Ο Πλάτωνας, η ιδανική πολιτεία και η ιδανική τάξη

 Παναγιώτης Τζαμαλίκος, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 7/2/2003

Πού είναι το μέτρο ανάμεσα στην Ηθική που δημιουργεί σταθερές αξίες και την Πολιτική που δημιουργεί αξίες σχετικές και μεταβαλλόμενες;

Με τη νέα μετάφραση της Πολιτείας από τον Ν. Σκουτερόπουλο αποχαιρετούμε τις μεταφράσεις των Κ. Γεωργούλη και Ι. Γρυπάρη, που μας γαλούχησαν, και τους δίδουμε μία τιμητική θέση αποστρατείας στη βιβλιοθήκη μας. Για το μεταφραστικό τάλαντο του Σ. έχουμε επανειλημμένως εκφρασθεί θετικά, και το αυτό πράττουμε τώρα. Δεν έχουν δε σημασία μερικές διαφωνίες σε πραγματολογικές παρατηρήσεις του -όπως, λόγου χάρη, το ότι θεωρεί τον Χαρμαντίδη (συνοδό του Θρασύμαχου) ολότελα άγνωστο πρόσωπο: Δεν είναι έτσι, ήταν ένας από τους νέους της εποχής του ακροατές της παιδείας, που ο Ισοκράτης αναφέρει, ως μαθητή του, με ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια (Περί Αντιδόσεως, 15.93) μαζί με τους Ονήτορα, Αντικλή, Φιλωνίδη, Φιλόμηλο.

Σε αντίθεση με τον Γεωργούλη, ο Σ. προτίμησε μία άκρως συνοπτική εισαγωγή, την οποίαν προτιμούμε από την πλημμυρίδα του πρώτου, ο οποίος είχε θεωρήσει την Πολιτεία αφορμή για έκθεση των πάντων περί της πλατωνικής διδασκαλίας. Μία θέση κρατώ από τον Γεωργούλη: Οτι ο Πλάτων έγραψε το έργο «κινημένος από τον πόθο να φέρει σωτηρία». Ομως, για να βρούμε τι ακριβώς είναι το προς σωτηρίαν, πρέπει να αναλογισθούμε τι έχρηζε σωτηρίας τότε. Και ποια τα μέσα προς τούτο.

Βεβαίως, κατά τους επακολουθήσαντες αιώνες, ο καθένας διάβαζε εκεί ό,τι ήθελε -τουτέστιν, ό,τι αισθανόταν ότι χρειάζεται η εποχή του. Αν αυτό ήταν πολιτική έμπνευση, τότε η Πολιτεία εθεωρείτο έργο πολιτικής φιλοσοφίας. Αν ήταν ηθική σωτηρία, τότε η Πολιτεία ήταν η πηγή εμπνεύσεως για διέξοδο και φωτοδοσία. Αν ήταν ορθή χριστιανική θεολογία, το έργο αναθεματίζεται -ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ελεεινολογεί ασυστόλως («Πλάτων, ο τήν καταγέλαστον εκείνην πολιτείαν συνθείς», Ομιλίαι εις τό Ευαγγέλιον, Κατά Ματθαίον, 57, 18), αν και προηγουμένως οι Ιουστίνος, Κλήμης Αλεξανδρείας, Ωριγένης και Ευσέβιος είχαν επιλεκτικώς χρησιμοποιήσει σημεία της για πολεμικούς απολογητικούς σκοπούς.

Ομως υπάρχει ένα ερώτημα που δεν θα εύρει ποτέ οριστική απάντηση: Ο Πλάτων δίδει μία αντιστοίχηση της τριμερούς συγκροτήσεως της πολιτείας προς την τριμερή συγκρότηση της ψυχής. Είναι τούτο παρέκβαση, ή είναι ο κύριος στόχος του; Δηλαδή, δίδει τη συγκρότηση της πολιτείας (και της σωτηρίας της) ως παράδειγμα για το πώς πρέπει να ενεργήσει η τριμερής ανθρώπινη ψυχή, ώστε να σωθεί; 'Η μήπως ο καθαρμός της ψυχής, η «διαπαιδαγώγηση», θα επιτευχθεί διά της πολιτείας; Τούτο σημαίνει: Επιζητεί να σώσει το Μέρος μέσω του Όλου, ή το Όλον διά του Μέρους; Ο τίτλος (Πολιτεία) συνηγορεί υπέρ του πρώτου, ο υπότιτλος (Περί Δικαίου) υπέρ του δευτέρου.

Ο Σ., αν και φιλοσοφικός νους άξιος, δεν δίδει απάντηση πειστική. Φαίνεται να θεωρεί δίλημμα το ερώτημα που θέσαμε (δεν το θέτει ο ίδιος πάντως), και απλώς αποφαίνεται αξιωματικά (και λακωνικά, χωρίς ανάλυση) υπέρ του δευτέρου -έστω και αν θεωρεί τον υπότιτλο μάλλον προσθήκη μεταγενέστερη από τον Θράσυλλο. (Αλήθεια, γιατί γράφει το όνομα Θράσυλλος με ένα λάμδα; Ολοι οι αρχαίοι το γράφουν με δύο -μόνο ένα απόσπασμα στον Διογένη Λαέρτιο (περί του Δημοκρίτου, το 33) έχει ένα λάμδα, αλλά τον ονομάζει «Θρασύλον».)

Εδώ ο Πλάτων έχει κηρύξει πανστρατιά των διαφόρων πλευρών της σκέψης του -οντολογίας, ηθικής, θεολογίας, ψυχολογίας, πολιτικής πρακτικής, παιδαγωγικής, οικονομίας, αισθητικής. Είναι ένα σημείο με ουσιώδεις συνέπειες, πλην σημείο το οποίο ο Σ. δεν αξιοποιεί, αν και το επισημαίνει. Εν προκειμένω, ο Σ. ψάχνει για ένα «κέντρο βάρους» που υπαγορεύει τη σκοπιμότητα του έργου. Ψάχνει για το κέντρο ενός κύκλου, στην περιφέρεια του οποίου τοποθετούνται οι φιλοσοφικές απόψεις που θα αναδείξουν το κέντρο αυτό. Διατείνεται ότι αυτό το «κέντρο βάρους» εντοπίζεται στη σφαίρα μάλλον της ατομικής αρετής παρά στη σφαίρα της συλλογικής αρετής· ότι αυτό που προέχει είναι η ατομική δικαιοσύνη και όχι η συλλογική της πόλης, και ότι «υπάρχει ένα πρωτείο της ηθικής έναντι της πολιτικής» (σ. 21).

Η θέση δεν είναι νέα: Την υποστηρίζει ο Πλούταρχος (στον Λυκούργου Βίον), και ο Ερμείας στα σχόλιά του στον Φαίδρο («Πάσα δέ η Πολιτεία τώ Πλάτωνι συντέτακται διά τό ευρείν τήν τής ψυχής δικαιοσύνην κατά τήν τριμέρειαν τής ψυχής... ώσπερ γάρ η έξω δικαιοσύνη, ούτω κατά αναλογίαν καί η τής ψυχής»). Ομως, κανείς δεν το είπε καλύτερα από τον έξοχο, εξοχότατο, Ιωάννη τον Φιλόπονο: «έθος δε Πλάτωνι διδασκαλίας χάριν γινόμενα παραδιδόναι· ούτω κάν τή πολιτεία γινομένην εισάγει τήν πόλιν, ίνα εν τή κατασκευή αυτής η της δικαιοσύνης γένεσις εκδηλοτέρα γένηται». (Κατά των Πρόκλου Περί Αϊδιότητος Κόσμου, 188 και 244, αναφορά στον Θεόφραστο).

Ομως, μιας και ο Σ. ομιλεί για «κέντρο βάρους», γιατί να μην υπάρχουν δύο κέντρα; Θα μπορούσα να εισηγηθώ (χωρίς να επιμένω, όπως θα δείξω παρακάτω) ότι πρόκειται για ένα σχήμα με δύο κέντρα, δύο εστίες: Μία έλλειψη. Η μία εστία είναι μεταφυσική -έρχεται κατευθείαν από τον Φαίδωνα, όπου για πρώτη φορά (με ευκαιρία τους στοχασμούς για την ψυχή) εκτίθεται η θεωρία των Ιδεών. Η δεύτερη εστία είναι ηθική, κοινωνική και πολιτική, έρχεται κατευθείαν από τον Γοργία -και συνεχίζεται άλλωστε, μετά την Πολιτεία, και στους Νόμους: Η ιδανική πολιτεία παρέχει το προγραμματικό πλαίσιο μίας ιδανικής τάξης, όπου ενυπάρχει η θεία τάξη, με τρόπο δυναμικώς σωτηριώδη για το άτομο. Φυσικά, η Πολιτεία δεν είναι οι Νόμοι. Στην πρώτη, την υποδειγματική Πολιτεία, επιζητείται κατ' αρχάς να υπαχθεί ολοκληρωτικά η πολιτική δράση στις ηθικές αξίες. Και, εν συνεχεία, πάλι εκεί, προσπαθεί να μεταμορφώσει τη χιμαιρική ηθικοκρατία σε μια αυστηρή (θα έλεγα τεχνοκρατική) δομή και λειτουργία. Ομως, και πάλι, η τεχνοκρατία παραμένει υποταγμένη στην ηθικοκρατία, αφού ο επικεφαλής της Πολιτείας είναι ο σοφός, ο Φιλόσοφος. Αντιθέτως, οι Νόμοι χαρακτηρίζονται από εμμονή στους «κανονισμούς»: Η ατομική πρωτοβουλία δεν αφήνεται ελεύθερη, διότι αυτή κινδυνεύει να θρυμματίσει την ωραία ισορροπία ανάμεσα στην Εξουσία και την Ελευθερία που επεζήτησε η Πολιτεία. Οι Νόμοι είναι ένα «Δευτερονόμιο» , κανονίζουν τα πάντα: Η ύδρευση, η παροχέτευση του νερού, η συγκομιδή και διανομή των φθινοπωρινών φρούτων, το εμπόριο, ακόμη και οι διασκεδάσεις -όλα είναι ρυθμισμένα εκ των προτέρων, λες και πρόκειται για ιεροτελεστίες.

Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο διατείνεται ο Σ. -ότι, δηλαδή, «η Πολιτεία σημαδεύει την επιστροφή της ψυχής στον εαυτό της, την ανύψωση του ηθικού εγώ πάνω από το παρακμάζον κράτος» (σ. 23). Η Πολιτεία φαινομενικά μόνο δείχνει ότι πηγαίνει ένα βήμα πέρα από τον απορητικό χαρακτήρα άλλων πλατωνικών διαλόγων (όπου, στο τέλος, το εκάστοτε θεμελιώδες ερώτημα παραμένει αναπάντητο). Ομως, το βαθύτερο φιλοσοφικό γεγονός εδώ είναι ότι η απορία παραμένει στην πιο δραματική ένταση -μόνο που δεν είναι απορία για ένα επί μέρους ερώτημα (όπως στον Μένωνα, στον Πρωταγόρα, στον Λάχη, στον Ευθύφρονα, στον Χαρμίδη), αλλά ένα ευρύτερο, επιβλητικότερο και δραματικότερο ερώτημα. Ενα ερώτημα, το οποίο σχετίζεται με μία διέξοδο, ή ένα αδιέξοδο, της σύνολης φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Οντως, είναι εδώ παρούσες όλες σχεδόν οι πλευρές της σκέψης του. Ομως είναι παρούσες όχι για να δοξασθούν, αλλά για να δοκιμασθούν, να βασανισθούν και να αποδείξουν τη συνεκτικότητά τους -αν στέκουν ή αν καταπίπτουν ως σύνολο, αν διαθέτουν εσωτερική συνέπεια. Εδώ έχουμε το διακύβευμα της συνολικής ευστάθειας, ή αστάθειας, των θεμελιωδών πλατωνικών προκειμένων προτάσεων... Εδώ ο Σωκράτης είναι πλέον η σκιά του ιστορικού Σωκράτη -σχεδόν ένα φάντασμα, που ευρίσκεται στο κέντρο της ομηγύρεως από κεκτημένη ταχύτητα του Πλάτωνα, αλλά όπου σχεδόν απουσιάζει η θεωρία των Ιδεών και η ανάπτυξη λαμβάνει προεκτάσεις που διακυβεύουν το οικοδόμημα του δημιουργού της: ήδη εκφράζονται όλο και αυξανόμενες αμφιβολίες για την απόλυτη απλότητα της ψυχής. Ενώ στην αρετή (μοναδική και απλή, τελούσα σε αδιατάρακτη αρμονία, κατά τον Σωκράτη) ο Πλάτων αρχίζει να διακρίνει ένα μείγμα.

Υπάρχει ένα πρόβλημα που είναι απειλητικά παρόν -και ο Πλάτων το ζει ως εφιάλτη: Η Ηθική υπαγορεύει σταθερές αξίες, ενώ η Πολιτική δημιουργεί αξίες σχετικές και μεταβαλλόμενες, σύμφωνα με τις περιστάσεις, τα συμφέροντα, τα πάθη. Πώς θα ευρεθεί το κοινό μέτρο, σε ποια κοινή αναγωγή θα αναχθούν αυτά τα δύο; Στον Γοργία, άλλωστε, μάθαμε ότι δεν πρέπει να παρουσιάζουμε την Πολιτική ως τέχνη ξέχωρη από την Ηθική, αφού, όταν ξεχωρίζει, δεν είναι τίποτε άλλο από ψεύδος και κατάπτωση.

Πώς θα συμβιβασθούν αυτοί οι δύο κόσμοι; Ποια σχέση τούς συνδέει; Σε ποια σχέση τελεί το Αυτό προς το Ετερον; Είναι σχέση «συμμετοχής»; Είναι σχέση αρχετύπου προς το εκπεσμένο αντίγραφο; 'Η μήπως είναι κάποιο βέβηλο μείγμα; Ποια θα είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι ώστε να διαφυλαχθούν η καθαρότητα και ιερότητα του Αγαθού; Εν τέλει, πώς θα εκφανεί το Αγαθό, εν μέσω των πραγμάτων της Εκπτώσεως; Πώς θα γίνει η τρομερή συνάντηση της Αϊδιότητος με την Ιστορία; Με μία λέξη: Πώς θα προέλθει η Πολλαπλότητα από το Ενα, χωρίς να βεβηλωθεί η ιερότητα του Ενός;

Ιδού το πρόβλημα, το οποίο κατά δραματικό τρόπο εκληρονόμησε, και εβίωσε, η κατοπινή φιλοσοφία και θεολογία -τόσο ο Πλωτίνος όσο ο Ωριγένης και ο Αυγουστίνος.

Ο Πλάτων εδώ προσπαθεί να επιχειρήσει ένα βήμα πέρα από το δάσκαλό του Σωκράτη (που περιόριζε την αναζήτηση στη γνώση και εφαρμογή του Αγαθού, διά της ενεργού αυτογνωσίας), μέσω της ίδιας ατραπού που εκείνος τον δίδαξε: ανάμεσα στον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο, ανάμεσα στον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο. Θα ήταν, άρα, ανώφελο να επιμείνουμε στην αναζήτηση του «κέντρου βάρους» της Πολιτείας. Αντιθέτως, πρέπει να εμμείνουμε στο θεμελιώδες κατόρθωμα του συγγραφέα της: Στο ότι φωτίζει, κατά τρόπο εναργή, τη δραματική ένταση ανάμεσα στον κόσμο που δομείται σύμφωνα με τις επιταγές και τους κανόνες της καθαρής Νόησης, και τον κόσμο του Πραγματικού, της Ιστορίας, τον κόσμο του Χρόνου -αυτόν τον κόσμο προς τον οποίο η συλλογιστική των Σοφιστών μοιάζει τόσο ταιριαστή και οικεία.

Η ίδια η αβεβαιότητά μας για τους πραγματικούς σκοπούς της Πολιτείας του Πλάτωνα αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι στην καρδιά του έργου ενυπάρχει αμείωτη η δραματική ένταση ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο της σωτηρίας, ανάμεσα στο «ήδη» (της Νοήσεως) και το «όχι ακόμη» (της Ιστορίας), που στοιχειώνει την αείποτε ανέφικτη σχέση του ανθρώπου με την τελειότητα, -η ίδια ένταση που στοιχειώνει την πραγματική ιστορική ζωή στο σύνολό της.