Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Σύμμεικτα


Σε αναζήτηση ενός νέου μύθου

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 17/9/2011

Ο μύθος της γενιάς του τριάντα Κατηγορήθηκαν ως εθνοκεντρικοί, αλλά και ως ξενομανείς· ως ιδεοληπτικοί αναζητητές ή εφευρέτες της ελληνικότητας, αλλά και ως ανερμάτιστοι κοσμοπολίτες. Το λογοτεχνικό έργο τους, με κάποιες εξαιρέσεις στην ποίηση (Σεφέρης, Ελύτης), φαίνεται σήμερα μάλλον παρωχημένο, όμως οι ίδιοι, ως ομάδα, μας απασχολούν ολοένα για τον τρόπο που προσδιόρισαν τον εαυτό τους και την «αποστολή» τους (κυρίως μέσα από το δοκιμιακό έργο τους), αλλά και για τον τρόπο που τους είδαν οι επικριτές τους.

Γιατί οι περί ων ο λόγος, η περίφημη ή περιβόητη «γενιά του '30», άντλησε τη συνοχή της και επιβίωσε μέσα από τον μύθο της. Εναν μύθο που δημιουργήθηκε εν μέρει από την ίδια, αλλά σε όχι μικρότερο βαθμό από τους συγκαιρινούς και μεταγενέστερους σχολιαστές της· που, όπως κάθε μύθος, δεν είναι απλώς κατασκευή αλλά αντανακλά μια πραγματικότητα, σύνθετη στην προκειμένη περίπτωση, όπως δείχνουν ιδίως οι αντιφάσεις του· και που τον κρατάει ζωντανό το βαθύτερο ερώτημα που έθεσε πρώτη (και μόνη ώς σήμερα) αυτή η ομάδα: μπορεί η Ελλάδα να παίξει έναν ιδιαίτερο πολιτισμικό ρόλο στον σύγχρονο κόσμο; Σωστά λοιπόν, και πρωτότυπα για την έρευνα, ο Τζιόβας στρέφει την προσοχή από τη λογοτεχνική αποτίμηση της γενιάς του '30 στην αποτίμησή της ως πολιτισμικού φαινομένου.

Η συχνή μεγαλοστομία των θεωρητικών απολογητών αυτής της ομάδας (του νεαρού Θεοτοκά κυρίως, αλλά και του Τερζάκη) ξενίζει σήμερα. Αλλά είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την πρόθεσή τους να εμφανιστούν ως κάτι ριζικά καινούργιο στην ελληνική πνευματική ζωή, αν δεν λάβουμε υπόψη το γενικό κλίμα της εποχής. Από τη μια, η δραματική κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας είχε συρρικνώσει τον Ελληνισμό στα όρια ενός μικρού, υπανάπτυκτου, εσωστρεφούς κράτους. Από την άλλη, ένα πρωτόγνωρο αίσθημα κοινών εμπειριών και αναζητήσεων απλωνόταν στις νέες γενιές Ευρωπαίων μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (ο Θεοτοκάς, ίσως με μια δόση υπερβολής, γράφει στο «Ελεύθερο Πνεύμα» του το μανιφέστο του κινήματος, ότι οι νέοι Ελληνες του 1929 αισθάνονταν περισσότερη ψυχική συγγένεια με έναν συνομήλικό τους Ιρλανδό ή Πολωνό παρά με έναν Ελληνα της προηγούμενης γενιάς).

Σε αυτό το καινούργιο περιβάλλον, το έθνος νοείται από τον Θεοτοκά όχι πια ως κλειστή επικράτεια αλλά ως πολιτισμική οντότητα, ανοιχτή στις πνευματικές ωσμώσεις με άλλα έθνη. Σε συμφωνία με αυτή την αντίληψη, αλλά και με τον άνεμο εξαστισμού που έπνεε στην ελληνική κοινωνία, η γενιά του '30 επιχείρησε την εκ βάθρων ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας (συχνά υποτιμώντας βάναυσα προηγούμενες κατακτήσεις της) και τον συντονισμό της με τα διεθνή ρεύματα του καιρού της.

Αρχικά, το ανανεωτικό εγχείρημα επικεντρώθηκε στο αστικό μυθιστόρημα, το οποίο οι ιδεολογικοί εκφραστές της γενιάς θεωρούσαν την αυθεντικότερη έκφραση του «έπους» των καιρών τους. Πολύ γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι οι επιδόσεις τους σε αυτό το είδος υστερούσαν κατά πολύ από τις φιλοδοξίες τους και δεν είχαν ούτε την προσδοκώμενη απήχηση στο κοινό. Είτε γι' αυτόν τον λόγο είτε για άλλους, βαθύτερους (έχουν δοθεί ποικίλες ερμηνείες, αλλά το ζήτημα παραμένει ανοιχτό), ήδη γύρω στο 1936-37 σημειώνεται μια καθοριστική στροφή. Η ανανεωτική συμβολή του κινήματος επιδιώκεται τώρα όχι με την έμφαση στην αστική ατομικότητα αλλά με την αναζήτηση του αρχετυπικού στοιχείου στην ελληνική παράδοση και με την αισθητική επεξεργασία του ώστε να ανταποκρίνεται σε νεωτερικές ευαισθησίες. «Ανακαλύπτονται» ο Θεόφιλος, ο Μακρυγιάννης, η μεταφυσική του Αιγαίου. Ο Τζιόβας δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία στο νόημα αυτής της στροφής προς την «ελληνικότητα»: βλέπει εκεί τη μετακίνηση από την εθνική συνείδηση στην εθνική ταυτότητα. Η πρώτη είναι εσωστρεφής, αμυντική και στατική, η δεύτερη εξωστρεφής, ανοιχτή σε επιδράσεις και επιδεκτική νέων μορφών. Ίσως η ερμηνεία αυτή είναι κάπως πρωθύστερη, αλλά ως εργαλείο κατανόησης των διαμετρικά αντίθετων εκτιμήσεων και των παρεξηγήσεων που σημαδεύουν ώς σήμερα τη συζήτηση για τη γενιά του '30 είναι χρήσιμη.

Η «ελληνικότητα» που αναζήτησε αυτή η γενιά δεν σήμαινε, επομένως, εθνοκεντρισμό και πολιτισμικό απομονωτισμό, όπως πιστεύουν αρκετοί ακόμα και σήμερα. Αντίθετα, ήταν μια προσπάθεια διαδραστικής επικοινωνίας του νεοελληνικού πολιτισμού με τον έξω κόσμο. Από μια άποψη, οι δεξιοί, πραγματικά εθνοκεντρικοί επικριτές της είχαν δίκιο να τη χαρακτηρίζουν «εξωελληνική», γιατί η αντίληψή της για την ελληνική ιδιαιτερότητα δεν είχε καμιά σχέση με τη δική τους. Η Αριστερά, πάλι, απέρριπτε το έργο της, θεωρώντας τους εκπροσώπους της παρακμιακούς μεγαλοαστούς, πράγμα που δείχνει ότι δεν κατάλαβε τίποτα από τα ζητήματα που έθεσαν. Η (αρνητική) κρίση πολλών μεταπολεμικών πεζογράφων ότι οι μεσοπολεμικοί μιλούσαν για την Ιστορία ως θεατές της, ενώ αυτοί τη βίωναν, έχει βάση ως ειδοποιός διαφορά, όχι όμως ως πολιτισμικός αντίλογος. Είναι αλήθεια, τέλος, ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι περισσότεροι εκπρόσωποι της γενιάς του '30 στράφηκαν προς τον συντηρητισμό, τη δυσπιστία ή και την εχθρότητα προς τον δυτικό πολιτισμό, ειδικά μάλιστα ο «καρτεσιανός» Θεοτοκάς προς την Ορθοδοξία. Τότε όμως είχαν πάψει προ πολλού να αποτελούν κίνημα και άλλωστε τέτοιες μεταστροφές δεν είναι καθόλου σπάνιες στους απανταχού λογοτέχνες.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το ζήτημα της ελληνικότητας επανέρχεται με καινούργια έμφαση μετά το 1980 στις συζητήσεις γι' αυτή τη γενιά. Αλλά είναι αμφίβολο αν οι απαντήσεις που έδωσαν οι εμβληματικότεροι εκπρόσωποί της ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες. Η Ελλάδα δεν έχει πια την ίδια επαφή και την ίδια σχέση με τη λαϊκή παράδοσή της όπως πριν από εβδομήντα χρόνια. Η σύγχρονη διανόηση μάλλον δεν μπορεί να θεωρήσει «δικό της» έναν Θεόφιλο ή και έναν Μακρυγιάννη. Σωστά, νομίζω, ο Τζιόβας παρατηρεί ότι οι πιο πετυχημένοι επίγονοι της γενιάς του '30 προέρχονται από τον χώρο όχι της λογοτεχνίας αλλά της μουσικής (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης) ή του κινηματογράφου (Αγγελόπουλος). Αλλά και αυτοί δεν φαίνεται να μπορούν να βρουν συνεχιστές, ως «εξαγώγιμα προϊόντα». Οι τέχνες και η λογοτεχνία στην Ελλάδα ακολουθούν σήμερα άλλους δρόμους. Θα έλεγα, με όλο τον κίνδυνο που ενέχουν τέτοιες προβλέψεις, ότι η «ελληνικότητα», ως ιδιαίτερη συμβολή στην παγκόσμια πολιτισμική σκηνή, βρίσκεται τώρα στον αναστοχασμό και την αισθητικοποίηση ενός αντιφατικού, τραυματικού εξαστισμού και «εξευρωπαϊσμού».