Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα

Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» [παρουσίαση - ανθολόγηση]: H Παλαιότερη Πεζογραφία μας: Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τ.5. [1880-1900], επιμ.-εισαγ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθ. Εκδ.Σοκόλη,1996, σσ.114-209: 140,146.

Κώστας Μπαλάσκας. Εισαγωγή στο τευχίδιο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως -Ήρως, Όνειρο στο Κύμα, Αθ.: Επικαιρότητα <Νεοελληνική Ανθολογία, 4>, 1996,

Π. Μουλλάς, «Το Διήγημα, Αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη» [Εισαγωγή]: ΙΔ. [επιμ.], ό.π., σσ. λδ' -λε' .

Γιώργος Ιωάννου, «Ο της Φύσεως Έρως«: Τετράδια «Ευθύνης», αρ.15 [Μνημόσυνο τον Λλεξ. Παπαδιαμάντη: Εβδομήντα χρόνια από την Κοίμησή τον] (Αθ. 1981), σσ. 55-63: 58-59 ~ ΙΔ., Ο της Φύσεως Έρως: Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, Αθ.: Κέδρος, 1985.

Λίνος Πολίτης, «Εισαγωγή στο "Βαρδιάνο στα Σπόρκα"» [Αθ. Γαλαξίας]: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Είκοσι Κείμενα για τη Ζωή και το Έργο του, πρόλ. επιλ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1979, σσ.237-244: 243-244.

Ιωακείμ Κίμων Κολυβάς, «Αρκαδικά Θέματα και Ποιητική σε Δύο Διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη»: Παπαδιαμαντικά Τετράδια, αρ.1 (Πρωτοχρονιά 1992), σσ.14-31: 25-26.

[...] υπάρχει ένας στοργικός και αφοσιωμένος πατέρας (ο κυρ Μόσχος, ο καπετάν Λιμπέριος) που φροντίζει να τις αναθρέψει μέσα σε μιαν άνετη ατμόσφαιρα, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη μιας λεπτής και εύθραυστης γυναικείας ομορφιάς. Ακόμα πιο τυπικό στοιχείο του αρκαδικού τοπίου είναι ο hortus conclusus, το κλειστό περιβόλι, μια μικρή Εδέμ, μακριά από τον πολύβουο κόσμο, όπου σε διαρκή αιθρία καλλιεργούνται τα πιο λεπτά και ευγενικά αισθήματα. Και οι δυο ηρωίδες του Παπαδιαμάντη διαθέτουν ένα τέτοιο περιβόλι. [...]

Ο αρκαδικός κόσμος εκδιπλώνεται σαν ένας λαμπρός πίνακας χωρίς προοπτική βάθους, τα ψυχικά χαρακτηριστικά των ηρώων τυποποιούνται και υποτονίζονται. Ο πολύπλοκος ψυχικός κόσμος ανήκει σε όσους, σαν την Φωτεινή και τον ώριμο δικηγόρο, έχουν γευτεί τη φθορά και την απογοήτευση. Οι νεαροί ήρωες είναι ωραίοι μόνον όπως οι εικόνες της φαντασίας μπορεί να είναι. Πράγματι, σε ολόκληρη της παράδοση του ποιμενικού ειδυλλίου ισχύει ένας ευδαιμονισμός με κέντρο της ερωτική ζωή.

Ο έρωτας είναι παρθενικός, αγνός και ειλικρινής, αλλά ταυτόχρονα ελεύθερος από ηθικούς και κοινωνικούς περιορισμούς. Τα πρόσωπα είναι ερωτικά. Και στα δύο κείμενα τα ερωτικά χαρακτηριστικά των νεαρών ανδρών και γυναικών περιγράφονται λεπτομερώς. Η ερωτική τους ακμή ακτινοβολεί στο γύρω τοπίο, και η απαλλαγή από τις βιοτικές μέριμνες είναι η απαραίτητη σύμβαση για να καλλιεργηθούν τα ερωτικά αισθήματα.

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές..., ό.π., σσ. 265-274.

Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας κάθε συγκεκριμένου στοιχείου χρονολόγησης. Ορίζεται μόνον από την επανάληψη ορισμένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δε συμμετέχει ο ήρωας) με συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός) και ειδίκευση (μια φορά το χρόνο). Ο χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση με την επαναδρομη συγκεκριμένων εθιμικών εργασιών στο χώρο και επομένως συναρτάται στο χώρο.

Μέσα σ' αυτόν το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων κατά τ' άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην ταύτιση του ανθρώπου με τα πράγματα, όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο.

Γι' αυτό και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον... ήτο ιδικόν μου... η ακτή μου... Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου...» [...]κ.λ.) δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.

(...)

(...)

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η Ειδυλλιακη Διάσταση...», ό.π. σσ. 50-51, 56-59.

Είναι γνωστό ότι πρωταγωνιστής του ποιμενικού ειδυλλίου είναι ο βοσκός που ζει ανέμελος με το κοπάδι του, δεν αγωνιά ιδιαίτερα για τη διαβίωση ή επιβίωση του, και κοπιάζει τόσο, όσο για να έχει τον απαραίτητο χρόνο να χαρεί τις βασικές αρχές της ζωής. Ο βοσκός του Παπαδιαμάντη ζει, βέβαια, σε ορισμένο χωρόχρονο, στη Σκιάθο του 19ου κυρίως αιώνα, άρα δεν παρουσιάζεται ως άχρονη εξιδανικευμένη παρουσία, αλλά ως συγκεκριμένος τύπος. [...].

Το δίλημμα του βοσκού να επιλέξει ανάμεσα στη σωτηρία του ποιμνίου του και στη σωτηρία του συνανθρώπου επανέρχεται με ειρωνικό τρόπο στο διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» (1900). Το διήγημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι παρέχει δυο σειρές αντιθέσεων. Η μια είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ-Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από «επιχειρήσεις και ταξίδια» [...] αλλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο τον νόμο και τις συνήθειες της πόλης (ιδιοκτησία, περιτειχισμός, «χωριστόν [...] βασίλειον [...]).

Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι «φυσικός άνθρωπος», χαίρεται την ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με «θέσιν οιονεί αυλικού» [...], έχει το αίσθημα του ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέπεια το «Όνειρο στο Κύμα» τοποθετεί την Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους (Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός (ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί (ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο αυτές εκδοχές του ειδυλλιακού / ποιμενικού δένονται αξεδιάλυτα.

Ο συνδυασμός των δύο ειδυλλίων που μοιάζει να ισχυροποιεί την έννοια του ποιμενικού (όχι μόνο αμέριμνος βοσκός, αλλά και αθώος νέος), στην πραγματικότητα προξενεί προβλήματα που οφείλονται αρχικά στη διαφορετική προοπτική από την οποία προσεγγίζεται η έννοια του ποιμενικού. Και αυτό φαίνεται από την αμφισημία ορισμένων λέξεων: Τι σημαίνει π.χ. «φυσικός άνθρωπος» [...]; Στο κλασικό ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ' ένα παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με «ησυχία» που είναι και αποτέλεσμα μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδοξιών. «Κατά φύσιν άνθρωπος» στην χριστιανική ορολογία σημαίνει προπτωτικός άνθρωπος, με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα του, το σώμα του και την ψυχή του, την ψυχή του και τον Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο συστατικό του κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο πάθος, γίνεται στον χριστιανισμό το αίτιο της διάλυσης της δυναμικής αυτής ενότητας που περιγράψαμε παραπάνω. Στο «Όνειρο στο Κύμα» το Αρκαδικό και το Εδεμικό που αρχικά συνυπάρχουν, γρήγορα αποδεικνύονται ασύμβατα.

Η Πτώση είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να την παραβλέψει κανείς, ακόμη κι όταν ισχυρίζεται ότι είναι «ευτυχής [...] βοσκός εις τα όρη». Η αγάπη προς το ποίμνιο (Μοσχούλα-κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα-κοπέλα). Ο λόγος υποβιβάζεται σε σχέση με το πάθος. Η αγάπη που χαρακτηρίζει τον τυπικό ποιμένα και το ποίμνιο του αντικαθίσταται εντελώς ειρωνικά από την ερωτική θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας. Υπ' αυτή την έννοια, αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του (δηλ. την αθωότητά του).

Ακόμη περισσότερο, η «ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης» [...] που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας του εδεμικού παραδείσου. Γι' αυτό ο αφηγητής δεν δοκιμάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλαδή την ένταξη του στον μοναχισμό ως παραίτηση από τη φύση με σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο. Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος μπορεί να μην υποκαθιστά τον απολεσθέντα παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδεισο, μαθαίνει όμως γράμματα και μέσω της τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων της γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε ποιητικό σύνολο τα θραύσματα της ατομικής του εμπειρίας.

Μετά το «Όνειρο στο κύμα» η ειδυλλιακή εικόνα του βοσκού σχεδόν εξαφανίζεται από το έργο του Παπαδιαμάντη, είτε με την εισβολή του θανάτου στην ποιμενική κοινότητα, είτε με μια πιο «ρεαλιστική» εικόνα του βοσκού.

Σχετικά με την Ηθογραφία και τους Τρόπους της

Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, «Ηθογραφία«: AA.VV., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος -Λαρούς -Μπριτάννικα, τ. 26., Αθ.: Πάπυρος, 1984, σσ. 219-221.

Ηθογραφία: όρος με τον οποίο εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο η λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν -από την ελληνική ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.

Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή πεζογραφία της εποχής αυτής η ηθογραφία δεν αποτέλεσε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος [...]. Η αλήθεια είναι, ότι με αφετηρία το κοινό, βέβαια, μα και πολύ εξωτερικό στοιχείο σκηνικού, που τοποθετείται στον εξωαστικό χώρο, ομαδοποιηθηκαν έργα με πολλές, βαθιές και βασικές διαφορές στην πραγματικότητα μεταξύ τους. Γι' αυτό και πρέπει να γίνει βασική διάκριση ανάμεσα στα έργα εκείνα του 19ου αιώνα που τοποθετούν τη δράση τους στην ύπαιθρο, αλλά εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντισμού, την οποία και συνεχίζουν, και στα έργα που ανήκουν στον ρεαλισμό η, έστω, τον προετοιμάζουν.

Στα έργα της πρώτης κατηγορίας επιβιώνει, μπορεί να πει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, η φιλοσοφία του Rousseau και, μέσα σε μια καλόβολη και ειδυλλιακά περιγραφόμενη φύση, εκτυλίσσονται απλές ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου [...]. Αντίθετα, τα έργα της δεύτερης κατηγορίας έχουν ως θεωρητική τους αφετηρία τα δύο ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού με τις γενικότερες προϋποθέσεις τους [...]

Στην Ελλάδα η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζει ο Δημήτριος Βικέλας [...]. Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια προκαταρτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός [...].

[...] είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία -όχι τόσο χρονολογικά, όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης- σε δυο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική η νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τον τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους. [...]. Στη δεύτερη κατηγορία της ηθογραφίας κυριαρχούν τα ονόματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη [...] και του Ανδρέα Καρκαβίτσα....

Μ. Vitti, ό.π. σ.174.

2. Η περιγραφή αποτελεί ένα τμήμα της αφήγησης η του αφηγηματικού λόγου, όπου όχι σπανίως αναστέλλεται η δράση για να διατυπωθούν πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα η πράγματα. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει όταν ο αφηγητής ανήκει στην κατηγορία του παντογνώστη αφηγητή, η αληθοφάνεια που επιτυγχάνεται τότε αποβλέπει σε μια πληροφόρηση που πάει να αντικαταστήσει τη ζωγραφική περιγραφή (ut pictura poesis). Αντίθετα, όταν η πληροφόρηση δεν προέρχεται από τον αφηγητή, αλλά αναφέρεται σαν βίωμα ενός προσώπου της δράσης (ο αφηγητής βλέπει ό,τι βλέπει και ο ήρωας τίποτα παραπάνω), η αίσθηση αληθοφάνειας είναι ισχυρότερη, ιδίως επειδή χάρη σ' αυτή την επινόηση, εξορκίζεται το σφάλμα του νεκρού χρόνου για το προχώρημα της ιστορίας. Πρόκειται όμως για επινοήσεις που κατακτούν την ελληνική αφηγηματογραφία σε μια προχωρημένη φάση της ιστορίας της.