Τι χρωστάμε στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη

Θανάσης Γιαλκέτσης, εφ. Ελευθεροτυπία, 1/1/2005

Ο Ροζέ-Πολ Ντρουά είναι καθηγητής φιλοσοφίας και δημοσιογράφος. Εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας (CNRS) και γράφει τακτικά στην εφημερίδα «Le Monde». Στη γλώσσα μας κυκλοφορεί το βιβλίο του «101 εμπειρίες φιλοσοφίας της καθημερινής ζωής» (εκδ. «Ψυχογιός», 2002). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ενός άρθρου του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le Point».

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι δύο κολοσσοί, των οποίων όλοι μας είμαστε τα τέκνα. Ακόμη και αν δεν τους γνωρίζουμε καλά, ακόμη και αν δεν τους έχουμε διαβάσει, το ίχνος τους είναι ορατό στους τρόπους με τους οποίους σκεφτόμαστε, κρίνουμε ή συζητάμε. Αυτοί οι δύο εξαιρετικοί άνθρωποι, αυτές οι δύο πελώριες και ανόμοιες μεγαλοφυΐες, έθεσαν τα θεμέλια όλης της δυτικής φιλοσοφίας. Από αυτούς τους δύο διατυπώθηκαν όλοι οι κανόνες του παιχνιδιού, κατανεμήθηκαν οι θέσεις και οι ρόλοι.

Εχει συμβεί χίλιες φορές να αντιπαλέψει κάποιος τη μία ή την άλλη άποψή τους, αλλά αυτό έγινε πάντοτε στο πεδίο που αυτοί οροθέτησαν και με τα εργαλεία που αυτοί καθόρισαν. Για την ευρωπαϊκή σκέψη δεν υπάρχουν βαθύτερες ούτε και πιο χαρακτηριστικές πνευματικές αναφορές. Ακόμη και η θρησκευτική αποκάλυψη, που είναι άλλης τάξης, έγινε προσπάθεια να διατυπωθεί με όρους που δανείζεται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας εργάστηκαν για να ενσωματώσουν στο ιουδαϊκό και χριστιανικό μήνυμα τη σκέψη των Ελλήνων.

Με δυο λόγια, πρόκειται για θεμελιώδεις σκέψεις, που είναι ωστόσο συχνά αντιτιθέμενες. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος υπήρξε για είκοσι χρόνια ο πιο προικισμένος μαθητής του Πλάτωνα, είναι επίσης ο πιο ισχυρός κριτικός του, ο πιο φοβερός αντίπαλός του. Πρόκειται μήπως για μια κλασική περίπτωση πατροκτονίας; Προφανώς όχι. Αυτό που τους αντιπαραθέτει είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ζήτημα γενεών ή προσωπικής αντιπαλότητας. Κατέληξαν να συμβολίζουν δύο οικουμενικούς δρόμους της σκέψης, δύο γενικές στάσεις απέναντι στον κόσμο αλλά και απέναντι στη γνώση και την πολιτική.

Στην περίφημη τοιχογραφία του με τίτλο «Η σχολή των Αθηνών», ο Ραφαήλ εκφράζει τη διαφορά τους με ένα χαρακτηριστικό στοιχείο: Ο Πλάτων τείνει το δάχτυλο προς τον ουρανό, ο Αριστοτέλης προς τη γη.

Σε αυτή την προοπτική, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ενσαρκώνουν δύο πόλους της διανοητικής ζωής. Ο ένας ουτοπιστής, ο άλλος ρεαλιστής. Ο πρώτος γοητεύεται από τα ιδεώδη, τις καθαρές αφαιρέσεις, τους κόσμους του επέκεινα. Ο δεύτερος παραμένει προσεκτικός στα πολλαπλά μαθήματα της πραγματικότητας, ανοιχτός στην παρατήρηση του πεδίου. Ο διαχωρισμός είναι σαφής: θεωρητικός έναντι πραγματιστή, στοχαστικό πνεύμα έναντι εγκυκλοπαιδικής έρευνας ή και ονειροπόλος έναντι επιστήμονα. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε ακόμη περισσότερο την αντίθεση: ο Πλάτων φαινόταν να επιθυμεί τη φυγή από αυτόν τον κάτω κόσμο, για να ξανασυναντηθεί με τη θεϊκή τελειότητα, ενώ ο Αριστοτέλης κατέγραφε μεθοδικά αυτό που έχουμε στα χέρια μας, μπροστά στα μάτια μας και στο κεφάλι μας.

Ο Κόλριτζ στον 19ο αιώνα έφτασε ώς το σημείο να πει ότι κάθε άνθρωπος είναι είτε πλατωνικός είτε αριστοτελικός, σαν να επρόκειτο για δύο μεγάλους ανθρώπινους χαρακτήρες, ανεξάρτητους από ιστορικές και πολιτισμικές περιστάσεις. Είναι αλήθεια ότι αυτή η αντίθεση είναι βολική. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να την ξαναβρούμε στην ηθική. Ο Πλάτων επινοεί μια τόσο φωτεινή και τόσο υψηλή μορφή του καλού που είναι αδύνατο να περιγραφεί, ενώ ο Αριστοτέλης επινοεί πιο ανθρώπινες αξίες. Το ίδιο ισχύει και στο πολιτικό πεδίο. Ο ουτοπιστής Πλάτων φαντάζεται μια δίκαιη πολιτεία, περιγράφει την τέλεια οργάνωση και τη λεπτομερή της ρύθμιση.

Ο ρεαλιστής Αριστοτέλης συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των υπαρχόντων πολιτευμάτων. Σε τελική ανάλυση, αυτό που τους αντιπαραθέτει είναι η ίδια η αντίληψη της αλήθειας.

Ο άνθρωπος των ιδεών επιθυμεί να κατορθώσει να στοχαστεί τα αιώνια και αμετάβλητα πρότυπα σε έναν ουρανό όπου δεν φτάνουν παρά μόνον τα μάτια της ψυχής. Ο άνθρωπος των γεγονότων θέλει να κατανοήσει το πώς αυτά τα γεγονότα γεννιούνται, εκτυλίσσονται, ρυθμίζονται, το πώς εξελίσσονται και χάνονται. Με δυο λόγια, ο ένας ψάχνει μια προϋπάρχουσα αλήθεια, ο άλλος προσπαθεί να θεμελιώσει τη δική μας αλήθεια. Αυτή η κεντρική αντίθεση παίρνει και άλλες μορφές. Ο Πλάτων εξερευνά, ο Αριστοτέλης διδάσκει. Ο πρώτος αναρωτιέται, υποδεικνύει δρόμους, δοκιμάζει χίλιες υποθέσεις, συχνά δεν καταλήγει σε συμπεράσματα. Ο δεύτερος θεμελιώνει και συστηματοποιεί. Ο Πλάτων θα ήθελε να ξαναφτιάξει τον κόσμο, ο Αριστοτέλης αρκείται στο να τον ταξινομεί. Πολιτικά ο ουτοπιστής κλίνει προς τον επαναστάτη και καταλήγει σε μια μορφή ολοκληρωτισμού. Ο ρεαλιστής θα γίνει πιο πρόθυμα μεταρρυθμιστής, φροντίζοντας να μην ανατρέψει ριζικά την κοινωνική τάξη. Ο Πλάτων είναι εύκολα εξτρεμιστής, ενώ ο Αριστοτέλης είναι γενικά μετριοπαθής.

Ακόμη και το ύφος τους διαφέρει. Ο Πλάτων είναι ένας συγγραφέας με εξαιρετικές ικανότητες, ενώ ο απείθαρχος μαθητής του φαίνεται πάντοτε πιο βαρύς. Γραμμένοι από έναν ποιητή, έναν δραματουργό, έναν στυλίστα, οι διάλογοι του Πλάτωνα είναι αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας, καθώς και έργα ιδρυτικά της δυτικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης από την άλλη μεριά φαίνεται καθηγητικός και μερικές φορές αδέξιος.

Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι αυτή η διαφορά ενισχύθηκε και εν μέρει κατασκευάστηκε από την ιστορία των κειμένων και της μεταβίβασής τους. Από τον Πλάτωνα διαθέτουμε έργα που έχει συγγράψει, αλλά δεν διαθέτουμε ντοκουμέντα από τη θεωρητική διδασκαλία του στην Ακαδημία. Με τον Αριστοτέλη ισχύει το αντίστροφο. Αυτό που διαβάζουμε είναι οι σημειώσεις του, που έχει προετοιμάσει για να παραδώσει μαθήματα, και όχι τα έργα που έχει αναθεωρήσει και διορθώσει, τα οποία χάθηκαν. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί ο Αριστοτέλης μάς φαίνεται βαρύς και ο Πλάτων γλαφυρός.

Στις εικόνες που έχουμε γι' αυτούς τους δύο αρχαίους κολοσσούς παρεμβαίνουν επίσης οι περίπλοκες δοκιμασίες των αντίστοιχων έργων τους μέσα στους αιώνες. Ο Πλάτων, που τον οικειοποιήθηκαν πρώτα οι Πατέρες της Εκκλησίας, στη συνέχεια σχεδόν έπεσε στη λήθη, διαβάστηκε λίγο στο Μεσαίωνα και τον ανακάλυψαν ξανά μόνο στην Αναγέννηση. Ο Αριστοτέλης, αντίθετα, γίνεται μαζί με τον Θωμά τον Ακινάτη ο στοχαστής στον οποίο αναφέρεται η Εκκλησία και η σχολαστική, ο «δάσκαλος αυτών που γνωρίζουν», όπως λέει ο Δάντης. Αυτή η μακρά μεταβίβαση και οι πολυάριθμες περιπέτειές της ασκούν επίδραση ώς τις μέρες μας.

Τελικά αυτά τα δύο μεγάλα πνεύματα είναι τόσο ανταγωνιστικά όσο λέγεται; Παρά το ότι περιέχει ένα στοιχείο αλήθειας, η αντίθεση είναι απλουστευτική. Η πραγματικότητα όπως πάντοτε είναι πιο περίπλοκη. Ναι, οι ανόμοιες ιδιοσυγκρασίες τους ενσαρκώνουν διαφορετικές στάσεις απέναντι στη σκέψη και τη δράση. Αλλά δεν θα 'πρεπε να ξεχνάμε τα πολλαπλά κοινά σημεία αυτών των ιδρυτικών μορφών. Και οι δυο τους είναι Έλληνες από σπουδαία οικογένεια. Ο αριστοκράτης Πλάτων κατάγεται μέσω του πατέρα του από τον τελευταίο βασιλιά των Αθηνών, ενώ ο Αριστοτέλης προέρχεται από ένα μακρύ γενεαλογικό δέντρο γιατρών. Και τους δυο τους τους ξαναβρίσκουμε σε ένα περιβάλλον ισχυρών ανδρών. Ο Πλάτων συναναστρέφεται με τον Διονύσιο, τον τύραννο των Συρακουσών, ενώ ο Αριστοτέλης γίνεται δάσκαλος του Αλέξανδρου, του γιου του βασιλιά της Μακεδονίας. Και οι δυο τους ιδρύουν στην Αθήνα παρόμοιους όσο και αντίπαλους φιλοσοφικούς θεσμούς. Ο Πλάτος την Ακαδημία και ο Αριστοτέλης το Λύκειο. Τέλος, παρά τις διαφορές τους, ποτέ οι στοχαστές της αρχαιότητας δεν είχαν θεωρήσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ριζικά ασύμβατους.

Αυτό που επινοούν μαζί ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης μέσα από τη σχέση τους και τη διαφωνία τους, είναι μια θεμελιώδης μορφή της δυτικής φιλοσοφίας: το ζεύγος των πολύ οικείων εχθρών, των οποίων οι σκέψεις άλλοτε διαπλέκονται και άλλοτε συγκρούονται. Θα εμφανιστούν στη συνέχεια ο Ντεκάρτ και ο Σπινόζα, ο Καντ και ο Σοπενάουερ, ο Χέγκελ και ο Μαρξ, ο Χούσερλ και ο Χάιντεγκερ. Οι φιλόσοφοι πράγματι ασκούν πιο πρόθυμα τη διαφωνία παρά τη συναίνεση.

Τι σκέφτεται ακριβώς ο Πλάτων; Δεν είναι εύκολο να το προσδιορίσουμε. Η ίδια η μορφή του έργου του δημιουργεί την αβεβαιότητα. Μπροστά σε μια σειρά διαλόγων, στους οποίους τα διάφορα πρόσωπα ενσαρκώνουν διαφορετικές προοπτικές, πώς να γνωρίζουμε αυτό που σκέφτεται ο συγγραφέας;

Αυτός ο ίδιος αρνήθηκε να δημοσιεύσει ένα εγχειρίδιο ή μιαν εξήγηση. Στον 18ο αιώνα, ο Λάιμπνιτς παραπονιέται γιατί δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αυτό που υποστηρίζει ο Πλάτων. Ο Χέγκελ στον επόμενο αιώνα ισχυρίζεται ότι ο Πλάτων δεν έχει σύστημα. Εξάλλου, δεν διακρίνουμε πάντοτε στους διαλόγους αυτό που ανήκει αληθινά στον Σωκράτη και αυτό που ο Πλάτων βάζει στο στόμα του δασκάλου του...

Προτού διαμορφώσει οποιαδήποτε θεωρία, ο Πλάτων είναι πάνω απ' όλα ο δημιουργός μιας διαρκούς παρακίνησης για έρευνα. Αυτός ο άνθρωπος είναι κάποιος που μας αφυπνίζει, που μας ανοίγει το πνεύμα. Δεν παύει να ταρακουνάει τα βαρίδια της πίστης και τις άκαμπτες βεβαιότητες. Θέτει σε κίνηση μηχανισμούς που υποκινούν το ένα ερώτημα μετά το άλλο. Για να το κατορθώσει αυτό, ανεβάζει στη σκηνή τον Σωκράτη, τον δάσκαλό του, που με τα τρομερά ερωτήματά του φέρνει σε αμηχανία τους συνομιλητές του, κάνοντάς τους να ανακαλύψουν ότι δεν γνωρίζουν αληθινά αυτό που νομίζουν ότι γνωρίζουν. Το πρώτο πράγμα που μας μαθαίνει ο Πλάτων είναι το ότι οι πεποιθήσεις μας είναι συγκεχυμένες και οι γνώμες μας ασυνάρτητες. Αυτός ο πρώτος κλονισμός μάς επιτρέπει να ξεκινήσουμε. Δεν κατέχουμε την αλήθεια, αλλά θα πάμε να την αναζητήσουμε (...).

Ο καλύτερος μαθητής επιτίθεται στον δάσκαλο. Κλασική ιστορία. Με τον Αριστοτέλη ωστόσο είναι μια από τις πρώτες φορές που παίζεται. Ο Αριστοτέλης είναι ένας ακούραστος εργάτης του πνεύματος. Όλα τον ενδιαφέρουν, από τη φυσική ώς τη γεωγραφία, από τα μαθηματικά ώς τις φυσικές επιστήμες, από την ποιητική τέχνη ως την πολιτική. Δεν αρκείται στο να διαβάζει ούτε στο να συλλογίζεται. Παρατηρεί, ταξινομεί, πειραματίζεται...

Αν υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στις πολυάριθμες πραγματείες του Αριστοτέλη -που συχνά είναι ανόμοιες και δύσκολα εναρμονίζονται μεταξύ τους- είναι η θέληση να διασώσει την ισορροπία ανάμεσα στην ενότητα και τη διαφορετικότητα, η φροντίδα να σεβαστεί αυτό που με σύγχρονους όρους αποκαλούμε «η αυτονομία των διάφορων επιπέδων της πραγματικότητας». Υπήρξε πράγματι ο πρώτος που επικεντρώθηκε σε μιαν αποσαφήνιση των λογικών προϋποθέσεων της γνώσης, που προσπάθησε να φωτίσει τις τυπικές επιταγές του συλλογισμού, να υποταχθεί με ταπεινότητα στους νόμους της γλώσσας και του λόγου. Εξερευνητής πολύπλευρος, συνετός, ανοιχτός, αυτό το οικουμενικό πνεύμα είναι το εντελώς αντίθετο ενός δογματικού. Αυτό που διδάσκει σε όποιον θέλει να κατανοήσει τον κόσμο είναι πρώτα απ' όλα μια απαίτηση μεθόδου. Με αυτήν την έννοια το έργο του συγκροτεί τη μήτρα της δυτικής σκέψης (...).