Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραμματολογικά στοιχεία

1. Στα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη είναι διάχυτο το αίσθημα της μελαγχολίας. Ποια είναι, σύμφωνα με το συγκεκριμένο ποίημα, η αιτία της θλίψης της ποιήτριας;

Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη διακρίνεται για τους μελαγχολικούς της τόνους καθώς η ζωή της ποιήτριας κλονίζεται τόσο από την απώλεια του αγαπημένου της, όσο και από την ασθένειά της που την οδηγεί και στο δικό της τέλος. Ο νέος που με την αγάπη του είχε κατορθώσει να προσφέρει στην ποιήτρια αισθήματα ευτυχίας αλλά κι ένα σημαντικό κίνητρο για την ποιητική της δημιουργία, έχει πλέον χαθεί κι αυτό την οδηγεί σε συναισθήματα θλίψης και απελπισίας. Η ποιήτρια, όπως μας το δηλώνει στους στίχους της, τραγουδά, δημιουργεί δηλαδή την ποίησή της, μόνο για την αγάπη του νέου άντρα. Μόνο η δική του παρουσία στη ζωή της είχε καταφέρει να της δώσει ένα αίσθημα πληρότητας και είχε δικαιώσει την ύπαρξή της, αλλά τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια, η ποιήτρια αναγκαστικά επιστρέφει στην άχαρη ζωή της, όπου δεν βρίσκεται τίποτε που θα μπορούσε να της προσφέρει εκ νέου τη θέληση να ζήσει αλλά και να δημιουργήσει.

Η ποιήτρια μέχρι να εμφανιστεί ο αγαπημένος της βρισκόταν σε μια ζωή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς χαρά και χωρίς κάτι να της προσφέρει το κίνητρο που απαιτείται για να μπορούν οι άνθρωποι να ξεπερνούν τις καθημερινές του δυσκολίες. Η παρουσία επομένως του νέου υπήρξε καταλυτική για τη συναισθηματική ολοκλήρωση της ποιήτριας, για τη δραστηριοποίησή της, καθώς και για την αποτίναξη όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων που την κρατούσαν για καιρό δέσμιά τους. Είναι, επομένως, λογικό για την ποιήτρια να αισθάνεται πλέον ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να χαίρεται τη ζωή, εφόσον η ζωή χωρίς εκείνον δεν έχει πια τον πλούτο των χρωμάτων που μόνο μαζί του κατόρθωσε να γνωρίσει.

Επιπλέον, η απώλεια του αγαπημένου, με την ένταση του πόνου που τη συνόδεψε, έχει κλονίσει την υγεία της ποιήτριας κι έχει επισπεύσει έτσι και το δικό της τέλος. Η ποιήτρια γνωρίζει ότι δεν έχει πολύ καιρό να ζήσει, κι αυτό την έχει φέρει βέβαια σε μια συμφιλίωση με το θάνατο, «κι έτσι γλυκά πεθαίνω», αλλά παράλληλα της έχει στερήσει το δικαίωμα να κάνει όνειρα για μια ζωή χωρίς εκείνον, για μια ζωή χωρίς το μεγάλο της έρωτα, αλλά με την ελπίδα ότι θα μπορούσε ίσως να γνωρίσει ξανά τον έρωτα στο πρόσωπο κάποιου άλλου. Η ποιήτρια έχει έρθει αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι η μόνη ευκαιρία που είχε στο να γνωρίσει και να βιώσει την αγάπη ήρθε και παρήλθε με τον αγαπημένο της. Ό,τι έζησε μαζί του ήταν και η μοναδική επαφή της με τον πραγματικό έρωτα και τώρα δεν έχει παρά να περιμένει και το δικό της χαμό, γεγονός που επισφραγίζει με τον πιο απόλυτο τρόπο το συναίσθημα μελαγχολίας που τη χαρακτηρίζει.

2. Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη διακρίνεται για το γνήσιο λυρισμό της, τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της. Ποια στοιχεία γλώσσας και περιεχομένου αναδεικνύουν αυτά τα γνωρίσματα στο συγκεκριμένο ποίημα;

Ο λυρισμός των ποιημάτων της Πολυδούρη, δηλαδή η έκφραση προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων καθώς και η ποιητικότητα ή καλύτερα η μουσικότητα των στίχων, γίνεται ιδιαιτέρως εμφανής στο ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», στο οποίο η ποιήτρια έχει αφενός καταθέσει με μοναδικό τρόπο τον έρωτά της κι έχει παράλληλα φροντίσει σε μεγάλο βαθμό τη μουσικότητα του ποιήματος (το έχει, άλλωστε, ερμηνεύσει με μοναδικό τρόπο η Ελευθερία Αρβανιτάκη).

Αναλυτικότερα, μπορούμε να διακρίνουμε το λυρισμό του ποιήματος, καθώς και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων που καταγράφονται σε αυτό, από την αρχή του κιόλας, καθώς στον τίτλο παρατηρούμε ότι η ποιήτρια χρησιμοποιεί το β΄ ενικό πρόσωπο, καθιστώντας σαφές ότι το περιεχόμενο του ποιήματος απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Η ποιήτρια τραγουδά μόνο γιατί την αγάπησε εκείνος και όχι για την αγάπη γενικότερα. Η Πολυδούρη επιθυμεί να εκφράσει τα συναισθήματα που έχει για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, γι’ αυτό και όλο το ποίημα από τις πρώτες κιόλας λέξεις απευθύνεται σ’ εκείνον.

Η Μαρία Πολυδούρη έχει συνθέσει το ποίημα της σε ιαμβικό μέτρο (μία άτονη συλλαβή, μία τονισμένη), φροντίζοντας ώστε να υπάρχουν εναλλαγές στους στίχους της μεταξύ δωδεκασύλλαβων και επτασύλλαβων ή μεταξύ δωδεκασύλλαβων και ενδεκασύλλαβων (δεύτερη στροφή). Με τον τρόπο αυτό η ποιήτρια θέτει τις βάσεις για τη μουσικότητα του ποιήματος, την οποία παράλληλα ενισχύει με την επανάληψη στίχων σε κάθε στροφή (ο πρώτος στίχος είναι ίδιος με τον πέμπτο, σχήμα κύκλου), αλλά και με την ομοιοκαταληξία (ο πρώτος ομοιοκαταληκτεί με τον πέμπτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο, αφήνοντας τον τρίτο ελεύθερο και δημιουργώντας έτσι μια μορφή σταυρωτής ομοιοκαταληξίας).

Η ποιήτρια μάλιστα για να ενισχύσει το λυρισμό του ποιήματός της, έχει εμπλουτίσει τους στίχους της με αρκετά σχήματα λόγου, τα οποία εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τόσο την ποιητικότητα όσο και την εναργέστερη έκφραση του συναισθήματος. Παρατηρούμε, επομένως:

- την ύπαρξη του σχήματος κύκλου σε κάθε στροφή του ποιήματος

- τη χρήση μεταφορών (στίχ. 9 έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου, στίχ. 12 με την ψυχή στο βλέμμα, στίχ. 14 της ύπαρξής μου στέμμα, στίχ. 19 μένα η ζωή πληρώθη, στίχ. 23 ωραίε, που βασίλεψες, στίχ. 24 κι έτσι γλυκά πεθαίνω)

- την παρομοίωση (στίχος 8 γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο), η οποία παράλληλα αποτελεί και μια εξαίρετη εικόνα για την απόδοση της επίδρασης που έχει η αγάπη στην ποιήτρια

- τη συνεκδοχή στο στίχο 11 μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν, η συνεκδοχή έγκειται στο ότι αντί να πει: μόνο γιατί εσύ με κοίταξες, λέει γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν, αναφέροντας το μέρος του συνόλου αντί για το σύνολο, τα μάτια δηλαδή αντί για όλο το άτομο.

- το σχήμα της υπερβολής στους στίχους 16-17 «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα, γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», όπου η ποιήτρια θέλοντας να εκφράσει με έμφαση την αγάπη της, αναιρεί οποιαδήποτε άλλη πτυχή της ζωής της και δηλώνει ότι γεννήθηκε μόνο και μόνο για τη δική του αγάπη.

- επαναλήψεις: στην τέταρτη στροφή επαναλαμβάνεται τρεις φορές η λέξη ζωή και στον πέμπτο στίχο επαναλαμβάνεται τρεις φορές το επίθετο ωραίος.

- αποστροφή: στο στίχο 23, τα ονείρατά σου, ωραίε..., με το ωραίε η ποιήτρια στρέφεται προς τον αγαπημένο της και του απευθύνει το λόγο.

Πέραν όμως από την έκφραση του λυρισμού μέσα από τα σχήματα λόγου και από τα στοιχεία μουσικότητας των στίχων, η ποιήτρια εξυπηρετεί το λυρισμό του ποιήματος με την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της αλλά και με τον αυθορμητισμό της. Τα στοιχεία αυτά γίνονται εμφανή μέσα από το περιεχόμενο των σκέψεων που εκφράζει η ποιήτρια, η οποία φροντίζει με κάθε δυνατό τρόπο να δηλώσει ότι ο μόνος λόγος που τραγουδά είναι γιατί την αγάπησε εκείνος. Η ειλικρίνεια αυτής της δήλωσης γίνεται ξεκάθαρη από το γεγονός ότι η ποιήτρια συνεχίζει να τον αγαπά ακόμη και μετά το θάνατό του ενώ το γεγονός ότι τελειώνει και η δικής της ζωή σύντομα, μας δείχνει ότι δεν πρόκειται αυτό το συναίσθημα να φθαρεί και να εκπέσει με το πέρασμα του χρόνου. Άλλωστε, όπως μας αναφέρει η ποιήτρια παρόλο που εκείνος την αγάπησε σε περασμένα χρόνια, εκείνη συνέχισε να ζει αυτή την αγάπη με την ίδια ένταση παρά το πέρασμα του χρόνου, «σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα, και σε βροχή, σε χιόνια». Η αγάπη του νέου της δόθηκε στο παρελθόν αλλά εκείνη διατήρησε αυτή την αγάπη αμείωτη για πολύ καιρό και θα συνεχίσει να τη συντηρεί ακόμη και μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνει και η ίδια.

Η ποιήτρια απευθύνοντας το λόγο σ’ εκείνον δε διστάζει να αποκαλύψει ότι τον αγάπησε όσο πιο δυνατά μπορούσε και πως αυτή η αγάπη τη βοήθησε να φτάσει στην ολοκλήρωσή της «είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο», την οδήγησε στη δικαίωση της ύπαρξής της «περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο, της ύπαρξής μου στέμμα» και παράλληλα χάρισε στη ζωή της νόημα και μια βαθιά αίσθηση πληρότητας «στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη, μένα η ζωή πληρώθη». Η αγάπη του νέου αποτέλεσε για την ποιήτρια ένα σημείο σταθμό στη ζωή της, της προσέφερε συναισθήματα ευτυχίας, της έδωσε το λόγο να τραγουδήσει, την ώθησε στη συναισθηματική της ολοκλήρωση και θα τη συνοδέψει μέχρι το τέλος της. Όλα αυτά τα συναισθήματα, όλες αυτές οι σκέψεις αποτελούν μια ειλικρινή αποτύπωση της έντονης επίδρασης που είχε στην ψυχή της η επαφή με την αληθινή αγάπη, γι’ αυτό και η ποιήτρια, χωρίς δεύτερες σκέψεις, δε διστάζει να δηλώσει πως τελικά ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθε στη ζωή ήταν για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον.

Παρατηρούμε, επομένως, ότι η ποιήτρια κινούμενη από την ένταση των συναισθημάτων της, καταφεύγει σε δηλώσεις αγάπης που είναι μεν υπερβολικές αλλά μπορούν να εξηγηθούν από τις παρορμήσεις της ψυχής μιας ερωτευμένης γυναίκας, που έχει συγκλονιστεί από το χαμό του αγαπημένου της.

Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευσης μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):

1. Όλα τα ρήματα του ποιήματος βρίσκονται σε χρόνο αόριστο. Ποια είναι η λειτουργία αυτού του χρόνου στο ποίημα;

Η χρήση του αορίστου λειτουργεί ως μια έμμεση υπενθύμιση ότι όλα αυτά τα συναισθήματα αγάπης γεννήθηκαν στο παρελθόν και πως δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να αποτελέσουν παρόν για την ποιήτρια, τουλάχιστον όχι από τη μεριά του αγαπημένου της, καθώς εκείνος έχει πια πεθάνει. Θέτοντας, επομένως, η ποιήτρια τα ρήματα του ποιήματος σε αόριστο χρόνο μας παρουσιάζει με πιο τραγικό τρόπο την ένταση των συναισθημάτων της, μιας και παρόλο που εκείνη συνεχίζει να βιώνει τον αντίκτυπο της αγάπης αυτής, στην πραγματικότητα δε ζει παρά μια κατάσταση που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο αγαπημένος της έχει πεθάνει κι επομένως κάθε τι που μας αναφέρει η ποιήτρια είναι παρμένο από το παρελθόν, είναι δηλαδή η αναπαράσταση των αναμνήσεών της, αλλά από την άλλη η ποιήτρια αισθάνεται συγκλονισμένη από τα συναισθήματά αυτά, που την ωθούν άλλωστε να τραγουδήσει για τον αγαπημένο της, υποδηλώνοντας έτσι με κατηγορηματικό τρόπο πως η σχέση αυτή συνεχίζεται και στο παρόν. Δε συνεχίζεται βέβαια ως μια σχέση άμεσης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, αλλά λειτουργεί ως μια πηγή αλλαγής για την ποιήτρια, η οποία ακόμη γίνεται αποδέκτης της καταλυτικής επίδρασης που έχει σ’ αυτήν η γνωριμία με τον αγαπημένο της.

Η αναφορά επομένως γεγονότων του παρελθόντος σ’ ένα ποίημα που γιορτάζει την εκ βάθρων αλλαγή που έχει επέλθει στη ζωή της ποιήτριας, μας τοποθετεί σε δύο παράλληλα χρονικά επίπεδα, όπου στο ένα παρακολουθούμε όσα έγιναν κάποτε και στο άλλο, μαζί με την ποιήτρια, βιώνουμε την ακατάλυτη δύναμη της αγάπης που μπορεί ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει να προκαλεί σαρωτικές αλλαγές στην ύπαρξη του αποδέκτη της. Η ποιήτρια δηλώνει πως έχει ένα ρίγος στην ψυχή της ακόμη και πως έτσι γλυκά πεθαίνει, χάρη στην αγάπη που γνώρισε από εκείνον. Κι ενώ κάθε τι στο ποίημα μας παραπέμπει στο παρελθόν, η ποιήτρια μας παρουσιάζει όλα όσα αισθάνεται, ως έντονα και ζωντανά συναισθήματα του παρόντος, που την επηρεάζουν άμεσα και την οδηγούν με χαρά ακόμη και στον ίδιο της το θάνατο.

2. Πώς λειτουργεί στο ποίημα η επανάληψη της λέξης «μόνο»;

Η Μαρία Πολυδούρη συνθέτει το ποίημά της για να εκφράσει στον αγαπημένο της τη μοναδική αξία που είχε για εκείνη η αγάπη του. Το ποίημα, επομένως, απευθύνεται μόνο σ’ αυτόν και τη μοναδικότητα αυτή επιχειρεί να τονίσει η ποιήτρια με τη συχνή χρήση του επιρρήματος μόνο. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες τιτλοφορεί τη σύνθεσή της, καθιστώντας σαφές, από τις πρώτες κιόλας λέξεις που του απευθύνει, ότι όλες οι αλλαγές που επήλθαν στη ζωή της οφείλονταν μοναχά στη δική του αγάπη. Σε αντίθεση με άλλες ποιητικές συνθέσεις που τιμούν εν γένει τον έρωτα και τη λυτρωτική δύναμη της αγάπης, η Πολυδούρη επιθυμεί να τιμήσει αποκλειστικά τη δική του αγάπη και την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή της.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου, / μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, / μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο / κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα: Το δικό του άγγιγμα και φιλί, η δική του αποδοχή κι ερωτική επιθυμία, είναι που βοήθησαν την ποιήτρια να αισθανθεί και να αναδείξει όλη την ομορφιά της. Μόνο χάρη στη δική του αγάπη, η ποιήτρια αφέθηκε στο ερωτικό κάλεσμα και ένιωσε ποθητή και όμορφη, μόνο επειδή εκείνος τη θέλησε, άφησε τον έρωτα να αγγίξει την ψυχή της και αισθάνεται, ακόμη και τώρα που εκείνος έχει φύγει, τη δύναμη του έρωτα να τη συγκλονίζει.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν / με την ψυχή στο βλέμμα, / περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα: Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του κάθε φορά που την κοιτούσε, η αγάπη του που μπορούσε να τη δει ξεκάθαρα στο βλέμμα του, είναι ο μοναδικός λόγος που η ποιήτρια κατόρθωσε να αποδεχτεί και η ίδια πλήρως τον εαυτό της κι ένιωσε την ύπαρξή της να δικαιώνεται.

Μπροστά του, και μόνο χάρη στην αγάπη του, η ποιήτρια αισθανόταν μια τέτοια αποδοχή που την ωθούσε στο να αποκαλύπτει και να αποδέχεται και η ίδια απόλυτα τον εαυτό της. Μόνο χάρη στην αγάπη του η ποιήτρια αισθανόταν πως η ύπαρξή της αποκτούσε μια μοναδική αξία, που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε και που ποτέ ξανά δε θα αποκτούσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα: Η ποιήτρια έχοντας βιώσει την καταλυτική δύναμη του έρωτα, αισθάνεται για πρώτη φορά πως η ζωή της αποκτά νόημα κι αυτό το αποδίδει αποκλειστικά σ’ εκείνον. Είναι τέτοια η ένταση των συναισθημάτων που νιώθει για τον αγαπημένο της, ώστε θεωρεί πως γεννήθηκε μόνο και μόνο για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον.

Παρατηρούμε, επομένως, ότι η λέξη μόνο έρχεται για να δώσει με έμφαση τη μοναδικότητα των συναισθημάτων που αισθάνθηκε η ποιήτρια για τον αγαπημένο της και παράλληλα έρχεται να απομακρύνει με απόλυτο τρόπο τη σκέψη ότι υπήρξε ή θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος άλλος στη ζωή της που θα της προκαλούσε τόσο συγκλονιστικά συναισθήματα. Η ποιήτρια αγάπησε πραγματικά μόνο εκείνον και κανέναν άλλο κι αυτό επιθυμεί να εκφράσει σ’ αυτό το ποίημα που απευθύνεται στον αγαπημένο της που χάθηκε τόσο νωρίς.

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Πολυδούρη, όταν η σχέση της με τον Καρυωτάκη τελείωσε, αρραβωνιάστηκε για ένα σύντομο διάστημα με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, οπότε μετά την αυτοκτονία του πραγματικού της έρωτα, θέλησε να διαβεβαιώσει τόσο εκείνον όσο και τους ανθρώπους γύρω της, ότι για εκείνη υπήρξε μόνο μια πραγματική αγάπη στη ζωή της.

3. Ο πρώτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται στο τέλος της. Ποιος είναι ο ρόλος αυτής της επανάληψης;

Το σχήμα κύκλου που δημιουργείται σε κάθε στροφή, εξυπηρετεί αφενός τη λυρικότητα του ποιήματος, καθώς ενισχύει την αίσθηση της μουσικότητας, κι αφετέρου συμβάλλει στην εναργέστερη εντύπωση του περιεχομένου στον αναγνώστη μέσω της επανάληψής του. Ειδικότερα, βέβαια, μπορούμε να διακρίνουμε ότι σε κάθε στροφή ο στίχος που επαναλαμβάνεται έχει επιλεγεί ώστε να δίνει έμφαση στο συγκεκριμένο κάθε φορά μήνυμα που θέλει να περάσει η ποιήτρια. Έτσι, στην πρώτη στροφή ο στίχος «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», εκφράζει εμφατικά ότι το ποίημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στον αγαπημένο της ποιήτριας και παράλληλα με την επανάληψή του δημιουργεί την αίσθηση ότι η αγάπη που διακηρύσσεται από την Πολυδούρη έχει όχι μόνο ένταση αλλά και διάρκεια. Παράλληλα, με το στίχο αυτό η ποιήτρια συνδέει άρρηκτα την ποιητική της δημιουργία με το αγαπημένο της πρόσωπο, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι το μοναδικό κίνητρο για τον ποιητικό της λόγο είναι η αγάπη εκείνου.

Στη δεύτερη στροφή, ο αρχικός στίχος «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου», δίνει στην αγάπη της για εκείνον και την έκφανση της ερωτικής επαφής, δίνοντας την αίσθηση ότι η σχέση των δύο ερωτευμένων δεν υπήρξε μόνο συναισθηματική αλλά και σαρκική. Το σχήμα κύκλου, επομένως, εδώ δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης στην ερωτική αυτή σχέση κι εντείνει έτσι τη σημασία του ερωτικού συναισθήματος για την ποιήτρια.

Στην τρίτη στροφή «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν», η ποιήτρια εστιάζει την προσοχή της στη βασική πηγή επιβεβαίωσης της αγάπης της, δηλαδή στο βλέμμα του αγαπημένου της, στο οποίο μπορούσε να διακρίνει όλη την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του. Αν οι πράξεις μπορούν να είναι προσποιητές κι αν τα λόγια μπορεί να είναι ψεύτικα, η ποιήτρια θεωρεί ότι ο τρόπος που ο αγαπημένος της την κοίταζε αποκάλυπτε όλη την αλήθεια της αγάπης του, γι’ αυτό και φροντίζει να δώσει με έμφαση την αδιάψευστη διαβεβαίωση των συναισθημάτων του.

Η τέταρτη στροφή αποτελεί την απόλυτη διακήρυξη της αγάπης της ποιήτριας, καθώς με το στίχο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα», δηλώνει απερίφραστα την πεποίθησή της ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθε στη ζωή ήταν για να αισθανθεί την αγάπη του. Ο στίχος αυτός περιέχει νοηματικά ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του ποιήματος γι’ αυτό και η ποιήτρια τον επαναλαμβάνει και παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο υπερβολής, αποδίδει στο ακέραιο τη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας τη στιγμή της σύνθεσης του ποιήματος, αλλά και τη συναισθηματική ένταση που βιώνει κάθε άνθρωπος που ερωτεύεται και αφήνεται πλήρως στο συναίσθημα αυτό.

Η πέμπτη στροφή του ποιήματος σφραγίζεται από την επανάληψη του στίχου «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», ο οποίος έρχεται ως συμπέρασμα σε όσα ειπώθηκαν από την ποιήτρια σε όλο το υπόλοιπο ποίημα. Μόνο γιατί την αγάπησε τόσο ωραία, αισθάνθηκε τόσο έντονα συναισθήματα για εκείνον και άφησε τα συναισθήματα αυτά να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε ολόκληρη τη ζωή της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η χρήση της λέξης “ωραία” που έρχεται να χαρακτηρίσει τους τρόπους της αγάπης του. Μέσα στη λέξη αυτή η ποιήτρια εντάσσει την τιμιότητα και την ειλικρίνεια της αγάπης του, αλλά και τη δύναμη αυτής της αγάπης που ήρθε και άλλαξε πλήρως τη ζωή της.

Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου

1. Ο έρωτας φαίνεται να εξαγνίζει την ποιήτρια και να καταξιώνει τη ζωή και την τέχνη της. Να σχολιάσετε τους στίχους στους οποίους επαληθεύεται αυτή η διαπίστωση.

Η Μαρία Πολυδούρη υμνώντας τον έρωτά της μας παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε στη ζωή και την τέχνη της η παρουσία του αγαπημένου της. Από τον πρώτο κιόλας στίχο «Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες», η ποιήτρια δηλώνει ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο συνθέτει την ποίησή της είναι η αγάπη εκείνου. Η τέχνη της δεν παρουσιάζεται ως ανάγκη ποιητικής έκφρασης, αλλά ως ανάγκη εξύμνησης της αγάπης του. Η ποιήτρια καταφεύγει στην ποίηση για να εκφράσει τον έρωτά της και όχι απλώς και μόνο για να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσα στους Έλληνες ποιητές. «κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα»: Η ποιήτρια καθιστά σαφές ότι η αγάπη του και η επαφή μαζί του, δεν υπήρξε κάτι το εφήμερο, υπήρξε μια σχέση με καταλυτική επίδραση στη ζωή της που συνέχισε να την επηρεάζει ακόμη και μετά τον πρόωρο χαμό του. Η ποιητική δημιουργία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συναισθηματική κατάσταση και με τις πνευματικές συγκινήσεις του δημιουργού, γεγονός που σημαίνει ότι τόσο η συναισθηματική αναγέννηση που προσφέρθηκε στην ποιήτρια από τον αγαπημένο της, όσο και η σωματική επαφή μαζί του, αποτέλεσαν στοιχεία που επηρέασαν άμεσα την ποίησή της, κατευθύνοντάς την στη λυρική απαθανάτιση του έρωτά τους.

«περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα»: Ο έρωτάς του για εκείνη, η πλήρης αποδοχή της από εκείνον και η αφοσίωσή του, οδήγησαν την ποιήτρια σε μια χωρίς προηγούμενο αναγνώριση του εαυτού της και της αξίας της. Η αγάπη του την καταξίωσε πρωτίστως στον ίδιο της τον εαυτό και ακολούθως τη βοήθησε να παρουσιαστεί απέναντι σε όλους με τη μέγιστη δυνατή πίστη στον εαυτό της και την αξία της. Η ποιήτρια μόνο μέσα από την αγάπη του κατόρθωσε να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί απόλυτα τον εαυτό της κι αυτό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές του έρωτά του για εκείνη.

«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη»: Με τους στίχους αυτούς η Πολυδούρη διακηρύσσει σε όλους την ασύγκριτη επίδραση που είχε η αγάπη του στη ζωή της, μιας και φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο γεννήθηκε και έζησε ήταν για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον. Αν και η δήλωση αυτή μοιάζει υπερβολική, η ποιήτρια αισθάνεται ότι η ζωή της απέκτησε νόημα κι ενδιαφέρον, μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε κι αυτό είναι απολύτως αποδεκτό καθώς μέσα από τα δικά του μάτια, μέσα από τη δική του αγάπη, η ποιήτρια κατόρθωσε να δει την ομορφιά και την αξία του εαυτού της και κατόρθωσε και η ίδια για πρώτη φορά να αγαπήσει τον εαυτό της.

«κι έτσι γλυκά πεθαίνω»: Η σημασία αυτού του στίχου είναι πολύ μεγάλη, καθώς μόνο όταν κάποιος πλησιάζει στο θάνατο μπορεί πραγματικά να διακρίνει τι είχε ουσιαστική αξία στη ζωή του και τι όχι. Επομένως, η δήλωση της ποιήτριας ότι πεθαίνει γλυκά επειδή εκείνος την αγάπησε, σημαίνει ότι η αγάπη του υπήρξε αρκετή για να της δώσει κάτι που δύσκολα αποκτιέται στη ζωή, της προσέφερε μια τέτοια αίσθηση πληρότητας ώστε ακόμη κι ο θάνατος να μην την τρομάζει πια. Η ποιήτρια χάρη στην αγάπη του και χάρη στα συναισθήματα χαράς και ολοκλήρωσης που της προσέφερε εκείνος, προχωρά προς το θάνατο αισθανόμενη πως έζησε τη ζωή της στην πληρότητά της και πως μπορεί πλέον να πεθάνει χωρίς να αισθάνεται πως δεν πρόλαβε να γνωρίσει το σημαντικότερο δώρο της ζωής, την αγάπη.

2. «…περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξης μου στέμμα»: Πώς αντιλαμβάνεσθε το νόημα αυτών των στίχων;

Η ποιήτρια στον τρόπο που την κοιτάζει ο αγαπημένος της διακρίνει την αλήθεια των συναισθημάτων του για εκείνη κι αυτό τη γεμίζει χαρά καθώς συνειδητοποιεί ότι η αγάπη του είναι ειλικρινής. Η επίδραση που έχει στην ποιήτρια η επίγνωση αυτή, είναι καταλυτική, καθώς τη γεμίζει με συναισθήματα ευτυχίας και το κυριότερο τη βοηθά να αγαπήσει και η ίδια τον εαυτό της. Η ποιήτρια μέσα από την αγάπη εκείνου και μέσα από τον τρόπο που την κοιτάζει, κατορθώνει να δει και να αποδεχτεί την πραγματική αξία του εαυτού της, κατορθώνει να αγαπήσει τον εαυτό της και να παρουσιαστεί μπροστά του με όλη την ομορφιά που της προσφέρει η εμπιστοσύνη στην αξία της και η επίγνωση ότι εκείνος την αγαπά.

Η ποιήτρια μέχρι να γνωρίσει εκείνον αγνοούσε την ιδιαίτερη ομορφιά της και δεν είχε κατορθώσει να αποδεχτεί πλήρως τον εαυτό της, η ζωή της φαινόταν άχαρη και δεν είχε ακόμη αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Η γνωριμία της όμως με εκείνον και η αγάπη του, την οδήγησαν στο να αποκτήσει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση ώστε να μπορεί πλέον να αισθάνεται και να δείχνει όλη την ομορφιά που κρύβει μέσα της. Όσο κι αν μοιάζει περίεργο κάποιες φορές χρειάζεται στους ανθρώπους η αγάπη του άλλου για να κατανοήσουν και οι ίδιοι την αξία τους και να μπορέσουν να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους και να ξεδιπλώσουν πλήρως την ομορφιά του χαρακτήρα τους.

3. Η λέξη «ωραίος» επαναλαμβάνεται συχνά στο ποίημα, ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή. Ποια νομίζετε ότι είναι η σημασία της;

Η λέξη ωραίος είτε ως επίθετο είτε ως επίρρημα, δηλώνοντας είτε ιδιότητα είτε τρόπο, επαναλαμβάνεται από την ποιήτρια για να εκφράσει την ομορφιά που συνοδεύει την αγάπη. Η ποιήτρια αισθάνεται ωραία γιατί εκείνος την αγάπησε και μέσα από την αγάπη του τη βοήθησε να αντιληφθεί και η ίδια και να αποδεχτεί την ομορφιά της τόσο της μορφής της όσο και του χαρακτήρα της. Η ομορφιά που αισθάνεται η ποιήτρια έρχεται ως αποτέλεσμα της επίδρασης που έχει ο έρωτας στους ανθρώπους. Η ποιήτρια έχοντας γνωρίσει τη δύναμη του έρωτα βλέπει όχι μόνο τον εαυτό της όμορφο αλλά και τον αγαπημένο της, αντικατοπτρίζοντας έτσι το συναίσθημα του έρωτα που παραμερίζει τις αρνητικές πτυχές της ζωής και φωτίζει τα πάντα γύρω του, προσφέροντας στους ερωτευμένους μια προνομιακή θέαση της ομορφιάς που υπάρχει στο καθετί.

Η ποιήτρια χαρακτηρίζει ωραίο τον εαυτό της, τον αγαπημένο της αλλά και τον τρόπο που την αγάπησε, αποσαφηνίζοντας έτσι ότι στο ποιητικό της λεξιλόγιο η λέξη ωραίος δε σημαίνει κατ’ αποκλειστικότητα όμορφος, υποδηλώνει παράλληλα μια σειρά αξιών που μπορούν να αποδώσουν σε μια πράξη ή κατάσταση ομορφιά. Την αγάπησε ωραία γιατί της έδειξε σεβασμό, γιατί τίμησε το συναίσθημά τους, γιατί υπήρξε γι’ αυτήν όχι μόνο πηγή συναισθηματικής επιβεβαίωσης αλλά και πηγή πνευματικής συγκίνησης και καθοδήγησης. Την αγάπησε ωραία γιατί με την αγάπη του συμπλήρωσε τα κενά της ζωής της και την οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη πληρότητα, τέτοια πληρότητα μάλιστα που μπορεί πια να αψηφήσει ακόμη και το θάνατο, αισθανόμενη πως η ζωή της ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Παραδείγματα εργασιών για το σπίτι

1. Θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σας, ο έρωτας να «μεταμορφώσει» τη ζωή και το χαρακτήρα ενός ατόμου, στο βαθμό που φαίνεται στο ποίημα;

Ο έρωτας, η άνευ όρων αποδοχή από τον άλλο και η αγάπη, αποτελούν στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τη ζωή και το χαρακτήρα ενός ανθρώπου, υπό την έννοια ότι του προσφέρουν την αυτοπεποίθηση και τη στήριξη που χρειάζεται, για να ξεδιπλώσει πλήρως τα χαρίσματα της προσωπικότητάς του. Επίσης, στο όνομα του έρωτα τα άτομα τείνουν πολλές φορές να ξεπερνούν προσωπικούς περιορισμούς και δισταγμούς και οδηγούνται σε πράξεις και πρωτοβουλίες που τους επιτρέπουν να εξελιχθούν στο μέγιστο βαθμό των δυνατοτήτων τους.

Παρά τα στοιχεία υπερβολής που συναντάμε στους στίχους της Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», η παρουσίαση των αλλαγών που συντελέστηκαν στην προσωπικότητά της «μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο» και «περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα», η αυτοπεποίθηση, δηλαδή, και η ωρίμανση σε συναισθηματικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, αποτελούν αλλαγές που μπορούν να τροφοδοτηθούν από τον έρωτα, ιδιαίτερα όταν αυτός έχει την ένταση που του αποδίδει η ποιήτρια.

2. Ποια είναι η λειτουργία του δευτέρου προσώπου, στο οποίο βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος;

Οι ρηματικές ενέργειες που αποτελούν το ερέθισμα για τη σύνθεση του ποιήματος, δίνονται σε δεύτερο πρόσωπο: «μ’ αγάπησες», «με κράτησες», «με φίλησες», «βασίλεψες», καθιστώντας σαφές πως η ποιήτρια ωθείται στην ποιητική δημιουργία και βιώνει πλείστες εσωτερικές αλλαγές χάρη στον αγαπημένο της. Η χρήση του δεύτερου προσώπου αποδίδει στον αποδέκτη του ποιήματος πρωταγωνιστική θέση, μιας και κάθε συναίσθημα της ποιήτριας δεν είναι παρά ο αντίκτυπος κάποιας επενέργειας του αγαπημένου προσώπου.

Ο αποδέκτης του ποιήματος περνά στο προσκήνιο και η ποιήτρια εκφράζει έτσι εναργέστερα την έντονη επίδραση που άσκησε η αγάπη του και η παρουσία του στη ζωή της. Κάθε ενέργεια και κατάσταση ξεκινά από εκείνον, ο οποίος εμφανίζεται να έχει την πρωτοβουλία στην καταλυτική αυτή σχέση. Παρόλο που ο αγαπημένος της ποιήτριας δεν είναι πια εν ζωή, η ποιήτρια προτάσσει την παρουσία και τη δράση του στους στίχους της, δίνοντας μας την αίσθηση πως εκείνος είναι ακόμη και τώρα παρών στη ζωή της. Η απώλειά του, δηλαδή, δεν γίνεται άμεσα αισθητή στον αναγνώστη, καθώς η ποιήτρια βιώνει ακόμη έντονα την επίδραση της αγάπης του κι επιθυμεί μ’ αυτό τον τρόπο να τιμήσει τον αγαπημένο της, τονίζοντας τη συνέχεια που έχει η παρουσία του στη ζωή της, έστω κι αν στην πραγματικότητα εκείνος δεν υπάρχει πια.

3. Με ποιους εκφραστικούς τρόπους απεικονίζεται στο ποίημα η ένταση του ερωτικού συναισθήματος;

Το ερωτικό συναίσθημα διατρέχει όλους τους στίχους του ποιήματος και η Πολυδούρη χρησιμοποιεί πολλούς εκφραστικούς τρόπους για να τονίσει την έντασή του: εικόνες, επαναλήψεις, σχήμα κύκλου, υπερβολή, μεταφορές, παρομοίωση, αντίθεση, αλλά και τη μουσικότητα των στίχων.

Εικόνες: «Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα / και σε βροχή, σε χιόνια», μια σειρά εικόνων που σκοπό έχουν να παρουσιάσουν παραστατικότερα τη διάρκεια του ερωτικού συναισθήματος.

«Μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο»: Μια παρομοίωση σε συνδυασμό με την εικόνα του κρίνου, που τονίζει το ερωτικό πάθος, δίνοντάς του όμως μια εξαγνισμένη διάσταση.

Το σχήμα κύκλου που υπάρχει σε κάθε επιμέρους στροφή, έρχεται να τονίσει μέσω της επανάληψης ενεργειών του αγαπημένου προσώπου, διαφορετικές εκφάνσεις του ερωτικού συναισθήματος. 1η στροφή: «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες» Η αγάπη εκείνου αποτελεί το μοναδικό κίνητρο για την ποιητική δημιουργία. 2η στροφή: «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου» Το ερωτικό άγγιγμα του αγαπημένου αφυπνίζει το πάθος της ποιήτριας και η μεταξύ τους επαφή λαμβάνει και σαρκική διάσταση. 3η στροφή: «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν» Η ποιήτρια αναγνωρίζει την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του αγαπημένου της, με την αδιάψευστη αλήθεια που αποκαλύπτει η ματιά του. 4η στροφή: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα» Η ζωή της ποιήτριας βρίσκει τη δικαίωσή της μέσα από την αγάπη του. 5η στροφή: «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες» Όλα τα συγκλονιστικά συναισθήματα που βίωσε η ποιήτρια προέκυψαν από τον τρόπο που την αγάπησε εκείνος, από την ποιότητα της αγάπης του.

Υπερβολή: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα» Με το σχήμα υπερβολής αυτού του στίχου, η ποιήτρια αναγνωρίζει την απόλυτη αξία που είχε στη ζωή της η αγάπη του.

Οι επαναλήψεις των λέξεων μόνο, μονάχα και ωραία, με τις οποίες η ποιήτρια αφενός τονίζει τη μοναδικότητα του συναισθήματός της για τον αγαπημένο της κι αφετέρου την ποιότητα της αγάπης αυτής. «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες»

Αντίθεση: «στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη / μένα η ζωή πληρώθη» Με το σχήμα αντίθεσης η ποιήτρια τονίζει πως χάρη στην αγάπη του, η ζωή που περνά χωρίς ουσιαστικό νόημα και δικαίωση για τους περισσότερους, για εκείνη απέκτησε πλήρη δικαίωση και ικανοποίηση.

Η επιλογή της ποιήτριας να ενισχύσει τη μουσικότητα των στίχων, με τις ομοιοκαταληξίες, τις επαναλήψεις, το σχήμα κύκλου και το μέτρο, καθιστά εναργέστερη τη λυρικότητα του λόγου της και τονίζει τη διάθεσή της να υμνήσει τον έρωτά της.

4. Να αναζητήσετε ποιήματα με θέμα τον έρωτα και να τα παρουσιάσετε στην τάξη, εστιάζοντας στον τρόπο έκφρασης του συναισθήματος αυτού στα συγκεκριμένα ποιήματα.

Ο έρωτας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ανθρώπινα συναισθήματα, γι’ αυτό και κυριαρχεί διαχρονικά σε όλες τις μορφές τέχνης. Ιδίως στην ποίηση μπορούμε να διαπιστώσουμε πως οι περισσότεροι Έλληνες και ξένοι ποιητές έχουν αφιερώσει μέρος του έργου τους για να εξυμνήσουν το υπέροχο αυτό συναίσθημα. Ο τρόπος, βέβαια, που επιλέγουν να εκφράσουν το συναίσθημά τους διαφοροποιείται, ανάλογα με την ξεχωριστή προσωπικότητα κάθε δημιουργού και ανάλογα με το ποια πτυχή του συναισθήματος θα επιλέξουν να παρουσιάσουν. Ο έρωτας μπορεί να βρίσκεται στη γεμάτη ενθουσιασμό αρχή του ή στο πικρό του τέλος, μπορεί να αποτελεί μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία που αλλάζει καταλυτικά την προσωπικότητα του ερωτευμένου ή μια σαρκική έλξη που προκαλεί σωματική κυρίως αναστάτωση.

Σαπφώ «Ατθίδα» (Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης)

Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη

σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.

Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα

δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.

Από το γάλα πιο λευκή

απ’ το νερό πιο δροσερή

κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.

Από το ρόδο πιο αγνή

απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή

κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

Η Σαπφώ, που απευθύνει τα ερωτικά της ποιήματα σε όμορφες κοπέλες, επιλέγει εδώ να παρουσιάσει τον αντίκτυπο που έχει στην ψυχή της η ανταπόκριση της αγαπημένης στο ερωτικό της κάλεσμα, δίνοντας με μια παρομοίωση τη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος που αισθάνεται και παράλληλα με μια σειρά συγκρίσεων να τονίσει την ομορφιά, τη νεότητα και τη φρεσκάδα της αγαπημένης της.

Οδυσσέας Ελύτης «Τα ‘δατε τα μάθατε»

Ήταν μια θεία θέληση

κι ενός αγίου τάμα

Εμείς οι δυο να σμίξουμε

και να γενεί το θάμα:

Οι βάρκες ν’ ανεβαίνουνε

ως τα ψηλά μπαλκόνια

Κι οι ορτανσίες να πετούν

καθώς τα χελιδόνια

Ν’ ανάβουν οι άγιοι κερί

στη χάρη των δυονώ μας

Και τα ψαράκια να φιλούν

την άκρη των ποδιών μας

Όλος ο κόσμος ν’ απορεί

μωρέ τι να ‘ν’ και τούτο

Με το μπουζούκι να λαλεί

και το μικρό λαγούτο:

- Τα ‘δατε τα μάθατε

μια αγάπη που εγεννήθη

Άνθρωπος δεν την κατελεί

κι ο Άδης ενικήθη.

Ο Οδυσσέας Ελύτης με περιπαιχτική διάθεση, επιχειρεί να εκφράσει την ομορφιά του ερωτικού συναισθήματος και την ιδιαίτερη αίσθηση που μεταδίδει στους ερωτευμένους, πως καθετί είναι πλέον εφικτό, καταφεύγοντας στην καταγραφή μια σειράς παράδοξων καταστάσεων. Από τα φυτά που πετούν στον ουρανό μέχρι τους Αγίους που ανάβουν κερί στη χάρη του ερωτευμένου ζευγαριού, όλα ανατρέπονται και η φυσική τάξη των πραγμάτων διασαλεύεται, προκειμένου να συντελεστεί το θαύμα της ένωσης των δυο ερωτευμένων. Μια αγάπη που ξεπερνά τη λογική και νικά ακόμη και το θάνατο, έρχεται να εκφράσει την αίσθηση παντοδυναμίας που χαρίζει ο ζωοποιός έρωτας.

Σαρλ Μπωντλαίρ «Τραγούδι του απομεσήμερου» (απόσπασμα)

Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης

Τα φρυδάκια σαν σουφρώνεις

κι έτσι τη ματιά σου αλλάζεις,

αν και μ’ άγγελο δε μοιάζεις

μάγισσα που με σκλαβώνεις,

σε λατρεύω με λατρεία

τέτοια κι έρωτος μια τρέλα,

όπως, ω άστατη κοπέλα,

ο παπάς την Παναγία!

Μόσχους ραίνουν στη σκληρή σου

κόμη, οι ερημιές, τα δάση∙

και μυστηρίου παίρνει στάση

κι ενός γρίφου η κεφαλή σου.

Το κορμί κι η ανασαιμιά σου

θυμιατού σκορπά ευωδία∙

σέρνει σαν βραδιού μαγεία

η νεράιδινη αγκαλιά σου.

Αχ, ποιο φίλτρο παραβγαίνει

τις νωχελικές σου γλύκες;

Και το χάδι εκείνο βρήκες,

που κι έναν νεκρό ανασταίνει!

....

Ο προκλητικός Σαρλ Μπωντλαίρ, μέσα από τη συλλογή του «Τα άνθη του κακού», παρουσιάζει την εκστατική διάσταση που λαμβάνει ο έρωτας, όταν ο ερωτευμένος αισθάνεται πως είναι τέτοια η ερωτική γοητεία της αγαπημένης του, ώστε θα μπορούσε να υπερβεί μέχρι και τους φυσικούς νόμους, ανασταίνοντας με το χάδι της ακόμη και νεκρούς. Ο ποιητής πέραν από την εξύμνηση της ομορφιάς και της έλξης που του ασκεί η αγαπημένη του, τονίζει και κάποια βασικά στοιχεία από τα οποία αντλείται ο έρωτας, όπως είναι το μυστήριο που αποπνέει το αγαπημένο πρόσωπο.

Πωλ Ελυάρ «Η αγαπημένη» (Μετάφραση: Ελένη Βακαλό»)

Στέκεται ορθή στα βλέφαρά μου

Και τα μαλλιά της μπλέκονται μες στα δικά μου

Έχει το σχήμα των χεριών μου

Έχει το σχήμα των ματιών μου

Βυθίζεται μες στη σκιά μου

Σα μια πέτρα στον ουρανό

Έχει τα μάτια της πάντ’ ανοιχτά

Και δε μ’ αφήνει σ’ ύπνο να γείρω

Τα όνειρά της μέσα στο φως

Σβήνουν τον ήλιο

Με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ

Και να μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω.

Ο Πωλ Ελυάρ προχωρά σε βαθύτερες πτυχές του ερωτικού συναισθήματος, όπου οι ερωτευμένοι αισθάνονται μια πλήρη ταύτιση μεταξύ τους κι ένα, χωρίς αντίσταση, χάσιμο του εαυτού τους. Η αγαπημένη του ποιητή έχει παραδοθεί απόλυτα σ’ αυτόν, αλλά και με τη σειρά της επηρεάζει καταλυτικά τη συναισθηματική του κατάσταση, οδηγώντας τον σε έντονες εναλλαγές συναισθημάτων.

Γιώργος Σεφέρης «Ερωτικός Λόγος Γ΄» (απόσπασμα)

κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς

και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη

από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο

που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.

Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο

το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή σου:

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο

κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει

χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο

κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα

ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι τα περιστέρια

με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα

ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.

Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος

μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος

μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος

ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια απέραντη θύμηση

σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου

να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση

που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου...»

Ο Γιώργος Σεφέρης σ’ ένα από τα κορυφαία ποιήματα της λογοτεχνίας μας, παρουσιάζει την κυριαρχία του ερωτικού πόθου που καλύπτει κάθε σκέψη κι επιτρέπει τη θέαση του κόσμου μόνο υπό το δικό του πρίσμα. Ο ποιητής εξυμνεί την ομορφιά της αγαπημένης του και παράλληλα της παραχωρεί το λόγο, για να μιλήσει κι εκείνη για τον έρωτά τους. Η αγαπημένη του ποιητή μιλά για το πέρασμα του χρόνου που συντελείται ανεπαίσθητα, καθώς το πάθος της βρίσκεται σε τέτοια ένταση, ώστε συμμετέχει σ’ αυτό ολόκληρο το σύμπαν. Ακόμη κι ο πόνος του κόσμου, που φτάνει στην αντίληψή της, δεν κατορθώνει να την αποσπάσει από τον πόθο που την κατακλύζει. Η διήγηση της αγαπημένης ολοκληρώνεται με το λυτρωτικό σμίξιμο των ερωτευμένων, που έρχεται να κατευνάσει τον ερωτικό της πόθο.

Από τη στιγμή της πλήρωσης της ερωτικής επιθυμίας, το πάθος που μέχρι τότε συγκλόνιζε τους δυο ερωτευμένους αποκλιμακώνεται, και η σχέση τους οδηγείται στο τέλος της, όπως αποκαλύπτεται στην τελευταία στροφή του ποιήματος:

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει

μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς

μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει

και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1. Τη σχέση της με την ποίηση η Πολυδούρη την ομολογεί και σε ένα από τα τελευταία και ανέκδοτα ποιήματά της με τον εύγλωττο τίτλο Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον:

Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;

Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.

Μια ανόσια λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Ποια η σχέση του αποσπάσματος με το Μόνο γιατί μ’ αγάπησες;

Η Πολυδούρη, όπως σαφέστατα δηλώνει στο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», συνθέτει τα ποιήματά της μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε και μέσα από την αγάπη του έδωσε νόημα και αξία στην ύπαρξή της. Αντιστοίχως, στο ποίημα «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον», η ποιήτρια δηλώνει κατηγορηματικά πως οι στίχοι της είχαν αποδέκτη μόνο εκείνον και πως δεν υπήρχε άλλος λόγος για να γράψει τα ποιήματά της και φυσικά δεν υπήρχε άλλος αποδέκτης. Από τη στιγμή, επομένως, που εκείνος δεν υπάρχει πια, η ποιήτρια δεν θεωρεί ότι έχει κανένα λόγο να δέχεται το κάλεσμα της Μούσας, δεν έχει κανένα λόγο να ανταποκρίνεται στις ποιητικές εμπνεύσεις, μιας και θα ήταν ανόσιο να γράψει ποιήματα ή να εξυμνήσει κάποιο ερωτικό πάθος, μόνο και μόνο για να γράψει ένα ακόμη ποίημα. Η Πολυδούρη δεν καταφεύγει στην ποίηση γιατί αποζητά από την ποιητική της ενασχόληση κάποιου είδος καταξίωση, ούτε έχει καμία πρόθεση να απευθύνει ερωτικό λόγο σε κάποιον που δεν είναι ο αγαπημένος της. Τα τραγούδια της γράφτηκαν μόνο για εκείνον, γι’ αυτό και ο χαμός του έχει κλονίσει την πίστη μέσα της και την έχει οδηγήσει σε μια κυνική διάθεση απέναντι σε όσα συνεχίζουν να υπάρχουν από τη στιγμή που εκείνος έχει χαθεί.

2. Δείξτε πώς η μετρική μορφή υπηρετεί το ποιητικό αποτέλεσμα.

Η ποιήτρια από τον πρώτο κιόλας στίχο δηλώνει πως τα λόγια της αποτελούν ένα τραγούδι για τον αγαπημένο της. Η μουσική αυτή διάσταση του ποιήματος ενισχύεται από τη μετρική του μορφή, καθώς ο ίαμβος που επιλέγει η ποιήτρια κινείται κοντά στο ρυθμό και την αρμονία της καθημερινής ομιλίας, επιτρέποντας την απόδοση του ποιήματος ως τραγουδιού. Πέραν, όμως, από την εναλλαγή των ιαμβικών δωδεκασύλλαβων (και ενδεκασύλλαβων) με τους ιαμβικούς εφτασύλλαβους, η ποιήτρια ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος και με τη χρήση της ομοιοκαταληξίας (ομοιοκαταληκτούν ο 1ος με τον 5ο και ο 2ος με τον 4ο, αφήνοντας ελεύθερο τον 3ο στίχο κάθε στροφής).

3. Το ποίημα της Πολυδούρη υπερασπίζεται μια ορισμένη ποιητική επιλογή. Ποια είναι αυτή και σε ποιο είδος ποίησης προσιδιάζει;

Στο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» η Μαρία Πολυδούρη χρησιμοποιεί τους στίχους της ως μέσο εξύμνησης του ερωτικού της συναισθήματος. Ο έρωτας που έζησε κοντά στον αγαπημένο της, ο συγκλονισμός που προκλήθηκε στην ψυχή της από την παρουσία του και η μόνιμη εν τέλει επίδραση που άσκησε πάνω της η προσωπικότητά του, οδήγησαν την ποιήτρια σε μια μεταρσίωση, η οποία βρίσκει την έκφρασή της εδώ. Η ποιήτρια, επομένως, επιχειρεί να εκφράσει τα συναισθήματά της και να μιλήσει για την ψυχική ανύψωση που της προσέφερε ο έρωτας, αξιοποιώντας τη δυνατότητα της ποίησης για εξωτερίκευση των προσωπικών βιωμάτων του ποιητή. Η εξομολογητική διάσταση της ποίησης, όπου το ποιητικό υποκείμενο επικεντρώνεται στην ατομική του εμπειρία και απευθύνει τα λόγια του στο αγαπημένο του πρόσωπο - αποκλείοντας φαινομενικά την επαφή με τους λοιπούς αναγνώστες- αποτελεί την επιλογή της Πολυδούρη, λειτουργώντας λυτρωτικά για τον πονεμένο ψυχισμό της, που βρίσκει την ευκαιρία να εκτονώσει τη σωρευμένη λατρεία για τον αγαπημένο της, αλλά και τον υπόκωφο πόνο που διατρέχει το ποίημα -ρήματα παρελθοντικού χρόνου- καθώς η αγάπη του αλλά και η ίδια του η παρουσία αποτελούν πλέον ένα γεγονός που παρήλθε ανέκκλητα.

Η έκφραση αυτή των προσωπικών συναισθημάτων της ποιήτριας, η εξωτερίκευση της ατομικής εμπειρίας και η αίσθηση που προκαλείται πως το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί αποκλειστικά με το αγαπημένο του πρόσωπο, αποτελούν στοιχεία της λυρικής ποίησης. Στοιχεία τα οποία ενισχύονται από την αισθαντικότητα των στίχων κι από τη μέριμνα της ποιήτριας για τη μουσικότητα του ποιήματος.

4. Στον κόσμο των αξιών της ζωής και της ποίησης της Πολυδούρη, ποια είναι η υπέρτατη αξία;

Η Μαρία Πολυδούρη, όπως εύγλωττα δηλώνει στο ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», τραγούδα, συνθέτει δηλαδή τα ποιήματά της, μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε. Ο έρωτας, η αγάπη και η άνευ όρων παράδοση στον άλλον, αποτελούν για την ποιήτρια το μόνο λόγο ύπαρξης, καθώς μόνο τότε κατορθώνει κάποιος να βιώσει τη ζωή στην πληρότητά της. Η μέχρι πρότινος «άχαρη» ζωή της ποιήτριας, αποκτά νόημα, γεμίζει ομορφιά και συναισθηματική απόλαυση, από τη στιγμή που εκείνος της προσφέρει την αγάπη του.

Μέσα από το φιλί του η ποιήτρια αφυπνίζεται συναισθηματικά και ωθείται σε μια ωρίμανση τόσο σωματική όσο και ψυχική. Μέσα από το γεμάτο αγάπη και αποδοχή βλέμμα του, η ποιήτρια φτάνει να αγαπήσει και να αποδεχτεί κι η ίδια τον εαυτό της, κατορθώνοντας για πρώτη φορά να βαδίσει με πλήρη αυτοπεποίθηση, παρουσιάζοντας έτσι τον εαυτό της με όλη του την ομορφιά και μοναδικότητα «περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα». Μέσα από την αγάπη του, η Πολυδούρη βλέπει όλη τη μαγεία που κρύβει η ζωή κι αισθάνεται πως μπορεί πλέον να την απολαύσει στην πληρότητά της. Ο έρωτάς του, μάλιστα, όχι μόνο της προσφέρει την αίσθηση της ολοκλήρωσης, αλλά τη συνοδεύει ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της. Καθώς η ποιήτρια προσμένει το τέλος της, μπορεί να στέκεται δυνατή και να δηλώνει πως «έτσι γλυκά πεθαίνω», μιας και η αγάπη εκείνου της έχει χαρίσει την πολύτιμη αίσθηση πως έλαβε από τη ζωή ό,τι καλύτερο είχε να της προσφέρει και πως τώρα μπορεί να αποχωρήσει, χωρίς να βασανίζεται από την πίκρα των ανεκπλήρωτων ονείρων και των χαμένων απολαύσεων. Η ποιήτρια κατόρθωσε με την αγάπη του να ζήσει το μέγιστο της ευτυχίας της και είναι πια ικανή να φτάσει άφοβα στο τέλος της, με τη δύναμη που της προσφέρει η επίγνωση πως εκείνος την αγάπησε.

Η αγάπη, επομένως, -η απόλυτη, αγνή και χωρίς όρους αγάπη- καθίσταται για την ποιήτρια η υπέρτατη αξία της ζωής. Η αγάπη, όπως την γνώρισε και την αποθεώνει στους στίχους της η Πολυδούρη, σημαίνει την πλήρη αποδοχή κι εκτίμηση του άλλου και αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή δύναμης και ευτυχίας. Η ποιήτρια υμνεί την ερωτική αγάπη, το συνταίριασμα δύο ψυχών, υποδεικνύοντας τον ιδανικό -για εκείνη- δρόμο της συναισθηματικής ολοκλήρωσης, υπό το πρίσμα, βέβαια, της εξιδανίκευσης που επέφερε η πρόωρη απώλεια του αγαπημένου της «ωραίε, που βασίλεψες».

Σχολιασμός Αδίδακτου Λογοτεχνικού Κειμένου

Μυρτιώτισσα «Σ’ αγαπώ»

Σ’ αγαπώ δεν μπορώ

τίποτ’ άλλο να πω

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ

Με λαχτάρα σκορπώ

Τον πολύφυλλο ανθό

Της ζωής μου.

Ω μελίσσι μου, πιες

απ’ αυτόν τις γλυκές,

τις αγνές ευωδιές

της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου – να!

στα προσφέρω δετά,

για να γείρεις γλυκά

το κεφάλι,

κ’ η καρδιά μου σκιρτά

κι όλη ζήλεια ζητά

να σου γίνει ως αυτά προσκεφάλι!

Και για στρώμα καλέ,

πάρε όλην εμέ-

σβήσ’ τη φλόγα σε με

της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ

τη ζωή θ’ αγρικώ

να κυλάει στο ρυθμό

της καρδιάς σου!…

Σ’ αγαπώ δεν μπορώ

τίποτ’ άλλο να πω

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο!

Πώς εκφράζεται το αίσθημα του έρωτα στο παραπάνω ποίημα; Ποιες ομοιότητες παρατηρείτε με το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη;

Η Μυρτιώτισσα όπως και η Πολυδούρη επιδιώκουν να εκφράσουν με τα ποιήματά τους τον έρωτα που αισθάνονται για τον αγαπημένο τους. Κι ενώ η Πολυδούρη εστιάζει περισσότερο στη διάρκεια του συναισθήματός της αλλά και στην έντονη επίδραση που άσκησε στη ζωή της, η Μυρτιώτισσα μας προσφέρει ένα ποίημα ερωτικής έντασης, όπου η αγάπη χρωματίζεται κυρίως από το ερωτικό πάθος της ποιήτριας.

Πιο αναλυτικά, η Μυρτιώτισσα, ξεκινά το ποίημά της με την απλή παραδοχή της αγάπης της, μη βρίσκοντας τίποτε πιο ουσιαστικό, πιο σημαντικό και πιο δυνατό να πει, πέραν από το απλό αλλά ξεκάθαρο «Σ’ αγαπώ». Με παρόμοιο τρόπο βέβαια ξεκινά και η Πολυδούρη τη σύνθεσή της, μιας και θέτει από την αρχή κιόλας το θέμα της αγάπης, με τη διαφορά ότι ενώ η Μυρτιώτισσα δηλώνει η ίδια πως αγαπά τον αποδέκτη του ποιήματος, η Πολυδούρη δηλώνει ότι γράφει το δικό της ποίημα γιατί εκείνος την αγάπησε, δίνοντας έτσι σ’ εκείνον την πρωτοβουλία αλλά και το προβάδισμα στη σχέση τους.

Στη συνέχεια η Μυρτιώτισσα προσφέρει στον αγαπημένο της τον πολύφυλλο ανθό της ζωής της, παρομοιάζοντας έτσι την ύπαρξή της με λουλούδι, όπως ακριβώς κάνει και η Πολυδούρη που δηλώνει ότι είναι ωραία σαν κρίνος ολάνοιχτος. Η ουσιαστική διαφορά εδώ είναι ότι η Πολυδούρη επιλέγει να παρομοιάσει τον εαυτό της με κρίνο, με το λουλούδι της αγνότητας δηλαδή, ενώ η Μυρτιώτισσα αναφέρεται σ’ έναν πολύφυλλο ανθό, θέλοντας να δώσει με την αναφορά στα πολλά φύλλα είτε την πάροδο ήδη πολλών χρόνων στη ζωής της είτε ότι η ζωή της είναι ήδη γεμάτη με εμπειρίες και άρα η ίδια είναι μια γυναίκα με πολύπλευρη προσωπικότητα. Άλλωστε, το ποίημα Σ’ αγαπώ, περιέχεται στη συλλογή Κίτρινες φλόγες που κυκλοφόρησε το 1925, όταν η ποιήτρια ήταν ήδη 40 ετών.

Η Μυρτιώτισσα, πάντως, προσφέρει τον ανθό της ζωής της για να μπορέσει ο αγαπημένος της να απολαύσει τις αγνές ευωδιές της ψυχής της, θέλοντας έτσι να τονίσει την αγνότητα και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της, τα οποία ακόμη κι αν γεννήθηκαν σε μια ώριμη ηλικία για την ποιήτρια, δε σημαίνει ότι στερούνται της αλήθειας εκείνης που θα μπορούσε να τα εξαγνίσει. Η αναφορά στην ψυχή είναι ένα ακόμη κοινό στοιχείο των δύο ποιημάτων, καθώς και η Πολυδούρη αναφέρεται στην ψυχή της, «κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα», γεγονός που καθιστά σαφές ότι η ένταση της αγάπης είναι και για της δύο ποιήτριες τέτοια που την αισθάνονται μέχρι τα εσώτατα του είναι τους. Η Μυρτιώτισσα προσφέρει ό,τι καλύτερο υπάρχει στην ψυχή της στον αγαπημένο της και η Πολυδούρη αισθάνεται το ρίγος που της προκάλεσε το άγγιγμά του να ταράζει την ψυχή της ακόμα και τώρα που αυτός έχει χαθεί.

Κι όπως η Πολυδούρη μιλά για το άγγιγμα του αγαπημένου της, έτσι και η Μυρτιώτισσα του προσφέρει τα χέρια της για να γείρει το κεφάλι του, ενώ παράλληλα δηλώνει ότι τον αγαπά τόσο πολύ ώστε η καρδιά της ζηλεύει τα ίδια της τα χέρια, γιατί θα ήθελε αυτή να χρησιμεύσει ως προσκέφαλό του. Εδώ, σ’ αυτούς του στίχους, υπάρχει για τη Μυρτιώτισσα η υπερβολή και η απόλυτη ένταση του συναισθήματος, το οποίο στην Πολυδούρη το συναντάμε όταν λέει ότι γεννήθηκε μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε.

Η επόμενη στροφή στην οποία η Μυρτιώτισσα καλή τον αγαπημένο της να ξαπλώσει το σώμα του στο δικό της και να σβήσει έτσι τη φλόγα του σ’ αυτήν, δεν έχει αντίστοιχό της στο ποίημα της Πολυδούρη. Το ερωτικό κάλεσμα και το ερωτικό πάθους που διατρέχει το ποίημα της Μυρτιώτισσας εδώ γίνεται πια ξεκάθαρο, καθώς η ποιήτρια αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει όχι μόνο την αγάπη της αλλά και την ερωτική της επιθυμία. Η Πολυδούρη από την άλλη, παρόλο που κάνει λόγο για σωματική επαφή, όταν μιλά για το άγγιγμα των χεριών του, δε φτάνει στο σημείο να μιλήσει ανοιχτά για την ερωτική της επιθυμία και για τη μεταξύ τους σαρκική επαφή.

Οι στίχοι στους οποίους η ποιήτρια λέει ότι καθώς ο αγαπημένος της θα είναι πλαγιασμένος κοντά της θα ακούει τη ζωή να περνά στο ρυθμό της καρδιάς του, μας θυμίζει την αντίστοιχη αναφορά της Πολυδούρη ότι χάρη στην αγάπη του πεθαίνει γλυκά. Η Μυρτιώτισσα θέλει να είναι πλαγιασμένη δίπλα στον αγαπημένο της και να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του, μιας και αυτό θα της προσέφερε χαρά και θα έδινε στη ζωή της μια ιδιαίτερη αξία καθώς θα μετρούσε το πέρασμα του χρόνου δίπλα του, στην αγκαλιά του. Ενώ, η Πολυδούρη, που έχει χάσει πια τον αγαπημένο της, είναι έτοιμη να πεθάνει χωρίς να αισθάνεται φόβο ή στενοχώρια, καθώς ο θάνατος θα της επιτρέψει να βρεθεί και πάλι κοντά του ή τουλάχιστον γιατί η παρουσία του στη ζωή της, της προσέφερε το απαραίτητο αίσθημα ολοκλήρωσης και πληρότητας, ώστε να μη φοβάται πλέον το θάνατο.

Η τελευταία στροφή του ποιήματος είναι επανάληψη της πρώτης στροφής, σε μια ενδιαφέρουσα χρήση του σχήματος κύκλου, το οποίο έρχεται να συμπεριλάβει όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποιήματος μέσα στα πλαίσια της διακήρυξης της αγάπης της ποιήτριας. Κάθε τι που ειπώθηκε από την ποιήτρια δικαιολογείται από την αγάπη που αισθάνεται για εκείνον, μια αγάπη δυνατή και απόλυτη. Το σχήμα κύκλου το χρησιμοποιεί βέβαια και η Πολυδούρη, θέλοντας και εκείνη να εκφράσει με έμφαση τα συναισθήματά της για τον αγαπημένο της.

Γ. Αηδονόπουλος «Μόνο για την αγάπη»

Μόνο για την Αγάπη ας προσπεράσω

κι αυτή τη δύσκολή μου ανηφοριά,

κι ας προσπαθήσω να χαμογελάσω

σαν το λουλούδι στην καλοκαιριά…

Μόνο για την Αγάπη ίσως αξίζει

την πρώιμη μοναξιά μου ν’ αρνηθώ,

πριν, όπως το νερό, που πλημμυρίζει,

με παρασύρει μέσα στο βυθό!

Γύρω μου τάφοι, γύρω μου τα δάκρυα

κάποιων ματιών που κλάψανε πιστά.

Μα εγώ θα μείνω εδώ, σε κάποιαν άκρια,

με τα δικά μου βλέφαρα κλειστά.

Χωρίς να βλέπω τίποτα απ’ τη μπόρα,

κι ας είναι σαν το δέντρο να μαδώ.

Τώρα που όλα τριγύρω σβήνουν … Τώρα!

Μόνο για την Αγάπη, που είναι εδώ!

Ο Αηδονόπουλος στο ποίημά του καθιστά την ποίηση κίνητρο για να συνεχίσει την πορεία της ζωής του, παρά τα προβλήματα που εμφανίζονται, και παράλληλα πηγή δύναμης για να ξεφύγει από το αίσθημα της μοναξιάς, το οποίο είναι ικανό να κατακλύσει τη ζωή του. Αντιλαμβάνεται πως γύρω του υπάρχουν τρομερές δυσκολίες, πόνος και φυσικά ο κυρίαρχος θάνατος, αλλά ο ίδιος πιστεύει πως μπορεί να κρατηθεί από την αγάπη, έστω κι αν βιώνει κι ο ίδιος κάποιες απώλειες. Η αγάπη θα τον στηρίξει, θα του δώσει τη δύναμη που χρειάζεται, τώρα που οι δυσκολίες πυκνώνουν, για να αντέξει τις δοκιμασίες που του παρουσιάζει η ζωή. Η αγάπη, μάλιστα, για την οποία ο ποιητής είναι διατεθειμένος να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία είναι αυτή τη στιγμή παρούσα στη ζωή του, είναι εδώ, κι αυτό αποτελεί μια επιπλέον ενδυνάμωση στις προσπάθειές του.

Με παρόμοιο τρόπο παρατηρούμε πως η Πολυδούρη στο δικό της ποίημα καθιστά την αγάπη, την αγάπη του καλού της, ως μια ξεχωριστή πηγή δύναμης που καταξίωσε τη ζωή της και τη βοήθησε να αναδείξει τις καλύτερες πτυχές του εαυτού της. Σε μια περίοδο της ζωής της, που η ίδια δεν είχε ακόμη εμπιστοσύνη στον εαυτό της, η αγάπη εκείνου την ενδυνάμωσε, της προσέφερε αυτοπεποίθηση και την ώθησε σε μια εσωτερική πληρότητα. Η ποιήτρια, βέβαια, προχωρά τη θεματική της αγάπης ένα βήμα παραπέρα καθώς δηλώνει πως τελικά μόνο για την αγάπη εκείνου γεννήθηκε. Η κοινή θέση πάντως και των δύο ποιητών είναι πως η αγάπη μπορεί να ενδυναμώσει τον άνθρωπο και να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζει, γεγονός που την καθιστά εν τέλει ικανό λόγο για να συνεχίσει κάποιος να ζει και να μην παραιτηθεί μπροστά στις δυσκολίες της ζωής. Η αγάπη κατανικά τη μοναξιά και τη θλίψη, ομορφαίνει και καταξιώνει τη ζωή -και οι δύο ποιητές καταφεύγουν σε παρομοιώσεις σχετικές με λουλούδια- και αποτελεί ένα ισχυρό αντίβαρο για το θάνατο που κυριαρχεί παντού.

Ε. Μπράουνιγκ: Σονέτο XLIII, Απ’ τα Πορτογαλεζικά

Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω.

Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος

που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν ψάχνει αόρατη

να βρει το τέλος του Είναι και της Χάρης της ιδανικής.

Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης

καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο ή του κεριού

το φως.

Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες

για το Δίκιο.

Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο.

Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα

παλιά τις λύπες μου και με την πίστη

των παιδικών μου χρόνων.

Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα

μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’ αγαπώ

με την ανάσα,

τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου! – και αν

ο Θεός ορίσει,

θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.

Η Elizabeth Barrett Browning καταθέτει στο Σονέτο 43 την αγάπη της για τον μελλοντικό της σύζυγο Robert Browning. Η ποιήτρια έχοντας ερωτευτεί κι έχοντας μπροστά της την προοπτική μιας δυνατής και ουσιαστικής σχέσης, επιχειρεί να κλείσει μέσα στις λέξεις της την ένταση και την ομορφιά ενός συναισθήματος που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με λόγια. Η δύναμη του έρωτα που έχει κατακλύσει την ψυχή της ποιήτριας, την ωθεί να δοκιμάσει νέες αναλογίες και νέους τρόπους για να εκφράσει το πρωτόγνωρα έντονο αυτό συναίσθημα.

Σ’ αγαπώ, δηλώνει η ποιήτρια, σε όλες τις πιθανές διαστάσεις της ψυχής μου, -της ψυχής που απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχει υλική υπόσταση και άρα πιθανότατα δεν έχει καν όρια-, όταν αυτή αναζητά το τέλος του Είναι, το τέλος της ύπαρξης και το τέλος της Ιδανικής Χάρης, της ομορφιάς. Η ποιήτρια βιώνοντας τη γένεση του ερωτικού της συναισθήματος, βρίσκεται σ’ ένα κατακλυσμό συναισθημάτων, τα οποία μοιάζουν να είναι χωρίς όρια, καθώς ο έρωτάς της είναι σα να βαθαίνει κάθε λεπτό που περνά, γι’ αυτό και στην προσπάθειά της να τον οριοθετήσει, χρησιμοποιεί έννοιες με ασύλληπτη ευρύτητα, όπως είναι η Ψυχή, το Είναι και η Χάρη. Όπως, δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε τις έννοιες αυτές, έτσι και η ποιήτρια αισθάνεται πως ο έρωτάς της είναι χωρίς όρια και περιορισμούς, είναι απόλυτος και πανίσχυρος.

Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης καθημερινής ανάγκης: Ο έρωτας που αισθάνεται η ποιήτρια δεν αφορά μόνο ιδεατές καταστάσεις και αφηρημένες έννοιες, είναι ένα αίσθημα πρωτόγονο που φτάνει στις πλέον βασικές ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Η ποιήτρια, ποθεί τον αγαπημένο της, είτε κάτω από το φως του ήλιου - για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν να βιωθούν δημόσια-, είτε κάτω από το φως του κεριού -για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν βιωθούν μόνο ιδιωτικά, εντός κλειστού και προσωπικού χώρου.

Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες για το Δίκιο: Η ποιήτρια αισθάνεται πως είναι ελεύθερη να αγαπήσει, έχει δηλαδή κάθε δικαίωμα να βιώσει τον έρωτά της, όπως ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι να παλεύουν για τη δικαιοσύνη. Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο: Η αγάπη της είναι αγνή, προκύπτει χωρίς προσπάθεια, ενστικτωδώς, όπως ενστικτωδώς οι ηθικοί άνθρωποι απεχθάνονται τους επαίνους και τις κολακείες.

Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα παλιά τις λύπες μου και με την πίστη... Η αγάπη της ποιήτριας έχει την ένταση που έχουν όλα τα συναισθήματα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Με την ίδια απελπισία και απόγνωση που ένα παιδί βιώνει τη θλίψη του, αλλά και με την ίδια δύναμη που πιστεύει σε καθετί που θεωρεί σωστό, έτσι αγαπά τώρα η ποιήτρια τον αγαπημένο της. Η ένταση του συναισθήματος προσομοιάζει την ένταση των παιδικών συναισθημάτων, μια ένταση που οι ενήλικες συχνά θεωρούν ότι έχει πια παρέλθει και δεν μπορούν να νιώσουν ξανά.

Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα... Καθώς περνούσαν τα χρόνια η ποιήτρια αισθανόταν πως έχανε την πίστη της, αλλά και τη δυνατότητα να αισθανθεί κάτι με την ένταση που αισθανόταν καθετί όταν ήταν νεότερη και ιδίως όταν ήταν παιδί. Ο ερχομός, επομένως, του αγαπημένου της, της ξυπνά συναισθήματα που τα βιώνει πλέον σε μια ένταση που νόμιζε πως δεν μπορούσε πια να αισθανθεί. Ο έρωτάς της, δηλαδή, είναι τόσο δυνατός όσο κανένα άλλο συναίσθημα σε όλη την ενήλικη ζωή της.

Σ’ αγαπώ με την ανάσα, τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου: Η ποιήτρια οδηγεί σε μια ανοδική κλιμάκωση την έκφραση της αγάπης της και δηλώνει πως ο έρωτάς της έχει τη δύναμη όλης της, της ζωής –με την ανάσα- και παράλληλα συγκεντρώνει την ένταση όλων των συναισθημάτων που έχει ποτέ βιώσει –τα χαμόγελα και τα δάκρυα. Και όχι μόνο θεωρεί πως σε αυτόν τον έρωτα έχουν συγκεντρωθεί τα συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά αν ο Θεός της το επιτρέψει θα αγαπά τον μελλοντικό της σύζυγο, ακόμη περισσότερο μετά το θάνατό της.

Ο τρόπος με τον οποίο η Barrett Browning περιγράφει τη δύναμη των συναισθημάτων της, μας παραπέμπει στα λόγια της Μαρίας Πολυδούρη, η οποία επίσης αντίκρισε τον έρωτά της ως δύναμη ζωοποιό και καταλυτική. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», η Πολυδούρη θεωρεί πως τελικά ολόκληρη η ζωή της δικαιώθηκε από την αγάπη εκείνου και πως ο λόγος για τον οποίο γεννήθηκε ήταν για να βιώσει την αγάπη του. Και τώρα που βλέπει τη ζωή της να φτάνει στο τέλος της: «κι έτσι γλυκά πεθαίνω / μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», η ποιήτρια αισθάνεται πως η αγάπη του υπερνικά ακόμη και το φόβο του θανάτου, μιας και ο θάνατος στην παρούσα ζωή, μπορεί να σημάνει την επανένωση σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη μορφή ύπαρξης, εφόσον ο αγαπημένος της είναι ήδη νεκρός.

Η Barrett Browning μας περιγράφει την ένταση του έρωτά της, ενός έρωτα που ξεπερνά ακόμη και τα όρια της υπερβολής κι έχει την προοπτική να συνεχιστεί ακόμη και μετά το θάνατό της. Ενώ, η Πολυδούρη φτάνει σε μια παρόμοια προοπτική, έχοντας πρώτα καταγράψει τους λόγους για τους οποίους η αγάπη του υπήρξε σημαντική για την ίδια.

Παράλληλα Κείμενα

Μαρία Πολυδούρη «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον»

Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;

Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί

τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,

τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου

έφεγγε και των θείων και των γηίνων.

Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,

εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου

μεσ’ στων δακρύων την ευχαριστία

κι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου

θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,

ποια δόξα ακριβή να πω;

Στο χωρισμό μας τού ‘φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι

μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου

σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.

Όμως όλοι φοβήθηκαν κι εγώ πιστεύω ακόμα

αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.

Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;

Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.

Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Μαρία Πολυδούρη 1929

Το ποίημα «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον» έχει γραφτεί το 1929, μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη κι έρχεται να εκφράσει όλη την απελπισία της ποιήτριας, η οποία δηλώνει ότι δεν έχει πια λόγο να υπηρετεί τη Μούσα, καθώς ό,τι έχει συνθέσει μέχρι τώρα το έχει συνθέσει μόνο για εκείνον, δηλαδή τον Καρυωτάκη. Από τους πρώτους κιόλας στίχους η Πολυδούρη δηλώνει ότι μοιάζει πλέον μάταιο να δέχεται την προστασία της Μούσας και να πιέζει τον εαυτό της να δεχτεί ξανά τα καλέσματα της ζωής, με τις χαρές και τους νέους έρωτες που έχει να της προσφέρει, καθώς δεν αισθάνεται πλέον πως η μοίρα της είναι να υπηρετεί την ποίηση. Ο μόνος λόγος που έγραφε ποίηση ήταν για την αγάπη εκείνου κι εκείνος δεν υπάρχει πια, οπότε το να θεωρεί τον εαυτό της ως λειτουργό της ποίησης και να πιστεύει ότι είναι τυχερή που έχει το χάρισμα να υπηρετεί την τέχνη της ποιήσεως, της φαίνεται απολύτως ανώφελο, αν όχι αστείο.

Έχει περάσει καιρός από τότε που η ματιά της ποιήτριας φώτιζε, δηλαδή μπορούσε να αντιληφθεί τόσο τα ανθρώπινα όσο και τα θεία, και μπορούσε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς μέσω της ποίησής της. Οι στίχοι αυτοί μας παραπέμπουν στην άποψη που υπήρχε από την αρχαιότητα για τους ποιητές, ότι με τη δύναμη που τους προσφέρεται από τους θεούς μπορούν να βλέπουν πράγματα και να γνωρίζουν πράγματα που οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν μπορούν. Οι ποιητές είχαν χάρη στη θεϊκή παρέμβαση μια ανώτερη αντίληψη κι αυτό το χάρισμα όπως μας δηλώνει η ποιήτρια το έχει χάσει εδώ και καιρό.

Παράλληλα, η ποιήτρια αποποιείται και την ερωτική έκφανση της ποίησής της, λέγοντας ότι ποτέ δε θέλησε να εκφράσει με τους στίχους της τα ανθρώπινα πάθη, τους έρωτες και οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα δεν έχει καθαγιαστεί από την αληθινή αγάπη. Καθετί που έγραψε, καθετί που εξέφρασε με την ποίησή της, απευθυνόταν σε εκείνον και είχε ως μόνο κίνητρο την αγάπη που αισθανόταν γι’ αυτόν. Αν οι ποιητές έχουν τη δυνατότητα μέσω της ποίησής τους να εκφράζουν τα πάθη που προκαλεί ο έρωτας στους ανθρώπους, η Πολυδούρη δηλώνει ότι ποτέ δεν μετείχε σ’ αυτή την εξύμνηση του έρωτα. Εκείνη έγραφε μόνο για την αγνή αγάπη που ένιωθε για εκείνον. Την αγνότητα των συναισθημάτων της που εκφράζει με το στίχο «των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα» θα την επαναβεβαιώσει λίγο μετά με τον στίχο «Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου». Για την Πολυδούρη είναι σημαντικό να τονιστεί η αγνότητα που περιβάλλει τον έρωτά της καθώς η σχέση της με τον Καρυωτάκη δεν προχώρησε ποτέ πέρα από την αγνή μα δυνατή ένταση ενός πλατωνικού έρωτα. Αγνότητα σωματική, αλλά κυρίως αγνότητα προθέσεων, για μια γυναίκα που αγαπά και τραγουδά, αγαπά και γράφει στίχους, μόνο με την ελπίδα ότι οι στίχοι αυτοί κάποτε θα διαβαστούν από το αγαπημένο πρόσωπο. Το μοναδικό κίνητρο για τη ποιητική της δημιουργία είναι ότι κάποιο βράδυ, στο φτωχικό του σπίτι, ο Καρυωτάκης θα διαβάσει τα ποιήματά της και θα διακρίνει την αδιάκοπη ένταση της αγάπης της. Παρά το γεγονός ότι οι δύο νέοι είχαν χωρίσει η Πολυδούρη δεν έπαψε ποτέ να είναι χωρίς μέτρο ερωτευμένη με τον Καρυωτάκη και αυτό επιχειρεί να δηλώσει μ’ αυτό το ποίημα απολογισμό για την ποιητική της τέχνη.

Ό,τι έχει δηλώσει με άκρατο λυρισμό στο «Γιατί μ’ αγάπησες», το δηλώνει εκ νέου στο ποίημα αυτό, διατηρώντας όμως μια σοβαρότητα στην έκφραση που απομακρύνει το ποίημα από την ερωτική διατύπωση και το φέρνει ακριβώς στα όρια μιας τελικής διακήρυξης ή έστω αποκήρυξης οποιουδήποτε στοιχείου θα μπορούσε να συνδυάσει τους στίχους της ποιήτριας με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή με οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέρα από την αγνή κι ασίγαστη αγάπη για εκείνον. Η δικαίωση της ύπαρξής της όπως και της ποίησής της έρχεται μέσα από τη χαρά που διακρίνει στα μάτια του αγαπημένου προσώπου. Τη χαρά αυτή δε θα μπορούσε να τη συγκρίνει με καμία άλλη δόξα, καθώς για εκείνη τίποτε τόσο πολύτιμο δε θα μπορούσε να υπάρξει, όσο η χαρά που μοιράστηκε μαζί του. Ακόμα και τις στιγμές του χωρισμού τους οι στίχοι της αποτελούσαν μηνύματα ελπίδας για εκείνον, ότι η αγάπη της όχι μόνο συνεχίζεται αλλά έχει μεγαλώσει σε ένταση. Είτε είναι κοντά του και μπορεί να απολαμβάνει τη χαρά που καθρεφτίζεται στα μάτια του είτε είναι μακριά του, η ποίησή της γράφεται μόνο για εκείνον.

Τώρα που γράφει αυτούς τους στίχους δεν έχει μείνει κανένας αντίλαλος, κανένα ίχνος της κραυγής που έβγαλε η ποιήτρια όταν έμαθε για το θάνατο του αγαπημένου της. Ο πόνος της δεν είναι πια ορατός, αλλά όπως κι όσοι την άκουσαν να θρηνεί, έτσι κι η ίδια γνωρίζει ότι η ένταση του πόνου που αισθάνθηκε ήταν τέτοια που δεν μπορεί παρά να την έφερε πιο κοντά στο θάνατο. Όπως ακριβώς εκείνος δικαίωσε την ποιητική της τέχνη, όπως έδωσε νόημα στη ζωή της, έτσι και τώρα με το θάνατό του της δείχνει το δρόμο και τη φέρνει πιο κοντά στο τέλος της.

Άλλωστε, όπως μας λέει η ποιήτρια στο κλείσιμο του ποιήματος, γιατί να δέχεται το κάλεσμα της Μούσας, γιατί να γράφει, γιατί να ενδώσει στα ανόσια πάθη και εν τέλει γιατί να συνεχίσει να ζει αφού τα τραγούδια της ήταν μόνο για εκείνον. Χωρίς εκείνον η τέχνη της χάνει το νόημά της και η ποιήτρια δηλώνει ότι δεν έχει πια απολύτως κανένα λόγο να συνεχίσει να υπηρετεί την ποιητική δημιουργία. Όπως πολύ όμορφα το έχει πει η ίδια: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες...

Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.

Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.

Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη

ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει

που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά

κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,

πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι

κι’ ανύποπτα περνά μές στη ζωή.

Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,

σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Ως παράλληλο κείμενο για το ποίημα «Γιατί μ’ αγάπησες» μπορεί επίσης να τεθεί το ποίημα «Κοντά σου», το οποίο εκφράζει με λυρισμό και πολλές ενδιαφέρουσες εικόνες τα συναισθήματα της ποιήτριας για το αγαπημένο της πρόσωπο. Καθετί κοντά του αποκτά μια ιδιαίτερη γαλήνη, ζεστασιά, ασφάλεια και εν γένει όλα γίνονται όμορφα όταν εκείνος βρίσκεται κοντά της. Τα συναισθήματα αυτά έρχονται να συμπληρώσουν την άποψη που εκφράζεται στο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» όπου η ποιήτρια δικαιώνει την ύπαρξή της καθώς και την ποιητική της δημιουργία χάρη στην αγάπη εκείνου.

Στο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» η ποιήτρια προχωρά ουσιαστικά σ’ έναν απολογισμό της επίδρασης που άσκησε η αγάπη εκείνου στη ζωή της, παρουσιάζοντας την επενέργεια του έρωτά του σε κάθε διάσταση της προσωπικότητάς της. Χάρη στην αγάπη του η ποιήτρια κατόρθωσε να αποδεχτεί και να αγαπήσει τον εαυτό της, απέκτησε την αναγκαία αυτοπεποίθηση, ώστε να οδηγηθεί σε μια πλέρια εσωτερική ωρίμανση και παράλληλα απέκτησε τέτοια πληρότητα στη ζωή της, ώστε να προχωρά και στο δικό της τέλος, χωρίς φόβο και χωρίς την αίσθηση ότι υπάρχει κάποια ευτυχία που να μην είχε την ευκαιρία να τη βιώσει μαζί του. Ο απολογιστικός χαρακτήρας του ποιήματος ενισχύεται από το γεγονός ότι εκείνος έχει πια χαθεί, οπότε η ποιήτρια ανατρέχει στο κοινό τους παρελθόν και συνθέτει έναν ερωτικό ύμνο για να τιμήσει τον αγαπημένο της.

Από την άλλη στο ποίημα «Κοντά σου» η Πολυδούρη εστιάζει την προσοχή της στο παρόν της σχέσης τους και μας δίνει τη μοναδική αίσθηση που της χαρίζει η παρουσία του. Ο αγαπημένος της βρίσκεται κοντά της και η ποιήτρια αισθάνεται τη γαλήνη, που η παρουσία του χαρίζει στην ψυχή της, να διαπερνά καθετί γύρω της. Η αγάπη που αντλεί από την παρουσία του και η χαρά που ξυπνά μέσα της, προσδίδουν μια διαφορετική εικόνα στον περιβάλλοντα χώρο και η ποιήτρια νιώθει τη θλίψη της να υποχωρεί και να χάνεται.

Οδυσσέας Ελύτης «Το Μονόγραμμα»

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος

Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ’ στ’ αχανή

σεντόνια

Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη

Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας

στοές

Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα

Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς

Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"

Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό

πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά

που μεγαλώνει

Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Eπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το

εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα

Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο

Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα

Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι

Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο

Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς

Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.

«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από τους στίχους της διακηρύττει πως ο μόνος λόγος για τον οποίο «τραγουδά» είναι η αγάπη εκείνου. Μια αγάπη που είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχή της, καθώς την ώθησε σε μια πολλαπλή ωρίμανση, τόσο συναισθηματική όσο και σωματική. Η ποιήτρια κατόρθωσε, μέσα από τη δική του αγάπη, να αποδεχτεί τον εαυτό της, να γνωρίσει όλη την ομορφιά που κρύβει μέσα της και να παρουσιάσει πλέον τον εαυτό της με τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που της προσέφερε η επίγνωση πως εκείνος τη γνωρίζει σε βάθος και την αγαπά για αυτό ακριβώς που είναι. Η αγάπη του αποτέλεσε, επομένως, τον καθρέφτη στον οποίο μπόρεσε η ποιήτρια να δει για πρώτη φορά την πραγματική διάσταση της ομορφιάς της -εξωτερικής και εσωτερικής.

Η αγάπη εκείνου, πέραν από το γεγονός ότι υπήρξε το έναυσμα και η κυρίαρχη αιτία για την ποιητική δημιουργία της Πολυδούρη, αποτέλεσε πολύ περισσότερο το στοιχείο εκείνο που δικαίωσε την ίδια της τη ζωή. Η μέχρι πρότινος άχαρη ζωή της ποιήτριας, απέκτησε νόημα και ουσιαστική απόλαυση, από τη στιγμή που εκείνος της προσέφερε την αγάπη του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η ποιήτρια όχι μόνο να αισθάνεται πως εν τέλει γεννήθηκε μόνο και μόνο για να γνωρίσει την αγάπη του, αλλά και ότι τώρα που εκείνος έχει χαθεί, μπορεί και η ίδια να προσεγγίσει το δικό της τέλος χωρίς φόβο.

Οι στίχοι της Πολυδούρη εγκλείουν όλη την αγάπη που πλημμύρισε την ψυχή της ποιήτριας. Μια αγάπη, όμως, που δεν μπορεί πια να αποτελέσει το παρόν ή το μέλλον της, καθώς εκείνος έχει ήδη πεθάνει κι εκείνη σύντομα θα τον ακολουθήσει. Η αγάπη της ποιήτριας, επομένως, δίνεται με τη συγκράτηση που επιβάλλει η απουσία του αγαπημένου και αποτελεί περισσότερο το γιόρτασμα της παρουσίας του. Στο ποίημα της Πολυδούρη δεν υπάρχει η δύναμη που χαρακτηρίζει ένα πάθος στη γέννησή του, με όλη εκείνη την ορμή που του χαρίζει η προοπτική του μέλλοντος και η υπόσχεση της κοινής πορείας των ερωτευμένων.

«Το Μονόγραμμα»

Η δύναμη του ερωτικού πάθους, ιδωμένου μέσα από την προοπτική του παρόντος αλλά και του ελκυστικού κοινού μέλλοντος, μας δίνεται στους στίχους του εξαίσιου ποιήματος του Ελύτη. Ο ποιητής στο Μονόγραμμα παρουσιάζει έναν ιδιώνυμο έρωτα «Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου / Nα μιλώ για σένα και για μένα.», που φαίνεται πως έχει κατακυριεύσει την ψυχή του και εξουσιάζει πλέον κάθε σκέψη και πράξη του. Η ορμητικότητα του πάθους που απουσιάζει από το ποίημα της Πολυδούρη, εντοπίζεται στους γεμάτους αρρενωπότητα και ζωική ορμή στίχους του Ελύτη, ο οποίος αισθάνεται πως ο έρωτας που νιώθει για την αγαπημένη του, του παρέχει τη δύναμη να υπερβεί τα ανθρώπινα μέτρα, ώστε να της χαρίσει πρωτόγνωρες εμπειρίες: «κι έχω τη δύναμη / Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω / Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας / στοές». Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"

Στους στίχους του Ελύτη το ερωτικό πάθος, αποκτά σαρκικές διαστάσεις, στοιχείο που δεν είναι τόσο εμφανές στο τραγούδι της Πολυδούρη. Ο ποιητής δε διστάζει να υπονοήσει την ευχαρίστηση που του προσφέρει η σωματική επαφή με την αγαπημένη του, παρουσιάζοντας έτσι τον έρωτα στην πληρότητά του. Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο: Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά/Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Το μοτίβο που κυριαρχεί στο Μονόγραμμα είναι η ιδέα πως ο ποιητής και η αγαπημένη του αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Υπό οποιαδήποτε μορφή, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οι δυο τους θα συνυπάρχουν και ο ένας θα συμπληρώνει αρμονικά τον άλλο. Σε αντίθεση με το ποίημα της Πολυδούρη, όπου εκείνη μοιάζει να λαμβάνει περισσότερα από την αγάπη του άλλου, και όπου η δική της συνεισφορά παρουσιάζεται μόλις στην τελευταία στροφή «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες / έζησα, να πληθαίνω / τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες», ο Ελύτης παρουσιάζει έναν έρωτα ισόρροπο, όπου ο ένας αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του άλλου.

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το

εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα

Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Εκείνη αποτελεί για τον ποιητή «το νόμισμα», την απόλυτη αξία της ζωής του κι

εκείνος με τη λατρεία του, με την πλήρη παράδοσή του στην παρουσία της, έρχεται

να επισφραγίσει την αξία της. Για κάθε εμπειρία που πλουτίζεται με τη δική της

παρουσία ή απλώς και μόνο με την επίγνωση ότι εκείνη βρίσκεται κάπου κοντά του, ο

ποιητής είναι πρόθυμος να «πληρώσει». Τόσο για τη νύχτα, τόσο για τη σιγαλιά... ο

ποιητής μέσα από τον έρωτά του για εκείνη, αγαπά πλέον καθετί γύρω του και

καταθέτει, πληρώνει γι’ αυτή την αγάπη του, μέχρι που:

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο

Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα

Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

Ο ποιητής δίνει τα πάντα για χάρη του έρωτα του, μέχρι που δεν έχει πια τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνη. Η ζωή του όλη κατακυριεύεται από εκείνη, ο ποιητής παραδίνεται πλήρως στην αγαπημένη του, με τέτοια ένταση που ο έρωτας τους αυτός μοιάζει πλέον προκλητικά διαφορετικός για τους άλλους ανθρώπους. Το ποίημα της Πολυδούρη παρουσιάζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή της η αγάπη ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει πια, ενώ ο Ελύτης καταγράφει το συγκλονισμό που του παρέχει ένας έρωτας που αποτελεί το κυρίαρχο παρόν στη ζωή του. Η Πολυδούρη αποτίνει φόρο τιμής στον αγαπημένο της που σφράγισε με την παρουσία του τη ζωής, ενώ ο Ελύτης μας παρουσιάζει τους κραδασμούς της ψυχής του από τον ασίγαστο έρωτα που έχει κατακυριεύσει τη ζωή του. Η κοινή βάση, βέβαια, και τον δύο ποιημάτων είναι η αγάπη για τον άλλον που με τρόπους απρόσμενους φωτίζει τη ζωή μας και προσφέρει χαρά εκεί που κάποτε υπήρχε έλλειψη και απουσία ενδιαφέροντος.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δεκέμβρης του 1903»

Κι’ αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω -

αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια•

όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,

ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,

η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

εις όποιο θέμα κι' αν περνώ, όποιαν ιδέα κι' αν λέγω.

Το ερωτικό συναίσθημα που κατέχει τον ποιητή διαπερνά την καθημερινότητά του και χρωματίζει τις σκέψεις και τα λόγια του. Παρόλο που ο Καβάφης δεν αντικρίζει τον έρωτα με την ένταση που το κάνει η Πολυδούρη και παρόλο που δεν αντιλαμβάνεται το ερωτικό συναίσθημα ως δικαίωση της ζωής και της ποιητικής του δημιουργίας, εντούτοις αποδέχεται την καταλυτική επίδραση που έχει στη ζωή του, καθώς το αγαπημένο του πρόσωπο έχει κυριεύσει την ψυχή, το μυαλό, τα όνειρα, τις σκέψεις και τα λόγια του.

Η απόκρυψη που χαρακτηρίζει την εξύμνηση του έρωτα από τον Καβάφη, οφείλεται στην ιδιαιτερότητα του ερωτικού του πάθους, αλλά αυτό δεν μειώνει την αλήθεια ή την αξία των συναισθημάτων του. Αν ο ποιητής δεν μπορεί ανοιχτά να μιλήσει για τα μαλλιά, τα χείλη ή τα μάτια του αγαπημένου του, εντούτοις η σκέψη του είναι απόλυτα κυριευμένη από τον έρωτά του. Ο ποιητής αφήνεται στη δραστική επίδραση του έρωτα και κάθε του σκέψη, φράση ή ιδέα επηρεάζεται από τα συναισθήματά του, επιτρέποντας έτσι στον έρωτα να αγγίξει και να διαμορφώσει τον ποιητικό του λόγο. «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», διακηρύσσει η Πολυδούρη, καθιστώντας την αγάπη ως μοναδικό κίνητρο για την ποιητική της δημιουργία. Ο Καβάφης, βέβαια, που τοποθετεί ιεραρχικά την ποίησή του υψηλότερα από καθετί στη ζωή του, δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να δηλώσει ότι συνθέτει τα ποιήματά του μόνο για τον έρωτα, αφήνει όμως τα συναισθήματά του να διατρέξουν τη σκέψη και το λόγο του. Το πόσο μεγάλη αξία έχει η ποίηση για τον Καβάφη φανερώνεται και από το ακόλουθο σημείωμά του (μεταφρασμένο από τα αγγλικά): «Χτες αόριστα σκέφτηκα, πέρασε από τις σκέψεις μου, η πιθανότητα της λογοτεχνικής αποτυχίας κι αισθάνθηκα ξαφνικά σαν να έφυγε από τη ζωή μου όλη η γοητεία.» Ο Καβάφης, επομένως, δεν θα έθετε ποτέ την ποίησή του αποκλειστικά στην υπηρεσία του έρωτα, όπως αυτό συμβαίνει με την Πολυδούρη, αφήνει όμως τον έρωτα να τον κυριεύσει και εκφράζει κι αυτός τα συναισθήματά του μέσα από τους στίχους του.