Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ο κριτικός Θεοτοκάς

Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Το Βήμα, 11/9/2005

Γιατί διαβάζεται και σήμερα ο συγγραφέας της «Αργούς» και του «Ελεύθερου Πνεύματος»

Ως Ετος Θεοτοκά δεν κατοχυρώθηκε τελικά το 2005, όπως υποθέταμε πέρυσι τέτοιον καιρό παρουσιάζοντας τη δίτομη «Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά» (University Studio Press). Αλλωστε, ούτε κανένας άλλος πνευματικός άνθρωπος τιμήθηκε, αφού τα επετειακά έτη, που ξεκίνησαν με τυμπανοκρουσίες, απέβησαν ένας ακόμη πολιτισμικός θεσμός πρόωρα φυλλορροήσας. Πάντως, το έργο του Θεοτοκά εντός του 2005 τακτοποιήθηκε περαιτέρω, με την προσθήκη μιας ακόμη συναγωγής κειμένων του από τα διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά μιας 40ετίας. Όσο για την αναμενόμενη, κατά τα ειωθότα σε ιστορικές χρονολογίες, επανεκτίμηση του έργου του, δεν φαίνεται ότι θα γίνει στο εγγύς μέλλον. Το παράξενο στην περίπτωση του Θεοτοκά ή και του Τερζάκη είναι ότι μελετητές και κριτικοί που καταπίνουν πλείστα όσα αναιμικά σύγχρονα μυθιστορήματα, διυλίζουν τα βιβλία τους, επιμένοντας στο αίολο ερώτημα κατά πόσον διαβάζονται σήμερα.

Όπως κι αν έχει, μετά τη συστηματική έκδοση των κειμένων του, δεν έχουμε πλέον μόνο τον 25ετή Θεοτοκά του «Ελεύθερου Πνεύματος», έστω κι αν θεωρείται το μανιφέστο μιας σημαντικής λογοτεχνικής γενιάς, ούτε τον 28ετή συγγραφέα της «Αργούς», ανεξάρτητα του πόσο μοντερνίστικο ή παραδοσιακό κρίνεται το μυθιστόρημα, συνυπολογίζοντας ότι μια κριτική εκτίμηση μπορεί να δείχνει τις αδυναμίες ενός βιβλίου, συχνά όμως αποκαλύπτει και το ακόνιστο των εργαλείων της. Στο προσκήνιο έρχεται ο κριτικός, δοκιμιογράφος και αρθρογράφος Θεοτοκάς, ανακινώντας ερωτήματα ερεθιστικότερα από τα ιστορικής σημασίας περί πρωτοκαθεδρίας στη Γενιά του Τριάντα ή κατά πόσον οι συγγραφείς της θα καταχωρηθούν μάλλον ως στοχαστές παρά ως μυθιστοριογράφοι. Αλλωστε, όπως κατ' επανάληψη τονίζει ο Θεοτοκάς, δεν υπάρχουν είδη δημιουργικά, παρά μόνο άνθρωποι δημιουργικοί, που οποιοδήποτε είδος κι αν πιάνουν στα χέρια τους, «βγαίνει πνευματική δημιουργία και γνήσια λογοτεχνία». Οπότε, το γεγονός ότι ο Θεοτοκάς στάθηκε ένας δημιουργικός άνθρωπος θα μπορούσε να αποτελέσει μια ελάχιστη κοινά αποδεκτή βάση για να συζητηθούν τα οράματά του και η πραγμάτωσή τους, ο δυναμισμός του και η πνευματική πορεία του.

Το φως του νου

Τον τίτλο «Πνευματική πορεία» είχε επιλέξει ο Θεοτοκάς, το 1961, για τη συναγωγή 41 κειμένων του, που κάλυπταν ένα τέταρτο του αιώνα, ξεκινώντας από τα δημοσιεύματα του 1936, στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» για τον Καβάφη και τον Παλαμά. Τότε, για να φανούν ευκρινέστερα οι σταθμοί της πορείας του είχε χωρίσει τα κείμενα σε ενότητες, συχνά παρακάμπτοντας τη χρονολογική σειρά των πρώτων δημοσιεύσεων. Ως συνέχεια παρουσιάζει ο Δ. Τζιόβας την πρόσφατη συναγωγή, δημιουργώντας αντίστοιχες ενότητες με συνολικά 71 κείμενα δημοσιευμένα από το καλοκαίρι του 1928 ως τον χειμώνα του 1965. Ανοιγμα λίγο μικρότερο της δίτομης έκδοσης του 1996, «Στοχασμοί και Θέσεις» (επιμέλεια N. K. Αλιβιζάτος - M. Τσαπόγας, Εστία), όπου συγκεντρώνονται 283 «πολιτικά κείμενα» της περιόδου 1925-1966. Ο Θεοτοκάς του πρόσφατου τόμου είναι ο θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας, τον οποίον μπορούμε να αποτιμήσουμε με νηφαλιότητα, σε αντίθεση με τον πολιτικό Θεοτοκά, που θα πρέπει να περιμένει να κατασταλάξει πρώτα η Ιστορία, ιδίως εκείνη της δεκαετίας του '40.

Τον τίτλο του καινούργιου βιβλίου ο επιμελητής τον εμπνεύστηκε από το προτασσόμενο κείμενο, «H διαύγεια», δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού του Απόστολου Μελαχρινού «Ο Κύκλος», Νοέμβριο 1931. Κατά τον Θεοτοκά, «η διαύγεια του ύφους είναι το φως του νου» και προϋποθέτει «τη λιτότητα τόσο της μορφής όσο και του περιεχομένου», απαιτώντας μακριά εσωτερική πάλη ώστε να διαλυθούν οι ξενικές κι άλλες ομίχλες. Ηδη, αυτό το εναρκτήριο σάλπισμα δείχνει τον κριτικό Θεοτοκά ως έναν εντυπωσιακά επίκαιρο συνομιλητή με ενδιαφέρουσες απόψεις πάνω σε προβλήματα που ανακυκλώνονται και πρωτότυπη θέαση καταστάσεων που τραινάρουν για μισό και πλέον αιώνα.

Εναρμονιζόμενος με τις έγνοιες της εποχής μας, ο Τζιόβας επιγράφει την πρώτη ενότητα τεσσάρων κειμένων της δεκαετίας του '30, «Το ύφος της ελληνικότητας». Πιστεύουμε ότι αν ο Θεοτοκάς μακροημέρευε, θα ξαναδημοσίευε στο «Βήμα» ένα άρθρο περί μιας ελληνικότητας που «θα περιφρονούσε όλους τους κάλπικους επαρχειακούς και καφενειακούς ελληνοκεντρισμούς», δίνοντας την ίδια έμφαση στην πεζογραφία και στο δοκίμιο, που θα καλούνταν και πάλι να καλλιεργήσουν τη νέα ελληνική γλώσσα ώστε να επανακτήσει πλαστικότητα και εκφραστική στερεότητα. Αυτό το έργο πίστευε ο Θεοτοκάς ότι θα επιτελέσει η γενιά του, που ξεπήδησε μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι αλήθεια ότι η Γενιά του Τριάντα έκανε ό,τι μπορούσε, στη συνέχεια, όμως η γλώσσα έπαψε να είναι το κυρίως μέλημα. «Σε μια σωστή και ικανοποιητική χρήση της νέας μας γραπτής γλώσσας», παροτρύνει και ο Εμμανουήλ Κριαράς σε πρόσφατο μελέτημά του, «Πώς είδε τον Ψυχάρη και το Δημοτικισμό ο Γιώργος Θεοτοκάς» («Πόρφυρας» τχ. 116), σταχυολογώντας δημοσιεύματα του Θεοτοκά που συστεγάζονται στην ενότητα του βιβλίου «Ελληνική λογοτεχνία και γλώσσα».

Αίσθηση του μέτρου

Κατά τα άλλα, ο Θεοτοκάς είχε αίσθηση του μέτρου και διέθετε καλή παιδεία και πλατιά ενημέρωση, όπως δείχνουν και τα κείμενά του γύρω από τα ευρωπαϊκά γράμματα. Διαβάζοντας σήμερα τις βιβλιοκρισίες του για τους πρωτοεμφανιζόμενους και τους αναγνωρισμένους της εποχής του, καταλήγουμε ότι ο χρόνος λίγο - πολύ τον δικαίωσε. Για παράδειγμα, στο ζήτημα του υπερρεαλισμού, παρατηρεί ότι «απομένουν τρεις ή τέσσερις σημαντικοί συγγραφείς, μερικοί δευτερότεροι μα αξιόλογοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες και μια διάχυτη, γενική επιρροή στα γράμματα και στην τέχνη», καθώς άνοιξε «παράθυρα προς την περιοχή του ονειρώδους και του φανταστικού». Υπάρχουν ακόμη οι μεμονωμένες διαπιστώσεις του, που σχεδόν φοβίζουν με τη διαχρονικότητά τους. Λ.χ. το 1947 γράφει «Είναι αστείο να το λέει κανείς, αλλά, στην Ελλάδα, συμβαίνει κάποτε να κρίνονται τα βιβλία χωρίς να διαβαστούν».

Τέλος, μια και οι συναγωγές κειμένων ελάχιστα διαβάζονται, εκτός πια κι αν πρόκειται για κάποιον θεωρητικό της Εσπερίας, έναν Εκο ή έναν Στάινερ, θα συστήναμε σε νέους πεζογράφους το δοκίμιο του Θεοτοκά «H τέχνη του μυθιστορήματος» που, αν και δημοσιευμένο πριν από σαράντα χρόνια, έχει πολλά να τους προσφέρει. Ο παππούς Θεοτοκάς τούς συμβουλεύει ότι είναι πάντα επικίνδυνο να τοποθετούν το μυθιστόρημά τους μακριά από τον κύκλο της προσωπικής εμπειρίας τους. Επιμένει πως το μυθιστόρημα είναι μια τέχνη που πλάθει πρόσωπα, υποστηρίζοντας ότι το μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι δωρεά αλλά και πνευματική εγκυμοσύνη. Θεωρεί τάση του καιρού του να μεγαλοποιούν υπέρμετρα τη σημασία των τεχνοτροπιών που έρχονται κάθε πέντε - δέκα χρόνια από το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη. Ενώ, από την πλευρά του, βλέπει στην υπερβολή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, στην περιοχή της τέχνης, μια συμφορά.