ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Αρχαίες τραγωδίες, σύγχρονες σκέψεις

Ι.Μ.Κωνσταντάκος*, εφ. Καθημερινή, 13/7/2010

Η τραγωδία όχι μόνο ως φιλολογικό έργο, αλλά και ως φαινόμενο πολιτισμού στην Αθήνα του 5ου αιώνα

Justina Gregory (εκδ.), «Οψεις και θέματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. 31 εισαγωγικά δοκίμια», μετάφραση Μαρία Καίσαρ, Ολγα Μπεζαντάκου, Γαρυφαλλιά Φιλίππου, επιμέλεια Δανιήλ Ι. Ιακώβ, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σσ. xxiv + 775.

Κανένα άλλο δημιούργημα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος δεν προκαλεί σήμερα τόσο ευρύ και έντονο ενδιαφέρον όσο η τραγωδία. Το μαρτυρούν δεκάδες μεταφράσεις των σωζόμενων τραγικών δραμάτων, πλήθος αφιερωμάτων και εξειδικευμένων συνεδρίων, και πάνω από όλα οι πολυάριθμες παραστάσεις κάθε καλοκαιριού, που τοποθετούν την τραγωδία στο κέντρο της πολιτιστικής μας ζωής. Ο καθηγητής Δανιήλ Ιακώβ και το χαλκέντερο επιτελείο του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μάς προσφέρουν τώρα σε ελληνική μετάφραση έναν χρήσιμο οδηγό για όσους θέλουν να ξεναγηθούν στον κόσμο του τραγικού θεάτρου. Το μέγα βιβλίον της Justina Gregory (συναγωγή τριάντα ενός δοκιμίων γύρω από ποικίλες πλευρές της τραγικής δραματουργίας, γραμμένων κυρίως από Αγγλοσάξονες ειδικούς) θα αποδειχθεί μέγα αγαθόν για όλους όσοι ενδιαφέρονται για την αρχαία τραγωδία - από τους φιλομαθείς φοιτητές και εκπαιδευτικούς έως τους πολύτροπους ανθρώπους του θεάτρου και τους ενημερωμένους θεατές και αναγνώστες.

Τέσσερις ενότητες

Τα δοκίμια χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη εντάσσει τις αρχαίες τραγωδίες στα ιστορικά και κοινωνικά τους συμφραζόμενα, πράγμα που συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του βιβλίου. Η τραγωδία δεν αντιμετωπίζεται απλώς σαν φιλολογικό έργο, αλλά ευρύτερα σαν φαινόμενο του πολιτισμού, αξεδιάλυτα συνδεδεμένο με την ιστορία της Αθήνας του 5ου αιώνα. Πολλά δράματα απηχούν τα ιστορικά γεγονότα ή τις κοινωνικές καταστάσεις της εποχής τους, ντύνοντάς τες με το ένδυμα της μυθολογικής αλληγορίας. Η τραγωδία βρίσκεται επίσης σε συνεχή διάλογο με τις άλλες εκφάνσεις του πνεύματος: τη ρητορεία, τη θρησκεία, τη μουσική, τη λυρική ποίηση, τον φιλοσοφικό στοχασμό. Στα χρόνια που γράφουν οι μεγάλοι τραγικοί, η ρητορική κυριαρχεί στη δημόσια ζωή της Αθήνας και τα τεχνάσματά της διαποτίζουν τους λόγους των τραγικών ηρώων. Παράλληλα, ακμάζει το σοφιστικό κίνημα, που μπολιάζει την τραγική δραματουργία με κοσμολογικές, θεολογικές και ανθρωπολογικές ιδέες. Οι τραγικοί ποιητές δραματοποιούν τα ίδια ηθικά διλήμματα που απασχολούσαν και τους διανοητές της εποχής τους.

Η δεύτερη ενότητα εξετάζει τα συστατικά στοιχεία του τραγικού δράματος, τόσο στο επίπεδο του κειμένου (μύθος, ενότητες δράσης όπως ο πρόλογος και τα επεισόδια, λυρικά μέρη) όσο και σε σχέση με τη σκηνική του παράσταση. Τα τραγικά κείμενα που μας έχουν διασωθεί δεν αποτελούσαν παρά τη βάση για ένα πολυσύνθετο θέαμα και ακρόαμα που απολάμβανε το αρχαίο κοινό. Πολύ πριν από το μουσικό δράμα του Βάγκνερ ή τον σύγχρονο κινηματογράφο, η ελληνική τραγωδία υπήρξε το πρώτο Gesamtkunstwerk (συνολικό καλλιτεχνικό έργο) στην ιστορία του πολιτισμού: μια μορφή δημιουργίας όπου η μυθοπλασία, η ποίηση, η μουσική, ο χορός, η εικαστική και η παραστατική τέχνη συλλειτουργούσαν σε αδιάσπαστη ενότητα. Η σύλληψη και εκτέλεση του τραγικού έργου απαιτούσαν έναν πολυτάλαντο δημιουργό με συγκεντρωτική και πολυμερή ιδιοφυΐα.

Δημιουργοί και παραγωγές

Στους δημιουργούς της τραγωδίας και στην παραγωγή τους είναι αφιερωμένη η τρίτη ενότητα. Σε χωριστά δοκίμια εξετάζονται οι τρεις μεγάλοι τραγικοί. Ο Αισχύλος, ο πρώτος κλασικός συγγραφέας της Αθήνας, ξεχωρίζει για τον μεγαλοπρεπή λυρισμό του, την τολμηρή ποιητική εικονοποιία και την προτίμησή του προς το εντυπωσιακό σκηνικό θέαμα. Ο Σοφοκλής, δεξιοτέχνης της δραματικής ειρωνείας, δημιούργησε ένα θέατρο εκπληκτικής ποικιλομορφίας, όπου κανένα δράμα δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Ομως μέσα στην ηθική πολυπλοκότητα του σοφόκλειου κόσμου προβάλλει σαν συνεκτικός ιστός η πίστη του ποιητή στη ζωτική αρετή της σωφροσύνης. Η ανθρώπινη ευτυχία είναι εύθραυστη, και η γνώση αυτής της τραγικής αλήθειας οφείλει να μας ενσταλάξει τη σύνεση και τη συμπόνια. Ο Ευριπίδης, δοσμένος σε δραματουργικούς πειραματισμούς, δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές της τραγικής τέχνης. Δημιουργεί νέες πλοκές, ανανεώνει τους παραδοσιακούς μύθους, εισάγει στοιχεία ρεαλισμού, ρομαντικής περιπέτειας ή κωμικής δράσης, χρησιμοποιεί τη νέα μουσική της εποχής του με τις τολμηρές αρμονίες και μελωδίες της.

Το χρήσιμο δοκίμιο του Martin Cropp μάς θυμίζει ότι οι σωζόμενες τριάντα δύο τραγωδίες δεν συνιστούν παρά ελάχιστο μέρος των εκατοντάδων δραμάτων που γράφτηκαν και παίχτηκαν στην Αθήνα κατά τον 5ο αιώνα. Πλάι στους τρεις μεγάλους τραγικούς έδρασαν δεκάδες άλλοι δραματουργοί, κάποιοι από αυτούς πρώτου μεγέθους, όπως ο Φρύνιχος και ο Αγάθων.

Η τελευταία ενότητα αφορά την πρόσληψη της τραγωδίας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Για πρώτη φορά στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία αφιερώνεται τόσος χώρος στη μεταγενέστερη επιβίωση και απήχηση του είδους. Από την αρχαία Ρώμη μέχρι την Ιταλία της Αναγέννησης και από τον Νίτσε μέχρι τον Μπρεχτ και τον Γκροτόφσκι, τα έργα των Ελλήνων τραγικών δεν έπαψαν να εμπνέουν λογοτέχνες, στοχαστές και ανθρώπους του θεάτρου. Πλάσματα ενός τόσο διαφορετικού κόσμου, με δυόμισι χιλιάδες χρόνια στην πλάτη τους, τα δράματα αυτά εξακολουθούν να μας συναρπάζουν και να τροφοδοτούν τη σκέψη μας, σαν να γράφτηκαν για εμάς και για τον καιρό μας. Για να παραφράσουμε τη ρήση του Σαρλ Πεγκί για τον Ομηρο: οι αρχαίες τραγωδίες είναι καινούργιες σήμερα το πρωί - και τίποτε δεν φαντάζει τόσο παλιό όσο οι χθεσινές ειδήσεις.

*Ο κ. Ι. Μ. Κωνσταντάκος είναι επίκουρος καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.