Κώστας Καρυωτάκης, Μικρή ασυμφωνία εις α μείζον

1. Σ’ ένα σύνολο 166 ποιημάτων του Κ.Γ. Καρυωτάκη, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφράσεών του, που η ως τώρα έρευνα έχει δείξει με ιδιαίτερη σαφήνεια ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του έργου του, τα 74 είναι ποιήματα «ποιητικής». «Δηλαδή ποιήματα που έχουν, άμεσα είτε έμμεσα, ως αντικείμενο τους την ποιητική πράξη και γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία: τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες της, και τις συνέπειές της». Η αναλογία αυτή γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή αν μετρήσουμε μόνο τις τρεις συλλογές που ο ίδιος εξέδωσε, προσθέτοντας τα τρία τελευταία ποιήματα: «Αισιοδοξία», «Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε» και «Πρέβεζα». Τότε προκύπτει η αναλογία 113+3 ποιήματα από τα οποία 65+1 άπτονται θεμάτων σχετικών με την ποιητική πράξη. Η διαπίστωση αυτή δε θα είχε, ίσως, καμιά σημασία, αν δεν υπογράμμιζε εμφαντικά την αγωνία γραφής που κατείχε τον Καρυωτάκη και αν δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να κατανοήσουμε όχι αποκλειστικά την «ποιητική» του αλλά και την ανταπόκριση του έργου του στους μεταγενεστέρους ποιητές. Και τολμώ να υποστηρίξω πως αν η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τον έφερε στο προσκήνιο και του προσέφερε την αποδοχή από μέρους ενός μεγάλου κοινού μέσα από τη δημιουργία του μύθου του που αφορά, κυρίως, στη ζωή ιδωμένη από τη σκοπιά του θανάτου του, ο εναγώνιος προβληματισμός του για την ποίηση είναι που τον έκανε να λογαριάζεται ακόμα ως σήμερα ο κατεξοχήν ποιητής των ποιητών.

Άντεια Φραντζή, «Η ποίηση της ποίησης», Αντί, τεύχ. 623, 13-12-1996, σ. 62-64

2. Περισσότερο από τον Παπαρρηγόπουλο, ο Καρυωτάκης των Ελεγείων θαρρώ πως διδάχθηκε αρκετά από το πάθος του Μαλακάση. Aλλ' όχι του Μαλακάση που έγραψε τον «Μπαταριά». Από το ποίημα εκείνο, το υπερτιμημένο, με τη θορυβώδη στιχουργία και γλώσσα· όπου δυο ολόκληρες, οι πρώτες, στροφές, δεν είναι παρ’ απλή απαρίθμηση ονομάτων· από το ποίημα όπου οι «Νάρκισσοι κι Ερμαί» του Μεσολογγίου κάνουν επίδειξη στους φτωχούς κατωτέρους των· όπου για ευθυμία της νιότης δεν περιγράφεται άλλη, παρά η ευθυμία των γηρατειών -η εξωτερική, η συμβατική: το κρασί και η κραιπάλη-, από κει ο Καρυωτάκης δεν είχε, βέβαια, να πάρει τίποτε απολύτως. Επήρεν από τον Μαλακάση των Ασφοδέλων και των Αντιφώνων, ιδίως των Αντιφώνων, με τη δύναμη και την πλαστική του ύφους, με την ακέραια πληρότητα της εκφράσεως, που απορώ πώς ακόμη δεν την εγκωμίασαν όσο της έπρεπε! Έπειτα, μήπως και προς τον άνθρωπο Μαλακάση ο Καρυωτάκης δεν αισθανόταν τρυφερότητα; Εγώ πιστεύω ότι μόνο άκακο πείραγμα εκφράζει, με τον δικό του τρόπο, ο μοναχικός κι απόκοσμος και μισάνθρωπος Καρυωτάκης, γράφοντας τη «Μικρή Aσυμφωνία εις Άλφα μείζον», όπως τρυφερότητα και κλίση αισθανόταν κι ο Ευριπίδης προς το πλάσμα που φαινόταν πως μισεί. (Το ποίημα είναι στιχουργημένο ολόκληρο σε ομοιοκαταληξίες που αρχίζουν από άλφα, σύμφωνα με πολλά πρότυπα της γαλλικής ποιητικής εποχής που μελετούσε)

Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης, Ερμής 1982, ο. 197-198.

3. Ο Μαλακάσης είναι γεννημένος κωζέρ και η κοσμικότης του είναι φυσική και ανεπιτήδευτη. Ο μακαρίτης ο Καρυωτάκης τον αδίκησε πολύ με το σκίτσο που του έκαμε «Μικρή Aσυμφωνία εις A μείζον». Την παραθέτω για να έλθει στη μνήμη όσων την έχουν διαβάσει και για να την γνωρίσουν όσοι έτυχε να μην δουν τη συλλογή του πεθαμένου ποιητή: A! κύριε, κύριε Μαλακάση ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει... (ακολουθεί όλο το ποίημα του Καρυωτάκη). Πρέπει να ομολογηθεί από όσους τουλάχιστον εγνώρισαν από κοντά τον Μαλακάση, ότι ο Καρυωτάκης τον αδίκησεν, ότι δεν τον είδε παρά ολότελα εξωτερικά δίχως ποτέ να τον σχετισθεί από κοντά και να ιδεί, ότι το φέρσιμό του απλό και φυσικό, ευγενικό και πράο, δεν έχει τίποτε κοινό με το φέρσιμο των ανθρώπων που ξιπάζονται μπροστά σε μερικά πράγματα.

Βλ. Μ. Μαλακάση, Άπαντα, τόμ. Β», επιμ. Γ. Βαλέτας, σ. 785-786

 

4. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει το ποίημα «Μικρή ασυμφωνία εις A μείζον», στο οποίο ο Καρυωτάκης παρουσιάζεται να διαθέτει ιδιαίτερη ποιητική αυτοπεποίθηση για την έκβαση της αναμέτρησής του με το χρόνο.[...]Στο ποίημα αυτό ο Καρυωτάκης προσκαλεί τον ποιητή Μαλακάση σε έναν ποιητικό αγώνα που μοιάζει σαν μία καρυωτακικού ύφους παρωδία του ποιητικού αγώνα μεταξύ Aισχύλου και Ευριπίδη στην κωμωδία του Aριστοφάνη Βάτραχοι. Παρά το ότι ο ίδιος ο Καρυωτάκης στην υποσημείωση προσπαθεί να αμβλύνει την εντύπωση της ποιητικής αναμέτρησης -εντύπωση που δικαίως προκαλεί το ποίημα- γράφοντας πως «οι στίχοι απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, τον οποίον δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο», εντούτοις το ίδιο το ποίημα στην ουσία του αντιπαραθέτει στη γελοιογραφική απεικόνιση του Μαλακάση, τον Καρυωτάκη ως ποιητική ουσία. Και παρόλο που πρέπει κανείς να αναγνωρίσει στον Καρυωτάκη τη γενναιότητα να αυτοσαρκάζεται ενώ σαρκάζει, δεν μπορεί επίσης παρά να δει πως στους τρόπους, στο παράστημα, στο θελκτικό μειδίαμα, στο μονόκλ, στην περιποιημένη φάτσα και στην υπεροπτική γκριμάτσα του Μαλακάση, αντιπαρατίθεται το μισητό σκήνωμα, το θανάτου άθυρμα, το συντριμμένο βάζον, το αλαλάζον κύμβαλον -στοιχεία συστατικά όχι της εξωτερικής εμφάνισης του Καρυωτάκη, αλλά υλικά της ίδιας του της τέχνης, δοσμένα έτσι ώστε να αποτελούν την αυτοσαρκαστική αποτίμηση του ποιητικού του έργου. Και είναι το έργο του ακριβώς που κάνει την πλάστιγγα να μη γέρνει απλώς, αλλά να «βροντάει κάτου» -προφανώς κάτω από το μεγάλο βάρος της ποιητικής ουσίας. Δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για μία ποιητική αναμέτρηση. Στο μετέωρο ερώτημα ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει; ο αναγνώστης του σήμερα απαντάει: ο χρόνος. Ο Καρυωτάκης, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, έχει πλήρη συνείδηση της ποιητικής του αξίας και, όπως όλοι οι μεγάλοι, προφητεύει το μέλλον ή μάλλον δημιουργεί μέλλον. Προφητεύοντας πως θα γελάσει τελευταίος προκαλεί το μέλλον και βεβαίως νικάει στην πρόκληση.

Τασούλα Καραγεωργίου, «Ο Καρυωτάκης και η υστεροφημία», Φιλολογική, τεύχ. 59, Μάιος - Ιούνιος 1997.

 

5. «Μικρή ασυμφωνία εις A μείζον»

Ξέρουμε ότι ο Καρυωτάκης, στα Ελεγεία και Σάτιρες, όπου περιέλαβε το ποίημα αυτό, είχε προσθέσει μια σημείωση εξηγώντας ότι οι στίχοι του δεν είχαν στόχο τους τον Μαλακάση ως ποιητή, αλλά τον Μαλακάση ως «κοσμικό κύριο». Προηγουμένως του είχε μάλιστα ζητήσει και εγγράφως συγγνώμην σ' ένα γράμμα που του έστειλε αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος (στην Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος της 28.11.1927).

Όπως και να 'χει το πράγμα και μολονότι η ποίηση του Μαλακάση δίδαξε πολλά στον Καρυωτάκη, είναι σαφές ότι στο ποίημα δυο ποιητές, ο Καρυωτάκης και ο Μαλακάσης, αναμετρώνται και ότι το αποτέλεσμα της αναμέτρησης αυτής δεν είναι καθόλου ευνοϊκό για τον δεύτερο. Στην ουσία πρόκειται για δυο διαφορετικές αντιλήψεις της θέσης και της στάσης του ποιητή στον κόσμο. Από τη μια μεριά ο ποιητής που ζει συμφιλιωμένος με την κοινωνία του, τιμημένος κι ευτυχής, κι από την άλλη ο ποιητής που ζει σ' αντίθεση με την κοινωνία του και του οποίου το έργο εκφράζει την απέχθεια του γι' αυτήν. Ο πρώτος, ο κοσμικός, μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων καταδικάζοντας το έργο του στη λήθη· ο δεύτερος βαθαίνει τη σχέση του με τον κόσμο τρέφοντας το έργο του με την ίδια του τη σάρκα.

Έχομε αρκετά επιμείνει προηγουμένως σ' αυτή τη σχέση και τις συνέπειες της για το πρόσωπο του ποιητή και το έργο του, ώστε να μη χρειάζεται να επανέλθουμε στο θέμα αυτό. Εξ άλλου, για ένα τέτοιο θέμα, θέμα πραγματικά ζωής και θανάτου, δύσκολα θα βρίσκαμε έναν τρόπο υποβλητικότερο από την εικόνα της ζυγαριάς, που ανακαλεί στον νου και την ομηρική και τη χριστιανική ψυχοστασία.

Αντίθετα, θα θέλαμε να μελετήσουμε εδώ κυρίως τα γλωσσικά και μετρικά μέσα με τα οποία ο Καρυωτάκης καταφέρνει να δώσει στις ιδέες του για την κοινωνική απομόνωση του ποιητή και για την πορεία του προς την ίδια την καταστροφή του την ιδιαίτερη εκείνη αισθητική μορφή που χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει την ποίηση του.

Όσον αφορά, πρώτον, τη γλώσσα, διαπιστώνουμε μια καθαρή αλλαγή επιπέδου στους τρεις στίχους 16-18. Στο πρώτο (φλύαρο) μέρος, όπου ο λόγος είναι για την προσποιητή και ακατάδεκτη συμπεριφορά του Μαλακάση, τύποι καθαρευουσιάνικοι και τύποι της δημοτικής, λέξεις και εκφράσεις ψευτολόγιες και λαϊκές, συνδυάζονται μεταξύ τους σε κωμικά υβρίδια: «μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο», «να βλέπετε μόνο στο πλάι», «να χαιρετάτε / όσοι μοιάζουν αριστοκράται» (που αγγίζει τα όρια του βαρβαρισμού και γελοιοποιεί), «περιποιημένη φάτσα» (που είναι μάγκικο), / «υπεροπτική γκριμάτσα». Επί πλέον η εισαγωγή στο κείμενο με λατινικούς χαρακτήρες της λέξης «monocle» προσθέτει στο ποζάτο ύφος μια δόση σνομπισμού και λοξεύει ακόμη περισσότερο τα πλάγια βλέμματα.

Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος, πολύ πιο λακωνικό, στους στίχους 16-18, όπου ο λόγος για την καρυωτακική πληγή, οι ευαγγελικές εκφράσεις προσδίδουν στη γλώσσα έναν άκρως σοβαρό τόνο και βαραίνουν έτσι με το κύρος της αυθεντίας τους ακόμη περισσότερο στον δίσκο της άνισης αυτής ζύγισης: «μισητό σκήνωμα» (2. Πέτρ. 1.13), «θανάτου άθυρμα, συντριμμένο βάζον, κύμβαλον αλαλάζον» (1. Κορινθ. 13.1).

Εξ ίσου εύγλωττη είναι και η μετρική. Οι είκοσι ιαμβικοί άτμητοι 9σύλλαβοι στίχοι, η ζευγαρωτή, ειρωνική ομοιοκαταληξία (ά-συστηματικό), η επανάληψη του πρώτου στίχου και της ομοιοκαταληξίας -άσι στο πρώτο και στο τελευταίο ζευγάρι στίχων, εξασφαλίζουν στην παραδοσιακή στιχουργία μια αρκετά σφιχτή φόρμα. Στο εσωτερικό ωστόσο του πλαισίου αυτού, ο άψογος, γενικά, ιαμβικός ρυθμός περνάει μια μικρή κρίση, χωρίς όμως σοβαρές συσπάσεις, στους στίχους 7-10 (όπου τα τροχαϊκά πισωγυρίσματα των στίχων 7 και 10 και ο μεσοτονικός ρυθμός ολόκληρου του στίχου 8 συμβάλλουν όσο και το «monocle» και οι «αριστοκράται» στην απεικόνιση των λοξών βλεμμάτων), και συνταράσσεται κυριολεκτικά στους στίχους 14-18, όπου, μόλις η ζυγαριά κλίνει προς τη μεριά του Καρυωτάκη, το βάδισμα του στίχου ανακόπτεται σε πολλά σημεία και με ποικίλους τρόπους. Η πυκνή στίξη (αλλεπάλληλα κόμματα), ο διασκελισμός και, κυρίως, οι δικαιολογούμενοι δήθεν ως μετρικές ατονίες παρατονισμοί της τρίτης συλλαβής των στίχων 16 και 18, καθώς και οι δημιουργούμενες έτσι τομές, κλονίζουν σοβαρά τον ιαμβικό ρυθμό (που, σημειωτέον, παραμένει, τύποις τουλάχιστον, κανονικά ζυγοτόνιστος) και κομματιάζουν τη σύνταξη. Σαν αποτέλεσμα έχομε μιαν ανάγνωση ασθμαίνουσα, σπασμένη, τα κομμάτια της οποίας μόλις και μετά βίας συγκρατούνται από την κουδουνιστή ρίμα: «συντριμμένο βάζον / κύμβαλον αλαλάζον», μοναδικό συγκρότημα των ορίων των στίχων. Έτσι, η ομοιοκαταληξία και η συστηματική ισοσυλλαβία των στίχων παραμένουν, ως ένα είδος άκαμπτου σκελετού, τα μοναδικά ανέπαφα στηρίγματα της φόρμας, «το γράμμα του μετρικού νόμου», σύμφωνα με το οποίο όλοι οι στίχοι του ποιήματος, τυπικά, μπορούν να θεωρηθούν σωστοί, ενώ, στην ουσία, ο ρυθμός κυριολεκτικά παραπαίει. Ο τίτλος, άκρως επιτυχής, σχολιάζει ταυτόχρονα μορφή και περιεχόμενο: «ασυμφωνία» = και «παραφωνία».

Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική - Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος