχουν με τους παλιούς, ότι η πρόζα δεν είναι πια αυτό που ήταν, αφού η μυθοπλασία είναι πλέον πολιτισμικά άκυρη και είδος μουσειακό και η πεζογραφία έχει γίνει επάγγελμα, οπότε και δεν ενέχει προκλήσεις σε επίπεδο δημιουργίας. Καθώς, λοιπόν, οι πεζογράφοι σήμερα είναι κατ' αυτόν αναποτελεσματικοί επιμελητές και θεωρητικοί που ο θρίαμβός τους μετριέται με τη δημοσίευση δύο κειμένων τον χρόνο στο New Yorker, τη θέση της μυθοπλασίας καταλαμβάνει η μη μυθοπλασία, οι αληθινές ιστορίες που συγκινούν και προκαλούν τον αναγνώστη, όπως κάποτε τα έργα των Μπέλοου, Απντάικ, Μέιλερ, Ροθ κ.ά. (σημειωτέον, το παράδειγμα που δίνει είναι και αυτό από το New Yorker). Τέλος, ο Σίγκελ θέτει το ζήτημα της κριτικής, με αφορμή ένα συγκεκριμένο κριτικό, τον Τζέιμς Γουντ, λέγοντας ότι ο κριτικός λόγος αυξάνεται και γίνεται πιο κανονιστικός όσο ένα λογοτεχνικό είδος υποβαθμίζεται.

Το New Yorker προφανώς ενθουσιάστηκε με τον θόρυβο, οι λίστες πολλαπλασιάστηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά - με πιο ευφάνταστη, νομίζω, την κατεδαφιστική «400 κάτω του 1 έτους» στο «ΗΤΜL Giant» http://blo.gr/46e και αμέσως μετά την πολύ ενδιαφέρουσα του «Ward Six» «10 συγγραφείς άνω των 80» http://blo.gr/46f.

Η λογοτεχνία σε μεταβατική φάση

Η απάντηση δεν άργησε, από τον Ρόμπερτ Μακ Κραμ (The Guardian, 5.7.2010, http://blo.gr/46g). Ο Μακ Κραμ, λοιπόν, υποστηρίζει ότι η λογοτεχνία δεν πεθαίνει αλλά αναγεννιέται, υπογραμμίζει ότι ο εκδοτικός χώρος βρίσκεται σε μεταβατική φάση, καθώς οι εκδότες πιέζονται από την ηλεκτρονική έκδοση, οι ατζέντηδες είναι υποχρεωμένοι να αποδεχθούν ότι η μυθοπλασία δεν είναι πια στην πρώτη γραμμή και οι σελίδες βιβλίου μειώνονται διαρκώς στις εφημερίδες (εξελίξεις που παρατηρούνται στο καθ' ημάς λογοτεχνικό πεδίο). Επίσης, δέχεται ότι η τηλεόραση μαζί με το σινεμά καλύπτουν τη δίψα για αφηγήσεις, ότι τα περιοδικά χάνουν τους αναγνώστες τους, ότι οι νεότεροι συγγραφείς δεν συγκρίνονται με τους παλαιότερους επειδή ακριβώς είναι διαφορετικοί, πολυπολιτισμικοί, και δεν έχουν ίσως κατακτήσει την ιδιοπροσωπία τους. Και, φυσικά, δεν αρνείται ότι η κρίση επηρεάζει τη λογοτεχνία. Ολα αυτά, όμως, για να καταλήξει ότι η μεγάλη και καλή παραγωγή και οι πολυάριθμοι αναγνώστες διαψεύδουν τελικά τον Σίγκελ και ότι η μυθοπλασία θριαμβεύει σε πείσμα κάθε πρόβλεψης.

Η εικόνα συμπληρώνεται από μια τρίτη τοποθέτηση (και από πολλές και διαφορετικές αντιδράσεις): ο κριτικός και ακαδημαϊκός Γκάμπριελ Γιοσιποβίτσι (συγγραφέας και ο ίδιος) σε μια συνέντευξή του (The Guardian, 28.7.2010, http://blo.gr/46h) διατυπώνει την άποψή του για το πόσο «λίγοι», ατάλαντοι και κακοί μιμητές των κλασικών είναι οι μεγαλύτεροι Βρετανοί πεζογράφοι, όπως ο Μάρτιν Εϊμις, ο Ιαν Μακ Γιούαν, ο Τζούλιαν Μπαρνς, ο Σάλμαν Ρούσντι αλλά και ο Αμερικανός Φίλιπ Ροθ.

Αμερική και Ευρώπη

Πολλά μπορεί κανείς να πει και πολλά είπαν άλλωστε πολλοί συγγραφείς και αναγνώστες στη συζήτηση αυτή, που αφορά καταρχήν τον αγγλόφωνο χώρο. Οι απαντήσεις τους περιείχαν πολύτιμες πληροφορίες για την εναλλακτική λογοτεχνική παραγωγή, για αξιόλογα περιοδικά, για νέες τάσεις που δεν περνάνε φυσικά στα Μέσα. Απάντησαν συγγραφείς που γράφουν επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, αναγνώστες που δεν δέχονται ως μη μυθοπλασία το συγκαλυμμένο ριάλιτι ούτε ταυτίζουν τη μυθοπλασία με το μυθιστόρημα, και διαβάζουν ποίηση, δοκίμιο, επιστημονική φαντασία, διήγημα και άλλα πολλά. Αλλοι αναγνώστες, που έχουν συνείδηση των ομόκεντρων κύκλων που συγκροτούν τη λογοτεχνική παραγωγή, επεσήμαναν σημαντικές πτυχές της άγνωστες στο ευρύ κοινό - και πολύ περισσότερο στο εξωτερικό. Ως προς την πρωτοκαθεδρία του μυθιστορήματος, που τόσες φορές έχει αμφισβητηθεί από τη δεκαετία του 1960 και εξής (αξίζει τον κόπο να ψάξει κανείς για ανάλογα εγχειρήματα σε διάφορες χώρες), η αλήθεια είναι ότι στον αγγλοαμερικανικό χώρο μάλλον διατηρεί τα πρωτεία - παράδειγμα το μεγάλο «αμερικανικό» μυθιστόρημα Freedom του Τζόναθαν Φράνζεν που κάνει τεράστιο θόρυβο (αλλά και η επιτυχία των Ρικ Μούντι, Πατ Κονρόυ, Τζέφρι Ευγενίδης, Πέρσιβαλ Εβερετ, Ρίτσαρντ Πάουερς, Αννι Πρου και άλλων). Για να έρθουμε όμως και στην Ευρώπη, και στη Γαλλία, παρατηρήθηκε πρόσφατα μια αναγέννηση του είδους, και δη του πολυσέλιδου μυθιστορήματος, που μας επαναφέρει στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα.

Αλήθειες για το ιδιαίτερο ελληνικό περιβάλλον

Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια ιστορική αναδρομή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η εκδοτική δραστηριότητα στηρίζεται ακόμα στους πλασιέ, σε πολύ μικρά βιβλιοπωλεία, τρύπες σωστές, όπως η παλιά «Πολιτεία» στη στοά της Οπερας, κάμποσοι σημερινοί εκδότες δουλεύουν πωλητές, η πολιτική επηρεάζει καθοριστικά την παραγωγή και την πρόσληψη του βιβλίου, δεν εκδίδονται όλα τα βιβλία αυτονοήτως και ο συγγραφέας έχει μια ιδιαίτερη, σταθερή σχέση με τον εκδότη του. Στη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα, σε τροχιά νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης πλέον, προβάλλει την επιθυμία της ως πραγματικότητα: γιγάντωση εκδοτών (συχνά με πήλινα πόδια), φιλοδοξίες μεγαλείου πεζογράφων που επιζητούν τους προβολείς της δημοσιότητας, δύσκολοι καιροί για το διήγημα και την ποίηση, πλήρης κατίσχυση του μυθιστορήματος, ως κατεξοχήν φορέα πωλήσεων και δόξας, εμφάνιση αλυσίδων βιβλιοπωλείων, υποχώρηση του ειδικού Τύπου, βραχύβια βασιλεία του βιβλίου στις εφημερίδες, εμπλοκή των ΜΜΕ στην προώθησή τους.

Λίγο πριν από το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα το τοπίο αλλάζει εκ βάθρων και πάλι: μείωση των σελίδων βιβλίου στις εφημερίδες, μείωση της παραγωγής λόγω κρίσης και προσαρμογή στα πραγματικά μεγέθη της μικρής ελληνικής αγοράς, με τις λιγοστές δυνατότητες εξαγωγής, πεζογράφοι -συχνά οι ίδιοι με πριν- που δηλώνουν ότι αλίμονο, δεν τους ενδιαφέρουν οι πωλήσεις και τα συναφή. Ανατροπή; Διόρθωση μάλλον και συμμόρφωση προς την ελληνική ιδιαιτερότητα.

Ανθεί το διήγημα

Σ' αυτό το ιδιαίτερο ελληνικό περιβάλλον λοιπόν, ανθεί το διήγημα, με εξαίρετους πρεσβύτες όλων των ηλικιών και εξίσου ενδιαφέροντες νεότερους. Λέω χωρίς σειρά και τάξη και χωρίς καμία φιλοδοξία συστηματικής καταγραφής: Παπαδημητρακόπουλος, Νόλλας, Σωτηροπούλου, Κυριακίδης, Γουδέλης, Δημητρίου, Σκαμπαρδώνης, Καλούτσας, Πετσετίδης, Χαρτοματσίδης, Φάις, Ευσταθιάδη, Φακίνου, Μήτσου - Οικονόμου, Παπαδάκη, Μάντης, Κολλιάκου από τους νεότερους και άλλοι πολλοί. Είναι άραγε τυχαίο ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, μαζί με τους νεαρούς ποιητές άρχισαν να εμφανίζονται και πολλοί νεαροί διηγηματογράφοι;

Και το μυθιστόρημα; Είδος μουσειακό και στην Ελλάδα; Την απάντηση τη δίνουν τα ίδια τα ελληνικά μυθιστορήματα. Δεν χρειάζεται να επανερχόμαστε διαρκώς στη μικρή μυθιστορηματική μας παράδοση. Είναι γνωστό ότι ποτέ δεν έβγαιναν πολλά σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έβγαιναν εξαιρετικά μυθιστορήματα, έστω και διάσπαρτα στον χρόνο και εκ παραλλήλου με πολλά φιλόδοξα και ανούσια μυθιστορηματικά σχέδια. Το ελληνικό μυθιστόρημα πάντως μοιάζει να δυσκολεύεται διαχρονικά να αφομοιώσει τις τεχνοτροπικές εξελίξεις όπως επίσης και να αγκιστρωθεί στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά με φιλοδοξίες καθολικότητας. Στην παρούσα συγκυρία δε της κρίσης δεν κινδυνεύει τόσο πολύ από τη μη-μυθοπλασία - κι ας πουλάει το «Δέκα ετών διαζευγμένη» ή ο Χόρχε Μπουκάι και ο Ιρβιν Γιάλομ. Ούτε η αιτία των προβλημάτων του έγκειται στην αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα - η οποία αντίθετα μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει σήμερα που ο αχός της θεοποιημένης παγκοσμιοποίησης κοπάζει και έρχονται πάλι στο φως οι ρίζες των πραγμάτων. Το πρόβλημα των ελληνικών μυθιστορημάτων είναι τις περισσότερες φορές πρόβλημα αναπαράστασης από τη μια και αυτοαναπαράστασης του έργου από την άλλη. Την ίδια στιγμή δηλαδή καταγράφει απλουστευτικά φαινόμενα πολυσύνθετα και το κάνει με τρόπους και τεχνικές χοντροκομμένες. Προσανατολισμένο σε πρότυπα ξένα, συχνά κλασικά, κομίζει τελικά γλαύκα εις Αθήνας.

Όσο για τη μη-μυθοπλασία, όντως και στην Ελλάδα αυξάνει τα ποσοστά της, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να εκτοπίζει τη μυθοπλασία αφενός και αφετέρου σε ένα πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Σήγκελ. Στα βιβλιοπωλεία ζητείται και πάλι το ιστορικό και το πολιτικό βιβλίο, η βιογραφία, λιγότερο το δοκίμιο και η ποίηση. Συμπέρασμα; Στην Ελλάδα, η μυθοπλασία ανθεί (για να μη μιλήσουμε και για το τεράστιο κομμάτι τις «εμπορικής λογοτεχνίας» που συνεχίζει σε καιρό κρίσης να κάνει απίστευτα νούμερα), το μυθιστόρημα λιγότερο, αλλά πάντα είχε ζητήματα στην Ελλάδα, η μη-μυθοπλασία κερδίζει έδαφος, όχι ως ριάλιτι, αλλά ως επιβεβαίωση των μετρήσεων που θέλουν τους πολιτικοποιημένους αναγνώστες να διαβάζουν περισσότερο από τους μη. Ως προς τα ριάλιτι, η ελληνική τηλεόραση φροντίζει να τα κρατά στην ημερήσια διάταξη, ενώ επιτέλους η μεταμοντερνιστική σαλάτα μοιάζει να περνά στο παρελθόν.

Όσο για τους παλαιότερους και τους νεότερους, σίγουρα υπάρχει η διαφορά που πάντα χωρίζει γενιές με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, διαφορετικά βιώματα, άλλες αξίες και ανάγκες. Αυτή η διαφορά δεν είναι αναγκαστικά διαφορά ποιότητας, αν και σίγουρα μπορεί να υπάρχει, κατά περίπτωση, και τέτοια, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόκληση για τους Ελληνες συγγραφείς έγκειται σήμερα, στην κρίση, να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τη διαφορετικότητά τους στραμμένοι όμως στο καθολικό, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε καλύτερα την ταυτότητά μας και τη θέση μας στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη.

Η «άλλη» λογοτεχνία

Εναλλακτικά ηλεκτρονικά περιοδικά για τη λογοτεχνία, στους αντίποδες του The New Yorker. Νέες τάσεις, νέες φωνές που διαμορφώνονται στο περιθώριο της κυρίαρχης παραγωγής: