Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Τα μαύρα διηγήματα του Βουτυρά

Τιτίκα Δημητρούλια, εφ. Καθημερινή, 18/4/2010

Σε δεκατρείς μικρές ιστορίες του «μπαρμπα-Δημοσθένη» ο αναγνώστης συναντά μορφές και φιγούρες οικείες

Δημοσθένης Βουτυράς, Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες, Επιλογή-Επιμέλεια-Εισαγωγή: Βάσιας Τσοκόπουλος, εκδ. Τόπος

Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίεςΑν υπάρχει κάτι που περισσεύει στις μαύρες αυτές ιστορίες του «μπαρμπα-Δημοσθένη» (1872-1958), όπως αποκαλούσε τον Βουτυρά ο Θωμάς Γκόρπας, είναι το σκοτάδι. Και είναι περισσότερο τρομακτικό, επειδή ακριβώς το σκίζουν αστραπές ή φεγγίζει παράξενα από ανήκουστες λάμψεις, έξω στη φύση, μέσα στην πόλη, μέσα στο νου του ανθρώπου. Γοτθικές ιστορίες λοιπόν, όχι τυχαία δεκατρείς τον αριθμό, από τον πρώτο Ελληνα μοντέρνο συγγραφέα όπως τον χαρακτήρισε ο Στρατής Τσίρκας, που παραμένει ώς τις μέρες μας ένας μεγάλος άγνωστος. Και ας του έχει αφοσιωθεί με πάθος ο επιμελητής και του παρόντος τόμου Βάσιας Τσοκόπουλος, που έχει εκδώσει έξι τόμους των Απάντων του και ας υπέγραψαν καλλιτέχνες και διανοούμενοι πριν από δύο χρόνια, στην επέτειο του θανάτου του, ότι πρέπει να συνεχιστεί η έκδοση των Απάντων αυτών και να γίνει επιτέλους γνωστός στο ευρύ κοινό ο μεγάλος αυτός συγγραφέας.

Χαϊδεμένος γόνος εύπορης οικογένειας, ειδικά μετά τη διάγνωση της επιληψίας στην εφηβική του ηλικία, γέννημα της Αλεξάνδρειας και θρέμμα του Πειραιά, που υπήρξε γι’ αυτόν ο φυσικός του χώρος, ο Βουτυράς γνώρισε την άλλη όψη της ζωής μετά την πτώχευση και την αυτοκτονία του πατέρα του, αλλά και τη δική του αποτυχία να συνεχίσει την πατρική επιχείρηση. Παρότι είχε ήδη δημοσιεύσει κάμποσα διηγήματα και είχαν γνωρίσει θετικότατη υποδοχή στον χώρο των γραμμάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλεξάνδρεια -είναι και θα είναι μεγάλης αξίας συγγραφέας που θα συγκινήσει τις μελλοντικές γενιές έγραφε ο Μάριος Βαϊάνος, ο κριτικός που είχε στηρίξει από τους πρώτους τον Καβάφη-, τώρα θα αρχίσει να γράφει, σαν τον Παπαδιαμάντη, για βιοπορισμό. Θα γράφει σύντομα κείμενα για να τα τελειώνει εύκολα και να πληρώνεται γρήγορα, όπως έλεγε, και θα γίνει διηγηματογράφος διά της επαναλήψεως αυτής και όχι επειδή είχε παιδιόθεν λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Μορφή που παραπέμπει στους «Μοιραίους» του Βάρναλη, θα μιλήσει για τους απόκληρους, τους περιθωριακούς, τους αποκλίνοντες, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, δημιουργώντας χαρακτήρες σκοτεινούς και σκληρούς, φιλοτεχνημένους με αδρές πινελιές τις περισσότερες φορές, σχηματικούς και μαζί ολοζώντανους. Αιρετικός και δομικά ανένταχτος σαν τους ήρωές του, ο Βουτυράς επέσυρε την μήνιν τόσο των ορθόδοξων αριστερών, επειδή δεν είχε υποτίθεται σαφές κοινωνικό κριτήριο, όσο και των δεξιών, που θα τον πολεμήσουν ως φιλοκομμουνιστή και φιλοσοσιαλιστή, θα του κόψουν τη σύνταξη και θα τον αποκλείσουν από τον λογοτεχνικό κανόνα - με τη συνδρομή της γενιάς του ’30 που ως γνωστόν έσβηνε ό, τι δεν της ταίριαζε. Αγαπημένος των νέων στον Μεσοπόλεμο, πέθανε στην ψάθα, λησμονημένος και μόνος.

Τα δεκατρία διηγήματα της παρούσας συλλογής όμως δεν είναι σαν τα άλλα, τα γνωστότερά του, του κοινωνικού ρεαλισμού, κι ας συναντούμε μορφές και φιγούρες οικείες, σαν τον χασισοπότη Μωρίκη ή του Σωτήρη, του μπέκρου νεκροθάφτη. Δεν υπακούουν καν μάλιστα στους κανόνες του διηγήματος τα περισσότερα, μάλλον τα λες αφηγήματα, πεζογραφήματα. Δείχνουν όμως βαθιά γνώση του φανταστικού, καθώς αφήνουν συνήθως μετέωρη την αιτία των γεγονότων, ακροβατώντας ανάμεσα στην ύπαρξη του άλλου κόσμου μέσα στον καθημερινό και στη ζάλη του μυαλού. Και είναι όντως ιστορίες υποβλητικές, με φαντάσματα που αναζητούν τους παλιούς τους φίλους και άλλα που πολεμούν και σκοτώνονται ξανά και ξανά στις ίδιες μάχες, με σκελετούς που εμφανίζονται από το πουθενά και παλιά νεκροταφεία σαν ξωτικά εργαστήρια.

Η σκοτεινότητά του

Με το σκοτάδι, μέσα σε ταβέρνες, σε εγκαταλελειμμένα χωριά, με φεγγάρι και χωρίς, με ήλιους υπερμεγέθεις να σκίζουν τα πέπλα του ύπνου, σκοτάδι στα όνειρα και στη θάλασσα, σε κλειστά δωμάτια με δυο καρέκλες πίσω από την πόρτα και στο πουθενά της υπαίθρου. Αυτό το σκοτάδι ταιριάζει με τη σκοτεινότητα που χαρακτηρίζει γενικά το έργο του, αλλά και διαφοροποιείται: είναι ένα σκοτάδι γνήσια γοτθικό, στην ελληνική του εκδοχή, αλλιώτικο από το αγγλικό και το γερμανικό, πιο λαϊκό, όχι ως πρόσληψη, αλλά ως καταγωγή, που μεταφράζει σε εικόνες κινηματογραφικές, όπως ωραία επισημαίνει ο Τσοκόπουλος στην εισαγωγή του, τους πλέον αρχέγονους φόβους, αυτούς που θεριεύουν ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο και στα όνειρα.

Στο «Τροφή για το θάνατο», όπου ένας άνθρωπος νιώθει να τον παραφυλάει το κακό και προσπαθεί να το ξορκίσει με θυσίες: χύνει αίμα για να σώσει το δικό του, αλλά κελεύει η μοίρα. Από το πρώτο όμως κιόλας διήγημα, «Στη θάλασσα», όταν μια τρικυμία ερμηνεύεται ως απόρροια της παρουσίας ενός ιερέα στο σκάφος, αυτού του είδους η θυσία μοιάζει ευπρόσδεκτη από τον φυσικό -και υπερφυσικό; - κόσμο: οι κραυγές των υπολοίπων και οι φωνές της τρικυμίας «σα να υψώθηκαν πιο δυνατά, θριαμβευτικά έπειτα, στο πέταμα ενός θύματος». Το αίμα που ρέει, οι δρόμοι και οι πόλεις με τις κατάρες που τους βαραίνουν, οι ψυχές που ζητούν παρέα ή δικαίωση, το χέρι που το οπλίζει μια άγνωστη δύναμη, ακατανίκητη, εκδικητική συχνά, κι άλλοτε όχι. Τίποτα δεν τελειώνει, κανένα κείμενο δεν κλείνει, βεβαιότητα καμιά. Ενας κόσμος ανοιχτός από παντού και χωρίς διαφυγή, κατοικημένος από ανθρώπους ριγμένους στη ζωή, ανυπεράσπιστους και μαζί άβουλους, έρμαια ανεξέλεγκτων δυνάμεων του έξω και του μέσα κόσμου. Αυτά είναι τα μαύρα διηγήματα του Βουτυρά, που αν ήταν ξένος, θα ήταν προ πολλού cult.