ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Mπρεχτικός Eυριπίδης

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 9/8/2004

H «Aνδρομάχη» του Eυριπίδη είναι έργο σύγχρονο με τον «Οιδίποδα Tύραννο» του Σοφοκλή και τους «Aχαρνής» του Aριστοφάνη. Kαι μόνο αυτή η διαπίστωση αρκεί για να καταδείξει πόσο πρωτοπόρος και καινοτόμος υπήρξε ο τραγικότερος πάντων ποιητής

Βεβαίως και δεν έχει η «Ανδρομάχη» την αυστηρή, σχεδόν αλγοριθμική δομή του Οιδίποδος. Βεβαίως δεν έχει την πολιτική έγνοια του Αριστοφάνη για τη μοίρα της φθίνουσας δημοκρατίας και την αποδυνάμωση των θεσμών της. Αλλά ο Ευριπίδης βλέπει πολύ μακριά ήδη. Το 425 π.X. ο πόλεμος έχει μόνο έξι χρόνια που έχει αρχίσει κι όμως εκείνος βλέπει περίπου την τραγική του έξοδο, θα έλεγα ότι προαναγγέλλει τη συμπτωματολογία της παθολογίας του εμπόλεμου Ανθρώπου που με τρόπο από τότε σχεδόν κωδικό κατέγραψε ο Θουκυδίδης. Γιατί, όπως και ο Θουκυδίδης, ο Ευριπίδης περιγράφει τα συμπτώματα κυρίως από τα μετόπισθεν. Καταγράφει τον πανικό, την απελπισία, τον κυνισμό, την έκλυση των ηθών, την καταρράκωση των θεσμών και την έκπτωση, την εκπόρνευση και το εμπόριο των αξιών και των ιδεών.

Μέσα σ' αυτή τη γενική ταραχή, ανασφάλεια, ο άνθρωπος εκτός από ότι γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του για να διασώσει το τομάρι του, φτιάχνει λαγούμια, μονιές, τρυπώνει σε καταφύγια, οχυρώνεται στο εγώ του και στο έχει του.

Είναι λάθος να δει κανείς έξω από αυτά τα πλαίσια την «Ανδρομάχη». Κατ' αρχάς, κατά κοινή ομολογία και με την ηθική επίστεψη του Ομήρου (έργο πανελλήνιας παραδοχής και βασικό παιδαγωγικό αφήγημα και εγχειρίδιο), ένα πρόσωπο, το επώνυμο της τραγωδίας, η Ανδρομάχη είναι εξόριστη, αιχμάλωτη και αμέσως απειλούμενη. H γυναίκα του ήρωα, σκοτωμένου από τον Αχιλλέα, του αντιπάλου, η ανεπίληπτη σύζυγος, μητέρα και μέλλουσα βασίλισσα έχει εκπέσει δεινά. Λάφυρο, θύμα βιασμού, μητέρα νόθου παιδιού με αφέντη τον γιο του δολοφόνου του άνδρα της, τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος σε νόμιμο γάμο με την κόρη της Ελένης και του Μενελάου εκτός των άλλων προβλημάτων του (έχει προσβάλει τον Απόλλωνα θεωρώντας τον ηθικό αυτουργό στον φόνο του Αχιλλέα, γεμάτος ενοχές καταφεύγει στους Δελφούς για να εξιλεωθεί) αντιμετωπίζει και την παθολογική ζήλεια της γυναίκας του της Ερμιόνης, που μένοντας άτεκνη αποδίδει την αδυναμία της σε μαγικά φίλτρα της Ανατολίτισσας αιχμάλωτης.

Αν προβαίνω σε σύντομη ανασκόπηση του τραγικού μύθου, όπως τον επεξεργάζεται ο Ευριπίδης, είναι για να δείξω πως αυτός ο διαλεκτικός σοφιστής, ο εκτός των άλλων πρώιμος φιλόσοφος της ιστορίας, συλλαμβάνει με ακρίβεια τον μεταπολεμικό κόσμο, σχεδόν προφητικά. Ο κόσμος που περιγράφεται στο έργο είναι φοβισμένος και συνάμα επιθετικός, κυνικός, ανήθικος, εγκληματικός, εγωκεντρικός ώς τον φιλοτομαρισμό, διαστρεβλωτής της αλήθειας, ένας εσμός ατόμων (όχι πια πολιτών) που ταμπουρώνονται πάνω στο έχει τους και το υπερασπίζονται με ψεύδος και αδικία. Είναι έκπληξη πρώτου μεγέθους η τόλμη του Ευριπίδη να παρουσιάζει σ' αυτή την τραγωδία έναν Ορέστη φαύλο, στρεψόδικο, κυνικό, συνωμότη και δολοφόνο για λόγους ευτελείς. Ο ήρωας που σκότωσε τη μάνα του για να υπερασπιστεί αξίες, που αθωώθηκε από το πρώτο ανθρώπινο δικαστήριο, εδώ είναι ένας περιφερόμενος ενοχικός που δεν βρίσκει... νύφη λόγω του εγκληματικού παρελθόντος του και που απάγει την Ερμιόνη, τη σύζυγο του Νεοπτόλεμου, τον οποίον σκοτώνει με παγίδα στημένη μέσα στο άσυλο του ναού του Απόλλωνα, όπου έχει καταφύγει ως μετανοημένος ικέτης.

Ένας καινούργιος κόσμος αναδύεται μέσα από τα εμφύλια ερείπια. Κυνηγημένοι, διώκτες, επίορκοι, αλαζόνες, έμποροι αξιών, νόθα παιδιά, «γυναικούλες» αλλά και εδραίοι γέροντες, όπως ο Πηλέας του έργου που ως χαροκαμένος πατέρας και παππούς (του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου) έχει από την πείρα προικιστεί μ' εκείνο το Τρίτο Μάτι που βλέπει πέρα από τα πάθη, πέρα από τα ενστικτώδη κτητικά, τα ζωώδη των ανθρώπων διαβήματα, πέρα από τη ρητορική της βίας, της απάτης, της υστεροβουλίας, που βλέπει τους ιστούς, τους σπάγγους που κάποιος μοιραίος (θεός; τύχη;) κουκλοπαίχτης μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μαριονέτα και άθυρμα. /p>

Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει στην τραγωδία του Ευριπίδη είναι ο τρόπος που υποθέτει ότι θα συγκροτηθεί μετά τον πόλεμο ο νέος συντηρητισμός με κύριο άξονα τα μικροαστικά ήθη. Οι γυναίκες καυχώνται ότι τιμούν «το στεφάνι» τους πιστές στη συζυγική καθηκοντολογία, φροντίζουν τα «νόθα» του άντρα τους, αφοσιώνονται στο να εφευρίσκουν τρόπους να ανανεώνουν την ερωτική απόλαυση στη συζυγική παστάδα, ώστε να κρατούν κοντά τους τον σύζυγο. Επίσης να αποφεύγουν συνάφειες, συντροφιές και επιρροές από κακές φιλενάδες, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους το τι λέει ο κόσμος κ.τλ.

Ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο» του Περικλή, που εκφωνήθηκε τρία χρόνια πριν από τη συγγραφή της «Ανδρομάχης», συμβουλεύει τις γυναίκες, μητέρες, αδελφές των νεκρών του πολέμου να ασκήσουν το «γυναικείο» καθήκον του μοιρολογιού και αμέσως να πάνε να κρυφτούν στους γυναικωνίτες και η μόνη τους έγνοια να είναι να μην τις πιάνουν οι άντρες στο στόμα τους ούτε για να τις επαινέσουν. Αν όλα αυτά σας θυμίζουν το τραγούδι του Μενούση που έσφαξε τη γυναίκα του γιατί κάποιος την είδε στο πηγάδι που έπαιρνε νερό και την παίνεψε στον άντρα της για όμορφη, δεν πέσατε έξω!!

Ανάμεσα σε θάλασσα και αργαλειό

Το σκηνικό που έστησε ο Απόστολος Βέττας είχε έντονα τα συμβολιστικά σήματα. Ο Χορός κινήθηκε μέσα σ' ένα εικαστικό στοιχείο που παρέπεμπε στη θάλασσα, αλλά και στον αργαλειό. Έτσι τα ανθρώπινα, όπως τα αντιμετωπίζει λυρικά ο Χορός, είναι ο αγώνας ενός ναυαγού που προσπαθεί να διασωθεί μέσα στην τρικυμία και συνάμα η τέχνη πλέκοντας στημόνι και υφάδι (κόσμος-άτομο) να υφάνεις τον πολύχρωμο τάπητα του βίου.

Ο νέος μουσικός, τουλάχιστον στον ερμηνευτικό χώρο της τραγωδίας, Γιάννης Αναστασόπουλος ξέρει να τραγουδάει, γράφει λυρικές μελωδίες αποφεύγοντας τις κινηματογραφικές συναισθηματικές υπογραμμίσεις ή τους ηχητικούς εξπρεσιονισμούς.

H μετάφραση του Ευαγγελάτου στρωτή και ρεαλιστική στα επεισόδια με αρκετές πεζολογίες, ίσως για να συναντήσει την μπρεχτική μέθοδο.

Ο αφηγητής-αγγελιαφόρος Σπύρος Μαβίδης χωρίς να γίνει γραφικός και περιγραφικός «έδειξε» με σαφήνεια και ελεγχόμενη ρητορική τις αρθρώσεις και την ανοικειότητα του μύθου.

Αδύνατος, πολύ αδύνατος, ο Μενέλαος του Μπούγου. Έπρεπε να «δείξει» πως άλλο φαυλότητα του απλού ανθρώπου κι άλλο φαυλότητα των ηγετών. Ο Κουρλαμπάς φανέρωσε ευάγωγα προσόντα για την τραγωδία (Ορέστης), η Στέλλα Κρούσκα (Θεράπαινα) και η Ανδρομάχη Γεωργίου (Τροφός) δεν πρόδωσαν το ζητούμενο ύφος, η Τουλουπάκη (Θέτις) είχε και κύρος θεϊκό και ειρωνεία σοφιστική. H Τζίνη Παπαδοπούλου στην πρώτη της εμφάνιση σε τραγωδία έδειξε πως το τάλαντό της, καταξιωμένο πλέον σε μια ευρεία γκάμα θεατρικών ειδών (Χορτάτζης, Λόρκα, Ξενόπουλος, Ζιρωντού, Ρέππας - Παπαθανασίου), έχει σπάνιας ακτινοβολίας ορυκτό κοίτασμα πολύτιμου λίθου.

H Λήδα Τασοπούλου με την ιδιόρρυθμη, στο έπακρον αυτήν τη φορά, εκφορά του λόγου (πλάι στην σπάνιας εμμέλειας κίνηση και την πλούσια εσωτερική τεχνική) δημιούργησε ένα εφέ μπρεχτικής αποστασιοποίησης, ένα παραξένισμα, που συνδύαζε διαλεκτική ρήξη με το κείμενο και σχόλιο σε φόρμα songs.

Ο Σταυράκης σε διαλεκτικό αντίποδα έπαιξε με ρομαντικό πάθος και απελπισμένο χιούμορ τον Πηλέα, με τεχνική βερίστικης όπερας, θεμελιώνοντας την άποψη πως ο ήρωάς του έχει το δίκιο αλλά η εποχή περί άλλα τυρβάζεται.

Ήρωες πειραματόζωα

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η «Ανδρομάχη» εγκαινιάζει ένα ένδοξο έκτοτε είδος στο θέατρο. Την ηθογραφία. Γιατί πράγματι ανατέμνει ήθη και συμπεριφορές ακολουθώντας την επιστημονική μέθοδο. Συνομιλητής των σοφιστών, των πρώτων συστηματικών επιστημόνων, ο Ευριπίδης σκηνοθετεί μια πειραματική συνθήκη.

Αφού πείραμα είναι η επανάληψη ενός φαινομένου σε συνθήκες βολικές για την παρατήρηση, εκμεταλλεύεται τον κοινόχρηστο και μεθομηρικό μύθο για να μελετήσει τα ήθη, τις αξίες και τις ιδέες του μεταπολεμικού ανθρώπου. Αυτό κάνει ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Τσέχωφ, ακόμη και ο Μπρεχτ. Δεν βλέπω προσωπικά να διαφέρει η «Ανδρομάχη» ως νους δραματικός από τη «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ. Ίδιες συνθήκες, ίδια ήθη.

Πολύ σωστά ο Ευαγγελάτος συνέλαβε αυτή την παράμετρο και μπρέχτισε με τόλμη αλλά χωρίς παρερμηνείες την παράστασή του. Εισήγαγε χωρίς να παρέμβει ούτε με μια λέξη ή ένα στίχο, απλώς πλαγιάζοντας στο τρίτο πρόσωπο το πρώτο του προλόγου, έναν μπρεχτικό αφηγητή. Έτσι αμέσως ο μύθος μετατράπηκε σε συνθήκη παρατήρησης και οι ήρωες πειραματόζωα προς μελέτην.